Η Ευγενία Καρπούζη, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Τζένης Καρέζη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 1934. Έζησε τα παιδικά της χρόνια σε διάφορες πόλεις, ακολουθώντας τις μεταθέσεις των γονιών της που ήταν εκπαιδευτικοί.
Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν μαθηματικός και η μητέρα της, Θεώνη, δασκάλα. Στη Θεσσαλονίκη μπήκε εσωτερική στο Γαλλικό Σχολείο Καλογριών και αργότερα συνέχισε στο αντίστοιχο Σεν Ζοζέφ στην Αθήνα.
Τα πρώτα χρόνια
H αγάπη της για το θέατρο άρχισε να εκδηλώνεται από τα μαθητικά της, ακόμη, χρόνια κι εκφράστηκε με τη συμμετοχή της στις σχολικές παραστάσεις. Τη χρονιά αποφοίτησής της από την Ελληνογαλλική Σχολή το 1951 πήρε μέρος στην παράσταση «Aντιγόνη» του Σοφοκλή που ανέβηκε στο θέατρο «ΡΕΞ» από τους τελειόφοιτους, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο.
Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951, όπου μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Pοντήρη, τον Άγγελο Tερζάκη, την Kατερίνα και τον Γιώργο Παππά, που υπήρξε και ο πρώτος μεγάλος της έρωτας. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια.
Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη. Ακολούθησε ο ρόλος της Αντέλα στο έργο του Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού και σκηνοθέτησε ο Αλέξη Μινωτής. Το χρονικό διάστημα 1955-1959 έπαιξε με επιτυχία σπουδαίους ρόλους στο Εθνικό Θέατρο: Οφηλία (Άμλετ), Κορντέλια (Βασιλιάς Ληρ), Μυρίννη (Λυσιστράτη) κ.ά.
Κινηματογράφος
Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. Το 1958 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Ζερβού «Η λίμνη των πόθων», η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορκ στην Ιρλανδία, παίρνοντας το αργυρό μετάλλιο.
Την επόμενη χρονιά έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων», στο οποίο ερμήνευσε αξέχαστα το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Το 1960 μετέφερε τη μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με συμπρωταγωνιστές τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο.
Το 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια». Η ταινία ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή τον Απρίλιο του 1964, ενώ έλαβε μέρος και στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών την άνοιξη του 1964.
Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε τον Φιλιποιμένα Φίνο να την εντάξει στην εταιρία του Φίνος Φιλμ, ως αδιαμφισβήτητη σταρ. Με την επιστροφή της στη Φίνος Φιλμ η Καρέζη γύρισε τις δραματικές ταινίες «Λόλα» και «Ένας μεγάλος έρωτας» και την κλασική πλέον κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής». Την περίοδο 1965-1966 γύρισε τις δυο μεγαλύτερες κινηματογραφικές της επιτυχίες «Μια τρελή… τρελή οικογένεια» και «Τζένη Τζένη», οι οποίες εκτόξευσαν την δημοτικότητα της στα ύψη.
Θέατρο
Μετά το 1960, δημιούργησε δικούς της προσωπικούς θιάσους και συνεργάστηκε με έξοχους κωμικούς, όπως τους: Λάμπρο Κωνσταντάρα, Ντίνο Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο και Διονύση Παπαγιαννόπουλο.
Από το 1968 μέχρι το θάνατό της έπαιξε μαζί με τον Κώστα Καζάκο, έργα των Καμπανέλλη, Άλμπι, Ίψεν, Τσέχοφ, Αναγνωστάκη, ενώ το 1985 ερμήνευσε για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, με τη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία Μίνωα Bολανάκη, μια παράσταση που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Επίδαυρο και το Ηρώδειο. Δύο χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα, που ανέβηκε στην Επίδαυρο και τον Λυκαβηττό.
Το 1982 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανέβασαν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνα Γουλφ;» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν. Η παράσταση έσπασε ταμεία και η ερμηνεία της Καρέζη αποθεώθηκε από τους κριτικούς.
Η μεγάλη της θεατρική επιτυχία υπήρξε αναμφισβήτητα το σπονδυλωτό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο», που ανέβηκε το 1973, το οποίο και αποτέλεσε μία από τις εστίες πνευματικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Η ίδια, όσο και ο σύζυγός της Κώστας Καζάκος, συνελήφθησαν και ταλαιπωρήθηκαν από τις αρχές της χούντας. Το είδος αυτό είχε συνέχεια μετά τη μεταπολίτευση με τα έργα «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Εχθρός Λαός» (1975). Τελευταία της θεατρική παράσταση ήταν τα «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη (1990).
Προσωπική ζωή
Στην προσωπική της ζωή έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου το 1962. Ο γάμος τους δεν είχε διάρκεια, καθώς όπως υποστήριξε ο Χατζηφωτίου είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Από τη μία τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια του Χατζηφωτίου και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Καρέζη δημιούργησαν απόσταση στο ζευγάρι, που οδήγησε στο διαζύγιο.
Το 1966 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ γνώρισε και ερωτεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο. Η σχέση επισημοποιήθηκε στις 5 Αυγούστου 1968, με το γάμο τους να τελείται παρουσία λίγων και αγαπημένων ανθρώπων τους. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Κωνσταντίνο Καζάκο, που ακολούθησε τα βήματα των γονιών του, όντας και ο ίδιος ηθοποιός.
Η Τζένη Καρέζη πέθανε στις 27 Ιουλίου 1992, νικημένη από την επάρατο νόσο. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η ανακουφιστική φροντίδα για καρκινοπαθείς και ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.
(Φωτογραφίες: INSTAGRAM @tzenikarezi_fanpage, Finos Film)