Τόσο οι ημέρες, όσο και οι νύχτες της Επιδαύρου είχαν πάντα τη δική τους γοητεία, τα δικά τους μυστικά, το δικό τους μύθο… Από το 1938, που ο μεγάλος δάσκαλος και οραματιστής του θεάτρου μας, Δημήτρης Ροντήρης, μετέφερε το ελληνικό δράμα στο φυσικό του χώρο, λειτουργώντας ξανά μετά από αιώνες το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου με την θρυλική παράσταση «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, ως τη σημερινή, δύσκολη και πρωτοφανή συγκυρία που βιώνει ολόκληρη η ανθρωπότητα, πολλά έχουν αλλάξει.
Το σίγουρο όμως είναι ότι το Φεστιβάλ είναι μία μεγάλη γιορτή, μία πνευματική περιπέτεια, με πολλά σκαμπανεβάσματα, συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας μας, που συνεχίζεται και το φετινό καλοκαίρι της πανδημίας, από την οποία έχουν περάσει τα πιο λαμπρά ονόματα του ελληνικού και παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος. Στις 25 Ιουλίου η παράσταση «Πέρσες»του Αισχύλου, που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη, θα μεταδοθεί ζωντανά μέσα από τη σύμπραξη που επιτεύχθηκε με τη Google, χαρίζοντας ξεχωριστή βαρύτητα στο Φεστιβάλ.
Με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Ροντήρη, θα γίνει το 1954 η γενική δοκιμή του Φεστιβάλ Επιδαύρου και τον 26χρονο πρωταγωνιστή, αριστούχο του Εθνικού, Αλέκο Αλεξανδράκη να κάνει τις chic κυρίες της εποχής με τα μαντό, τις πέρλες και τα λευκά γάντια να «μονολογούν» με την ομορφιά του. Την επόμενη χρονιά που ουσιαστικά γίνεται η επίσημη έναρξη περισσότεροι από 10.000 θεατές, με κάθε μέσο, αψηφώντας τους χωματόδρομους και τις λακκούβες, πλημμυρίζουν το αρχαίο θέατρο για να χειροκροτήσουν την Κατίνα Παξινού στο ρόλο της Εκάβης. Πολλοί παθιασμένοι θεατρόφιλοι όπως ο νεαρός Αλέξανδρος Λυκουρέζος με τον αδερφό του στήνουν τις σκηνές τους λίγα μέτρα έξω από το θέατρο, ενώ ισχυρή αστυνομική δύναμη σταματά τα αυτοκίνητα στην είσοδο. Μέσα σε κάποιο από αυτά βρίσκεται και η αργοπορημένη πρωταγωνίστρια της παράστασης Κατίνα Παξινού με τον Μινωτή. «Μα είμαι η Παξινού», διαμαρτύρεται… «Μωρ’ δεν πα να ΄σαι και η Μάγια Μελάγια» της απαντά αυθόρμητα ο Λυγουριώτης χωροφύλακας και η ατάκα μένει στην ιστορία.
Από εδώ και στο εξής κάθε παράσταση θα κουβαλάει την δική της γοητεία, τα δικά της μυστικά, τον δικό της μύθο. Κορυφαία πρωταγωνίστρια το ’56 αναδεικνύεται η Άννα Συνοδινού ως «Αντιγόνη» που κάνει την επίσημη είσοδό της στην τραγωδία σε μία ιστορική παράσταση που παίρνει διθυραμβικές κριτικές και καθιερώνει την μορφή της με το ρούχο – δημιουργία του Αντώνη Φωκά, κλασικό δείγμα αιώνιας Αντιγόνης. 25.000, ρεκόρ θεατών, καταλαμβάνουν το αρχαίο θέατρο και άλλοι 5.000 μένουν απ΄ έξω, δημιουργώντας επεισόδια με αποτέλεσμα ο υπέρκομψος, με τα λευκά λόφερ παπούτσια του, Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος να παρακολουθήσουν τελικά την παράσταση σε καρεκλάκια μέσα στην ορχήστρα. Η Επίδαυρος ζει μοναδικές στιγμές δόξας, καλλιτεχνικής, κοσμικής και στιλιστικής αποθέωσης, καθώς ανάμεσα στους θεατές παρευρίσκονται ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με σμόκιν και η Άννα Μαρία με τετραπλή σειρά από πέρλες, η πριγκίπισσα Ειρήνη με υπέροχες διαμαντένιες καρφίτσες, ο πρίγκιπας Μιχαήλ με την Μαρίνα Καρέλλα, ο Αλέν Ντελόν με την Ρόμι Σνάιντερ, η Μελίνα με μαντήλι στα μαλλιά και ο Ντασέν με πουλόβερ στους ώμους, η Έλσα Μάξγουελ με μαύρα γιαλιά – ταρταρούγα και ο πρίγκιπας Πέτρος, η Κάλλας με τσιντσιλά ετόλ και μακριά λουλουδάτη τουαλέτα, ο Αμεντέο Νατσάρι και ο Κουρτ Γιούργκενς, καλεσμένοι του ΕΟΤ, κάνοντας το μπαρ του ξενοδοχείου «Ξενία» να θυμίζει Κάννες.
Το 1960 η Μαρία Κάλλας τραγουδάει «Μήδεια» και ο ερωτευμένος Ωνάσης τη συνοδεύει με την θρυλική θαλαμηγό του «Christina Ο.» που αγκυροβολεί στο Ναύπλιο και προκαλεί δέος. Την επόμενη χρονιά η απαιτητική Κάλλας προκαλεί ξανά σάλο στο αρχαίο θέατρο με τη «Νόρμα» του Μπελίνι, καθώς εκφράζεται η άποψη ότι η όπερα δεν έχει θέση στην Επίδαυρο. Τότε, και μέσα σε είκοσι μέρες, η περιοχή ηλεκτροδοτείται. Η Κάλλας απαιτεί να μαζέψουν τα τζιτζίκια από τα δέντρα προκειμένου να μην ακούγεται τίποτα άλλο πλην της φωνής της, ενώ στις πρόβες εκείνες ήταν που γκρινιάζοντας φώναξε: «Μαέστρο, νον πόσο», για να πάρει απάντηση την ατάκα του Τσαρούχη «Μη σώσεις και πόσεις, μωρή!». Την ίδια χρονιά η Άννα Συνοδινού αποθεώνεται για την ερμηνεία της στην «Ηλέκτρα». Την παράσταση παρακολουθεί εκστασιασμένη και η πρώτη κυρία των ΗΠΑ Τζάκι Κένεντι με την αδερφή της Ράτζιβιλ, η οποία δηλώνει: «Τι υπέροχο θέατρο! Ζωντανεύει το όνειρο μου!». Τώρα το τι κατάλαβε η Τζάκι από την τραγωδία, παίζεται, και σίγουρα δεν ήταν η μόνη στην ιστορία του θεάτρου.
Το σοκ της δικτατορίας φέρνει τη μεγάλη καμπή. Η ΕΣΑ παρεμβαίνει στα παρασκήνια για να καταργήσει τα κοστούμια του ενδυματολόγου Παύλου Μαντούδη στην «Ηλέκτρα», χαρακτηρίζοντάς τα «ανθελληνικά». Το 1975, ένα καλοκαίρι μετά τη μεταπολίτευση, το Φεστιβάλ ανοίγει τις πύλες του στο Θέατρο Τέχνης, παρουσιάζοντας τις «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, μία παράσταση-σταθμό σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Και έρχεται η στιγμή του θριάμβου της «Ορέστειας» σε σκηνοθεσία Κουν, με τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της «Κλυταιμνήστρας», το 1980. Το θέατρο, και όχι μόνο, ξεχειλίζει, καθώς ο κόσμος «κρέμεται» από τα πεύκα. Ο χαμός που σημειώνεται με την άφιξη του Ανδρέα Παπανδρέου, λίγα μόλις λεπτά πριν την έναρξη της παράστασης, είναι δείγμα ότι θα γίνει ο επόμενος Πρωθυπουργός της χώρας.
Με την επιτυχία και τον έρωτα έδωσε ραντεβού στην Επίδαυρο και ο αξέχαστος Νίκος Κούρκουλος. Το 1982 αποθεώνεται στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, χωρίς όμως να μπορεί να φανταστεί ότι λίγα χρόνια αργότερα στον μαγικό χώρο θα ερωτευθεί κεραυνοβόλα την Μαριάννα Λάτση. Όπως άλλωστε ο ίδιος είχε δηλώσει: «Το καλοκαίρι του 1986, κάνω έτσι και παγώνω… Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν». Η Μαριάννα Λάτση είχε επισκεφθεί το αρχαίο θέατρο με την παρέα του αγαπημένου της φίλου Κώστα Καρρά, ενώ η πολιορκία του Κούρκουλου προς την ωραία Μαριάννα, συνεχίστηκε μετά την παράσταση στην ιστορική ταβέρνα του «Λεωνίδα», που αποτελεί με τις ιστορίες της θεσμό εφάμιλλο της ιστορίας των Επιδαυρίων. Σύσσωμο το ελληνικό θέατρο, αλλά και, από τον Πίτερ Χολ και τον Μορίς Μπεζάρ ως τον Φρανσουά Μιτεράν, έχουν γευθεί το γιουβετσάκι του Λεωνίδα.
Το 1992 ξαναγυρνάμε στα ‘80ς, όπου όλοι οι θίασοι έχουν πλέον θέση στην Επίδαυρο. Το 1986 η εθνική μας σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη πατάει το πόδι της στο αρχαίο θέατρο και το γεμίζει ασφυκτικά. Η «Λυσιστράτη» της, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και μουσική Μάνου Χατζηδάκι, είναι ίσως η πιο πολυσυζητημένη κοσμική παράσταση της δεκαετίας. Οι εκλεκτοί φίλοι της με τα σκάφη τους προκαλούν μποτιλιάρισμα στο Παλιό Λιμάνι της Επιδαύρου, αλλά και ελικόπτερα προσγειώνονται για χάρη της στο χώρο του «Ξενία». Μετά την παράσταση στήνεται τρικούβερτο γλέντι στο Ξενία, με το ξημέρωμα να βρίσκει την Αλίκη να τραγουδά στους καλεσμένους της, όχι τον μύθο της Λυσιστράτης, αλλά αποσπάσματα από την «Εβίτα».
Τέσσερα χρόνια μετά, το «φαινόμενο Βουγιουκλάκη», κατεβαίνει και πάλι στην Επίδαυρο με το ένδυμα της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Βολανάκη και μουσική Θεοδωράκη, δημιουργώντας έως και πολιτικό ζήτημα! Η «γατούλα» στο αρχαίο δράμα γράφουν ειρωνικά κάποιοι κριτικοί, ενώ δεν έλειψαν και αντιδράσεις μερίδας του κοινού, που ενώ εξελισσόταν η τραγωδία, από τις κερκίδες του θεάτρου τραγουδούσαν το «νιάου, νιάου βρε γατούλα…». Στο μεταξύ οι Κέβιν Σπέισι, Πέτερ Στάιν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ιζαμπέλλα Ροσελίνι, Μονσεράτ Καμπαγιέ και Χοσέ Καρέρας είναι μερικά από τα μυθικά ονόματα που έχουν παρελάσει από την ιστορία του αρχαίου θεάτρου, παρόλο που πολλές φορές, εκτός από γιορτή θεάτρου, η Επίδαυρος συνδυάζεται με εκδρομή από κάποιους «γιαλαντζί» κοσμικούς που φεύγουν πριν το τέλος της παράστασης για να βρουν «καλό» τραπέζι στον «Λεωνίδα».
Από τον Δημήτρη Λυμπερόπουλο
(Φωτογραφία εξωφύλλου: Επιδαύρεια με αίγλη και μοναδικές παρουσίες. Στην πρώτη σειρά, με τους υπέροχους κότσους τους, η Μαρία Κάλλας και η Μαρίκα Μητσοτάκη, ανάμεσα στη Νίτσα Κανελλοπούλου)