Ο παγκόσμιος δημιουργός που το έργο του έχει ακουστεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε στην αγκαλιά των στενών του ανθρώπων.

Ως συνθέτης έχει γράψει από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα.

Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στην Χίο, στις 29 Ιουλίου 1925. Ο Γιώργης Θεοδωράκης και η Ασπασία Πουλάκη ήταν οι γονείς του. Ο Μιχαήλ –Μίκης- Θεοδωράκης έχει καταγωγή από την Κρήτη και τη Μικρά Ασία.

Με πατέρα, δημόσιο υπάλληλο, που έπαιρνε συνεχώς μεταθέσεις από πόλη σε πόλη, ο σημαντικός καλλιτέχνης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις και νησιά της Ελλάδας, όπως η Μυτιλήνη, η Πάτρα, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, η Σύρος, ο Πύργος και κυρίως η Τρίπολη.

Σε όλη του την ζωή, από έφηβος μέχρι και σήμερα (σε ηλικία 17 ετών έγραψε τα πρώτα του συμφωνικά έργα) κατάφερε να δώσει φωνή, πέτυχε να γίνει η φωνή, αυτών που δεν βρήκαν τη δύναμη να εκφράσουν όλα όσα είχαν στο μυαλό και την ψυχή τους.

Έδωσε φωνή, χάρισε μουσική στους κυνηγημένους της αριστεράς κατά την μετεμφυλιακή περίοδο, όρθωσε ανάστημα απέναντι σε ανάκτορα, σε κομματικούς μηχανισμούς, στη δικτατορία, αγωνίστηκε δυναμικά και πέρα από τα ελληνικά σύνορα για τους λαούς που μάχονταν καθεστώτα ολοκληρωτικά και ανελεύθερα, έγινε σύμβολο ελευθερίας, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στις 7 Απριλίου 1942, έναν περίπου χρόνο μετά την εισβολή των κατοχικών δυνάμεων ,ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε το πρώτο του έργο στον ναό της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη. Η «Κασσιανή», είναι ένα έργο για τετράφωνη μικτή χορωδία και ορχήστρα, βασισμένο στον γνωστό εκκλησιαστικό ύμνο «Το τροπάριο της Κασσιανής».

Πολύ σύντομα ανέπτυξε αντιστασιακή δράση κατά των κατακτητών. Η συμμετοχή του στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 οδήγησε στη σύλληψή του από τις αρχές.

Διέφυγε στην Αθήνα, όπου οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ και εκτέλεσε χρέη διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ αγωνίστηκε και σαν διμοιρίτης της Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Δύο χρόνια μετά ίδρυσε την χορωδία της ΕΠΟΝ. Την ίδια χρονιά γνώρισε τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά και τον Βασίλη Ζάννο, για τον οποίο έγραψε το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο», μετά την εκτέλεση του.

Μετά τα Δεκεμβριανά – σε ηλικία 21 ετών– έζησε στην παρανομία και κυνηγήθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Τον συνέλαβαν στις μαζικές συλλήψεις τον Ιούλιο του 1947. Εξορίστηκε στην Ικαρία. Λίγο καιρό αργότερα πήρε «μετάθεση» για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, όπου βασανίστηκε σε σημείο παράλυσης και θανάτου. Μετά από παρέμβαση του πατέρα, του θείου του και ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, απολύθηκε ως ανάπηρος.

Το 1954 βρέθηκε στο Παρίσι- με κρατική υποτροφία- όπου γράφτηκε στο Conservatoire και σπούδασε με τον Ολιβιέ Μεσιάν, για σύντομο χρονικό διάστημα, μουσική ανάλυση, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Eugène Bigot. Συνέθεσε μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Μπαλέτο της Στουτγκάρδης και επίσης για τον κινηματογράφο. Το 1957 κέρδισε το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα.

Το 1960 επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφήθηκε ο «Επιτάφιος» που άνοιξε έναν καινούριο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, παντρεύοντας τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο.

Την ίδια χρονιά, ολοκλήρωσε το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Δεν το κυκλοφόρησε αμέσως, καθώς όπως είχε πει «το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο να το δεχτεί».

Το καλοκαίρι του 1964 συνέθεσε τη μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς ο Έλληνας», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. Κάπως έτσι «γεννήθηκε» το συρτάκι. Έναν χρόνο αργότερα συνέθσε την Μπαλάντα του Μάουτχαουζεν, βασισμένη στο βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, και αυτή ήταν η πρώτη του δισκογραφική συνεργασία με τη Μαρία Φαραντούρη. Επίσης ήταν η εποχή που έγραψε γράφει το τραγούδι «Σωτήρη Πέτρουλα», για τον 22χρονο φοιτητή που δολοφονήθηκε σε διαδήλωση στην Αθήνα.

Την 21η Απριλίου του 1967 πέρασε στην παρανομία και απηύθυνεμ την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου.

Τον Μάιο του 1967 ίδρυσε- μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εξελέγη πρόεδρός του.

Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1967. Ακολούθησε η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα καινούργια έργα του καταφέρνει με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιούργησαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Αποφυλακίστηκε και ταξίδεψε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.

Το 1974 η δικτατορία των συνταγματαρχών έπεσε και ο Μίκης Θεοδωράκης πραγματοποιεί την ιστορική συναυλία του στο Στάδιο Καραϊσκάκη, όπου με την Μαρία Φαραντούρη, παίζει όλα τα απαγορευμένα τραγούδια του.

95 χρόνια ζωής – Με δικά του λόγια

 «Κάθε μου πράξη, κάθε πρωτοβουλία ξεκινά από μια ανοδική αφετηρία. Πώς θα ωφελήσω τον ελληνικό λαό, πώς θα υπηρετήσω καλύτερα την πατρίδα μου. Δεν πιστεύω στις κάθε λογής σκοπιμότητες πολιτικές, κομματικές, συντεχνιακές, φιλικές, οικογενειακές. Με ενδιαφέρει, κάθε φορά το Όλον, το Σύνολο, το Έθνος, ο Λαός, ο Άνθρωπος. Είμαι απόλυτος. Το ξέρω. Όπως ξέρω πως αυτό είναι η μεγάλη μου δύναμη και η ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία μου. Πιστεύω, όμως, ότι σ’ ένα εθνικό σύνολο, όπου όλα είναι συμβιβασμός, υπολογισμός, φόβος, θα πρέπει να υπάρχουν μερικοί που να μπορούν να λένε φωναχτά όσα και οι άλλοι σκέφτονται και ψιθυρίζουν».

Για όσους είχαμε την μέγιστη τιμή κι υπέρτατη  τύχη να τον ζήσουμε από κοντά, να τον ακούμε να μας διηγείται, στην υπέροχη βεράντα του σπιτιού του με θέα την Ακρόπολη, πώς έγραφε τα έργα του την περίοδο της εξορίας, να μας μεταφέρει την εικόνα από τις συναντήσεις του με κορυφαίες προσωπικότητες, να μαρτυρά στιγμές από συναυλίες και ηχογραφήσεις, ήταν κάτι το μοναδικό. Μαθαίναμε την ιστορία με δάσκαλο τον πρωταγωνιστή της.

Διαβάστε επίσης: Μίκης Θεοδωράκης: Επετειακή συναυλία για τα 95α γενέθλια του, από την ΕΛΣ