Η πρώτη φορά που η Ντάφι μίλησε για την τρομακτική εμπειρία που έζησε ήταν τον περασμένο Φεβρουάριο. Τότε είχε αποκαλύψει ότι την απήγαγαν και την βίασαν. «Με βίασαν και με νάρκωσαν και με κράτησαν αιχμάλωτη για μέρες», είχε γράψει σε ανάρτησή της στο Instagram.
Σήμερα η Ουαλή τραγουδίστρια μοιράζεται στη σελίδα duffywords.com, λεπτομέρειες όλων όσων συνέβησαν με στόχο, όπως υποστηρίζει, να βοηθήσει αυτούς που έχουν υποφέρει.
Στην εισαγωγή του κειμένου κάνει αναφορά στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, σε όλο τον κόσμο, σε σχέση με όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας.
Η ανησυχία και ο φόβος είναι δύο χαρακτηριστικά που έχουν μεγάλη ένταση και αντίκτυπο σε όλους τους ανθρώπους, κάτι που έχει να συμβεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως αναφέρει. Τώρα λοιπόν ο τρόπος που επιδρά ο ένας άνθρωπος πάνω στον άλλον έχει πολύ μεγάλη σημασία.
Σε ένα, μεγάλης έκταση, κείμενο αφηγείται την τρομακτική εμπειρία που έζησε αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι την απήγαγαν από ένα εστιατόριο την ημέρα των γενεθλίων της και ότι την μετέφεραν υπό την επήρεια νάρκωσης σε μία ξένη χώρα, όπου και βιάστηκε από τον απαγωγέα της.
Στη συνέχεια εξηγεί πώς ο δράστης την γύρισε πίσω στην πατρίδα της και την κρατούσε ναρκωμένη μέσα στο σπίτι της, έως ότου η ίδια καταφέρει- τελικά- να διαφύγει.
Απόσπασμα της ανάρτησης:
«Ήταν τα γενέθλιά μου. Με νάρκωσαν σε ένα εστιατόριο και στη συνέχεια ήμουν ναρκωμένη για τέσσερις εβδομάδες και ταξίδεψα σε μια ξένη χώρα. Δεν θυμάμαι να μπαίνω στο αεροπλάνο και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ενώ βρισκόμουν στο πίσω κάθισμα ενός οχήματος εν κινήσει. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ο δράστης επέστρεψε και με βίασε. Θυμάμαι τον πόνο και την προσπάθεια να διατηρήσω τις αισθήσεις μου στο δωμάτιο αφού συνέβη. Ήμουν κλεισμένη μαζί του στον χώρο για μία ακόμη μέρα. Δεν με κοιτούσε, έπρεπε να περπατάω πίσω του, είχα μερική συνείδηση για το τι μου συνέβαινε αλλά ήμουν αποτραβηγμένη. Θα μπορούσε να με είχε ξεφορτωθεί. Σκέφτηκα το ενδεχόμενο να το σκάσω για τη γειτονική πόλη ενώ κοιμόταν, αλλά δεν είχα χρήματα και φοβόμουν ότι θα καλούσε την αστυνομία μετά την απόδρασή μου, και ότι ίσως με εντόπιζαν ως αγνοούμενο άτομο. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη να αντέξω εκείνες τις ημέρες, αισθανόμουν όμως μια παρουσία που με βοήθησε να παραμείνω ζωντανή.
Γύρισα πίσω αεροπορικώς μαζί του. Παρέμενα ήρεμη και όσο φυσιολογική μπορούσα να είμαι υπό αυτές τις συνθήκες. Όταν γύρισα σπίτι, κάθισα, ζαλισμένη, σαν ζόμπι. Ήξερα ότι η ζωή μου κινδύνευε άμεσα, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ήθελε να με σκοτώσει. Με την ελάχιστη δύναμη που μου είχε απομείνει, το ένστικτό μου μού έλεγε να τρέξω, να το σκάσω και να βρω κάπου να ζήσω που δεν θα μπορούσε να με εντοπίσει.
Ο δράστης με κράτούσε ναρκωμένη σπίτι μου, μέσα σε αυτό το διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων. Δεν ξέρω αν με βίασε εκεί, μέσα σε αυτό το διάστημα, θυμάμαι μόνο να συνέρχομαι στο αυτοκίνητο στην ξένη χώρα και την απόδρασή μου, η οποία θα συνέβαινε τις επόμενες ημέρες. Δεν ξέρω γιατί δεν με νάρκωσε στο εξωτερικό. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι μου χορηγούσε ένα σκληρό ναρκωτικό, και ότι δεν μπορούσε να το πάρει μαζί του στο αεροπλάνο.
Αφού συνέβη, κάποιος που ήξερα πέρασε από το σπίτι μου και με είδε στο μπαλκόνι να κοιτάζω το κενό, τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Δεν θυμάμαι να γυρίζω σπίτι. Το άτομο αυτό είπε ότι ήμουν κατακρίτρινη και έμοιαζα με νεκρή. Προφανώς φοβήθηκε για εμένα αλλά δεν ήθελε να ανακατευτεί, δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο».