Η νευροεπιστήμονας Sara Lazar, από την Ιατρική Σχολή του Harvard, μετά από μία σειρά μικροτραυματισμών, κατά τη διάρκεια της προπόνησής της στο τρέξιμο, ανακάλυψε την yoga.
Ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνθηκε για να τη βοηθήσει να «επαναφέρει» το σώμα της στην αρχική του, καλή φυσική κατάσταση, της είπε ότι η yoga και ο διαλογισμός θα ήταν μια καλή επιλογή άσκησης και τρόπου συμπεριφοράς που θα επιδρούσε θετικά στην αύξηση της ενσυναίσθησής και θα έδινε «φυσικές ανάσες» στην καρδιά της. Η ίδια δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα λεγόμενά του αν και στο τέλος ακολούθησε τις συμβουλές του. Και ενώ το μόνο που σκεφτόταν, στην αρχή, ήταν να κάνει διατάσεις προκειμένου να «επανέλθει» μετά από τους τραυματισμούς της μπήκε στη διαδικασία να αφεθεί στα χέρια του δασκάλου της και όσο ο καιρός περνούσε άρχισε να βλέπει τις διαφορές στο μυαλό και το σώμα της.
Ο τρόπος που διαχειριζόταν όλα όσα συνέβαιναν στην ζωή της άλλαξε. Έδειχνε και ήταν ήρεμη. Μπορούσε να διαχειρίζεται καλύτερα τις ατυχίες και τις δύσκολες καταστάσεις και είχε αναπτύξει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση.
Πήρε την απόφαση λοιπόν να αναζητήσει απαντήσεις και να ψάξει την βιβλιογραφία σε σχέση με τον ενσυνείδητο διαλογισμό. Εκεί βρήκε τις αποδείξεις που ήθελε. Ο διαλογισμός μειώνει το στρες, την κατάθλιψη και το άγχος, μειώνει τον πόνο και την αϋπνία και βελτιώνει την ποιότητα ζωής.
Το ένα οδήγησε στο άλλο και ξεκίνησε να ερευνά τον διαλογισμό μέσα από το πρίσμα των νευροεπιστημών. Σε πρώτη φάση μελέτησε διαλογιστές με μακροχρόνια εμπειρία/ εξάσκηση (7-9 έτη διαλογισμού) συγκρίνοντάς τους με μια ομάδα «πρώιμων» διαλογιστών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι διαλογίζονταν καιρό είχαν περισσότερη φαιά ουσία σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων του ακουστικού και αισθητικού φλοιού, όπως επίσης και στον νησιωτικό φλοιό. Κι αυτό εξηγείται, αφού ο ενσυνείδητος διαλογισμός μας κάνει να μπαίνουμε σε βραδύτερους ρυθμούς και να αποκτάμε επίγνωση στο παρόν, συμπεριλαμβανομένων των σωματικών αισθήσεων, όπως η αναπνοή και οι ήχοι γύρω μας.
Ωστόσο, οι νευροεπιστήμονες επίσης βρήκαν ότι οι διαλογιστές είχαν περισσότερη φαιά ουσία σε μια άλλη εγκεφαλική περιοχή, που αυτή τη φορά συνδέεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και την εργασιακή μνήμη: στον μετωπιαίο φλοιό.
Αν και στους περισσότερους ανθρώπους ο φλοιός τους μικραίνει καθώς μεγαλώνουν, οι 50χρονοι διαλογιστές της έρευνες είχαν την ίδια ποσότητα φαιάς ουσίας που είχαν και οι 25χρονοι.
Η Lazar και η ομάδα της θέλησαν να βεβαιωθούν ότι αυτό δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι οι διαλογιστές μπορεί να είχαν εξαρχής περισσότερη φαιά ουσία. «Εισέβαλλαν» λοιπόν πιο βαθιά στην έρευνα.
Σε αυτή, έβαζαν τους ανθρώπους -χωρίς καμία εμπειρία στο διαλογισμό- να παρακολουθήσουν ένα πρόγραμμα ενσυνειδητότητας οκτώ εβδομάδων.
Οκτώ εβδομάδες διαλογισμού έδρασαν θετικά στον εγκέφαλο των συμμετεχόντων. Δεν παρατηρήθηκε λέπτυνση σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένου του αριστερού ιππόκαμπου (που σχετίζεται με τη μάθηση, τη μνήμη και την συναισθηματική ρύθμιση)• του TPJ (που εμπλέκεται στην ενσυναίσθηση και στην ικανότητα θέασης διαφορετικών οπτικών)• και ενός μέρους του εγκεφαλικού στελέχους όπου παράγονται ρυθμιστικοί νευροδιαβιβαστές.
Επίσης οι εγκέφαλοι των νέων διαλογιστών είχαν μια σμίκρυνση της αμυγδαλής, μιας περιοχής του εγκεφάλου που συνδέεται με το φόβο, το άγχος και την επιθετικότητα. Αυτή η μείωση στο μέγεθος της αμυγδαλής συνδέθηκε με τα μειωμένα επίπεδα στρες στους συμμετέχοντες.
Πόση ώρα διαλογισμού απαιτείται για τέτοιου είδους αποτελέσματα; Οι συμμετέχοντες στην έρευνα διαλογίζονταν 40 λεπτά ημερησίως, αλλά ο μέσος όρος- για τα θετικά αποτελέσματα- κατέληξε η έρευνα ότι είναι 27 λεπτά την ημέρα