«Η κοπελίτσα με το φουροσίκι είχε ετοιμάσει το τσάι εντελώς ατάραχη, και τώρα ερχότανε να προσφέρει το φλιτζάνι στον Κικούζι. Το απίθωσε μπροστά του». Κάπως έτσι, σαν τον Κικούζι (ήρωα του μυθιστορήματος «Ένα σύννεφο άσπρα πουλιά» του νομπελίστα Γιασουνάρι Καβαμπάτα), βρέθηκα κι εγώ ένα απόγευμα του περασμένου Αυγούστου μπροστά σε μία κοπέλα ντυμένη με κιμονό. Κρατούσε στο ένα χέρι πορσελάνινο δίσκο με μικροσκοπικά (άγλυκα) γλυκά, σκεπασμένο με ένα κεντημένο φουροσίκι (κομψό ύφασμα περιτυλίγματος), και στο άλλο χέρι ένα φλιτζάνι με τσάι μάτσα. Το κέρασμα προοριζόταν για εμένα, τον επισκέπτη, που για να ολοκληρώσει την ιαπωνική εμπειρία του έπρεπε να ζήσει και την ιεροτελεστία του τσαγιού. Ας πούμε πως την έζησα, γιατί αυτά τα φτιαγμένα για τους αφελείς τουρίστες «θεάματα» συχνά είναι σόου που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Όμως, εν προκειμένω, το θέμα μου δεν ήταν τόσο η εικόνα όσο η γεύση: Γιατί αν ο Κικούζι του μυθιστορήματος είχε μάθει από παιδί να απολαμβάνει τις αρωματικές ποικιλίες του πράσινου τσαγιού (ανάμεσά τους και το μάτσα) σε εμένα ήταν αδύνατον να κατεβάσω δεύτερη γουλιά από αυτόν το πράσινο, αραιό χυλό που είχε μυρωδιά και γεύση από φρεσκοκομμένο γρασίδι. Και δεν ήταν το εκλεκτό και πανάκριβο τσάι μάτσα το μοναδικό πράγμα που δεν μου άρεσε στην Ιαπωνία. Ή μάλλον που ήταν εντελώς διαφορετικό από ό, τι γνώριζα και από ό, τι περίμενα. Το τσάι ήταν αλλιώς, το φαγητό ήταν αλλιώς, η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν αλλιώς, η ίδια η πρωτεύουσά τους, το Τόκιο, ήταν αλλιώτικο από κάθε άλλη πόλη, ακόμα και από το Τόκιο που έβλεπα στις ταινίες. Ήταν περισσότερο γκρίζο, παρά λαμπερό. Περισσότερο συντηρητικό, παρά προοδευτικό και σύγχρονο. Και δεν μου φάνηκε καθόλου, μα καθόλου ζεν! Ήταν, αντιθέτως, στριμωγμένο, ασφυκτικό και αγχωτικό. Επιπλέον, πουθενά σε καμία γειτονιά και κανένα πάρκο του δεν είδα να «ζωντανεύουν» αυτά τα μαγικά χαϊκού που διάβαζα και που νόμιζα πως κατέγραφαν εικόνες της καθημερινότητας, σκηνές που βιώνει πάντα ο σύγχρονος Ιάπωνας στους κήπους με τις πεταλούδες και στις λιμνούλες με χρυσόψαρα, εκεί όπου οι σταγόνες της βροχής κυλούν σαν δάκρυα πάνω στα φύλλα του νούφαρου. Καμία ποίηση δεν βρήκα στην καθημερινότητα της αχανούς πόλεως, όπως τουλάχιστον την έζησα και την κατάλαβα (προσπάθησα να την καταλάβω) εγώ. Έφταιγε, μου είπαν η εποχή που την επισκέφθηκα, το καλοκαίρι είναι η χειρότερη περίοδος. Ήταν όμως και η περίοδος που είχε τα φτηνότερα αεροπορικά εισιτήρια. Και ναι, δεν περίμενα να βρω τις κερασιές ανθισμένες (για να το ζήσεις αυτό πρέπει να επισκεφθείς την Ιαπωνία την Άνοιξη), δεν περίμενα όμως και να περπατώ σε γειτονιές πιο πυκνοκτισμένες από την Κυψέλη, σε δρόμους χωρίς πεζοδρόμια, αναγκασμένος να κολλήσω στον τοίχο σε περίπτωση που ερχόταν αυτοκίνητο, για να περάσει και να μην περάσει από πάνω μου – αν και ο ευγενέστατος Ιάπωνας οδηγός δίνει τις περισσότερες φορές προτεραιότητα στον πεζό.
Πρώτο, λοιπόν, πράγμα που μου έκανε εντύπωση: Πεζοδρόμια υπάρχουν μόνο στους μεγάλους κεντρικούς δρόμους. Στις στριμωγμένες γειτονιές άνθρωποι, αυτοκίνητα και ποδήλατα συνυπάρχουν στους στενότατους δρόμους. Η δόμηση είναι ασφυκτική. Η ρυμοτομία ανύπαρκτη. Επίσης, οι περισσότεροι δρόμοι δεν έχουν ονόματα. Πώς εντοπίζεις μία διεύθυνση; Αν είσαι ξένος δεν την εντοπίζεις, εκτός αν είσαι τυχερός και ο περαστικός που θα σταματήσει να σε βοηθήσει γνωρίζει αγγλικά – που συνήθως δεν γνωρίζει. Επίσης, δεν έχω δει περισσότερα καλώδια από σπίτι σε σπίτι, από κολόνα σε κολόνα. Δεν τα υπογειοποιούν για λόγους οικονομίας αλλά και λόγω των σεισμών, μου είπαν. Ξεκίνησα όμως ανάποδα: Αντί να αρχίσω την ξενάγηση από το κέντρο της τεράστιας ιαπωνικής πρωτεύουσας (πρόκειται για πόλη των 40.000.000 κατοίκων!) βρέθηκα με τη μια σε γειτονιές χωρίς τουριστικά αξιοθέατα. Όμως, κατά τη γνώμη μου και αυτές αξιοθέατα είναι, αφού εκεί αρχίζεις να κατανοείς την καθημερινότητα των κατοίκων. Εκεί αρχίζεις να παρατηρείς τον άνθρωπο που στις πολυσύχναστες λεωφόρους με τα καταστήματα με τα γραφεία των πολυεθνικών, τον χάνεις έτσι όπως τρέχει να προφτάσει, ντυμένος αυστηρά και συντηρητικά, και «φορώντας» στο πρόσωπο μια παγωμένη έκφραση που ενίοτε καταντά τρομακτική. Οι εξοντωτικοί ρυθμοί της καθημερινότητας (οι Ιάπωνες είναι εργασιομανείς) γίνονται πιο χαλαροί στις γειτονιές με τα διώροφα και τα τριώροφα σπίτια, που κολλημένα το ένα στο άλλο δίνουν εικόνα ενός καταυλισμού από μπετόν και καλώδια που εκτείνεται πέρα, πιο πέρα από εκεί που φτάνει το μάτι. Τέτοιους τεράστιους «καταυλισμούς» είδα μέσα από το παράθυρο του τρένου ή περπατώντας, να κυκλώνουν τα κέντρα του Τόκιο – αφού η πρωτεύουσα της Ιαπωνίας ως πόλη – υπερπαραγωγή, δεν έχει ένα αλλά πολλά κέντρα.
Κατά τα άλλα, ανέβηκα κι εγώ στο περίφημο Sky Tree, τον ουρανοξύστη που άνοιξε το 2012 και που έγινε ένα από τα σύμβολα της πόλης, για να απολαύσω τη θέα. (Αν βρεθείτε εκεί φροντίστε έγκαιρα για εισιτήριο γιατί μπορεί να μην βρείτε). Επισκέφθηκα τον Κόκκινο Πύργο του Τόκιο, την ιαπωνική εκδοχή του Πύργου του Άιφελ. Έκανα το απαραίτητο πέρασμα από το Αυτοκρατορικό Ανάκτορο και τους κήπους του, από τον κόκκινο ναό Σένσο-τζι στη συνοικία Ασακούσα, από τον ναό Μέιτζι στη συνοικία Σιμπούγια, και από το Tokyo Bay με τα τεχνητά νησιά του, τους εντυπωσιακούς ολοκαίνουριους ουρανοξύστες του, το φουτουριστικό υπέργειο τρένο Yurikamome που δεν έχει οδηγό, το μεγάλο εμπορικό κέντρο με το κέντρο ψυχαγωγίας – λούνα Παρκ. Επισκέφθηκα τη διάσημη αλλά υπερεκτιμημένη κατά τη γνώμη μου ψαραγορά της πόλης, και ακόμα εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι σόι αξιοθέατο μπορεί να είναι ένα μέρος που απλώς πωλούνται ψάρια, ειδικά όταν εσύ δεν πρόκειται να ψωνίσεις. Επισκέφθηκα και τη μοδάτη περιοχή του Roppongi Hills με το Mori Art Museum και τα άλλα εντυπωσιακά κτίρια με τα διαμερίσματα, τα μαγαζιά και τα γραφεία. Πέρασα μερικές ώρες στο Χαράτζουκου (must η βόλτα στην πεζοδρομημένη Takeshita Street) τη γειτονιά των μπουτίκ και των νεαρών Ιαπώνων που κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι σε ήρωες των κόμικς Manga, σε βρικόλακες, σε σέξι μαθήτριες, σε Ασιάτες Ελβις Πρίσλεϊ κλπ. Στάθηκα στην ουρά για να δω το Εθνικό Μουσείο του Τόκιο, καθώς και το Μουσείο Έντο, και τα βρήκα και τα δύο ενδιαφέροντα, χωρίς όμως να εντυπωσιαστώ. Μια βραδινή βόλτα στην κατάφωτη και ζαλιστική από τις πινακίδες νέον συνοικία Καμπουκιτσό ήταν ότι πρέπει για να πάρω μία γεύση και από Tokyo by night – που όπως κάθε πόλη έχει και αυτό τις κακόφημες γωνιές του. Τέλος, περπάτησα ξανά και ξανά στην Γκίνζα όπου βρισκόταν και το ξενοδοχείο μου, στη διάσημη, υπερσύγχρονη και πανάκριβη γειτονιά με τα επώνυμα καταστήματα. Για να βρω εκεί, επιτέλους, το λαμπερό και κοσμοπολίτικο Τόκιο που περίμενα και που ως τότε (σχεδόν) πουθενά, σε καμία γειτονιά του, δεν είχα δει.
Αυτά όλα κι όλα πρόλαβα να κάνω μέσα στις 8 μέρες της διαμονής μου στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι λίγα. Περίπου τρεις μήνες έχουν περάσει από εκείνο το ταξίδι, και ακόμα δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν τελικά αυτή η πόλη μου άρεσε ή όχι. Γιατί είμαι ακόμα έκπληκτος, παραμένω σε… κατάσταση σοκ, όπως τη μέρα που έφτασα εκεί και που βγήκα από το ξενοδοχείο για να περπατήσω στους κεντρικούς δρόμους, για να χαθώ τελικά σε κάτι απίθανες γειτονιές που όμοιές τους δεν είχα ξαναδεί. Αν πρέπει οπωσδήποτε να διατυπώσω ένα συμπέρασμα, θα έλεγα πως από το Τόκιο δεν εντυπωσιάστηκα όπως έχω εντυπωσιαστεί από πόλεις όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Σεούλ και η Σαγκάη. Το περίμενα πιο σύγχρονο, πιο φουτουριστικό, πιο… πρωτεύουσα βγαλμένη από το μέλλον. Μου φάνηκε αρκετά παλιό και γερασμένο σε πολλά σημεία του, στα σημεία που πιθανώς μπορούσα να κινηθώ εγώ με το περιορισμένων δυνατοτήτων πορτοφόλι. Εγώ ο φτωχοτουρίστας, που κάθε φορά που αναγκάζονταν να δώσει 30-40 ευρώ για δύο μπουκιές νερόβραστα noodles και κάτι ελάχιστα κομματάκια που δεν καταλάβαινε αν ήταν κρέας, ψάρι ή τόφου το φυσούσε και δεν κρύωνε – και δεν αναφέρομαι μόνο στο φαγητό. Αν όμως τα φυσάς τα μπικικίνια, ή μάλλον τα γεν, μπορείς να απολαύσεις και στο Τόκιο (του εξαιρετικά υψηλού βιοτικού επιπέδου) παροχές για λίγους, και να γνωρίσεις τότε μια άλλη πόλη, πολύ πιο λαμπερή και εντυπωσιακή από την πόλη όπου κινήθηκες.
Για εμένα το Τόκιο παραμένει η πιο παράξενη πρωτεύουσα που έχω επισκεφθεί. Ένας εντελώς καινούριος, γι΄ αυτό και δύσκολα αναγνώσιμος και αρκετά ακατανόητος κόσμος. Χρειαζόμουν τελικά περισσότερες μέρες για να το ζήσω πιο πολύ, για να συγχρωτιστώ περισσότερο με τους εξαιρετικά ευγενικούς αλλά και εξαιρετικά απόμακρους κατοίκους του (αν και η ντροπαλή, κλειστή ιδιοσυγκρασία των Ιαπώνων δεν νομίζω πως αφήνει πολλά περιθώρια για εγκάρδιες σχέσεις). Αν θα επέστρεφα; Παρότι υπάρχουν εκατοντάδες μέρη σε όλο τον κόσμο που θα ήθελα να γνωρίσω, νομίζω πως θα άξιζε μία ακόμα επίσκεψη. Ώστε, αυτή τη φορά να δω με μεγαλύτερη ψυχραιμία όσα τώρα με εξέπληξαν (θετικά ή αρνητικά), με μπέρδεψαν, με ζάλισαν, με παραξένεψαν, όλα αυτά που στο δικό μου μυαλό παραμένουν ακόμα γρίφοι. Έχει πολλούς γρίφους ακόμα το Τόκιο, η Ιαπωνία ειδικότερα, για να λύσω.
Από τον Κοσμά Βίδο
Photo by iStock/Getty Images/Ideal Images