Την μαγνήτιζαν οι παραλίες, η άγρια παρθένα φύση, τα απότομα βουνά, τα πλούσια δάση, οι πηγές, οι καταρράκτες, οι μικρές λίμνες κατά μήκος των ρεμάτων στις πλαγιές του βουνού, που οι ντόπιοι τις ονομάζουν “βάθρες”. Μας ταξιδεύει στο νησί του Αιόλου μέσα από τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες που έχει βιώσει εκεί.

«”Θέλουμε πολύ να πάμε Σαμοθράκη”. Να μια φράση που ακούω όλο και πιο συχνά τελευταία όταν αναφέρω τον σταθερό προορισμό των διακοπών μου σε φίλους και γνωστούς που δεν έχουν ποτέ επισκεφθεί το νησί. Η απάντησή μου είναι πάντα ένα μείγμα ευχάριστης έκπληξης αλλά και αμφισβήτησης, σα να πρέπει να μου αποδείξουν ότι οι προθέσεις τους είναι σοβαρές: “Είστε σίγουροι;”. Λες και το ταξίδι στη Σαμοθράκη απαιτεί κάποιον ειδικό βαθμό αφοσίωσης ή είναι μια σχέση που δεν θα πετύχει αν δεν αγαπάς τον άλλον αρκετά για να τον δεχθείς όπως είναι.

Η Χώρα της Σαμοθράκης

Εξηγούμαι. Δεν πάνε πολλά χρόνια από την εποχή που η έκφραση των άλλων στο άκουσμα του νησιού έκρυβε -όχι με μεγάλη επιτυχία- μια δόση λύπησης ή απορίας. Ναι, από όλα τα νησιά με τις ατελείωτες αμμουδιές, τα κοσμικά σοκάκια, το κυκλαδίτικο λευκό και τα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα, εγώ ταξίδευα αεροπορικώς ως την Αλεξανδρούπολη και μετά έπαιρνα για 2μιση ώρες το πλοίο για να φτάσω στο βορειότερο νησί της Ελλάδας, όπου οι παραλίες έχουν πέτρες και τα επώνυμα σανδάλια σου δεν θα τα αναγνωρίσει κανείς. Το είχα ξαναδεί αυτό το βλέμμα, σε αρκετούς συνομήλικους μου όταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, τους έλεγα ότι πήγαινα στην Τήνο, before it was cool, όταν της μόδας ήταν η ΄Ιος, η Μήλος ή η Αμοργός.

Όμως τη γλυκιά Τήνο με τα ομορφότερα χωριά και την καλλιτεχνική της αύρα, τελικά την ανακάλυψαν όλοι. Δεν χρειάζεται πια καμία επεξήγηση (μία από τις καλύτερές μου φίλες έχει καταγωγή από εκεί και σπίτι), τώρα ξέρουν. Με τη Σαμοθράκη δεν ισχύει το ίδιο, και αυτό είναι μάλλον καλό: οι πιο πολλοί δεν ξέρουν.

Μία από τις πολλές πανέμορφες, άγριας ομορφιάς, παραλίες της Σαμοθράκης

Οπότε από την πλευρά μου, για τον κοινωνικό και επαγγελματικό μου κύκλο στην Αθήνα, απαιτείται συνήθως κάποια επεξήγηση μετά την τυπική ερώτηση “πού θα πάτε/πήγατε διακοπές;”. Η επεξήγηση έρχεται με την παρακάτω πληροφορία.

Η Σαμοθράκη ήταν το πρώτο νησί που πήγα ποτέ, γιατί μεγάλωνα απέναντι, στην Αλεξανδρούπολη. Τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων περνούσαν μεν παραδοσιακά στην Καβάλα, στα πατρικά των γονιών μου, αλλά οι εκδρομές στη Σαμοθράκη άρχισαν να γίνονται συχνότερες. Αργότερα, άρεσε στις παρέες τους το ύφος του νησιού, κάποιοι αγόρασαν γη εκεί, κι εμείς το ίδιο. Ακόμη και ως παιδί αντιλαμβανόμουν απόλυτα το πόσο διαφορετικό ήταν αυτό το μέρος, από την πιο οργανωμένη για οικογένειες Θάσο ή την πιο τουριστική Κρήτη (αυτά ήταν πάνω κάτω τα νησιά που είχα επισκεφθεί μέχρι να τελειώσω το δημοτικό).

Το νησί της Σαμοθράκης είναι γεμάτο από καταρράκτες και από τις “βάθρες”, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι τις μικρές λίμνες που δημιουργούνται

Η Σαμοθράκη είχε υποτυπώδη, μα παστρικά, καθαρά δωμάτια στο επάνω πάτωμα μιας ταβέρνας αντί για ξενοδοχεία με πρωινό. Είχε ανάβαση στους καταρράκτες και βουτιές στα παγωμένα νερά της βάθρας αντί για πλαζ. Είχε “υποχρεωτική” επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο, στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, τον αναπάντεχα καλοδιατηρημένο ναό, που ξεπροβάλλει μέσα από τα δέντρα και το σημείο, όπου βρέθηκε το άγαλμα της φτερωτής Νίκης, αγνώστου καλλιτέχνη της ελληνιστικής εποχής, που εκτίθεται στο Λούβρο από το 1884.

Ιερό των Μεγάλων Θεών

Και είχε πάντα ένα βαθμό περιπέτειας. Όπως το καλοκαίρι του ’87 όταν ήμουν έφηβη πια, που η παρέα των γονιών αποφάσισε να κατασκηνώσουμε στο νότιο μέρος του νησιού, στον Βάτο, προσβάσιμο μόνο από θαλάσσης. Ο πατέρας μου είχε πάθος με τα σκάφη και τότε είχε μόλις αποκτήσει το πρώτο του, ένα φουσκωτό. Μόνο αγριοκάτσικα έφταναν σε αυτή την ακτή που έμοιαζε ανέγγιχτη από τον χρόνο σαν ομηρικό έπος. Πίσω μας ορθωνόταν το Σάος από το οποίο κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα ένα ρυάκι με γλυκό νερό, ενώ μεγάλοι ασπρισμένοι βράχοι, που είχαν κατρακυλήσει από το βουνό πριν από χιλιετίες ήταν διάσπαρτοι εδώ κι εκεί. Από την σπηλιά στην άκρη του κόλπου θα μπορούσαν να έχουν μόλις βγει ο Οδυσσέας με τον Κύκλωπα. Τρώγαμε ψάρια, που ψάρευαν οι ενήλικες και εξερευνούσαμε την ακτή και την μέσα κοιλάδα και περάσαμε εκεί κάμποσες μέρες χωρίς ηλεκτρικό, τηλέφωνο και πολιτισμό (κινητά και ίντερνετ δεν ξέραμε τι είναι για να μας λείπουν ούτως ή άλλως). Ήταν ίσως η πρώτη φορά που εκτίμησα την αξία του νησιού, κι ας μην πάτησα για αρκετά χρόνια που θα ακολουθούσαν, όταν η φοιτητική ζωή και η νεότητα θέτουν άλλες προτεραιότητες.

Το άγαλμα της φτερωτής Νίκης εκτίθεται στο Λούβρο από το 1884

Τώρα, που επιστρέφω εκεί κάθε καλοκαίρι, στο σπίτι που διατηρούν ο πατέρας μου και η σύζυγός του, και οι κόρες μου τη νιώθουν δική τους, καταλαβαίνω πως σε ένα βαθμό η γοητεία της Σαμοθράκης είναι ότι παραμένει πρωτόγονη. Υπάρχει μια ενέργεια δύσκολο να την περιγράψεις και μια σπάνια αίσθηση ελευθερίας και σύνδεσης με τη φύση και το παρελθόν. Την εισπνέεις στα βότανα, στο θυμάρι και στη ρίγανη όταν οδηγείς με ανοιχτά παράθυρα. Την είχε νιώσει την ενέργεια και έγραψε γι’ αυτήν ο ΄Ιωνας Δραγούμης όταν ήρθε στο νησί τον Ιούλιο του 1906, την εποχή, που υπηρετούσε στο Προξενείο του Δεδέαγατς (σημερινής Αλεξανδρούπολης). Η “Σαμοθράκη”, που εκδόθηκε το 1909, είναι ένα γοητευτικό παραλήρημα πρωτοποριακά γραμμένο για την εποχή του χωρίς τελείες και παραγράφους, που ξεδιπλώνεται, με μια ανάσα, η παρθένα φύση του νησιού, η χλωρίδα και η πανίδα, τα υπόγεια νερά, τα ορυκτά, η σχέση των ανθρώπων με αυτά, το αρχαίο παρελθόν, το ολοκαύτωμα από τους Τούρκους, η μυθολογία. Ο Δραγούμης έχει γράψει το καλύτερο ερωτικό ποίημα στη Σαμοθράκη.

Η εκκλησία της Παναγίας της Κρημνιώτισσας

Η τουριστική της περίοδος είναι μικρή και η ανάπτυξή της άτσαλη, μα ευτυχώς όχι εκτεταμένη. Ο κόσμος της είναι το πιο παράξενο μείγμα που θα συναντήσεις σε ένα τόσο μικρό μέρος. Υπάρχουν οι Ευρωπαίοι παραθεριστές, που έρχονται για τα αρχαία και για την ορειβασία. Οι “μόνιμοι” Εβρίτες με τα εξοχικά. Οι Αμερικάνοι που συνεχίζουν τις ανασκαφές στην Παλιάπολη. Οι νεο-χίπις που κατασκηνώνουν στο ποτάμι γυμνοί και αδύνατοι με σοκολατένια από τον ήλιο επιδερμίδα σαν τους πρωτόπλαστους και κάποιοι πουλάνε την χειροποίητη πραμάτια τους, αποστάγματα από βότανα, κοσμήματα και ζωγραφιές. Και φυσικά η μεγάλη πλειοψηφία των αποίκων του κάμπινγκ ελεύθερης διαβίωσης (ένα δάσος από πλατάνια πάνω στην παραλία), που κυκλοφορούν παντού με ωτοστόπ.

Οι νεο-χίπις κατασκηνώνουν στο ποτάμι γυμνοί

Στη Σαμοθράκη δεν θα έχεις δίλημμα σε ποια παραλία να πας. Γιατί θα πας κυρίως στις Βάθρες, στη Γριά Βάθρα και στο Φονιά, και αν θέλεις κι άλλες πήγαινε στις Βάθρες στου Χριστού, στο “μπαλκόνι”, τη μεγάλη βάθρα, που “κρέμεται” στον γκρεμό. Τα βράδια θα πηγαίνεις στο καφενείο (ένα είναι το καφενείο, στα Θέρμα), όπου διασκεδάζει όλη η παραπάνω ανθρωπογεωγραφία.

Ο καταρράκτης του Φονιά

Ένα απόγευμα να κάνεις βόλτα στη Χώρα για γλυκό και να περπατήσεις μέχρι το κάστρο. Και ένα μεσημέρι να πας για μπάνιο στους Κήπους και στην επιστροφή να σταματήσεις για κατσικάκι και τσιγαριστή φασολάδα στις “Καρυδιές”. Καλά θα φας επίσης στον “Ψαρά” και γεμιστό κατσίκι στην όμορφη αυλή της “Γριάς Βάθρας”, όπου τα βράδια έχει πάντα μουσικούς και τραγούδια α καπέλα. Θα κόψεις σύκα και μούρα στις διαδρομές. Θα περιμένεις υπομονετικά στην ουρά για μπουγάτσα στον “Φαλέκα”. Θα κόψεις ταχύτητα γιατί ένα κατσίκι έχει αράξει στη μέση του δρόμου.

Θέα προς τη Χώρα της Σαμοθράκης

Και μια μέρα θα το νιώσεις, σαν τον Δραγούμη: “Όταν ἀρχίζω νὰ πελαγώνω μὲς στὶς ἰδέες μου ἢ ὅταν ἀρχίζει νὰ στερεύει τὸ μυαλό μου, πιάνω μιὰ πέτρα, ἕνα δέντρο, τὸ χῶμα, γιὰ νὰ βεβαιωθῶ πὼς δὲν παραστρατίζω ἢ πῶς παραστρατίζω. Γι᾿ αυτὸ καταπιάνομαι καὶ σ᾿ ἐνέργειες μέσα στοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ἐνέργεια εἶναι ἀνάγκη γιὰ νὰ χάνομαι, εἶναι ἀνάγκη καὶ γιὰ νὰ μὴ στερεύει ἡ σκέψη μου. Τὸ μυαλό μου κουνιέται ὅπως πρέπει, ὅταν ἐνεργῶ, καὶ τότε ἡ σκέψη φωτίζει τὴν ἐνέργειά μου καὶ αὐτὴ πάλε κανονίζει τὴ σκέψη μου.”»

Από τη Γαλάτεια Λασκαράκη