Ένα ταξίδι πέντε ημερών στην Πορτογαλία, στη δυτικότερη άκρη της ιβηρικής χερσονήσου, σε μια εποχή που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επικρατεί καθολικό lockdown –όπως ακριβώς και στην Αγγλία, όπου διαμένω– ήταν λίγο παράτολμο.
Όμως, το συγκεκριμένο ταξίδι είχε προγραμματιστεί μερικές εβδομάδες πριν μπουν σε ισχύ τα νέα μέτρα, μια μόλις εβδομάδα πριν εφαρμοστούν και στην Πορτογαλία, όπου σημειωτέον τα Σαββατοκύριακα το lockdown κρατάει από τη 1 μέχρι τις 5πμ. Τελικά, η τύχη ήταν με το μέρος μας και το ταξίδι ξεκίνησε!
Τη Λισαβόνα, τη μεγαλούπολη που αγναντεύει τον Ατλαντικό, την είχα επισκεφτεί κι άλλες φορές στο παρελθόν, γι’ αυτό και σ’ αυτό το ταξίδι την άφησα για το τέλος.
Την πρώτη εικόνα της, βέβαια, την πήρα από το αεροπλάνο, πετώντας χαμηλά πάνω από την πόλη κατά της άφιξη μου. Άλλωστε, το αεροδρόμιο Πορτέλα βρίσκεται μόλις 7 χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα της Πορτογαλίας. Αφορμή του ταξιδιού ήταν να ξαναβρεθώ με αγαπημένους μου φίλους Πορτογάλους, που ήθελαν να μου ανταποδώσουν την καλοκαιρινή μου φιλοξενία στην Ελλάδα.
Αφού με καλωσόρισαν στο αεροδρόμιο, με τα αγαπημένα μου pastel de nata, ξεκινήσαμε το ταξίδι προς το βορρά. Τα pastel de nata είναι το χαρακτηριστικό γλυκό της Πορτογαλίας, δημιούργημα καθολικών μοναχών κατά τον 18ο αιώνα στην θρησκευτική κοινότητα της Santa Maria de Belém. Πρόκειται για μικρά γλυκά ταρτάκια, γεμισμένα με κρέμα βανίλιας και πασπαλισμένα με κανέλα.
Πρώτη στάση του ταξιδιού μας ήταν η κοιλάδα του ποταμού Ντούρο (Douro), στην περιοχή όπου γίνεται το φημισμένο κρασί Porto. Η απόσταση είναι περίπου 350 χιλιόμετρα και χρειαστήκαμε τουλάχιστον 5 ώρες για να φτάσουμε στο μαγικό estate Quinta De Ventozelo, φυσικά με στάσεις για φαγητό.
Το Quinta De Ventozelo είναι ένα από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα κτήματα της περιοχής. Αρχικά το καλλιεργούσαν χριστιανοί μοναχοί της περιοχής, οι οποίοι πρώτοι ξεκίνησαν την παραγωγή του ξακουστού κρασιού Porto. Εκεί έμαθα και τα μυστικά αυτού του ιδιαίτερου κρασιού. Οι μοναχοί πρόσθεταν σε κάποια φάση της παραγωγής aguardiente, κάτι σαν ρακί, για να σταματήσουν τη ζύμωση, με αποτέλεσμα τα περισσότερα σάκχαρα του μούστου να παραμένουν στο κρασί, προσδίδοντας έτσι την ιδιαίτερη, γλυκιά γεύση του. Στην συνέχεια, το πόρτο παλαιώνεται σε ξύλινα βαρέλια, που φυλάσσονται σε σπηλιές πριν εμφιαλωθεί.
Και στις δύο όχθες του ποταμού Ντούρο, που διασχίζει το Πόρτο, υπάρχουν οι adegas, σπηλιές-αποθήκες δηλαδή, που μπορούν όποιος θέλει να τις επισκεφτεί. Στο παρελθόν, από τις αποβάθρες Cais de Gaia και Cais de Ribeira φορτωνόταν σε ποταμόπλοια τα βαρέλια που πήγαιναν για εξαγωγή.
Το κτήμα Quinta De Ventozelo άλλαξε φυσικά πολλά χέρια ανά τους αιώνες μέχρι σήμερα. Από το 2014, ανήκει στη μεγαλύτερη εταιρεία εξαγωγής κρασιού της Πορτογαλίας Gran Cruz. Όμως, εκτός από τα αμπέλια, στο κτήμα υπάρχουν πολυτελή δωμάτια και σουίτες για τους επισκέπτες που θέλουν να διανυκτερεύσουν εκεί. Όπως και εστιατόριο και φυσικά wine και farm shop, όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει διάφορες ποικιλίες Porto, ακόμα και λευκό.
Μετά από ένα εξαιρετικό δείπνο και κρασί δίπλα στην πισίνα του δωματίου, ξεκουραστήκαμε προκειμένου να ξεκινήσουμε νωρίς την επομένη την περιήγησή μας στο κτήμα. Η μέρα μας ξεκίνησε με πρωινό κάτω από τις λεμονιές και μετά βόλτα για να απολαύσουμε τη μαγική θέα, με τους αμπελώνες που καταλήγουν στον ποταμό Ντούρο.
Αν και αρχικά δεν ήταν στο πρόγραμμα μας, αποφασίσαμε να κάνουμε μια γρήγορη βόλτα στο Πόρτο πριν πάρουμε τον δρόμο για την Κομπόρτα, τον μικρό παραθαλάσσιο παράδεισο που βρίσκεται νότια της Λισαβόνας και απέχει περίπου μια ώρα από την κοιλάδα Ντούρο.
Το Πόρτο είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Πορτογαλίας και, επειδή δεν είχαμε πολύ χρόνο για να την εξερευνήσουμε όπως θα θέλαμε, πήραμε μια γρήγορη γεύση πριν καθίσουμε για φαγητό στο κέντρο της παλιάς πόλης. Το Πόρτο αντιπροσωπεύει την παράδοση, τις ανθρώπινες αξίες, τη σκληρή δουλειά και τη δύναμη της ψυχής του Πορτογαλικού Έθνους.
Η πόλη είναι χτισμένη στο σημείο όπου ο ποταμός Ντούρο εκβάλλει στον Ατλαντικό, γεγονός που καθιστά τη θέα από τα «roofbars» της πόλης προς τον ωκεανό σημαντικό πόλο έλξης. Η πόλη απλώνεται αρμονικά στους λόφους διατηρώντας ακόμη και σήμερα τη μεσαιωνική της όψη. Η Παλιά Πόλη του Πόρτο αποτελεί την καρδιά και του σύγχρονου αστικού ιστού, με τις κεραμιδοσκεπές και τα λιθόστρωτα σοκάκια να δίνουν τον τόνο. Οι παλιές συνοικίες εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού με τα πολλά παραδοσιακά καταστήματα και την ανοιχτή αγορά που βρίσκεται στην αποβάθρα.
Ξεκινώντας από τον εξαιρετικά προσεγμένο σιδηροδρομικό σταθμό του Σάο Μπέντο, το εσωτερικό του οποίου αποτελεί αξιοθέατο, με σκηνές από παλιές μάχες και την ιστορία των μεταφορών, κινηθήκαμε προς την πλατεία Ελευθερίας, θαυμάζοντας τις πολύχρωμες, πλουμιστές προσόψεις των κτιρίων του Πόρτο.
Κάπου εκεί πήραμε και το μεσημεριανό μας, ενώ φεύγοντας δεν παραλείψαμε να περάσουμε από την τοξωτή γέφυρα Dom Luis Ι για να θαυμάσουμε την πόλη από ψηλά. Η γέφυρα, που ενώνει το Πόρτο με τη Βίλα Νόβα ντε Γκάια, έχει διαφορετικά επίπεδα, το κάτω είναι για τα οχήματα, το υψηλότερο για το μετρό και το μεσαίο για τους πεζούς.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ιορδανία, μια χώρα ανάμεσα στο χθες και το σήμερα
Επόμενος σταθμός μας η Κομπόρτα (Comporta), που θεωρείται ένας από τους πιο «exclusive» προορισμούς της χώρας, ενώ την αποκαλούν τα Χάμπτονς (Hamptons) της Ευρώπης. Και όχι άδικα. Είναι ένα μικρό σύμπλεγμα χωριών, στη βορειοδυτική ακτή του Alentej, στη χερσόνησο Τρόια της Πορτογαλίας και μόλις 1,5 ώρα νότια της Λισαβόνας. Η περιοχή περιβάλλεται από ορυζώνες, τον Ατλαντικό ωκεανό, αμμόλοφους και δάση από πεύκα.
Άσπρα χωριουδάκια με λιθόστρωτους δρόμους και στέγες με κεραμίδια συμπληρώνουν τη χαλαρή εικόνα της περιοχής. Οι αμμουδερές λευκές παραλίες είναι υπέροχες και συνάμα αναζωογονητικά ήσυχες, με απανωτούς αμμόλοφους. Ανάμεσά τους υπάρχουν ζωηρόχρωμα ρυζοχώραφα, αφού οι ορυζώνες πρωταγωνιστούν στην περιοχή και απλώνονται μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού.
Τις περιβάλλουν φελλόδεντρα – ιδανικά για εξερευνήσεις, ιδίως με άλογο. Για μερικούς μάλιστα η εικόνα με τις καμπίνες ψαρέματος στα ξυλοπόδαρα θυμίζουν εικόνες που αντικρίζουμε σε νησιωτικές χώρες της Ασίας και όχι στα αριστοκρατικά νεοϋορκέζικα Χάμπτονς. Είναι γενικά ένα μέρος μοναδικό, όπου μπορείτε να γίνεται ένα με την φύση και να ζήσετε μοναδικές στιγμές.
Τη μικρή γωνιά του παραδείσου έχουν ανακαλύψει διάσημοι designers που έχουν αποικήσει σπίτια στην περιοχή, όπως ο Christian Louboutin, o οποίος πέρα από ένα μοναδικό σπίτι ετοιμάζει και το πρώτο boutique hotel στο χωριό Melides, ο Philippe Stark και ο JasonMartin. Η περιοχή έχει πλέον αναδειχτεί σε έναν από τους πιο κοσμοπολίτικους καλοκαιρινούς προορισμούς.
Τα κορυφαία ξενοδοχεία της περιοχής είναι δύο. Και φυσικά σαν λάτρεις του hoteling αποφασίσαμε να μείνουμε και στα δύο. Το πρώτο βράδυ στο Sublime Comporta, το οποίο έχει την απόλυτη ζεν αισθητική και απλώνεται σε μια έκταση 750 στρεμμάτων. Περιβάλλεται από πευκόδεντρα και φελλόδεντρα, με εξωτερική και εξωτερική πισίνα και ένα υπέροχο spaτο οποίο χρησιμοποιήσαμε πριν το δείπνο μας. Άλλωστε, μετά από 6 ώρες οδήγησης ήταν σχεδόν αναγκαίο.
Για βραδινό είχαμε κλείσει στο Dona Bia, που θεωρείται το καλύτερο εστιατόριο για ψάρι, όχι μόνο στην περιοχή αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Για της ακρίβεια, φαινομενικά είναι μια απλή ψαροταβέρνα. Το λευκό χρώμα κυριαρχεί στην διακόσμηση και η απλότητά της δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο για να σε εντυπωσιάσει. Το μόνο που έχει είναι το πεντανόστιμο φαγητό της. Αυτή είναι και η γοητεία του Dona Bia, άλλωστε. Το καλοκαίρι, βέβαια, η κράτηση για τραπέζι είναι ένα θέμα…
Την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό στο ξενοδοχείο, όπου βρεθήκαμε ανάμεσα σε διάφορους σταρ της πορτογαλικής τηλεόρασης, αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε τα χωριά της περιοχής.
Το Μελίδες (Melides) μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα, με τα λευκά ασβεστωμένα σπιτάκια με το σιέλ περίγραμμα, μια γραφική πλατεία με μαρμάρινα βιβλία σαν γλυπτό στο κέντρο της, μια σκεπαστή αγορά στην καρδιά του οικισμού και ένα όμορφο μαγαζί του σχεδιαστή κήπων Louis Benech (συντρόφου του Christian Louboutin ). Επίσης, μια όμορφη λιμνοθάλασσα με λευκές αμμουδερές παρθένες παραλίες.
Για το μεσημεριανό μας πήγαμε στην παραλία Praiado Carvalhal, για να γευματίσουμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Sublime. Το σκηνικό μοναδικό και άκρως τροπικό, αφού μοιάζει με resort που συναντάμε σε εξωτικά νησιά. Με τα τραπέζια πάνω στην θάλασσα και ένα από τα ωραιότερα αισθητικά εστιατόρια που έχω βρεθεί ποτέ. Εκεί ήταν, ίσως, το ωραιότερο γεύμα που απόλαυσα στο ταξίδι μου.
Το ταξίδι στην Κομπόρτα συνεχίστηκε με κοκτέιλ και ηλιοβασίλεμα στο Quinta Da Comporta, όπου μείναμε το δεύτερο βράδυ. Το resort μοιάζει σαν φάρμα πάνω στο κύμα, με μια κεντρική πισίνα που είναι από τα πιο instagramable πισίνες ξενοδοχείου.
Και τα δύο ξενοδοχεία που διαλέξαμε να μείνουμε ήταν ξεχωριστά, αν και το service καλύτερο στο Sublime. Αν κάποιος έχει επισκεφτεί το Jose Ignacio στην Ουρουγουάη, ένα ψαροχώρι που έχει μετατραπεί σε πολυτελές, κοσμικό θέρετρο της Punta del Este, τότε σίγουρα θα βρει τις ομοιότητες των περιοχών που είδα κι εγώ.
Φυσικά το ταξίδι δεν θα ήταν ολοκληρωμένο αν δεν κάναμε και μια διανυκτέρευση στη Λισαβόνα. Απλωμένη πάνω σε επτά λόφους, με το βλέμμα στραμμένο στον Ατλαντικό, η Λισαβόνα είναι από τις λίγες πόλεις που παντρεύει το μεγαλείο του παλιού της κόσμου με τον μοντερνισμό. Διαθέτει δε, ένα εκπληκτικό δίκτυο τραμ, που δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να τη γνωρίσει απ’ άκρη σ’ άκρη. Η πόλη των fados είναι γνωστή και για τη νυχτερινή ζωή της, και τα μικρά καφέ και εστιατόρια δίνουν στη νύχτα άλλη ομορφιά.
Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο όταν ξαναβρίσκομαι σε πόλεις που έχω επισκεφτεί, είναι ότι δεν με νοιάζει να δω για άλλη μια φορά τα αξιοθέατα και τα μουσεία τους. Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να μπορώ να την απολαύσω, ανακαλύπτοντας καινούργια στέκια και ζώντας στο ρυθμό της σαν ντόπιος.
Τα highlight αυτή την φορά ήταν το φαγητό στο καινούργιο στέκι της πόλης, το JNcQOUI, στην κεντρική λεωφόρο, την Avenida da Liberdade, με πορτογαλική κουζίνα, στην οποία πρωταγωνιστούν τα θαλασσινά από τον chef António Bóia. Το εστιατόριο στεγάζεται στον πρώτο όροφο του εμβληματικού κτιρίου του θεάτρου Τivoli, που είναι σχεδιασμένο από τον Καταλανό αρχιτέκτονα Lázaro Rosa-Violán. Εκτός από το εστιατόριο, στεγάζει επίσης το Maison Assouline, κατάστημα με δώρα, βιβλία και έπιπλα, ενώ το ολοκαίνουργιο corner του στον κάτω όροφο του εστιατορίου έχει μετατραπεί σε μπαρ.
Για τη διαμονή μας επιλέξαμε το ανακαινισμένο boutique hotel Bairro Alto, στην περιοχή Chiado, με ένα από τα καλύτερα roof top restaurants με θέα την πόλη. Ηταν η καλύτερη επιλογή και ο ιδανικός τρόπος για να αποχαιρετήσω –μέχρι την επόμενη φόρα– την αγαπημένη μου Λισαβόνα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Βουδαπέστη, το διαμάντι του Δούναβη!