Μαζί με τις μπουγάδες, που απλωμένες από παράθυρο σε παράθυρο και από μπαλκόνι σε μπαλκόνι στεφανώνουν τους δρόμους της πόλης με πολύχρωμες υφασμάτινες γιρλάντες, πάνω από τις γειτονιές της Νάπολι βλέπεις απλωμένη και την παρακμή.

Μια παρακμή που θαρρείς πως κάθε πρωί οι νοικοκυρές βγάζουν στον ήλιο, παρέα με τα φρεσκοπλυμένα, μυρωδάτα ρούχα τους, με την ελπίδα πώς το φως και  η θερμότητά του θα τη στεγνώσουν από την προαιώνια υγρασία της, θα ζωντανέψουν τα ξεφτισμένα και φθαρμένα χρώματά της, θα της ξαναδώσουν μια ιδέα από το αριστοκρατικό λούστρο που είχε η τρίτη σε μέγεθος πόλη της Ιταλίας (μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο) τα χρόνια της δόξας.

Είναι όμως και αυτή η παρακμή ένα από τα συστατικά που προσδίδουν στη σύγχρονη Νάπολι και γενικότερα στο φτωχό (σε σχέση με τον Βορρά) Νότο της Ιταλίας την παράξενη γοητεία τους.

Τη θλιμμένη γοητεία που ενίοτε αποκτούν τα κομψά και ακριβά πράγματα όταν γερνάνε και φθείρονται, όταν περνά η εποχή τους.

Αν και οι πόλεις που εγώ αγαπώ και που θα ήθελα να ζω είναι εκείνες οι απόλυτα φροντισμένες και τακτικές, όπου όλα δουλεύουν ρολόι, οι πόλεις δηλαδή που αρκετοί χαρακτηρίζουν ακόμα και πληκτικές (προτιμώ την πλήξη που γεννάει η ασφάλεια από την εγρήγορση που επιβάλει η ανασφάλεια), ομολογώ πως η απεριποίητη, παραδομένη στην παρανομία, βρόμικη, πολύβοη και άναρχη Νάπολι με κέρδισε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο ιστορικό κέντρο της -ένα από τα μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο ιστορικό κέντρο της Ευρώπης.

Έχει ψυχή η πόλη αυτή, έχει προσωπικότητα, έχει τελικά αρχοντιά στο κύτταρό της.

Γιατί η αρχοντιά, όσο και αν «τσαλακωθεί», όσο και αν παρακμάσει, είναι ένα χαρακτηριστικό που δεν κρύβεται: Με κάθε ευκαιρία επιβάλλεται, με τρόπο συγκινητικό και λειτουργεί ως αντίδοτο στον ξεπεσμό.

«Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» λέμε, και δεδομένου ότι οι δρόμοι της Νάπολι την περίοδο τουλάχιστον που την επισκέφθηκα εγώ ήταν γεμάτοι σκουπίδια (χρόνιο πρόβλημα εξαιτίας και της δράσης της μαφίας που ελέγχει όπως ακούγεται και τη λειτουργία των χωματερών), ας επικεντρώσουμε το βλέμμα στην άλλη μισή, στην εναπομείνασα αρχοντιά – ομορφιά όπως αποτυπώνεται στον αστικό ιστό.

Σαν τη Θεσσαλονίκη και σαν τη Σμύρνη, η Νάπολι (η Παρθενόπη και ακολούθως Νεάπολις των αρχαίων Ελλήνων που την ίδρυσαν) κατηφορίζει πυκνοχτισμένη από το βουνό και φτάνει ως τη θάλασσα.

Για να καταλήξει σε ένα μεγάλο, θορυβώδες λιμάνι.

Ο Βεζούβιος, ένας πληθωρικός γκρίζος όγκος παρατηρεί από ψηλά την πόλη, θυμίζοντάς της με την απειλητική σιωπή του πως παραμένει βασιλιάς σε αυτό το φτιαγμένο από λάβα βασίλειο – περισσότερες αποδείξεις για την δολοφονική οργή του θα βρείτε στους αρχαιολογικούς χώρους της Πομπηίας και του Ερκολάνο, μισή περίπου ώρα με το τρένο από το κέντρο της πόλης.

Ευτυχώς υπάρχουν η θάλασσα και ο ήλιος που αλαφρώνουν και ομορφαίνουν το ηφαιστειογενές τοπίο που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε βαρύ και δυσοίωνο.

Λουσμένο στο φως, με τα γαλάζιο της Μεσογείου να ξετυλίγεται πληθωρικά στους πρόποδές του, το ηφαίστειο παύει να είναι τρομακτικό, γίνεται σχεδόν όμορφο και σχεδόν διάφανο, ένα από αυτά τα ακίνδυνα ηφαίστεια που σχεδιάζαμε και χρωματίζαμε με το ξύσμα των χρωματιστών μολυβιών και με το βαμβάκι, όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό.

Αυτό το έντονο φως τυλίγει όλη την πόλη και την κάνει να λάμπει, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τα χρωματισμένα κίτρινα, πορτοκαλί και κόκκινα κτίριά της, προσθέτοντας ένταση και στα παλιά στενά της (αυτά με τις μπουγάδες) όπου ο χρόνος έχει ξεβάψει τα έντονα χρώματα και έχει ντύσει τοίχους και πορτοπαράθυρα στις αποχρώσεις της ώχρας.

«Ελπίζω να σου κάνει καλό καιρό, γιατί η Νάπολι χρειάζεται ήλιο για να την καταλάβεις και την ευχαριστηθείς», μου είχε πει φίλος που είχε ζήσει πολλά χρόνια στην πόλη.

Ευτυχώς, μου έκανε καλό καιρό. Ένας δυνατός ήλιος με δόντια ανέβαζε σε ανεκτά επίπεδα τη θερμοκρασία (τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη, και η Ελλάδα, βρισκόταν στην κατάψυξη) και φώτιζε σαν προβολέας το Καστέλ Νουόβο και το Καστέλ ντελ’ Οβο (τα δύο κάστρα της πόλης), την Τσερτόζα Ντι Σαν Μαρτίνο – λαμπρή κατοικία των καρθουσιανών μοναχών-, το Καστέλ Σαντ’ Ελμο, το Παλάτσο Ρεάλε, την περίφημη Σάντα Κιάρα, την Καπέλα Σανσεβέρο με το άγαλμα του «Κεκαλυμμένου Χριστού» (έργου του Τζουζέπε Σανμαρτίνο), το Ντουόμο, τη σύγχρονη περιοχή με τους ουρανοξύστες – γιατί και τέτοιους διαθέτει η πόλη.

Θέλει πολύ περπάτημα το κέντρο της Νάπολι για να μπορείς να πεις πως το είδες, πολύ περπάτημα και πολλές στάσεις σε εκκλησίες και σε λαμπρά μέγαρα, καθένα εκ των οποίων έχει να διηγηθεί το δική του ιστορία από τα χρόνια της ακμής και του πλούτου.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (όπου εκτίθενται και τα ευρήματα της Πομπηίας) είναι ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης.

Εντυπωσιακή και η συλλογή του Μουσείου Καποντιμόντε – με έργα ναπολιτάνικης και σύγχρονης τέχνης.

Υποβλητική και βαριά η ατμόσφαιρα στο Κοιμητήριο Φοντανέλε, όπου σε τεράστιες, σκαλισμένες στο βράχο στοές φυλάσσονται τα οστά των θυμάτων από την επιδημία χολέρας του 1836 – πρόκειται για ένα από τα πιο απροσδόκητα αξιοθέατα της πόλης.

Όσο για την Όπερα, το περίφημο Θέατρο Σαν Κάρλο, ακόμα και αν δεν θέλετε να δείτε παράσταση, ακολουθήστε μία από τις ξεναγήσεις στο εσωτερικό του, διαρκούν μισή μόλις ώρα και γίνονται καθημερινά, κυρίως στα Αγγλικά και στα Ιταλικά. Πρόκειται για μία από τις παλαιότερες και ομορφότερες όπερες της Ευρώπης.

Καταπράσινο και ανοικτό προς τη θάλασσα το Παυσίλυπο, η συνοικία με τις παραθαλάσσιες βίλες προσφέρει ευκαιρίες για όμορφες βόλτες μακριά από το επιβαρυμένο κέντρο.

Τις καλύτερες όμως βόλτες θα τις κάνετε στο επιβαρυμένο κέντρο! Στη θορυβώδη Νάπολι με τα δαιδαλώδη στενά και τις ατελείωτες σκάλες, με τις μπουγάδες, με τις βέσπες που τρέχουν σαν παλαβές κορνάροντας αδιάκοπα, με τους ανθρώπους που περπατάνε μιλώντας δυνατά και ακατάπαυστα μεταξύ τους ή στα κινητά τηλέφωνά τους.

Στο γραφικό, υπέροχο και αφόρητο την ίδια στιγμή κέντρο με τα μικρομάγαζα, με τα εκατοντάδες καφέ όπου θα απολαύσετε τον απαραίτητο εσπρέσο μαζί με μικροσκοπικά γλυκά με αμύγδαλο και με κρέμα. Με τα ζαχαροπλαστεία που σερβίρουν βαφτισμένους στο ρούμι ή στο λιμοντσέλο μπαμπάδες. Και με τις πιτσαρίες όπου όλες τις ώρες της μέρας γίνεται λαϊκό προσκύνημα από Ναπολιτάνους και τουρίστες. Πολλές οι εικόνες, πολλοί και οι γευστικοί πειρασμοί. Περπατήστε, φωτογραφίστε, δοκιμάστε τις ναπολιτάνικες σπεσιαλιτέ, απολαύστε την πόλη! Προσοχή όμως στα πορτοφόλια σας, η Νάπολι φημίζεται και για τους κλέφτες της, οι οποίοι κυκλοφορούν στους δρόμους αναζητώντας θύματα. Σύμφωνα με τους τουριστικούς οδηγούς ιδιαίτερα προσεκτικός πρέπει να είναι ο επισκέπτης και σε ορισμένες συνοικίες όπως στην πολύ κεντρική Ισπανική Γειτονιά, την Κουαρτιέρι Σπανιόλι, εγώ όμως περπάτησα και εκεί αρκετά, πρωί και βράδυ, χωρίς κανένα πρόβλημα. Πάντα με την απαραίτητη προσοχή. Μπορεί να ήμουν τυχερός. Μπορεί και να υπερβάλουν οι οδηγοί;

Λίγο έμεινα στη Νάπολι, έξι μέρες όλες κι όλες. Ήταν όμως τόσο γεμάτες που φεύγοντας είχα την αίσθηση πως είχα περάσει εκεί μήνα ολόκληρο. Δεν τα είδα όλα, έχω αφήσει αρκετά πράγματα για μια ακόμα επίσκεψη. Πρόλαβα όμως να επισκεφθώ την Πομπηία και το Ερκολάνο – εξαιρετικά ενδιαφέροντες και εντυπωσιακοί και οι δύο αρχαιολογικοί χώροι. Πρόλαβα να κάνω και ένα πέρασμα από την διάσημη Κοστιέρα Αμαλφιτάνα, την ακτή με τα χτισμένα μεταξύ βουνού και θάλασσας χωριά, που τόσο έχει τραγουδηθεί στις δημοφιλείς ναπολιτάνικες καντσονέτες που ηχογράφησαν αρχικά ο «βασιλιάς των τενόρων», ο Ναπολιτάνος Ενρίκο Καρούζο και στη συνέχεια πολλοί διάσημοι λυρικοί καλλιτέχνες.

Ομολογώ πως αν και είχα μεγάλες προσδοκίες από την εν λόγω περιοχή, δεν με ενθουσίασε, τη βρήκα αρκετά υπερεκτιμημένη, γνωρίζω όμως πως είναι πολλοί εκείνοι που έχουν άλλη άποψη και τη θεωρούν το ομορφότερο σημείο του Ιταλικού Νότου. Στα δικά μου μάτια ό, τι πιο γοητευτικό και ενδιαφέρον είδα σε αυτή την εκδρομή που ξεκίνησε από τη Νάπολι για να φτάσει στο έσχατο σημείο της Ιταλικής «μπότας» και να καταλήξει ξανά στη Νάπολι από όπου πέταξα πίσω στην Αθήνα, ήταν η ίδια η Νάπολι! Επέστρεψα γεμάτος δυνατές εικόνες από μια πόλη συναρπαστική, μια πόλη που με εξέπληξε με τη ζωντάνια της και με εντυπωσίασε με τη δυναμική της. Αν θα μου άρεσε να ζούσα εκεί; Θα μου άρεσε σίγουρα, αν ήταν περισσότερο καθαρή και περιποιημένη και λιγότερο θορυβώδης και άναρχη. Τότε όμως, θα μου πείτε, δεν θα ήταν η Νάπολι!