Πολύ πριν ενσκήψει στην καθημερινότητά μας η Καβάλα μέσα από τα αβανταδόρικα πλάνα της σειράς «Ήλιος» –που είναι πηγή κρυφής υπερηφάνειας για τους απανταχού Καβαλιώτες εκτός πόλης–, η σχέση μου με την γενέθλια πόλη μου επανακαθορίστηκε το περασμένο καλοκαίρι.
Διασχίζοντας χωράφια με ηλιοτρόπια, μυδοτροφεία και βιοτεχνίες εξόρυξης μαρμάρου στον δρόμο προς το αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος», συνειδητοποίησα για πρώτη φορά μέσα σε είκοσι χρόνια ότι οι κρίκοι στην αλυσίδα της αέναης άφιξης και αναχώρησης ανάμεσα στη μία πόλη μου, την Καβάλα, και στην άλλη πόλη μου, την Αθήνα, δεν προστίθενται ούτε αυτονόητα, ούτε αρραγώς.
Ψηλά στον αέρα, με τη μάσκα προστασίας να εφαρμόζει σωστά σε μύτη και στόμα, τη ζώνη δεμένη, το ατομικό τραπεζάκι κλειστό και το κάθισμα σε όρθια θέση, αποχαιρετούσα τη γαλαζοπράσινη Θάσο, η οποία ξεδιπλωνόταν νωχελικά κάτω από τα πόδια μου, και σκεφτόμουν αναπόφευκτα πόσο περίεργο υπήρξε αυτό το καλοκαίρι, πόσο εσωστρεφές και τι κόντρα ρόλος είναι αυτός που αναγκάστηκε να παίξει.
Και όμως, μπορεί φέτος να επιλέξαμε αυλές, ταράτσες, βεράντες και beach bars για να δούμε τους αγαπημένους μας, αλλά η Καβάλα ανέκαθεν υπήρξε πόλη εμπορική, εξωστρεφής και πολυπολιτισμική.
Από τον 18ο αιώνα μέχρι και το 1950 είναι το μεγαλύτερο κέντρο επεξεργασίας και εξαγωγών καπνού, μια πραγματική «Μέκκα του καπνού». Τη βοηθά και το φυσικό της λιμάνι και γίνεται έδρα πολλών ξένων εμπορικών οίκων και προξενείων. Ο κοσμοπολιτισμός αποτυπώνεται και αρχιτεκτονικά. Για παράδειγμα, το Δημαρχείο με τα νεογοτθικά στοιχεία είχε αρχικό ιδιοκτήτη Ούγγρο καπνέμπορο.
Δίπλα του βρίσκεται το Μέγαρο Wix (Βιξ), κατοικία Ούγγρου βαρόνου, ενώ η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης στεγαζόταν μέχρι το 2003 σε κτίριο του 1909, με ρυθμό αυστριακού μπαρόκ. Ήταν αδύνατον να έκανες ησυχία εκεί μέσα! Προσπαθούσα, αλλά σε κάθε βήμα έτριζε το πάτωμα και με κοιτούσαν αγριωπά οι άλλοι αναγνώστες.
Ξεχωρίζουν εύκολα ακόμα και σήμερα οι επιβλητικές καπναποθήκες, κάποιες ανακαινισμένες, κάποιες –με τους τοίχους ποτισμένους από τη μυρωδιά των φύλλων καπνού– όχι. Στο κέντρο της, τα εμπορικά μαγαζιά εναλλάσσονται με μαγαζιά self service καφέ και με μεγάλες καφετέριες με ακριβή διακόσμηση. Λίγα μπουγατσατζίδικα εμμένουν πεισματικά να δίνουν το «παρών». Σε όποιο και αν καταλήξετε –γιατί θα δοκιμάσετε, δεν μπορείτε να ανεβείτε μέχρι Καβάλα και να μείνετε άνευ μπουγάτσας– πρέπει να προετοιμαστείτε ψυχικά για το εξής θέαμα: η μπουγάτσα δεν σερβίρεται σαν τυρόπιτα.
Η μπουγάτσα τεμαχίζεται ενώπιον του πελάτη σε μικρά, τετράγωνα κομματάκια, με το ειδικό μπαλταδάκι, το μπουγατσομάχαιρο. Δεν έχει κάτι εναντίον σας ο μπουγατσατζής, ούτε σας καταστρέφει το έδεσμα, η μπουγάτσα τρώγεται ζεστή, με την παχύρευστη κρέμα –για όσους επιλέξετε μπουγάτσα με κρέμα– να ξεγλιστράει νωχελικά ανάμεσα στις μπουκιές και να ραντίζεται με ζάχαρη και κανέλα.
Μετά από τόσες θερμίδες, μια βόλτα στη χερσόνησο της Παναγίας ή Παλιά Πόλη, επιβάλλεται. Δεν χρειάζεσαι πολλά για να γίνεις ευτυχισμένος. Φοράς άνετα παπούτσια, κρατάς φωτογραφική ανά χείρας και χάνεσαι στην ιστορία.
Οθωμανικά σπίτια ήδη από τον 15ο αιώνα, το αναστηλωμένο ως πολυχώρος πολιτισμού Τζαμί του Χαλίλ Μπέη ή Παλιά Μουσική, προσφυγικές κατοικίες, το κονάκι του στρατηλάτη και θεμελιωτή της αιγυπτιακής δυναστείας Μωχάμετ (Μεχμέτ) Αλή, η εκκλησία της Παναγιάς με έναν προαύλιο χώρο ύμνο στην ομορφιά και στο μεγαλείο της Φύσης, και ο μόνος –τολμώ να γράψω χωρίς να το έχω ψάξει– φάρος εν λειτουργία εντός αυλής δημοτικού σχολείου.
Μέχρι τώρα, κατακτώντας την πρώτη ήπια ανηφόρα θα έχετε ήδη ενθουσιαστεί που ανακαλύψατε το υπερπολυτελές ξενοδοχείο «Ιμαρέτ» και θα απορείτε για την αρχική χρήση αυτού του επιμήκους κτηρίου με τους πολυπληθείς τρούλους. Πριν την ολική του μεταμόρφωση ήταν ένα εντυπωσιακό θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα-όραμα του γηγενούς Μεχμέτ Αλή, το οποίο λειτούργησε ως ισλαμικό ιεροδιδασκαλείο μέχρι το 1902. Στις αρχές του 21ου αιώνα, οπότε και ανακαινίστηκε πλήρως, λειτουργούσε μόνο ένα μέρος του κτίσματος υποτυπωδώς, ως καφετέρια και μεζεδοπωλείο, με την ανεπανάληπτη θέα ολόκληρου του λιμανιού προσβάσιμη τότε σε όλους.
Σήμερα, το «Imaret» περιλαμβάνει μοναδικά σχεδιασμένα και διακοσμημένα δωμάτια, που βρίσκονται κάτω από τους θόλους της αρχικής κατασκευής, εσωτερικούς κήπους και μαρμάρινες στοές που αντικατοπτρίζουν τη γοητεία του αυθεντικού ισλαμικού κήπου του παρελθόντος, και είναι από τις καλύτερες επιλογές για τη διαμονή σας. Εξαιρετικό και το εστιατόριο του, το «Chat Noir Green House», κάτω από έναν εντυπωσιακό γυάλινο θόλο που τον χειμώνα μετατρέπεται σε ηλιόλουστο αίθριο.
Φυσικά, η καλύτερη θέα βρίσκεται στην ακρόπολη της Παλιάς Πόλης, όπου δεσπόζει το Φρούριο. Σώζεται ο κεντρικός κυκλικός πύργος, η αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων, το φυλάκιο και η δεξαμενή νερού. Ο εσωτερικός περίβολος λειτουργεί ως υπαίθριος συναυλιακός χώρος. Το βράδυ οι ρόλοι αντιστρέφονται και το ίδιο το Φρούριο φωταγωγημένο μετατρέπεται σε αντικείμενο φωτογράφισης.
Το πλέον χαρακτηριστικό μνημείο και σήμα κατατεθέν της πόλης παραμένουν οι Καμάρες, ένα τοξωτό υδραγωγείο που δημιουργήθηκε για να υδροδοτηθεί η άνυδρη χερσόνησος. Η πηγή «Μάνα του Νερού» ή «Σούμπασί» (εκ του τουρκικού su başı, που σημαίνει νερομάνα, κεφαλάρι) ή «Τρία Καραγάτσια» βρίσκεται στο κοντινό χωριό Παλιά Καβάλα. Οι ελάχιστα πιο περιπετειώδεις ταξιδιώτες, εκτός από την φωτογράφιση του υδραγωγείου, μπορούν και να περπατήσουν την υδάτινη πορεία: υπάρχει πεζοπορικό μονοπάτι το οποίο ξεκινά από την πόλη της Καβάλας και σε οδηγεί στην πηγή μέσω τοξωτών γεφυριών, πατώντας στο σκεπασμένο αυλάκι.
Κάποιοι λίγοι, παρατηρητικοί ταξιδιώτες, όμως, θα κατηφορίσουν στα ριζά της πρώτης Καμάρας, όπου βρίσκεται σφηνωμένο το ταβερνάκι «Το Κουτούκι της Καμάρας». Οι μισοί Καβαλιώτες ορκίζονται στα κεφτεδάκια του, οι άλλοι μισοί στα φρέσκα ψάρια του. Αν ανήκετε στους δεύτερους, όπως εγώ, μετά το ψάρι χρειαζόμαστε γλυκάκι να φύγει η επίγευση, όλοι το ξέρουν αυτό. Οπότε, μπορείτε να ανηφορίσετε στην γειτονική συνοικία Σούγιολου (su yolu, ο δρόμος του νερού) μέχρι το ζαχαροπλαστείο Μαραντίδης. Επιλέξτε κατά βούληση – στον Μαραντίδη είχε ουρά και πριν από την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Σκέφτομαι ότι ποτέ δεν έχω περπατήσει τον Δρόμο του Νερού. Η μόνη τακτική πεζοπορική μου συνήθεια στην πόλη παραμένει η ακολουθία του Επιταφίου στην Παναγία. Το στρίμωγμα των πιστών στα φιδωτά ανηφορικά δρομάκια, τα πνιχτά χάχανα των εφήβων, οι στάλες από το μελισσοκέρι να προδίδουν τη διαδρομή, οι έξυπνοι που κόβουν δρόμο σκαρφαλώνοντας δυο-δυο τα σκαλιά και εμφανίζονται στα ξαφνικά δίπλα στον Επιτάφιο, οι ανοικτές εξώπορτες των σπιτιών φωτισμένων μόνο από κεριά, οι αλλόκοτοι ίσκιοι στα χαλάσματα, αποτελούν αναμνήσεις που με χαρά τις ανανεώνω κάθε Πάσχα.
Στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», πλέον, περιμένοντας στον ιμάντα αποσκευών τη βαλίτσα μου, χαζεύω τις περιστρεφόμενες διαφημιστικές πινακίδες πολλαπλών όψεων. Μοιάζουν λίγο με την εικόνα που έχω για την γενέθλια πόλη μου. Γνωρίζω διαφορετικές πτυχές της σε διαφορετικό βάθος την καθεμία και όλες συνυπάρχουν στον χώρο χωρίς απαραίτητα να συμπίπτουν χρονικά. Είναι εύκολο να την αγαπήσεις: είναι αμφιθεατρική με γραφικό λιμανάκι, έχει αρκετούς παραλιακούς πεζοδρόμους, έχει πλούσια αρχιτεκτονική διαφόρων ρυθμών, μικρά και μεγάλα καφέ και ταβερνάκια, μια παλιά πόλη κόσμημα, καθαρές παραλίες ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό, είναι σύγχρονη, μια πόλη στην οποία μπορείς να ζήσεις ποιοτικά (αρκεί να μάθεις να παρκάρεις σε ανηφορικά στενά).
Η δική μου Καβάλα έχει παραλίες στρωμένες με υπόλευκη πούδρα, κρυμμένες ανάμεσα σε αμπέλια και αμμολόφους. Εμένα στα δέκα να μετράω παγωτά και να μασουλάω κουμπάκες (ψητό ή βραστό καλαμπόκι από υπαίθριους πωλητές). Ερειπιώνες κλέους εβραϊκών, μουσουλμανικών και χριστιανικών βιομηχανιών, ανάμεσα στους οποίους η ζωή συνεχίζεται ατάραχη. Τηγανητές πατάτες και ψιλό ψαράκι «για τα παιδιά» σε μια σταθερή αξία ακόμα και σήμερα, την ταβέρνα «Κυρα-Βαγγελιώ», μετά τις βουτιές (προσοχή στα ρεύματα) που κάναμε ακριβώς μπροστά της με τον θείο μου, που δεν ζει πια. Το μπαρ «Απαραίτητο», στον λιμενοβραχίονα, με θέα την Παλιά Πόλη, το Φρούριο, το λιμάνι, τη Θάσο και θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα μέχρι να χορτάσει το μάτι.
Ο χάρτης της δικής μου πόλης ορίζεται από τις διαδρομές ανάμεσα στα σπίτια αγαπημένων προσώπων και οι οδηγίες πλοήγησης δεν στηρίζονται τόσο στα ονόματα δρόμων όσο στα μαγαζιά-ορόσημα είτε λειτουργούν ακόμα είτε όχι. Ευτυχώς, ξεμυτίζουν νέα στέκια αξιώσεων, όπως η «Καντινάρα», που σερβίρει περιποιημένα hot dog και σάντουιτς μέχρι late after hours.
Παίρνω τη βαλίτσα μου –έχω μέσα τους ξακουστούς κουραμπιέδες της Νέας Καρβάλης με ολόκληρο αμύγδαλο- και αφήνομαι στη ζεστή, βουερή, νυχτερινή Αθήνα. Ο καθένας μας πλάθεται πρώτα από ανθρώπους και μετά από τα μέρη όπου κατοικεί. Αλλά, αν είναι να βάλεις τους ανθρώπους σου σε ένα πλαίσιο, ας είναι στην Καβάλα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Βόλτα στα Γιάννενα, την ατμοσφαιρική πρωτεύουσα της Ηπείρου
Υστερόγραφο
Με αφετηρία την Καβάλα μπορείτε να κάνετε και κοντινές εκδρομές. Σε απόσταση 15 χιλιομέτρων βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της πόλης των Φιλίππων, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO καθώς και το αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, όπου διοργανώνεται φεστιβάλ πάνω από 70 χρόνια. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά γεγονότα της περιοχής και φιλοξενεί εξαιρετικές παραστάσεις.
Βορειοδυτικά της Καβάλας, σε απόσταση 17 χιλιομέτρων, βρίσκεται το Πηλοθεραπευτήριο Κρηνίδων, όπου μπορείτε να βουτήξτε στη λάσπη κι αφεθείτε στις θεραπευτικές ιδιότητες του πηλού και μετά να κάνετε υδροθεραπεία, χαμάμ και μασάζ.
Μοναδικής ομορφιάς είναι και ο ποταμός Νέστος, 28 χιλιόμετρα ανατολικά της Καβάλας. Μετά από 230 χιλιόμετρα διαδρομής απλώνεται σε ένα Δέλτα με υγρότοπους, λίμνες, αμμόλοφους και εκβολές στη θάλασσα, με σπάνια ποικιλία χλωρίδας και πανίδας. Η περιοχή είναι προστατευόμενη από το Natura 2000 και τη Συνθήκη Ramsar, και διαθέτει πυκνά δάση, πέτρινα γεφύρια, καταρράκτες, γραφικά μονοπάτια και μοναδικές διαδρομές για τους επισκέπτες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ναύπλιο: Ρομαντισμός, αρχοντιά και πολυτέλεια