Πήγα για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι όταν ήμουν 12-13 χρονών, επί Νικολάε Τσαουσέσκου. Δεν θυμάμαι πολλά, μόνο πως η πόλη ήταν βυθισμένη στη φτώχεια. Αυτό μου είχε κάνει εντύπωση, η φτώχεια, που την έζησα από πρώτο χέρι εκείνες τις μέρες λόγω της συναναστροφής μου με συγγενείς που δεν είχα ξαναδεί. Με άγνωστες θείες που δεν μιλούσαν Ελληνικά ή που γνώριζαν ελάχιστες λέξεις. Με ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από το ρουμανικό παρακλάδι της οικογένειάς μου – δεν ήταν λίγοι οι Τηνιακοί μαρμαρογλύπτες που είχαν δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στις παραδουνάβιες χώρες στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκείνες οι ευγενικές κυρίες που με δυσκολία επικοινωνούσαν μαζί μας, μας έβαλαν τότε στα σπίτια τους, κρυφά, γιατί κανονικά έπρεπε να έχουν πάρει επίσημη άδεια, αλλά και ευτυχισμένες που επιτέλους γνώριζαν τους Έλληνες συγγενείς. Όλα όμως γύρω τους μύριζαν στέρηση. Μια στέρηση που όσο και αν προσπαθούσαν να την κρύψουν, που όσο και αν εξάντλησαν τη γενναιοδωρία τους δίνοντάς μας με τη φιλοξενία τους πολύ περισσότερα από όσα στην πραγματικότητα μπορούσαν να δώσουν, είχε διαποτίσει σαν την υγρασία τους τοίχους των σπιτιών τους. Δεν ξέχασα ποτέ εκείνη την αίσθηση και ακόμα συγκινούμαι όταν φέρνω στο μυαλό μου αυτές τις γυναίκες που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.

Αιφνιδιάστηκα επιστρέφοντας ξανά στο Βουκουρέστι 40 χρόνια μετά. Νόμιζα πως στην μετά Τσαουσέσκου εποχή και ενώ η χώρα έχει μπει όπως διαβάζουμε σε τροχιά ανάπτυξης, θα έβρισκα μια εντελώς διαφορετική πόλη. Όμως, όσο και αν το ιστορικό κέντρο έχει ζωντανέψει, όσο και αν αρκετά παλιά σπίτια έχουν φτιαχτεί, όσο και αν στα προάστια έχουν αρχίσει να χτίζονται (από πολυεθνικές εταιρίες) μοντέρνα κτίρια που όμοιά τους δεν έχει η Αθήνα, στις περισσότερες γειτονιές που περπάτησα (και περπάτησα πολύ τις τέσσερις ημέρες που έμεινα) το Βουκουρέστι του 2019 μού θύμιζε πολύ το Βουκουρέστι των αρχών της δεκαετίας του ΄80: Τα εκατοντάδες μέγαρα που αφρόντιστα καταρρέουν ή έχουν κατοικηθεί από εξαθλιωμένους Ρομά, τα απεριποίητα σπίτια με τις φθαρμένες προθήκες και τα σκουριασμένα κάγκελα στα μπαλκόνια τους, τα κατεστραμμένα πεζοδρόμια και οι απεριποίητοι ακάλυπτοι που σχηματίζουν, κολλημένες η μία στην άλλη, οι τεράστιες, άχαρες πολυκατοικίες των κομουνιστικών χρόνων συνέθεταν εικόνα ίδια και απαράλλακτη με την εικόνα που με είχε σοκάρει τότε. Μόνο που τώρα, έχοντας ταξιδέψει πολύ και πολύ πιο μεγάλος, με ματιά πιο ώριμη και υποθέτω πιο διεισδυτική, μπόρεσα να διακρίνω εκείνο που τότε δεν είχα καταλάβει: Την συγκινητικά τρυφερή ψυχή μιας πόλης μεγαλειώδους κάτω από την τσαλακωμένη  εικόνα της. Το Βουκουρέστι παραμένει η πιο ταλαιπωρημένη αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα και όμορφη πρωτεύουσα των Βαλκανίων που έχω επισκεφθεί, και μια από τις πιο εντυπωσιακές πόλεις της Ευρώπης. Όμως για να το καταλάβεις πρέπει να έχεις τη διάθεση να σκάψεις κάτω από τη βαριά μελαγχολία που το τυλίγει.

Μου φάνηκε πράγματι άκρως μελαγχολικό «το Παρίσι των Βαλκανίων», όπως το αποκαλούν, μου φάνηκε όμως και άκρως… Παρίσι! Δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός που του προσδίδουν, καθώς το Βουκουρέστι θα μπορούσε να είναι ένα δεύτερο εξίσου εντυπωσιακό Παρίσι αν δεν ήταν τόσο κακοπαθημένο και αν δεν έδινε έντονα την αίσθηση της εγκατάλειψης. Μετά την πρωτεύουσα της Γαλλίας δεν έχω δει άλλη πόλη με τόσα πολλά όμορφα σπίτια και με τόσο μεγαλοπρεπή μέγαρα. Δεν αναφέρομαι μόνο στο κέντρο αλλά και σε γειτονιές τις οποίες ο τουρίστας στο δρόμο του προς τα μεγάλα αξιοθέατα προσπερνά, κακώς, πολύ κακώς γιατί είναι γεμάτες εκπλήξεις. Και είναι πάρα πολλές οι εκπλήξεις, εκατοντάδες τα όμορφα κτίρια και οι βγαλμένοι θαρρείς από πίνακα άλλης εποχής δρόμοι. Επομένως, όποτε και αν επισκεφθείτε την πόλη, περπατήστε την. Μόνο έτσι θα την καταλάβετε.

Τα αξιοθέατα είναι εξάλλου πολύ συγκεκριμένα: Είναι το θηριώδες Παλάτι του Λαού, το δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο μετά το αμερικανικό Πεντάγωνο για την ανέγερση του οποίου ισοπέδωσαν μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης (μπορείτε να μπείτε με οργανωμένη ξενάγηση), είναι το υπερπολυτελές – κιτς σπίτι του Τσαουσέσκου στην συνοικία Άνοιξη (και πάλι θα πρέπει να ακολουθήσετε ξενάγηση, αξίζει όμως με το παραπάνω), είναι ο Ναός Σταυροπόλεως, μνημείο ελληνικού ιστορικού ενδιαφέροντος και πολλές ακόμα εκκλησίες που θα βρείτε στους δρόμους του κέντρου, είναι το νεκροταφείο Μπέλου, μια υπαίθρια γλυπτοθήκη με εκατοντάδες έργα Ελλήνων καλλιτεχνών και τεχνητών, είναι το υπαίθριο Εθνικό Μουσείο Χωριού όπου θα δείτε δεκάδες παραδοσιακές κατοικίες από κάθε γωνία της Ρουμανίας και το Εθνικό Μουσείο της Ιστορίας της Ρουμανίας που όμως υπολειτουργεί λόγω ελλείψεως χρημάτων, είναι και τα καταπράσινα πάρκα. Για όλα αυτά θα σας μιλήσει ο ξεναγός σας αν πάτε οργανωμένα, με γκρουπ ή θα τα διαβάσετε στον οδηγό που θα χρησιμοποιήσετε ή στο Διαδίκτυο αν οργανώσετε το ταξίδι μόνοι σας.

Από εκεί και πέρα, το μεγάλο, το πιο εντυπωσιακό αξιοθέατο είναι η ίδια η πόλη, από τις πιο πλούσιες ως τις πιο φτωχές γειτονιές της. Την ίδια στιγμή αρχοντική και παρακμιακή, αστραφτερή και σκονισμένη, ζωντανή και κεφάτη στα στέκια όπου συχνάζουν οι νέοι και μελαγχολική στους δρόμους με τα σπίτια που έχουν άμεση ανάγκη ανακαίνισης. Την ίδια στιγμή που σε άλλα σημεία του Βουκουρεστίου «ξεφυτρώνουν» ολοένα και περισσότερα συγκροτήματα υπερπολυτελών κατοικιών. Περπάτησα σε πολλούς τέτοιους δρόμους κάνοντας ξανά και ξανά την ίδια σκέψη: Πόσο, μα πόσο Παρίσι θα ήταν το Βουκουρέστι, αν το αγαπούσαν και το φρόντιζαν περισσότερο!

Το τελευταίο βράδυ πήγα στην Όπερα για να δω τον «Οθέλο» του Βέρντι. Φτωχή η παράσταση, παραγωγή ενός θεάτρου που δεν έχει λεφτά, αξιόλογοι όμως οι τραγουδιστές και συγκινητική η προσπάθειά τους να υπερκαλύψουν με τις ερμηνείες τους αυτό που έλειπε από το θέαμα. Βγαίνοντας παρατήρησα μια ηλικιωμένη κυρία που κοντοστάθηκε στην πόρτα για να τυλίξει ένα μαντίλι γύρω από το λαιμό της. Περπατούσε γερνώντας και ακουμπώντας σε ένα μπαστούνι. Τα ρούχα της, τα καλά της ρούχα, ήταν φροντισμένα αλλά εμφανώς παλιά: Ένα πράσινο ταγέρ που τώρα πια της έπεφτε φαρδύ (θυμήθηκα τη γιαγιά μου που αναρωτιόταν μπροστά στον καθρέφτη με ό,τι είχε απομείνει από τη φιλαρέσκειά της «πώς μπαίνουμε έτσι βρε παιδάκι μου όταν γερνάμε!») και που το χρώμα του είχε ξεθωριάσει. Εκτός μόδας ήταν και το καπελάκι της, ενώ και τα παπούτσια της αν και φρεσκογυαλισμένα αμέσως φανέρωναν τη φθορά τους. Είχε όμως μια ευγένεια η εμφάνισή της, ο τρόπος που κινούνταν είχε αξιοπρέπεια και αρχοντιά, και το χαμόγελο που έριξε στο κοριτσάκι που πέρασε δίπλα της έτσι όπως φώτισε το πρόσωπό της την έκανε να φανεί πολύ όμορφη και ξαφνικά πιο νέα. Αυτό το ρυτιδιασμένο αλλά γελαστό πρόσωπο με τα διάφανα γαλαζοπράσινα μάτια έγινε ξαφνικά στα δικά μου μάτια το πρόσωπο του Βουκουρεστίου: Μιας πόλης που έχει δει πολλά, κουρασμένης από τα χρόνια και τα βάσανα αλλά αρχόντισσας ακόμα και στον ξεπεσμό της. Άφησα την κυρία να περάσει μπροστά, και απέμεινα να την κοιτάζω να χάνεται σέρνοντας τα βήματά της μέσα στη νύχτα.

Από τον Κοσμά Βίδο, κείμενο και φωτογραφίες

Cover photo by Hari Nandakumar on Unsplash