Ξαφνικά ήταν σαν να συνομιλώ με έναν φίλο και ας τον γνώριζα μόλις λίγα λεπτά. Είναι αυτά τα «μαγικά σκοινάκια» που συνδέουν ανθρώπους και καταστάσεις και δημιουργούν αίσθηση οικειότητας.
Επί 30 χρόνια, ο Βύρων Αθανίτης, εργάζεται στον Δήμο Αθηναίων ενώ τα τελευταία πέντε είναι τμηματάρχης μονίμου προσωπικού και από φέτος Προϊστάμενος Δ/νσης Διαχείρισης και Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού, ενός νευραλγικού τομέα με μεγάλες απαιτήσεις.
Παρόλα αυτά βρίσκεις το χρόνο, να αφιερώνεσαι σε κάτι που αγαπάς, τη συγγραφή
Πράγματι αφιερώνω τον ελεύθερό μου χρόνο, όταν το επιτρέπουν κι οι οικογενειακές υποχρεώσεις (σ.σ. είναι πατέρας δύο μικρών παιδιών) στο διάβασμα και στη συγγραφή.
«Το Σπαθί του Αυτοκράτορα», μεταφέρει τον αναγνώστη στα τελευταία χρόνια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πόσο βάρος φέρουν ακόμα και σήμερα, οι αποφάσεις και οι συμπεριφορές εκείνης της εποχής;
Πάντα με απασχολούσαν οι οριακές συμπεριφορές του λαού μας, που εμφανίζονται πολύ συχνά με διχόνοιες, κόντρες και το γεγονός ότι φαίνεται να κυνηγάμε κάθε τόσο την ουρά μας. Το βιβλίο, πέρα από μια περιπέτεια αναζήτησης του σπαθιού του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, αποτελεί μια ευκαιρία αναστοχασμού της διαδρομής μας: παρελθόν, παρόν και μέλλον του Ελληνισμού, με συγκεκριμένες προτάσεις για ένα καλύτερο, ελπιδοφόρο αύριο. Η ιδέα για το βιβλίο υπήρχε πολλά χρόνια στο μυαλό μου, ίσως και περισσότερα από 20. Με το ένα μου πόδι στην Πόλη λόγω της οικουμενικότητας που συμβολίζει και το άλλο στην Ελλάδα, θέλησα να γράψω το συγκεκριμένο αφήγημα που έχει και πολλές ιστορικές αναφορές. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για την ολοκλήρωσή του και κοπιαστική έρευνα. Ήταν όμως μαγική η όλη διαδρομή από το Μιστρά, με τους Δεσπότες, τους σοφούς και την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας, στη στέψη του Κωνσταντίνου και την υπεράσπιση της βασιλεύουσας.
Τελικά στο πέρας των χρόνων κι από ό, τι έχει δείξει η ιστορία τι μας χαρακτηρίζει ως λαό;
Έχουμε θέματα με την αυτοπεποίθησή μας. Στο βιβλίο θίγονται πολλά ζητήματα, όπως τι μας έχει καθηλώσει, πώς θα ήταν τα πράγματα αν τελικά βρίσκαμε το θάρρος να ανοίξουμε την πόρτα μας -μεταφορικά μιλώντας- να βγούμε προς τα έξω και να δημιουργήσουμε μια καλύτερη επόμενη ημέρα. Θίγεται και το θέμα της ταυτότητας: πώς την έχουμε διαμορφώσει μέσα μας κι αν κρύβει από πίσω της συλλογικά απωθημένα, μία ενοχή σε σχέση με αυτό που χάθηκε τότε, την εποχή της Άλωσης. Πρόκειται για μια κατάσταση που θεωρώ ότι δεν αντιμετωπίστηκε ουσιαστικά ούτε από την άρχουσα τάξη εκείνη την εποχή, ούτε από την εκκλησία ούτε από τον απλό λαό, αλλά ούτε και από την υπόλοιπη Ευρώπη που έφτασε να παραχαράξει ακόμα και το όνομα της αυτοκρατορίας (Ρωμανία λεγόταν και όχι βέβαια Βυζάντιο όπως με έμαθαν να πιστεύουμε) για να καλύψει την υστεροβουλία των δικών της κέντρων εξουσίας..
Όλες αυτές οι πικρές στιγμές πέρασαν στο υποσυνείδητό μας και, κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε σύνθετες καταστάσεις, μας φρενάρουν και μας οδηγούν σε αδιέξοδα. Μάθαμε να ανακυκλώνουμε τον πόνο, το θυμό στην καθημερινότητά μας χωρίς να τα εξετάζουμε επαρκώς. Εύκολα συγκρουόμαστε μεταξύ μας. Έτσι ζήσαμε τόσους διχασμούς κι εμφυλίους σπαραγμούς, καθώς υπάρχει ένα ακατέργαστο συλλογικό θυμικό στο πως χειριζόμαστε την εξέλιξη των πραγμάτων.
Το κλειδί σε ανάλογες καταστάσεις -είτε τότε, στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε αργότερα, είτε και τώρα- ήταν και είναι να δούμε πώς θα πάμε παρακάτω. Τί θεωρούμε καλό και αντάξιο για εμάς και τα παιδιά μας, πώς θα πορευτούμε υιοθετώντας καινούργιες ιδέες, πώς θα διευρύνουμε τους ορίζοντές μας.
Έτσι αντιμετωπίζεις και τις καταστάσεις στη ζωή σου;
Ναι. Από τότε που ωρίμασα ως άνθρωπος, προχωρώ με βάση το ερώτημα «πού βρίσκομαι εγώ μέσα σε όλο αυτό» τι συμβαίνει, πού με οδηγεί, πώς να ψάξω να κάνω κάτι για μένα, να εκφραστώ πιο αυθεντικά, να δομήσω τη διαδρομή μου. Και μέσα από αυτό το σκεπτικό, γυρίζω στο παρελθόν και συνθέτω το παζλ. Βλέπω τα πράγματα να συμβαίνουν μπροστά μου και κατανοώ τη σχέση τους με το παρόν. Πάντα όλα συνδέονται με μία διαδρομή μεγαλύτερη από το τώρα. Μέλλον έχουν όσοι μπορούν να προσαρμόζονται στις καταστάσεις και να παράγουν δυναμική, να δημιουργούν νέες ευκαιρίες. Να μην καθηλώνονται στο παρελθόν, να υπερβαίνουν την καθημερινότητα.
Έχεις ζήσει κάτι ανάλογο, που απαιτούσε να ξεπεράσεις ορισμένες καταστάσεις;
Το έχω ζήσει το πάλεμα με τον εαυτό μου –γιατί αν σου συμβαίνει κάτι που είναι δύσκολο να χειριστείς, χρειάζεται αυτή η πάλη μέσα σου. Όμως έρχεται η στιγμή που νιώθεις έτοιμος να χαμογελάσεις ξανά και τότε λες: θέλω πια κάτι άλλο, θέλω να πάω παρακάτω, να γυρίσω σελίδα.
Όλα αυτά πώς συνυπάρχουν μέσα στο βιβλίο;
Στην ιστορία του βιβλίου, το παρελθόν είναι άρρηκτα δεμένο με το σήμερα. Κι αυτή η εικόνα παραπέμπει σε ένα συμβολισμό που δεν συνδέεται μόνο με τον μαρμαρωμένο βασιλιά, που εγώ θα τον έβλεπα ως τον πρώτο νεοέλληνα στρατιώτη. Ο Κωνσταντίνος, όπως τον περιγράφω στο κείμενο, είναι ένας σεμνός άνθρωπος του καθήκοντος που είχε όνειρα τα οποία δεν πραγμάτωσε γιατί δεν του το επέτρεψαν οι συνθήκες. Πολλές φορές η ζωή μάς ξεπερνά, το περιβάλλον θέτει όρους που είναι πάνω από τις δυνάμεις μας.
Το μυθιστόρημα έχει ως επίκεντρο ένα διαχρονικά επανερχόμενο φαινόμενο: τις κρίσεις του ελληνισμού, όπως εμφανίζονται περιοδικά μετά την επαναφορά του στον πυρήνα της ταυτότητας των ανθρώπων που κατοικούσαν πέριξ του Αιγαίου, ύστερα από την 1η Άλωση της Πόλης και την Παλαιολόγεια Αναγέννηση που ακολούθησε την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας το 1261 μ.Χ.
Η δράση εξελίσσεται σε δύο χωρο-χρονικά επίπεδα: Από τη μια, παρακολουθούμε την εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, όπως περιγράφεται από έναν ακόλουθό του -τον γραμματικό Μιχαήλ Ζαπαντιώτη- που διέφυγε την τελευταία στιγμή στη διάρκεια της κατάρρευσης της άμυνας της Πόλης τη νύχτα της 29ης Μαίου 1453, διασώζοντας και το σπαθί του αυτοκράτορα. Στο Χρονικό που κατέγραψε αργότερα ως μοναχός στον Μοριά, διηγείται όσα ακολούθησαν μέχρι την κατάλυση και του Δεσποτάτου του Μιστρά από τους Οθωμανούς, προσεγγίζοντας με κριτική διάθεση τη στάση των αρχών, των ευγενών, της εκκλησίας και τις συνέπειες για τον λαό. Από την άλλη, παρουσιάζεται η μετέπειτα πορεία του Γένους και τα κρίσιμα για τον ελληνισμό σταυροδρόμια του καιρού μας, με αφορμή την αναζήτηση του σπαθιού του αυτοκράτορα από δυο φίλους που ταξιδεύουν στην Ελλάδα του σήμερα, προσπαθώντας να κατανοήσουν την ίδια μας την ψυχοσύνθεση αλλά και τη δική τους προσωπική διαδρομή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ίδρυμα Ωνάση: Το νέο ψηφιακό του πρόγραμμα
Ουσιαστικός πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι το γένος μας, ο νεοέλληνας με τα θετικά και τα αρνητικά του στοιχεία, ιδιαίτερα τους περιορισμούς που καλούμαστε να ξεπεράσουμε και προέρχονται από το ασυνείδητό μας, κυρίως.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Βαγγέλης Βαφέας, υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης διαφημιστικής εταιρίας, που έχει χάσει πρόσφατα τη δουλειά του και αγωνίζεται να διατηρήσει ορισμένα από τα κεκτημένα του, αλλά και τη ψυχική του ισορροπία. Συναντά αναπάντεχα, ύστερα από πολλά χρόνια, τον παλιό του φίλο καθηγητή Θεόδωρο Μαρόπουλο. Είναι και οι δύο διαζευγμένοι, αντιμετωπίζοντας διαφορετικής τάξεως αλλά το ίδιο σημαντικά προβλήματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους.
Ο βυζαντινολόγος και κάτοικος Ηνωμένων Πολιτειών Θεόδωρος, βρίσκεται στην Ελλάδα κάνοντας έρευνα αναφορικά με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Πτώσης του Δεσποτάτου του Μιστρά, στο πλαίσιο ενός βιβλίου που ετοιμάζει. Ο Βαγγέλης τού αποκαλύπτει μια άγνωστη πηγή πληροφοριών: ένα μεσαιωνικό Χρονικό, το οποίο αναφέρεται στην κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την τύχη του σπαθιού του τελευταίου αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Δραγάση Παλαιολόγου.
Επηρεασμένοι και από τη δυσμενή κατάσταση της χώρας μας λόγω της Κρίσης, οι δύο άνδρες, διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων αλλά με κοινή έφεση στην αναζήτηση, μελετούν το Χρονικό, και μέσα από την καταγραφή εκείνων των δραματικών γεγονότων, γίνονται κοινωνοί του πρώτου και θεμελιώδους διχασμού των Ελλήνων (ενωτικοί-ανθενωτικοί, κλπ), καθώς και της σχέσης του με τη μετέπειτα πορεία του Γένους μας τα νεότερα χρόνια.
Με τη συνδρομή κοντινών τους προσώπων αλλά και νέων γνωριμιών που προκύπτουν από την εξέλιξη της ιστορίας, αναζητούν το σπαθί του αυτοκράτορα μα, πέρα και πριν από αυτό, ακολουθούν τα ίχνη των συλλογικών μας ενοχών που αναπαράγονται διαμέσου των γενεών. Ταυτόχρονα, σε προσωπικό επίπεδο συνειδητοποιούν τα λάθη και τις παραλείψεις τους, ώστε να δύνανται ξαναχτίσουν τις σχέσεις τους με τους δικούς τους…
Το κείμενο, πέρα από το ίδιο το Χρονικό που παρουσιάζεται σε δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, αναπτύσσεται υβριδικά: αφενός μεν, ως μυθιστόρημα αναζήτησης του σπαθιού του Κωνσταντίνου και ανάδειξης των συμβολισμών που κρύβει· αφετέρου, ως δοκίμιο υπό μορφή διαλόγου, όπου η χαρτογράφηση της ταυτότητας των Νεοελλήνων επέχει κυρίαρχη θέση. Η μυθοπλασία συναντά τα ιστορικά γεγονότα μέσω του σχολιαστικού λόγου, δημιουργώντας ένα ρεαλιστικό σκηνικό, όπου οι ασυνείδητες συλλογικές ενοχές εξηγούν κάποιες αυτοκαταστροφικές τάσεις του λαού μας και τη διχόνοια που διαρκώς επανέρχεται στο προσκήνιο –και μάλιστα σε κάθε κρίσιμη και δύσκολη στιγμή της ιστορικής μας διαδρομής. Από την άλλη, η διαφύλαξη της καθαρής ματιάς των νέων, οι τομές στη δημόσια παιδεία και εκπαίδευση, η πολιτειακή και οικονομική διασύνδεση με τη Διασπορά, όπως και μια νέα, θαρραλέα ανάγνωση της ιστορίας μας, προτείνονται ως χρήσιμα εργαλεία για την υπέρβαση της σημερινής Κρίσης και την αναγέννηση του ελληνισμού. Αυτό που απορρέει είναι πως στη ζωή τελικά, ό, τι είναι να γίνει, θα γίνει…
Ευχή μου είναι… το βιβλίο, που υπήρξε ένα στοίχημα και για μένα τον ίδιο, να διαβαστεί από όλους όσοι έχουν απορίες και ερωτηματικά για τη ζωή μας, τη χώρα μας και αγωνία για το μέλλον και, όταν φτάσουν στον επίλογο, να αισθάνονται πως βρήκαν στις σελίδες του κάποιες απαντήσεις, εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας και έμπρακτους λόγους για μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Ποιο είναι το μυστικό για να μπορέσει ένας εργαζόμενος, full time μπαμπάς και σύζυγος να βρίσκει χρόνο για να υλοποιεί το όνειρό του;
Αρχικά αντιμετωπίζεις με κατανόηση και χαμόγελα την επαναλαμβανόμενη ερώτηση: Πάλι γράφεις βρε μπαμπά; Στη συνέχεια μένεις σταθερά πειθαρχημένος στο πρόγραμμά σου καθημερινά, για να μπορέσεις να διαχειριστείς ό, τι περιλαμβάνει η μέρα σου, τις υποχρεώσεις, τα παράπονα, τα λάθη σου. Όμως, πάνω απ’ όλα, είναι η αγάπη: η αγάπη για αυτό που κάνεις, η αγάπη για την οικογένεια, η αγάπη των δικών σου ανθρώπων που σε ανέχονται, σε πιστεύουν και σε στηρίζουν.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Δήμητρα Ράπτη