Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος είναι ένας περιηγητής στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Ένας μάρτυρας της πραγματικότητας που απαθανατίζει και διηγείται ιστορίες. Του αρέσει να παρακινεί και να εμπνέει με τη γραφή αλλά και τον φωτογραφικό του φακό. Τα κείμενα και οι φωτογραφίες του έχουν τη δύναμη να «γοητεύουν» το μυαλό και τα μάτια του αναγνώστη και να τον κάνουν να ταξιδεύει σε τόπους και μνήμες… εξ΄αρχής. 

Τι σας συγκινεί περισσότερο στην φωτογραφική «καταγραφή» στιγμών και τόπων;

Μετά από πολλά χρόνια περιπλάνησης στον ελλαδικό χώρο -με τη ματιά του περιηγητή- αυτό που πραγματικά με συγκινεί είναι το αγνοημένο αστικό απόθεμα της χώρας. Το διαπίστωσα-πρωτίστως-στην Αθήνα, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, Υπήρξε η ανάγκη και η επιθυμία να εμβαθύνω σε ένα δεδομένο βίωμα, έτσι ξεκίνησε. Εντοπίζοντας τις πολλές στρώσεις του χρόνου και τα αποτυπώματα του υλικού πολιτισμού της πόλης τα οποία ήταν εν γνώσει ή σε απόσυρση. Αυτό έγινε-σταδιακά- εμμονή. Άρχισα να παρακολουθώ, να κυνηγάω και να εντοπίζω καθετί που έχει αξία

Ποιο είναι το ξάφνιασμα που προκύπτει από την περιήγηση και την ανακάλυψη;

Ταξιδεύοντας στην Ελλάδα άρχισα – σταδιακά – να δανείζομαι το Αθηναϊκό μου βλέμμα. Παρατηρώντας τους τόπους όπου πήγαινα αντιλήφθηκα ότι υπάρχει ένα τεράστιο κοινό εθνικό πρόβλημα. Έχει να κάνει με την εγκατάλειψη των παλαιότερων αποτυπωμάτων. Το είδα να συμβαίνει σε όλη την χώρα, από την Θράκη έως την Πελοπόννησο και από την Κρήτη έως την Ήπειρο. Όσο περισσότερο προχωρούσα ως περιηγητής στην ενδοχώρα έβλεπα πράγματα που μου προκαλούσαν ένα ξάφνιασμα. Αυτό ένιωθα βλέποντας μία μεγάλη τυπολογία χτισμάτων. Από εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και βιοτεχνίες μέχρι βανδαλισμένες εκκλησίες. Από τα εγκαταλελειμμένα αρχοντικά μέχρι τα κλειστά -μικρά- σπίτια που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλες τις βαθμίδες, είτε σε μικρά χωριά είτε σε μεγάλες πόλεις. Αυτό με κινητοποίησε και με έβαλε στη διαδικασία να βρω ένα πιο συγκεκριμένο τρόπο προκειμένου να δηλώσω μία ανάγκη. Πολύ προσωπική στην αρχή αλλά -όπως αποδείχτηκε- είναι μία κοινή ανάγκη να δούμε την Ελλάδα, εξ αρχής

Ποιες εικόνες κουβάλανε -για εσάς- ένα ξεχωριστό φορτίο συγκίνησης; 

Θα ξεκινήσω με κάτι αθηναϊκό. Θυμάμαι -με μεγάλη συγκίνηση- τη στιγμή που εντόπισα μία μικρή οδό, την οδό Μερσίνης, που βρίσκεται μεταξύ Λιοσίων και Αχαρνών. Είναι ένα μικρό δρομάκι που μοιάζει με θεατρικό σκηνικό. Εκεί υπάρχουν μικρά μονώροφα νεοκλασικά σπιτάκια που είναι -στο σύνολό τους- εγκαταλελειμμένα. Μπορείς να δεις το σκοτεινό τους εσωτερικό από ανοίγματα στις πόρτες και τα παράθυρα. Η φωτογράφιση αυτού του εσωτερικού, της καρδιάς του σπιτιού, θεωρώ ότι είναι μία εικαστική εγκατάσταση. Μοιάζει με κάτι σκηνοθετημένο. Μπορείς να διακρίνεις την πίσω αυλή, να δεις τους κορμούς των δέντρων, τα σκόρπια αντικείμενα στο δάπεδο και τους ξεφλουδισμένους σοφάδες. Μία τέτοια φωτογραφία είναι μία ξεχωριστή εμπειρία, με ιδιαίτερο συγκινησιακό βάρος. Εκεί διαπίστωνεις την ποίηση των ερειπίων και αυτό είναι κάτι που με κινητοποιεί πάρα πολύ. Από την άλλη πλευρά -στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο- αγαπώ ιδιαιτέρως την πόλη της Δράμας. Είναι ένας τόπος που συγκεντρώνει πολλά συγκινητικά χαρακτηριστικά του Βορειοελλαδικού χώρου. Εκεί με ξενάγησαν πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να ανακαλύψω ότι η Δράμα έχει πολλές βουβές ιστορίες του ελληνισμού και της διαδικασίας συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Είναι μία πόλη, όπως και οι περισσότερες της βορειοανατολικής χώρας και της κεντρικής Μακεδονίας, που υποδέχτηκε μεγάλες ομάδες ελληνόφωνου πληθυσμού. Αυτό συνέβη σταδιακά από το 1912 έως το 1923, σε διάφορα κύματα και με διάφορες αιτιολογίες. Στη Ανατολική Μακεδονία συνέρρευσαν πληθυσμοί από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία αλλά και από την Ανατολική Θράκη και τον Καύκασο. Τα ίχνη αυτής της πρόσμειξης των πληθυσμών εντοπίζονται στη Δράμα. Στα Τζαμιά, αλλά και στα πολλά κομμάτια της εξολοθρευμένης -πλέον- εβραϊκής παροικίας. Υπάρχουν παλιά λαϊκά σπίτια αλλά και αρχοντικά που αποτελούν- συνολικά- δείγματα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Και όλα αυτά βρίσκονται σε ένα καταπληκτικό φυσικό πλαίσιο. Η ανάγνωση μίας πόλης είναι πολύ σύνθετη και είναι λάθος να την θεωρούμε «άλλη μία πόλη» αν θέλουμε να την αποκωδικοποιήσουμε και να την καταλάβουμε

Έχουμε την θέληση, επιθυμούμε να αποκωδικοποιήσουμε, να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τις πόλεις όπου ζούμε;

Τα τελευταία χρόνια διακρίνω μία αυξανόμενη ανάγκη εκ μέρους πολλών πολιτών να εξερευνήσει και να μάθει. Αν και έχουμε τεράστιο δρόμο μπροστά μας υπάρχει μία εντυπωσιακή πρόοδος την τελευταία δεκαετία. Μπορεί να έχει βοηθήσει και η κρίση που ενίσχυσε και την κοινωνία των πολιτών. Μέσα από την από την καθίζηση του κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος γεννήθηκε μία εξωστρέφεια. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι κάθε άνθρωπος είναι ανοιχτός να δεχτεί κάτι αν το ακούσει με ειλικρινή τρόπο και χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ένα κάλεσμα αρκεί. Να πεις σε κάποιον να περπατήσει-μαζί σου- μέσα στην πόλη για να δει τα πάντα από την αρχή. Αυτό θεωρώ ότι -σταδιακά- θα τον κερδίσεις. Μία ειλικρινής αφήγηση κάποιων πραγμάτων μπορεί να έχει θεαματικά αποτελέσματα. Κάθε άνθρωπος έχει άλλους χρόνους, άλλες ανάγκες και άλλες αναφορές. Είναι σημαντική η σταδιακή σύγκλιση, ο δρόμος προς κάτι πιο ειλικρινές και «ανοιχτό». Οι άνθρωποι δίνουν επιτρέπουν μία θέση για τη συγκίνηση που σχετίζεται άμεσα με τις προσωπικές αναφορές.Ο κοινός τόπος υπάρχει αρκεί να επιτραπεί μία ευρυχωρία χρόνου και τα αποτελέσματα ναι μεν θα έρθουν σταδιακά αλλά θα έρθουν. Τότε θα δούμε αυτό που είναι δίπλα μας. Με στεναχωρεί η απαξιωτική στάση απέναντι στις άχαρες -όπως θεωρούνται από κάποιους– πόλεις. Αν ξεκινήσεις με αυτο το σκεπτικό έτσι θα φύγεις. Είναι σημαντικό να επισκέπτεσαι έναν τόπο και να είσαι ανοιχτός προκειμένου να ακούσεις τις ιστορίες του. Να καταλαβαίνεις ότι κάθε μέρος έχει κάτι να πει και όταν αυτό που σου λέει σαλεύει και πάλι ζωντανό, ζεις μία συναρπαστική εμπειρία

Η χαρά ή η λύπη; Ποιο από τα δύο συναισθηματικά φορτία, διαμορφώνει την ένταση και τον «χαρακτήρα» ενός τόπου;

Μέσω της παρακμής και της ερείπωσης μπορεί να γεννηθεί -πρωτίστως- μία εκδοχή αστικής ποίησης. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μία συγκινησιακή κινητοποίηση. Η αφετηρία μιας συγκινησιακής κινητοποίησης είναι η εγκατάλειψη, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται. Η επαφή με την εγκατάλειψη, η διάθεση να μπεις μέσα στις ρωγμές ενός εγκαταλελειμμένου  τόπου και να τον ακούσεις είναι η κινητήριος δύναμη για να σηκώσεις αυτόν τον τόπο. Διότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει από κάτω προς τα πάνω. Δεν αρκεί να επισκευαστεί ένα μνημείο, πρέπει να ανασυσταθεί ο κοινωνικός ιστός που το εμπεριέχει.Πιστεύω στην ανάγκη των ανθρώπων να αφήσουν ένα αποτύπωμα. Κάπως έτσι η εστέτ προσέγγιση πηγαίνει στην άκρη. Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό όλο το οικοδόμημα της κοινωνίας. Πρέπει να ξεκινήσεις από τη βάση διότι αξία έχουν όλα όσα δεν έχουν καταγραφεί και όσα έχουν συμβεί. Με συγκλονίζει η ιδέα του να βρεθώ μπροστά  σε σπίτια που οι τελευταίοι που τα θυμούνται έχουν πεθάνει ή είναι σκορπισμένοι

Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις γειτονιές ή αυτές μας διώχνουν;

Η απόφαση είναι των ανθρώπων. Όμως οι συνθήκες είναι αυτές που παίζουν σημαντικό ρόλο αφού επηρεάζουν τις όποιες αποφάσεις. Μεγάλωσα στην οδό Πατησίων και θυμάμαι πολύ έντονα την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Θυμάμαι το πόσο είχε χειροτερέψει η καθημερινότητα εξαιτίας της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της αυξανόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων. Είχε διαμορφωθεί μία πολύ δύσκολη καθημερινότητα που οδήγησε στην έξοδο των παλιών κατοίκων. Έφευγαν για την Κηφισιά, το Χαλάνδρι και τη Βούλα. Από την άλλη πλευρά όμως κάθε φαινόμενο έχει πολλές σύνθετες αναγνώσεις. Η έξοδος των παλιών αστών από τις ιστορικές συνοικίες δεν χωράνε μέσα σε δύο ή τρεις φράσεις.Προκύπτουν πολλά ζητήματα όπως το πώς και γιατί έγινε και που οδήγησε αυτούς που έφυγαν αλλά και αυτούς που έμειναν

Και όλα αυτά βρίσκονται και προκύπτουν μέσα από ένα βιβλίο…

Ελπίζω το βιβλίο να προκαλέσει μία επιπλέον σκέψη. Πιστεύω στη δύναμη του χρόνου. Είναι σημαντικό να του επιτρέπεται να ακροαστεί τα πράγματα. Αν κάποιος ασχοληθεί με αυτά που γράφω, αν καταλάβει το πνεύμα που με παρακινεί η επιθυμία μου είναι να τον παρακινήσω- με τη σειρά μου- και να τον οδηγήσω σε μία αυτοσυνειδησία έναντι του δημόσιου και του ιστορικού χώρου. Με ενδιαφέρει να συμβάλλω στο να ραγιστούν κάποια στερεότυπα, είμαι πολύ κατά των στερεοτύπων, που δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη να κατανοήσει τι κάνει ενδιαφέρουσα μία πόλη

Η Αθήνα είναι μία όμορφη πόλη;

Ναι. Η Αθήνα είναι μία ενδιαφέρουσα πόλη εξαιτίας της πανσπερμίας. Είναι μία πόλη γεμάτη με αντιφάσεις και με πολλά όμορφα μυστικά. Όσο εμβαθύνεις στην Αθήνα τόσο πιο συναρπαστική τη βρίσκεις. Έχει μία αυτονομία στον χάρτη των ευρωπαϊκών πόλεων εξαιτίας των ιστορικών, αρχιτεκτονικών, των κοινωνικών και πολεοδομικών χαρακτηριστικών της. Είναι δυναμική και πάλλουσα. Έχει πολύ ωραίο πλήθος και ωραία νεολαία. Αν περπατήσεις στις κεντρικές συνοικίες της θα δεις σύμπαντα του 20ου αιώνα και αυτό την κάνει συναρπαστική. Η Αθήνα είναι μία ευτυχισμένη και επιτυχημένη πόλη που ανοίγει και γίνεται ευρύχωρη. Με τον καιρό σε υποδέχεται ιδεολογικά, αισθητικά και κοινωνικά. Είναι πιο ευτυχισμένη από όσο πιστεύουν οι κάτοικοί της

Φωτογραφία εξωφύλλου: ©Ενη Κούκουλα