Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, οφείλουμε να πούμε ότι η Μελία Κράιλινγκ είναι Ελληνο-Αμερικανίδα, κόρη του Αμερικανού Ράνταλ Άρθουρ Κράιλινγκ και της Ελληνίδας δημοσιογράφου Κάτιας Δημοπούλου. Μεγάλωσε στην Ελλάδα, πήγε σε αγγλικό σχολείο για να μπορεί να επικοινωνεί με την οικογένεια του πατέρα της και ήθελε να γίνει χορεύτρια, μέχρι που κάποια εμπόδια την ανάγκασαν να αλλάξει κατεύθυνση. Έτσι, σπούδασε υποκριτική στο Λονδίνο και δεν άργησε να βρεθεί στο πλατό της σειράς «Βοργίες», δίπλα στον Τζέρεμι Άιρονς.

Σύντομα, πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, για να παίξει σε μεγάλες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Η νέα της δουλειά είναι το «Filthy Rich», μια σειρά που γυρίστηκε στη Νέα Ορλεάνη και θα κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα την Πέμπτη 15 Οκτωβρίου, στις 21:00, στο FOX Life, το οποίο είναι διαθέσιμο μέσω Cosmote TV, Nova, Vodafone TV, Wind Vision. Πρωταγωνίστρια είναι η Κιμ Κατράλ, που έχει επιτέλους έναν ρόλο πολύ διαφορετικό από εκείνον της Σαμάνθα στο «Sex & the City», αλλά εξίσου δυναμικό.

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται η οικογένεια Μονρό, διάσημη για τη δημιουργία ενός ιδιαίτερα επιτυχημένου θρησκευτικού τηλεοπτικού δικτύου. Όταν ο πατέρας χάνει τη ζωή του σε αεροπορικό δυστύχημα, η σύζυγος και τα νόμιμα παιδιά του ανακαλύπτουν ότι είχε επίσης τρία εξώγαμα – ένα εκ των οποίων υποδύεται η Μελία. Το τρέιλερ δίνει μια πρώτη ιδέα για το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της ηρωίδας και η Μελία λέει αφοπλιστικά: «Με το που διάβασα το πρώτο σενάριο, για την οντισιόν, ήξερα ότι δύσκολα θα ξαναπέσει στα χέρια μου τέτοιος ρόλος».

– Τι θα δούμε περίπου στο «Filthy Rich»;

Είναι μια σειρά πάρα πολύ διασκεδαστική, με χιούμορ και πολύ γρήγορες εξελίξεις. Θα δείτε με μεγάλη ακρίβεια τη ζωή του πλούσιου αμερικανικού Νότου, την δύναμη που ασκεί η θρησκεία εκεί και κατά κάποιο τρόπο την υποκρισία της καθημερινότητας, μέσα από τα μάτια πολλών διαφορετικών χαρακτήρων. Πίσω από τα καθωσπρέπει χαμόγελα της κοινωνίας κρύβονται συνεχώς επιθετικές διαθέσεις, που συνήθως έχουν να κάνουν με τον πλούτο αλλά και με στάσεις ζωής. 

 – Πώς ήταν γενικά η εμπειρία σου από τα γυρίσματα;

Μετακόμισα για έξι μήνες στην Νέα Ορλεάνη, που είναι σαν να ζεις σε έναν άλλο πλανήτη. Ευτυχώς, είχα μια κάποια τριβή με τον αμερικάνικο Νότο, λόγω του πατέρα μου και λόγω του ότι οι αδερφές μου μεγάλωσαν εκεί ως κάποιο σημείο. Αλλιώς, νομίζω θα ήμουν τελείως χαμένη. Τα γυρίσματα ήταν εξαιρετικά διασκεδαστικά αλλά και με πολύ σκληρή δουλειά, όπως είναι βέβαια λογικό για κάθε καινούρια σειρά, που βρίσκει τον ρυθμό της. Εγώ είχα ελάχιστες κενές μέρες, οπότε για έξι μήνες ζούσα σχεδόν ολοκληρωτικά με την Τζίντζερ και ως Τζίντζερ, κάτι που ήταν πολύ ενδιαφέρον. 

– Ποια είναι, λοιπόν η Τζίντζερ; 

Η Τζίντζερ είναι ένα πλάσμα ατίθασο, χωρίς καθωσπρεπισμούς, μεγαλωμένη φτωχά και κάπως άγρια στο Λας Βέγκας, από μαμά αλκοολική. Έχει πολύ έντονη προσωπικότητα, χωρίς να την ενδιαφέρει καθόλου τι θα πουν οι άλλοι, κι αυτό είναι τεράστιο προσόν σε έναν γυναικείο ρόλο. Συνήθως, οι ρόλοι για γυναίκες έχουν πάντα κάποια διαδρομή σχετική με τους αντρικούς ρόλους. Εδώ, λοιπόν, καθόλου! Για μένα ήταν πολύ μεγάλη στιγμή όταν διαβάζοντας το σενάριο συνειδητοποίησα ότι η Τζίντζερ δεν θα ασχολείται με το ποιον θα σαγηνεύει και πώς. Είναι ένας καταπληκτικά γεμάτος ρόλος, ο οποίος στέκεται από μόνος του, χωρίς ανάγκη να πλαισιώνεται από την ανδρική ματιά.

 

– Είχες το περιθώριο να βάλεις πάνω της στοιχεία βασισμένα σε δικές σου ιδέες;

Ναι, είχα τεράστια περιθώρια να χτίσω την Τζίντζερ. Αυτό συμβαίνει όταν οι σεναριογράφοι κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους, οπότε δεν έχουν το άγχος για το πώς θα δουλέψεις εσύ μετά έναν ρόλο. Γιατί ξέρουν πως ό,τι έχουν γράψει, το έχουν γράψει έτσι ώστε να μην μπορείς να αλλάξεις την ουσία. Αυτό που είχα να κάνω ήταν να διαλέξω τα πώς και τα γιατί κάνει αυτά που κάνει. Πώς περπατάει, πώς ντύνεται, πώς διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητά της; Η συνεργασία και με τους creators αλλά και με τους άλλους ηθοποιούς ήταν εξαιρετική και μπορούσαμε όλοι κάπως να το πάρουμε στα χέρια μας και να φέρουμε αυτούς τους ρόλους στη ζωή. 

– Η δουλειά της Τζίντζερ είναι το «Sin Wagon», ένα σάιτ που ικανοποιεί online φαντασιώσεις και η ίδια υπερασπίζεται με πυγμή την επιλογή της. Εσύ προσωπικά πώς το βλέπεις;

Εγώ σίγουρα δεν θα είχα τα ίδια κουράγια με την Τζίντζερ. Είναι πολύ σκληρή η δουλειά που κάνει και με αρκετούς κινδύνους. Όμως, η Τζίντζερ δεν μεγάλωσε ούτε προστατευμένη, ούτε χαϊδεμένη, ούτε με πολλές επιλογές, και γι’ αυτό εγώ νομίζω ότι είναι τρομερό παιδί. Πολύ έξυπνα αποφάσισε ότι, αντί να κυκλοφορεί τη νύχτα και να εκτίθεται σε άμεσο κίνδυνο, θα το κάνει όλο online και έτσι θα προστατεύει και τον εαυτό της αλλά και τα κορίτσια που δουλεύουν γι’ αυτήν. Είναι μια πολύ έξυπνη κοπέλα και αυτό που κάνει το κάνει όσο καλύτερα μπορεί.

 

– Νομίζω ότι ο ρόλος σου είναι ο δεύτερος πιο δυνατός ρόλος στη σειρά μετά από εκείνον της Κιμ Κατράλ. Έχω δίκιο;

O πρώτος κύκλος σίγουρα έχει πάρα πολύ να κάνει με την δυσλειτουργική σχεδόν σχέση των δύο γυναικών, δηλαδή της Μάργκαρετ, που παίζει η Κιμ Κατράλ, και της Τζίντζερ, που παίζω εγώ. Όσο για το αν είναι δυνατός ρόλος, δεν ξέρω, αυτό θα το κρίνουν οι θεατές. Αλλά ναι, σίγουρα είναι ένας πολύ δυναμικός χαρακτήρας η Τζίντζερ. Πάντως, το ωραίο για μένα με τη σειρά είναι ότι όλοι οι ρόλοι έχουν φανταστικές στιγμές και ιστορίες που εξελίσσονται, κι έχουμε ένα πάρα πολύ καλό καστ ηθοποιών. 

– Πώς ήταν η εμπειρία να παίζεις δίπλα στην Κιμ Κατράλ;

Η Κιμ είναι μια ηθοποιός με πολύ μεγάλη εμπειρία και έχει πάρα πολλά να δώσει στο πλατό. Ειδικά στην αρχή, στα πρώτα επεισόδια, σχεδόν όλες μου οι σκηνές ήταν μαζί της, οπότε ήμασταν σχεδόν πάντα «μέσα» στον ρόλο. Καμιά φορά αναρωτιέμαι κιόλας αν γνωριστήκαμε ποτέ ως Κιμ και Μελία, ή αν γνωριζόμαστε μόνο ως Μάργκαρετ και Τζίντζερ! Ήταν πολύ έντονη η δουλειά που έπρεπε να κάνουμε. Και οι δύο ρόλοι, και για τις δυο μας, απέχουν πολύ από το ποιες είμαστε στην πραγματικότητα ως γυναίκες. Οπότε κάπως έπρεπε και οι δύο να μη βγαίνουμε πολύ συχνά από τη νοοτροπία του ρόλου μας. Και είχε πολύ ενδιαφέρον αυτό, ήταν καταπληκτικό.

 

– Πώς σου φάνηκε η ζωή στη Νέα Ορλεάνη;

Η Νέα Ορλεάνη είναι φανταστικό μέρος και έχει και τρομερή μυθολογία η ίδια. Στη σειρά, είναι σχεδόν από μόνη της ένας χαρακτήρας. Εγώ δεν είχα ξαναπάει. Είναι από τις παλαιότερες πόλεις της Αμερικής και είναι εντυπωσιακό το ότι, ενώ διαλύθηκε από τους τυφώνες, οι άνθρωποι εκεί ξανάχτισαν και συνεχίζουν με πολύ μεγάλη περηφάνεια να ζουν στον τόπο τους. Υπάρχουν σαφέστατα βέβαια μεγάλοι διαχωρισμοί στην κοινωνία, που έχουν σχέση και με τα λεφτά, τον πλούτο αλλά και με την μελανίνη στο δέρμα, δηλαδή τον ρατσισμό. Πάντως, εμένα αυτό που με συνεπήρε είναι η μουσική. Είναι παντού στους δρόμους μουσικοί, σαξόφωνα, τύμπανα, παιδιά που παίζουν τόσο καλά όσο άλλοι σε ορχήστρες, είναι συγκλονιστικό. Δεν μπορείς να περπατήσεις στους δρόμους ούτε πρωί εργάσιμης ημέρας και να μη θέλεις να χορέψεις. Παίζουν συνεχώς μουσικοί παντού σε κάθε γωνιά! Είναι μαγικό.

– Η οικογένεια της Κατράλ έχει ένα κανάλι με «θρησκευτικό περιτύλιγμα», αν μπορούμε να το πούμε έτσι, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στην Ελλάδα. Πόσο δεδομένο είναι κάτι τέτοιο στην Αμερική;

Είναι πάρα πολύ φυσιολογικό αυτό στην Αμερική. Ειδικά στον Νότο, υπάρχουν τεράστιοι όμιλοι media, που είναι απόλυτα θρησκευτικοί, με ραδιόφωνο, τηλεόραση, τηλεαγορές και ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ειδικά για τους Ευαγγελιστές, η Εκκλησία είναι ένα οποιοδήποτε κτήριο, δηλαδή μπορούν να κάνουν τη λειτουργία τους και σε στούντιο καναλιού, όπως θα δείτε στη σειρά. Εκεί, υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο στο πώς μοιάζει ένας παπάς, και δεν τον λένε και παπά, τον λένε Reverend. Είναι ένας άλλος κλάδος του Χριστιανισμού, που ειδικά στον αμερικανικό Νότο είναι και μια ολόκληρη μπίζνα…

– Πώς ήταν η ζωή στην Αμερική όταν ξεκίνησε η πανδημία;

Όπως τα ακούτε και χειρότερα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να χωνέψει κανείς το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα εκεί. Κατάφερα και ήρθα στην Ελλάδα μετά από τέσσερις μήνες lockdown και σίγουρα δεν συγκρίνεται. Εδώ όλοι τρομάζουν με τα τριακόσια κρούσματα, και πολύ καλά κάνουν δηλαδή. Ενώ εκεί έχει δεκάδες χιλιάδες κρούσματα κάθε μέρα εδώ και οκτώ μήνες και ακόμα προσπαθούν να αποφασίσουν αν πρέπει να φοράνε μάσκες. Είναι κάπως παράξενα. Τώρα βέβαια θα ξαναγυρίσω για να ψηφίσω και για να δω και πώς θα πάνε τα πράγματα. Τι να κάνω; Έχει φύγει πάρα πολύς κόσμος από το Λος Άντζελες, από την Νέα Υόρκη, δηλαδή από όλες τις μεγάλες πόλεις. Έχουν φύγει πολλοί και έχουν πάει σε μικρότερα μέρη, σε μέρη όπου ζουν οι γονείς τους και φυσικά στην φύση. Να ’ναι πιο κοντά στην φύση, γιατί αν δεν έχεις να πηγαίνεις στο γραφείο κάθε μέρα, ποιος ο λόγος να κάθεσαι σε μια πολυκατοικία; 

– Πόσο πολιτικοποιημένη είσαι;

Είμαι πολιτικοποιημένη, όμως δεν είμαι φανατική. Δηλαδή, πιστεύω έντονα στον διάλογο και στο να κατανοούμε τα «γιατί» πίσω από τα πράγματα, ως εγχειρίδιο προόδου, ας πούμε. Το να θυμώνω και να φωνάζω απλώς, δεν μου λέει κάτι. Το να θυμώνω και να διαβάζω και να καταλαβαίνω και να μαθαίνω ιστορία και να μιλάω και να συνδιαλέγομαι με άλλους ανθρώπους, που μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις από μένα, με βοηθάει πολύ περισσότερο να καταλάβω γιατί συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν και ποιοι είναι οι τρόποι να συνεχίζουμε να φτιάχνουμε έναν καλύτερο κόσμο, ας πούμε. Η Αμερική αυτή τη στιγμή είναι το απόλυτο χάος. Η ψήφος ενάντια στον Τραμπ για μένα είναι η μόνη διέξοδος, κι ας μην είναι και για τον υποψήφιο που θα ήθελα αρχικά. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, εγώ τον Μπέρνι Σάντερς υποστήριζα, ο οποίος αυτή τη στιγμή βοηθά πάρα πολύ τον Τζο Μπάιντεν να κερδίσει, διότι δεν έχουμε να κάνουμε με φυσιολογική κατάσταση και πρέπει να ξεφύγουμε από αυτό. Προσπαθώ πάρα πολύ μέσω social media να μιλάω, ειδικά στα νεότερα παιδιά, στα παιδιά που είναι στην ηλικία των ανιψιών μου, ας πούμε, και που είναι έτοιμα να ψηφίσουν για πρώτη φορά, ότι πρέπει να σηκωθούν και να πάνε να ψηφίσουν. Διότι το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτοί που ψηφίζουν Τραμπ θα ψηφίσουν. Και δεν μπορούμε να το ξαναπάθουμε αυτό, δηλαδή δεν γίνονται άλλα τέσσερα χρόνια έτσι.

 

– Θα ήθελες κάποια στιγμή να έχεις ως βάση σου την Ελλάδα;

Φυσικά και θα το ήθελα. Όταν μου πρότειναν την ταινία του Παντελή Βούλγαρη, το «Τελευταίο Σημείωμα», ήρθα σε χρόνο μηδέν και με μεγάλη χαρά. Για μένα το δύσκολο είναι ότι δεν βρίσκομαι εδώ, δεν σπούδασα εδώ και άρα κάπως διακόπτεται ο ρυθμός γνωριμιών και εξελίξεων. Αλλά πιστεύω ότι το ελληνικό σινεμά και το ελληνικό θέατρο είναι από τα ωραιότερα στον  κόσμο. Και θα ήταν πολύ μεγάλη μου χαρά να συμμετέχω σε τόσο ενδιαφέρουσες δουλειές. Είναι και θέμα timing όλα αυτά κάπως. Δηλαδή να μπορώ να κάνω την δουλειά μου στην Αμερική και να μπορώ να έρχομαι και εδώ. Δυστυχώς, δεν είναι και δίπλα το L. A. με την Αθήνα. Εγώ πάντα δυσκολεύομαι στα πρακτικά, όχι στην θέληση.

– Διάβαζα σε συνέντευξή σου ότι μέχρι κάποιο σημείο είχες τύψεις που έγινες ηθοποιός.

Ναι, όχι ακριβώς τύψεις, αλλά σίγουρα για πολλά χρόνια είχα την αίσθηση, ότι δεν είναι και κάτι τόσο δύσκολο η υποκριτική. Γιατί την είχα αυτή την αίσθηση; Δεν ξέρω. Νομίζω ότι η κοινωνία γενικά, όσο μεγάλωνα εγώ εδώ τουλάχιστον, δεν αναγνωρίζει τις τέχνες ως εξίσου σημαντικές και χρήσιμες με άλλα επαγγέλματα. Και κάπως με είχαν πείσει ότι, όσο και να μου αρέσει εμένα, δεν είναι το ίδιο σημαντική δουλειά με την ιατρική, ας πούμε. Όμως, δεν είναι αλήθεια αυτό. Είναι εξίσου σημαντικές οι τέχνες. Με άλλον τρόπο. Δεν μπορείς να τα συγκρίνεις ακριβώς. Αλλά όταν δώσει κανείς σημασία, θα δει ότι δεν περνάει ούτε μία μέρα χωρίς να ακούσεις κάπου μουσική, ακόμα κι αν δεν είναι στο σπίτι σου αλλά σε ένα ταξί ή στο μαγαζί που ψωνίζεις, χωρίς να δεις τηλεόραση, ή να διαβάσεις κάτι, ή να κλάψεις βλέποντας μία ταινία, ή να διαβάσεις ένα απόσπασμα από ένα ποίημα που κάποιος έχει γράψει σε έναν τοίχο… Όταν το παρατηρήσεις, καταλαβαίνεις πόσο αναγκαίες και απόλυτα χρήσιμες είναι οι τέχνες στο να πλαισιώνουν τη ζωή μας, να μας γεμίζουν ιδέες και να μας ευαισθητοποιούν, για να μην είμαστε ρομπότ που απλά αναβοσβήνουμε και λειτουργούμε. Μέσα από τις τέχνες τοποθετούμαστε και εμείς στη ζωή με κάποιον τρόπο. Οι αρχαίοι, άλλωστε, χρησιμοποιούσαν το θέατρο ως «τα νέα των οκτώ», αν μπορώ να το πω έτσι. Δηλαδή, ενημερωνόντουσαν από το θέατρο για το τι συμβαίνει και το πού πέφτει η πυξίδα ανάμεσα στο σωστό και το λάθος. Οι τέχνες είναι από την αρχή της ανθρωπότητας χρήσιμες. Οι άνθρωποι των σπηλαίων ζωγράφιζαν στα τοιχώματα για να απομνημονεύουν πράγματα. Οπότε, δεν μπορώ να διανοηθώ πώς θα ήταν μια ζωή χωρίς τέχνες. Το καλύτερο παράδειγμα είναι ότι στο lockdown, που κανείς δεν μπορούσε να βγει έξω, τι είχαμε; Είχαμε βιβλία, είχαμε τηλεόραση, είχαμε ταινίες, είχαμε μουσική, είχαμε τραγούδι, είχαμε ζωγραφική, είχαμε πράγματα τα οποία είναι καλλιτεχνικά. Και αυτά μας κρατούσαν, μας γέμιζαν, όσο δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω και να δούμε κόσμο και να μιλήσουμε και να αισθανθούμε ασφάλεια. Αυτά είναι που μας κρατούσαν. Και για μένα θα έπρεπε πλέον να μην είναι κάτι τόσο δύσκολο να το κατανοήσουν κάποιοι. 

– Ποια είναι η πιο καλή και η πιο κακή σου συνήθεια;

Η πιο καλή μου συνήθεια νομίζω είναι ότι κοιμάμαι νωρίς. Και έτσι ξυπνάω νωρίς και προλαβαίνω την Ανατολή του ηλίου, που για μένα είναι η πιο ωραία ώρα της ημέρας, η πιο ήσυχη και η πιο ξεκούραστη. Η πιο κακή μου συνήθεια, θα έλεγα σίγουρα είναι το κάπνισμα, έστω και το περιστασιακό που κάνω τώρα, αλλά είναι σίγουρα η συνήθεια που θα ήθελα να κόψω.

– Έχεις αυτή τη στιγμή άλλα σχέδια στα σκαριά;

Περιμένουμε να μάθουμε για πιθανό δεύτερο κύκλο της σειράς. Εγώ δεν μπορώ να κάνω και πολλά άλλα πράγματα μέχρι να μας πούνε τι θα γίνει, λόγω συμβολαίου αποκλειστικότητας με το κανάλι. Αλλά πάντα, πάντα, ψάχνω για ωραία σενάρια ταινιών και άλλα projects που μπορεί να κάνουν φίλοι μου καλλιτέχνες οι οποίοι ίσως να χρειάζονται κάποια ηθοποιό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τζον Μαυρουδής: «Πάντα ήμουν περήφανος που είμαι Έλληνας»