Πολυσχιδής, πολυπράγμων, πολυτάλαντος. Φημίζεται για τις σκηνοθεσίες του, καθώς πέρα από το «οικείο» κλίμα που δημιουργεί με τον θεατή, καταφέρνει με μία απίστευτη λιτότητα να δίνει απλόχερα στο κοινό το μεγαλείο της εκάστοτε θεατρικής παράστασης που ανεβάζει. Οι σκηνοθετικές του ματιές στο «Βιβλίο της Κατερίνας» με τη Λένα Παπαληγούρα, στο «Χειρόγραφο» με τη Χαρούλα Αλεξίου, στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τη Μαρινέλλα είναι μερικές από τις δουλειές, που απέσπασαν τις καλύτερες κριτικές, με κριτικούς και κοινό να εκθειάζουν τον Γιώργο Νανούρη.
Στην πρώτη του επαφή με το αρχαίο δράμα, ο Γιώργος Νανούρης σκηνοθετεί τον βραβευμένο με βραβείο Χορν, Μιχάλη Σαράντη και τον ζωγράφο Απόστολο Χαντζαρά, στον «Αίαντα» του Σοφοκλή, που παρουσιάζεται στο θέατρο Βεάκη. Η παράσταση αφηγείται την ιστορία του Αίαντα, με τον ηθοποιό να ερμηνεύει όλους τους ρόλους και τον ζωγράφο να συνομιλεί μαζί του δημιουργώντας ζωντανά εικόνες και μνήμες του έργου, ενώ οι θεατές βρίσκονται μαζί τους επάνω στη σκηνή του θεάτρου.
Οι κριτικές που έχετε αποσπάσει γι’ αυτή την παράσταση είναι εξαιρετικές. Σας αγχώνει; Σας «αναγκάζει» να πρέπει να δώσετε κάτι περισσότερο στον κόσμο στο επόμενο θεατρικό σας εγχείρημα;
Από τη φύση μου είμαι άνθρωπος ολιγαρκής. Δεν είμαι πλεονέκτης. Κάθε δουλειά που αποφασίζω να κάνω ιδανικά θα ήθελα να αρέσει. Να αρέσει πρώτα απ’ όλα σ’ εμένα και τους συνεργάτες μου και στη συνέχεια στον κόσμο που θα τη δει. Όταν υπάρχει μία προσδοκία, μεγαλώνει η ευθύνη να ανταποκρίνεσαι σ’ αυτή την προσδοκία. Ακόμα και τώρα που ακούμε καλά λόγια για τον «Αίαντα», θέλουμε οι άνθρωποι που έρχονται να μας δουν, έχοντας ακούσει τα καλά λόγια για την παράστασή μας, να μην τους απογοητεύσουμε. Δεν εφησυχάζουμε.
Σκηνοθέτης και ηθοποιός. Ποια από τις δύο ιδιότητές σας υπερισχύει; Γέρνει κάπου η ζυγαριά;
Αυτό είναι κάτι που δεν θέλω να το αποφασίσω. Δηλαδή αφήνω στη ζωή να μου φέρει τα πράγματα όπως εκείνη θέλει. Άλλοτε σκηνοθετώ περισσότερο, άλλοτε παίζω. Δεν ξέρω αν γέρνει η ζυγαριά, αλλά η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό περισσότερο σκηνοθετώ. Πολλές φορές με ρωτούν «γιατί δε δίνεις ένα ρόλο στον εαυτό σου;» ή όταν κάποιες φορές παίζω μου λένε να παίζω περισσότερο κι όταν δεν παίζω καθόλου με ρωτούν γιατί δεν παίζω. Είναι βάσει των αναγκών της παράστασης. Προσπαθώ να είμαι αντικειμενικός. Αν χρειαστεί να παίξω, θα παίξω. Δεν θα το κάνω, μόνον, για να παίξω.
Η σκηνοθεσία προέκυψε ή ήταν επιλογή σας;
Όχι. Η σκηνοθεσία προέκυψε εντελώς τυχαία όταν πριν από κάποια χρόνια οι μαθητές μου στη δραματική σχολή που δίδασκα με παρακάλεσαν να τους σκηνοθετήσω μία παράσταση. Εγώ δεν ήθελα να σκηνοθετήσω ένα κανονικό έργο γιατί δεν ένιωθα σκηνοθέτης. Τότε, εκείνη την περίοδο μάζευα κάποιους μονολόγους που ήταν αληθινές ιστορίες μεταναστών. Είπα λοιπόν στους μαθητές μου αν θέλουν να δοκιμάσουμε κάτι που να έχει κι ένα κοινωνικό μήνυμα. Κι έτσι ξεκίνησα.
Επειδή σκηνοθετείτε, σας εμποδίζει να δέχεστε καθοδηγήσεις σε μια παράσταση στην οποία συμμετέχετε ως ηθοποιός;
Όχι, κάθε άλλο. Από τότε που σκηνοθετώ, νομίζω ότι είμαι ακόμη πιο πειθαρχημένος ως ηθοποιός. Έχοντας μπει στον απέναντι ρόλο ξέρω ακόμη περισσότερο πόση πειθαρχεία πρέπει να έχει ο ηθοποιός και πόσο συγκεντρωμένος πρέπει να είναι στον άνθρωπο που είναι από κάτω να τον καθοδηγεί. Όταν σκηνοθετώ η ευθύνη είναι πολύ μεγαλύτερη για όλη την παράσταση. Όταν παίζω το βλέπω λίγο πιο απελευθερωτικά. Έχω στο μυαλό μου μόνο την ευθύνη του ρόλου μου. Χαλαρώνω και αφοσιώνομαι στο ρόλο μου. Κάνω ακριβώς αυτό που θα μου πει ο σκηνοθέτης.
Η παράσταση «Το βιβλίο της Κατερίνας» του Αύγουστου Κορτώ άλλαξε τη ζωή σας;
Ναι. Ήταν τόσο μεγάλο το κύμα της αποδοχής και από τον κόσμο και από τους συναδέλφους, που κυριολεκτικά αυτή η δουλειά με μετατόπισε. Μετά την «Κατερίνα» οι προτάσεις για σκηνοθεσία ήταν τόσες πολλές που άρχισε ν’ αλλάζει η καλλιτεχνική μου ζωή. Ήταν μια παράσταση που πήγε πολύ καλά. Ήταν σταθμός για τη ζωή μου. Υπάρχει ζωή πριν την «Κατερίνα» και μετά την «Κατερίνα». Η παράσταση ανέβηκε το 2014 και ακριβώς πέντε χρόνια μετά την επαναλαμβάνουμε στη Θεσσαλονίκη στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, με μία εξαιρετική Λένα Παπαληγούρα στον ομώνυμο ρόλο.
Και συνεχίζουμε με το «Χειρόγραφο» και τη Χαρούλα Αλεξίου. Το φοβηθήκατε;
Πάρα πολύ! Πάρα πολύ! Ήταν η παράσταση που με άγχωσε περισσότερο απ’ όλες. Γιατί ήταν η αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που όλοι γνωρίζουμε, η οποία έπαιζε τη δική της ιστορία της, σε κείμενα δικά της. Όταν έχεις στα χέρια σου τη Χαρούλα Αλεξίου που είναι ένας ζωντανός μύθος πια για την Ελλάδα, το πώς θα τη διαχειριστείς, πως θα τη «δώσεις» στον κόσμο, σου προκαλεί ένα τεράστιο άγχος κι ένα φόβο. Όλα αυτά μέχρι την πρεμιέρα. Όταν πήγαν όλα κατ’ ευχήν τότε ηρέμησα και μπόρεσα να το χαρώ.
Πώς νιώθετε πριν από κάθε πρεμιέρα;
Χάνω τον ύπνο μου! Τον χάνω κυριολεκτικά όχι μεταφορικά. Πετάγομαι τις νύχτες στον ύπνο μου. Κάθε φορά που κάνω κάτι καινούριο είναι σα να μηδενίζω το κοντέρ και να ξαναρχίζω από την αρχή. Και είμαι έτοιμος για τα χειρότερα κι όχι για τα καλύτερα. Προετοιμάζω τον εαυτό μου για μία ενδεχόμενη αποτυχία. Τα καλά λόγια που ακούω από τον κόσμο, μου δημιουργούν μια προσδοκία κι αυτό ναι μεν είναι ευχάριστο αλλά συνάμα και αγχωτικό. Προσπαθώ χρόνια να διαχειριστώ το άγχος μου.
Υπάρχουν δύσκολες στιγμές στο θέατρο είτε με την ιδιότητα του ηθοποιού είτε με αυτή του σκηνοθέτη;
Κατ’ αρχάς εμένα δεν μου φαίνεται τίποτα εύκολο. Είναι μια δουλειά σπαζοκεφαλιά. Πρώτα πρέπει να βρω τι θα κάνω και μετά πως θα το κάνω. Κι αφού βρω πως θα το κάνω θα πρέπει να βρω συνεργάτες οι οποίοι δεν ξέρεις αν θα δεχτούν την πρότασή σου. Και μετά σκέφτεσαι «θα πάει καλά η παράσταση»; Ζω μια διαρκή αγωνία, η οποία ταυτόχρονα με ιντριγκάρει γιατί είναι πολύ δημιουργική. Σ’ εμένα το άγχος λειτουργεί δημιουργικά κι όχι ανασταλτικά. Με κάνει να θέλω να το καταπολεμήσω, ενώ είναι πάντα εκεί.
Ισχύει ότι πηγαίνετε συνέχεια στις παραστάσεις σας;
Βέβαια. Και τις φορές που τυχαίνει και δεν μπορώ να βρίσκομαι στο θέατρο γιατί έχω κάποιες άλλες υποχρεώσεις, το μυαλό μου είναι εκεί και νιώθω τύψεις κι ενοχές. Οι παραστάσεις μου είναι πολύ προσωπικές. Δεν κάνω μια σκηνοθεσία που ήταν παραγγελία και μετά φεύγω. Είναι πράγματα και καταστάσεις πολύ προσωπικές και θέλω να είμαι εκεί να τις φροντίζω.
Τι σας ενθουσιάζει πιο πολύ στο θέατρο;
Αυτή η ίδια η δουλειά. Μέσα μου δεν έχω θεωρήσει και ελπίζω να μη το κάνω ποτέ, δεδομένα στη δουλειά. Πάντα νιώθω ότι μπορεί να γίνει κάτι και να ανατραπούν όλα. Οπότε αυτό μου κρατάει διαρκώς το ενδιαφέρον. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα έχεις και αύριο το θέατρο. Δεν είναι μια μονιμότητα. Τίποτα σταθερό και σίγουρα τίποτα δεδομένο.
Έχετε σκεφτεί τον εαυτό σας σε μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά;
Νομίζω ότι έτσι όπως είναι η προσωπικότητά μου και η φύση μου είμαι πολύ προσαρμοστικός. Θεωρώ ότι μπορώ να κάνω σχεδόν οποιαδήποτε δουλειά. Κι αν χρειαστεί είμαι έτοιμος να το κάνω. Θα ήθελα όμως να μη χρειαστεί ποτέ.
Μελλοντικά σχέδια στο θέατρο;
Τον επόμενο χειμώνα θα σκηνοθετήσω τα «6 Μονόπρακτα», με ερμηνεύτρια την Όλια Λαζαρίδου, ως φόρος τιμής στην Έλλη Λαμπέτη και στη θρυλική εκείνη παράσταση, που είχε ανέβει το 1978 και στην οποία η Όλια Λαζαρίδου κρατούσε έναν βουβό ρόλο. Τα «6 Μονόπρακτα» θα είναι η εναρκτήρια παράσταση του Υποσκηνίου Β’ του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών τον Οκτώβριο του 2020. Στη συνέχεια, τη δεύτερη σαιζόν θα σκηνοθετήσω τον «Γυάλινο κόσμο», του Τένεσι Γουίλιαμς στο Εθνικό Θέατρο – στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» και πάλι με την Όλια Λαζαρίδου. Μαζί μας θα είναι η Λένα Παπαληγούρα, ο Κωνσταντίνος Μπιμπής και ο Αναστάσιος Ροϊλός.
Ανέκαθεν θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Ναι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Το ήθελα πριν καν δω θέατρο. Δεν ήμουν το παιδί που το πήγαιναν πολύ στο θέατρο. Πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα πήγαινα περισσότερο κι αυτό γιατί το ήθελα εγώ. Κάτι με οδηγούσε σε αυτό από πολύ μικρός.
Συμφωνείτε ή όχι με τις διασκευές των κλασικών έργων;
Έχουμε δει παραστάσεις που οι αναγνώσεις πάνω στα έργα είναι καταπληκτικές και λες τι ωραία που το είδε έτσι αυτός που το έφτιαξε και άλλες που δεν πετυχαίνουν. Δεν υπάρχει συμφωνώ ή διαφωνώ. Εξαρτάται πως το «πειράζεις».
Όταν δεν δουλεύετε τόσες ώρες για το θέατρο πώς περνάτε το χρόνο σας;
Είμαι σπιτόγατος. Κι έχω και μία γάτα. Γενικά κάνω μια πολύ ήσυχη ζωή και επειδή δουλεύω πολλές ώρες σπάνια έχω ελεύθερο χρόνο που να μην ξέρω πώς να τον αξιοποιήσω.
Η σχέση σας με τα social media;
Νομίζω είναι καλή. Τα χρησιμοποιώ περισσότερο για να επικοινωνώ τη δουλειά μου. Δεν γράφω πολύ τη γνώμη μου για όσα συμβαίνουν εκεί έξω. Φυσικά και έχω άποψη για τα πάντα αλλά προτιμώ να τη μοιράζομαι ιδιωτικά με τους δικούς μου ανθρώπους παρά δημόσια.
Τι σας παρηγορεί στις δύσκολες μέρες που ζούμε;
Οι δικοί μου άνθρωποι, οι φίλοι μου. Ζούμε εδώ και πολλά χρόνια μια δύσκολη περίοδο. Θέλω οι άνθρωποι, τους οποίους έχω επιλέξει εγώ και μιλάμε την ίδια γλώσσα να νιώθω ασφαλής μαζί τους και να μπορώ να μοιράζομαι τις σκέψεις μου.
Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης