Όρθιο το κοινό, τη χειροκροτεί και φωνάζει «Μπράβο!!! Καταπληκτική!!!». Της  ζητά να βγει και να  ξαναβγεί στην σκηνή. Η Ελένη Ράντου ως «Τζασμίν», καθηλώνει με την ερμηνεία της, για δεύτερη χρονιά στο θέατρο «Διάνα».

Εντυπωσιάζει  ο τρόπος του πώς μπορεί η Ελένη Ράντου, να αλλάζει ερμηνευτικά τα συναισθήματά της κάθε στιγμή. Να κλαίει, να γελάει, να ισορροπεί με περίσσια μαεστρία στην αστάθεια της διαταραγμένης προσωπικότητας της «Τζασμίν», που αναζητά την δεύτερη ευκαιρία στην ζωή της, θέλοντας να ορθοποδήσει.

Τι ήταν αυτό που σας συγκίνησε στο συγκεκριμένο θεατρικό έργο και το επιλέξατε;

Μ αρέσει πάρα πολύ η προσέγγιση που έχει κάνει ο Γούντι Άλεν για την ασθένεια του Δυτικού Πολιτισμού, την απληστία. Είναι βαθιά πολιτικό το έργο, κατά την άποψη μου, και ο συγγραφέας αυτή την ασθένεια  την έχει δει μέσα από το πρόσωπο μιας γυναίκας  και έβγαλε  ευαισθησία και  βαθιά ανάλυση, παρόλο που το  χρήμα  είναι  περισσότερο ανδρική υπόθεση. Λέει ξεκάθαρα  τι σημαίνει «αμερικανικό όνειρο», τι πάει να πει «ευρωπαϊκό όνειρο», τι «σας πουλάω πάρα πολλές ζωές». Για μένα αυτή είναι η έννοια της απληστίας, να παραμυθιάζεσαι ότι μπορείς να ζήσεις περισσότερο από μία ζωές. Αυτό είναι  ύβρις. Όλη λοιπόν αυτή η προσέγγιση ενός κατά βάση πολιτικού θέματος με μια τόσο προσωπική ιστορία και τόσο βαθιά απελπισμένη γυναίκα, με συγκίνησε πολύ βαθιά και αισθάνθηκα μια βαθιά συγγένεια. Το κείμενο είναι τόσο σημαντικό, τόσο αληθινό που δεν είναι τυχαίο που πήρε η ταινία  Όσκαρ και παράσταση  βραβεύτηκε. Καμιά φορά σκέφτεσαι ότι δεν είναι επίτευγμα ηθοποιών το αποτελέσματα τους, είναι επίτευγμα αυτού που το γράφει.

Το βρίσκω πολύ ταπεινό από μεριά σας αυτό που λέτε, γιατί χρειάζεται μια δυνατή ερμηνεία ενός τόσο δύσκολου κειμένου.

Είναι δύσκολο γιατί απαιτεί πολύ συγκέντρωση. Το νευρικό σου σύστημα δονείται με πολλά vibration, πιστέψτε με, αλλά αν δεν είχε τόση αλήθεια η γραφή αυτού του ρόλου και αν δεν είχε τόση λεπτομέρεια σ’ αυτά που περιγράφει, ο καλύτερος ηθοποιός δεν θα μπορούσε να πατήσει πάνω σε ένα τόσο δύσκολο ρόλο.

Για όσους δεν γνωρίζουν το έργο, δεν έχουν δει την ταινία, ας τους το συστήσουμε.

Είναι το «Blue Jasmin», ο τίτλος της ταινίας που ο Γούντι Άλεν ζήτησε για το θεατρικό να γίνει σκέτο «Τζασμίν» για να μην είναι ίδιος ο τίτλος της ταινίας. Παρακολουθεί τη ζωή μιας γυναίκας η οποία ήταν σύντροφος και συνοδοιπόρος ενός άνδρα που ενώ είχε μεγάλη οικονομική άνεση καταρρέει και τελικώς πεθαίνει. Η γυναίκα αυτή  προσπαθεί να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην ζωή της. Ο Γούντι Άλεν δεν φαίνεται να τις πολύ πιστεύει, τις δεύτερες ευκαιρίες αλλά έχει ενδιαφέρον να δεις τι θα κάνεις όταν σου δοθεί αυτή η ευκαιρία. Αν θα έχεις προλάβει να αλλάξεις, αν θα έχεις κάνει restart, αν θα έχεις καθαριστεί από μια εμπειρία. Γιατί μαθηματικά τα ίδια λάθη θα σε οδηγήσουν στα ίδια αποτελέσματα. Αυτό είναι το ερώτημα αν οι άνθρωποι αλλάζουμε.

Σας έχει τύχει να φτάσετε σ’ ένα ακραίο συναισθηματικό σημείο που να μην ξέρετε πώς να το διαχειριστείτε;

Η βαθιά θλίψη είναι γνώρισμα της εποχής και δεν είναι δυνατόν να μην σε χτυπήσει. Αν είσαι στοιχειωδώς ευαίσθητος άνθρωπος, θα το περάσεις. Το έργο βέβαια έχει αυτές τις διακυμάνσεις συμπυκνωμένες, περνά από την κατάθλιψη, στην μανία και αντίθετα. Προσωπικά, και ως άνθρωπος αυτής της δουλειάς, που ασχολείται με την υποκριτική, νιώθεις πολλές φορές το απόλυτο σκουπίδι και κάποιες άλλες απόλυτος Θεός. Γιατί σ’ αυτή την δουλειά πουλάς τον εαυτό σου. Όσο και αν μελετάς έναν άλλο άνθρωπο για να τον ερμηνεύσεις, βάζεις τις δικές σου προσλαμβάνουσες. Άρα στην θλίψη, τη δική σου θλίψη, θα βάλεις και τις δικές σου εμπειρίες. Η σύγχρονη υποκριτική αρνείται ότι θα γίνεις κάποιος άλλος, παίζοντας ένα ρόλο. Θα γίνω εγώ στην συνθήκη αυτού του ήρωα.  Οπότε τσακίζεις και γδέρνεις την ψυχή σου.

Το κοινό είναι καθηλωμένο στην εξέλιξη του έργου και στο διάλειμμα σχολίαζαν ακριβώς το πόσο τους έχετε μεταφέρει την κατάσταση της ηρωίδας.

Είναι δύσκολη η δοκιμασία και γι’ αυτούς που είναι πάνω στην σκηνή και για το κοινό. Και είναι από τις φορές που έχω νιώσει ότι υπάρχει μια απόλυτη ησυχία, σχεδόν δεν αναπνέει το κοινό. Εμείς που έχουμε κάνει και αρκετή κωμωδία, έχουμε μια ανταπόκριση του κόσμου σε έντονο γέλιο, σε ήχους. Για τον ναρκισσισμό ενός ηθοποιού που θα ήθελε πολύ ένα κοινό να είναι 100% παρών, έχω συγκινηθεί με τον τρόπο που αυτό αντιδρά. Όταν έχεις ένα βαθμό οικειότητας και βλέπεις έναν ηθοποιό επί 20 χρόνια κάθε μέρα στην τηλεόραση  σου, μέσα από έναν ρόλο που έχεις αγαπήσει, όταν πας να το δεις το ίδιο πρόσωπο στο θέατρο, μπορεί να μην ξεχάσεις αυτή την οικειότητα. Μου έχει τύχει θεατής να ανέβει πάνω στην σκηνή και να βγάζει φωτογραφία την ώρα που παίζω, ή ένας άλλος στη Θεσσαλονίκη, μου πέταξε λουλούδια. Έχουν μια αίσθηση ότι επιτρέπονται όλα. Το ότι σ’ αυτή την παράσταση αναρωτιέμαι καμιά φορά αν αναπνέουν οι θεατές από την απόλυτη ησυχία, με συγκινεί πολύ βαθιά. Σημαίνει ότι τους αφορά, τους ενδιαφέρει αυτό που βλέπουν.

Σας έχουμε γνωρίσει μέσα από πολύ ωραίες κωμωδίες και στην τηλεόραση και στο θέατρο, όμως το ευρύ κοινό σας ξέρει περισσότερο μέσα από τις τηλεοπτικές σας δουλειές. Ιδιαίτερα το σίριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης». Πώς θα σας φαινόταν η συνέχεια της σειράς 20 χρόνια μετά, τώρα που έγινε μόδα και αυτό;

 Η συγκεκριμένη σειρά, δεν έχει σταματήσει την επανάληψή 20 χρόνια. Όχι δεν θέλω να ακούω άλλο γι’ αυτό το ρόλο (γελάει). Η σειρά, είχε τότε τη νεανική μας τρέλα και οι ρόλοι αγαπήθηκαν ακριβώς γι’ αυτή την τρέλα, που ήταν συνυφασμένη με εκείνη την εποχή. Αν τους βλέπαμε 20 χρόνια μετά μπορεί να ήταν και λίγο θλιβερό. Όμως η θεατρική μου εικόνα πλέον είναι τελείως διαφορετική από την τηλεοπτική, εκείνης της εποχής. Βρήκα διέξοδο ενηλικίωσης στο θέατρο. Στην τηλεόραση, όταν σε μάθει και σε αγαπήσει το κοινό με ένα τρόπο, δεν θέλει να αλλάζεις.

Σας έχει τύχει θεατής, που σας ξέρει από την τηλεόραση, να έρθει στο θέατρο και να περιμένει ότι θα σας δει σε μία κωμωδία ενώ εσείς κάνετε ένα διαφορετικό ρόλο στο θέατρο; Πώς έχει αντιδράσει;

Στην αρχή της στροφής μου στο θέατρο, πράγματι ερχόντουσαν να δουν κάτι που νόμιζαν ότι θα ήταν κοντά σ’ αυτό που ήξεραν από την τηλεόραση. Έβλεπαν κάτι άλλο όμως και τους άρεσε και έτσι ξαναερχόντουσαν στον θέατρο. Άρα με αποδεχόντουσαν σ’ αυτή την αλλαγή. Τώρα με τα χρόνια όλοι ξέρουν ότι δεν θα δουν την Ελένη της τηλεόρασης. Το ότι υπάρχει ακόμα το σίριαλ και παίζει στην τηλεόραση, κάθε φορά χρειάζεται να μυείς και την επόμενη γενιά, στην δική μου ενηλικίωση. Όμως αφού δεν έχω απώλειες κοινού στο θέατρο στην διάρκεια 20 ετών, μάλλον τους ενδιαφέρει και αυτό που βλέπουν. Η μετατόπιση ταμπέλας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση στη χώρα μας. Η μετατόπιση από ένα ελαφρύ δροσερό κορίτσι που υπηρετεί την κωμωδία, σε μια πλήρη ηθοποιό, είναι η δυσκολία. Στην Αμερική τέτοιες μετατοπίσεις γίνονται αποδεχτές στο κοινό. Με κυνηγούσε πολλά χρόνια αυτή η ταμπέλα, η δυσκολία να κάνεις το κοινό να δεχτεί ότι μπορείς να κάνεις κι άλλα πράγματα. 20 χρόνια αιρετική πορεία είναι ίσως η πρώτη φορά μ αυτό το θεατρικό έργο που το κοινό με έχει αποδεχτεί με όλες μου τις πλευρές.

Ήταν και αυτός ένας λόγος που απομακρυνθήκατε από την τηλεόραση;

Ναι γιατί ένιωθα ότι αν θέλω να ανοίξω περισσότερο την βεντάλια μου, η τηλεόραση θα με ξαναπήγαινε πάλι εκεί που με ήξεραν. Δεν θα με σκεφτόταν κάνεις για μια σειρά ή για ένα κείμενο διαφορετικό από αυτά που έχω κάνει.

Με τον Γιάννη Βούρο στην παράσταση «Φιλουμένα»

Υπήρξε κάτι τηλεοπτικό που το ζηλέψατε;

Όχι, γιατί μεσολάβησε και η εποχή της αποδόμησης της τηλεόραση, οπότε μάλλον ήμουν ανακουφισμένη που δεν ήμουν σε αυτή. Είναι μια μορφή ρατσισμού να πιστεύει κάποιος ότι κάτι έχει η εικόνα σου και μόνο εσύ μπορείς να κάνεις ένα ρόλο, ότι δεν μπορείς να έχεις και εναλλαγές. Έχω μια βαθιά πεποίθηση ότι μπορώ να κάνω και άλλα πράγματα, και την ήθελα την απουσία από την τηλεόραση. Όταν με είδαν στο Εθνικό να κάνω «Φιλουμένα», ένιωσαν ότι ανταπεξήλθα σ’ ένα κείμενο άλλου μεγέθους, στις σκηνικές διαστάσεις. Την είχα αυτή την ανάγκη. Αν τυποποιηθείς σε ένα πράγμα νιώθεις ότι τελειώνεις.

Αν σας παρουσιαζόταν μια καλή κωμωδία;

Πόσο δύσκολο είναι να βρεις μια καλή κωμωδία; Η κωμωδία πια ασχολείται με την επιφάνεια, και το βάθος το έχει πάρει η άλλη μεριά. Γι’ αυτό ψάχνω αυτά τα έργα που είναι κωμικοτραγικά. Έχουν μια επιφάνεια κωμική  αλλά από κάτω σκάβει πολύ. Προσπαθώ να μη ψυχαναγκάζω το κοινό. Να μην έχει μόνο την σοβαροφάνεια του δράματος. Δεν μ’ αρέσει να έρθεις να με δεις και να σε κάνω χάλια. Πάντα υπάρχει ένας διαβολάκος μέσα μου που μου λέει ότι το δράμα μπορεί να είναι πιο αποδοτικό αν πριν ο θεατής έχει χαλαρώσει και έχει γελάσει. Του έρχεται χαριστική βολή εκεί που δεν το περιμένει και μ’ αρέσει πάρα πολύ αυτή η εναλλαγή.

Πώς χαλαρώνετε μετά την παράσταση;

Μου παίρνει πολύ χρόνο και δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί έχω τρομερή υπερένταση. Σε περίοδο παραστάσεως έχω προβλήματα ύπνου. Μέχρι να βγω από το κλίμα της παράστασης, πάει 3 το πρωί για να νυστάξω και να φύγει η υπερένταση πάει 5 και αν βγει το φως της ημέρας είναι αδύνατον να κοιμηθείς, γίνεσαι βαμπίρ. Είναι μια δοκιμασία για το νευρικό σύστημα και δεν μπορείς να το κάνεις συνέχεια. Όπως λέει η κόρη μου πρέπει να λειτουργήσει η χλωροφύλλη μου.

Δεν θέλει να μιλάτε η κόρη σας για εκείνη, αλλά τελικά είναι το τρίτο καλλιτεχνικό μέλος της οικογένειας.

Είναι ένα υπέροχο πλάσμα, το απόκτημα της ζωής μου, την θαυμάζω γιατί ασχολείται με κάτι που εγώ δεν θα μπορούσα να διανοηθώ να το κάνω. Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο να ζωγραφίζεις, να κάνεις με τα χέρια σου τόσο ωραία πράγματα. Έχω τρομερή αναπηρία στα χέρια και δεν είναι καθόλου ευέλικτα. Η κόρη μου έχει αυτό το ταλέντο, το πινέλο είναι η συνέχεια του χεριού της.

Σας λέει τα σχέδια της;

Γενικά είναι πολύ ταπεινή και είναι ένας ακόμα λόγος που την θαυμάζω.

Αποφεύγει να λέει ίσως και το επίθετό της;

Αποφεύγει να λέει ποιοι είναι οι γονείς της, θέλει να επιβάλλεται με τη δική της ταυτότητα και όχι με των γονιών της.

Το ότι επέλεξε να γίνει ζωγράφος ήταν κάτι που το κατάλαβε από πολύ μικρή;

Ήταν 6 χρονών που μου το είπε πρώτη φορά, το ξαναείπε στα 10, μετά στα 12 και στα 15 μού ζήτησε να την γράψω σε μια σχολή ζωγραφικής γιατί ήθελε να δώσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα είχε κανονίσει όλα μόνη της και δεν μου επέτρεψε να ασχοληθώ με το τι θα κάνει.

Είναι ανεξάρτητη γενικά;

Είναι γενικά ισχυρογνώμων, όταν κάτι θέλει μπορεί να το κάνει, όταν κάτι δεν θέλει, δεν μπορεί να το κάνει.

Τα γονίδια είναι περισσότερο δικά σας ή του πατέρα της;

Αν εξαιρέσεις τα δάχτυλά μας, που βλέπω ότι έχουν κάποια συγγένεια νομίζω ότι δεν έχει τίποτα δικό μου. Νιώθω ότι βλέπω συνέχεια τον πατέρα της, πάνω της.

Η σχέση του Βασίλη (σ. σ. Παπακωνσταντίνου) με την κόρη του πώς είναι;

Λατρεμένη σχέση, μοναχοκόρη, μοναχοπαίδι, όλες οι προσδοκίες είναι πάνω της. Δεν της το δείχνει όσο το νιώθει γιατί είναι συγκρατημένος, αλλά είναι η ζωή του.

Με τον Βασίλη οι δρόμοι σας συναντιούνται;

Ευτυχώς τώρα κάνουμε τις πρόβες της παράστασης του κι συναντιόμαστε. Κατά τα άλλα ο καθένας είναι στο κόσμο του. Έτσι είναι αυτή η δουλειά και επειδή κάνουμε παρόμοια δουλειά, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλο. Αυτή η δουλειά απαιτεί το 100% του εαυτού σου. Έχω αποδεχτεί απόλυτα ότι ο Βασίλης ανήκει στην μουσική και κείνος έχει σεβαστεί ότι εγώ ανήκω στο θέατρο. Στην αρχή, αντιστάθηκε, γιατί ήθελε να είμαι πιο μοιρασμένη, αλλά με τα χρόνια κατάλαβε ότι υπάρχει τέτοιο πάθος, που όπως εγώ έχω δείξει την απόλυτη ανοχή, έχει αρχίσει να αποδέχεται ότι ανήκω στο θέατρο.

Άρα είστε τρεις πολύ δυναμικές προσωπικότητες μέσα στο σπίτι;

Ο καθένας έχει τα δικά του όνειρα, είμαστε ισχυρογνώμονες,  έχουμε εμμονικές, καλλιτεχνικές ιδιοτροπίες. Χρειάζεται στην δουλειά μας να είσαι εμμονικός, να έχεις ναρκισσισμό, αλλιώς δεν ανεβαίνεις εύκολα στην σκηνή. Απλώς τα όρια μπορεί να σε κάνουν νοσηρή περίπτωση ή να σε κάνουν δημιουργική. Αν το όριο ξεπερνιέται παύεις να γίνεσαι δημιουργικός και γίνεσαι καταστροφικός. Για να δημιουργείς πρέπει να κοιτάς τους άλλους γύρω σου και να τους ακούς. Ο καθένας από τους τρεις μας θα κάνει, ό, τι και να του πει ο άλλος αυτό, που έχει στο μυαλό του. Υπάρχει βέβαια μεταξύ μας ένα brain storming κυρίως για να μου πεις αυτό που θέλω να ακούσω. Είμαστε πολύ ξεροκέφαλοι και οι τρεις.

Μετά τη Θεσσαλονίκη, τι ετοιμάζετε;

Κάνω κάποιες σκέψεις για γράψιμο ενός θεατρικού έργου, με την Σάρα Γανωτή και τον Νίκο Στραυρακούδη, που είχαμε γράψει και τον «Κατάδικο» αλλά δεν ξέρω αν θα προλάβουμε. Κάθε φορά που τελειώνει μια δουλειά, την αντιμετωπίζω σαν να είναι η τελευταία μου. Όταν τελειώνει μια δουλειά και με ρωτήσεις τι θα κάνεις μετά, το πιο πιθανόν είναι να σου πω ότι δεν θέλω να δουλέψω μέχρι να βρω τι είναι αυτό που θα ερωτευτώ να κάνω. Είμαι στην φάση που έχω έναν τρόμο τι μπορώ να ξαναγαπήσω τόσο πολύ, όπως την «Τζασμίν».

Είστε χαρούμενη;

Είναι στιγμές που νιώθω πλήρης. Λέω στον εαυτό μου ότι, ό,τι ήθελες να κάνεις, τα περισσότερα τα έχεις κάνει. Αυτό είναι μια πληρότητα. Έχεις ένα παιδί όπως το θέλεις, έχεις μια οικογένεια που είναι λειτουργική και υποστηρικτική, έχεις ανθρώπους που σε αγαπάνε, έχεις μια δουλειά που σε γεμίζει, δεν ξέρω για ποιο λόγο να μην είμαι πλήρης.

Αυτό που είχες πει όταν ήσουν έγκυος στην Νικολέτα, για τον Βασίλη, ότι δεν ήταν ικανός να μεγαλώσει το παιδί σας και φύγατε από το σπίτι, τελικά τώρα που πέρασαν τα χρόνια, θεωρείτε ότι είχατε δίκιο;

Τελικά πιστεύω ότι έφταιγαν οι ορμόνες μου γι’ αυτό και ξαναγύρισα. Εξάλλου ο Βασίλης πάντα θα είναι το παιδί σε μία οικογένεια, την πρακτική δουλειά την αφήνει για τους άλλους. Αυτό είναι κουραστικό στην διάρκεια του χρόνου γιατί σκέφτεσαι ότι εσύ θα πρέπει να τα συντονίζεις όλα και ο Βασίλης να έρχεται να ρίχνει τις πινελιές. Αλλά τότε για όλα έπαιξαν ρόλο οι ορμόνες.

Της Βασιλείας Ζερβού