Η Ειρήνη Τζώρτζογλου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κρήτη, αλλά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ζει στην Αγγλία. Το 2019, έχοντας κλείσει τον επαγγελματικό της κύκλο στον τραπεζικό κλάδο, αποφάσισε να δηλώσει συμμετοχή στο MasterChef UK.
Ήταν η πρώτη φορά που στον τελικό έφταναν μόνο γυναίκες και η ίδια αναδείχθηκε νικήτρια. Κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου «Under the Olive Tree», με ελληνικές συνταγές ιδωμένες με τον δικό της δημιουργικό τρόπο.
– Επιστρέψατε στο τηλεοπτικό πλατό του βρετανικού MasterChef, όχι πια για να κριθείτε αλλά για να κρίνετε τα πιάτα των διαγωνιζόμενων. Πώς νιώσατε που βρεθήκατε στην απέναντι πλευρά;
Είναι η δεύτερη χρονιά που το έκανα, πρόσφατα, και ομολογώ ότι όταν ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο ελπιδοφόρος διαγωνιζόμενος, δεν θέλω να δοκιμάσω το φαγητό του – θέλω να σηκωθώ να του δώσω μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά γιατί δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ πως ένιωθα εγώ όταν ήμουν στη θέση του. Βέβαια, πρέπει να πω ότι απαιτείται η έντιμη και αμερόληπτη κριτική, οπότε δυστυχώς η διάθεση για τη ζεστή αγκαλιά δεν σημαίνει και έπαινο για ένα πιάτο που έχει λάθη.
– Πέρα από τη νίκη σας, τι είναι εκείνο που έχετε κρατήσει από το MasterChef;
Το μεγαλύτερο έπαθλο για μένα ήταν η ώθηση που δέχθηκε η αυτοπεποίθησή μου. Ποτέ πριν δεν είχα πιστέψει ότι ήμουν άριστη σε κάτι και αυτό φάνηκε στο τέλος, όταν πια μετά από πίεση από την ομάδα παραγωγής μπόρεσα να δεχθώ ότι «ίσως» και να ήμουν η καλύτερη του διαγωνισμού. Καλό μάθημα ήταν, όμως, και η διαπίστωση ότι το να είσαι τελειομανής, σου στερεί από τη χαρά που μπορείς να πάρεις όταν επιτυγχάνεις πράγματα.
– Η νίκη επηρέασε τη ζωή σας;
Ναι, τώρα δεν έχω αρκετό χρόνο να κάνω όλα αυτά που θέλω και μπορώ να κάνω. Η νίκη μου έδωσε μια πλατφόρμα από την οποία μπορώ να προωθήσω ανθρώπους και πράγματα, και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά, όπως και το γεγονός ότι με κάτι εύκολο για μένα, μια συνταγή μου, ένα μάθημα από το διαδίκτυο ή μια εμφάνιση κάπου, μπορώ να βοηθήσω μια φιλανθρωπία, ένα σύλλογο ή κάποιο καλό σκοπό γενικά.
– Και μετά ήρθε ο κορονοϊός, από τον οποίο προσβληθήκατε…
Πράγματι, αρρώστησα στα μέσα Μαρτίου. Νομίζουμε ότι μου το μετέδωσε ο θετός μου γιος, ο Γκάβιν, που μόλις είχε επιστρέψει από διακοπές για σκι στη βόρεια Ιταλία και ήταν άρρωστος όταν τον συνάντησα στο Λονδίνο. Ήμουν στο κρεβάτι για τρεις εβδομάδες και μου πήρε άλλες τρεις-τέσσερις για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου τελείως. Δεν χρειάστηκε να μεταβώ σε νοσοκομείο επειδή δεν είχα ανάγκη οξυγόνου, παρόλο που το αναπνευστικό σύστημα είχε επηρεαστεί πολύ. Δεν μπορούσα να ανέβω μερικά σκαλοπάτια και την πρώτη εβδομάδα δεν μπορούσα να σταθώ αρκετή ώρα για να κάνω ντους. Το μεγαλύτερο και πιο οδυνηρό σύμπτωμα για μένα ήταν η έντονη αδυναμία. Επειδή δεν γνώριζα πόσο στρες δεχόντουσαν η καρδιά και οι πνεύμονές μου, θεώρησα καλό να πω τον σύζυγό μου, με τον οποίο ήμασταν σε διαφορετικά δωμάτια, πως αν τυχόν πέθαινα μέσα στη νύχτα, ήθελα να ξέρει ότι θα έφευγα πολύ χαρούμενη και γεμάτη και να μη στενοχωριέται. Αυτή η κουβέντα έμαθα αργότερα ότι τον έκανε να μην κοιμάται τις νύχτες, για να ελέγχει αν αναπνέω. Είχα τις αισθήσεις της γεύσης και της όσφρησης, που πολλοί χάνουν, αλλά το μόνο που μπορούσα να ανεχθώ για το διάστημα των τριών εβδομάδων ήταν φρέσκα μήλα και νερό με λεμόνι. Στις αρχές Αυγούστου έκανα αιματολογικές εξετάσεις και βρέθηκαν αντισώματα του κορονοϊού, οπότε είχα και την επίσημη διάγνωση, όχι ότι την χρειαζόμουν.
– Το καλοκαίρι επιστρέψατε στην πατρίδα σας, την Κρήτη. Πώς ήταν το ταξίδι σας;
Με τη συγγραφή του βιβλίου και αμέσως μετά τον κορονοϊό, δεν είχα επιστρέψει στην Ελλάδα για ένα ολόκληρο χρόνο και μου είχε λείψει πολύ. Ήταν το πιο εύκολο ταξίδι που είχαμε κάνει ποτέ, μια που τα αεροδρόμια και το αεροπλάνο ήταν σχεδόν άδεια. Kατάγομαι από ένα μικρό χωριό στη πεδιάδα της Μεσσαράς, που λέγεται Άνω Άκρια, αλλά το σπίτι μας είναι στο Καρουζανό, ένα ακόμα πιο μικρό χωριό που ανακάλυψε ο σύζυγός μου ο Τζον οδηγώντας. Είναι καταπράσινο και μόλις 15 λεπτά από τις παραλίες της Χερσονήσου. Εκεί, νιώσαμε για μερικές εβδομάδες ελεύθεροι και ξέγνοιαστοι, παρόλο που δεν μπορείς να μην επηρεαστείς από τις ανησυχίες και το άγχος των φίλων και συγγενών που εργάζονται στο χώρο της φιλοξενίας ή σε παράπλευρα επαγγέλματα.
– Μάθατε κάτι νέο μαγειρικά αυτή τη φορά, ανακαλύψατε κάποιο υλικό, δοκιμάσατε μια νέα συνταγή;
Πάντα μαθαίνω, από συγγενείς και φίλους που έχουν το ίδιο μεράκι και χαίρονται πολύ να μοιράζονται μαζί μου τις δικές τους γνώσεις και καινούργιες εμπειρίες. Ο Αύγουστος είναι υπέροχος μήνας από πλευράς υλικών. Πειραματίστηκα πολύ με σύκα, σταφύλια και τομάτες. Και διαπίστωσα για άλλη μια φορά το εύφορο έδαφος και το υπέροχο κλίμα της Κρήτης, όταν είδα ένα τεράστιο δέντρο αβοκάντο φορτωμένο με καρπούς. Επίσης, επισκέφτηκα ένα τυροκομείο στο Αμάρι και ένιωσα πολύ υπερήφανη για τις εγκαταστάσεις από υγειονομικής πλευράς και για την γκάμα και την ποιότητα των προϊόντων τους.
– Ο γαστρονομικός τουρισμός είναι σημαντικός τομέας για κάποιες χώρες. Πώς εκτιμάτε ότι είναι μέχρι στιγμής η κατάσταση στην Ελλάδα;
Νομίζω ότι είναι σχεδόν ανύπαρκτος, δυστυχώς. Έχουμε όλα τα φυσικά εργαλεία να τον αναπτύξουμε πολύ περισσότερο. Όμως, χρειάζεται επένδυση και προβολή. Για παράδειγμα, δεν έχω βρει ακόμα ένα ξενοδοχείο ή έναν χώρο που να παρέχει όλες τις υποδομές που θα με βοηθούσαν να οργανώσω culinary retreats με σεμινάρια μαγειρικής για ξένους. Επίσης, θα πίστευε κανείς ότι αμέσως μετά τη νίκη μου ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού θα είχε ζητήσει να με χρησιμοποιήσει για τη Βρετανική αγορά, στην ετήσια έκθεση που γίνεται στο Λονδίνο ή σε εκδηλώσεις, καμπάνιες κ.λπ.
– Ο απλός τουρίστας που έρχεται για διακοπές στη χώρα μας είναι εύκολο ή δύσκολο να καταλάβει τι εστί πραγματική ελληνική κουζίνα;
Νομίζω ότι οι επισκέπτες που δεν είναι δεσμευμένοι σε all inclusive πακέτα έχουν την ευκαιρία να οδηγήσουν και να ανακαλύψουν καλό ελληνικό φαγητό, ρωτώντας φυσικά. Το βλέπω αυτό από followers στα social media που με συμβουλεύονται πριν ταξιδέψουν ή και όταν έχουν πια φτάσει στον προορισμό τους. Όμως, αν ο λόγος για τις διακοπές τους είναι καθαρά ο ήλιος κι η θάλασσα και δεν έχουν υπολογίσει αρκετά χρήματα για ενοικίαση αυτοκινήτου ή ακόμα και για τη σίτιση τους, θα αρκεστούν σε κάτι φτηνό και εύκολο.
– Εσείς, ως τουρίστρια, ποια γαστρονομικά ταξίδια θυμάστε πολύ έντονα;
Αξέχαστο θα μου μείνει το ταξίδι μου στο Τόκιο, πριν από πολλά χρόνια, και long weekends που είχαν ως κεντρικό θέμα το φαγητό στις Βρυξέλλες, τη Βαρκελώνη, την Κοπεγχάγη, την Κωνσταντινούπολη και το Εδιμβούργο.
– Μετανιώσατε ποτέ που δεν είχατε ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μαγειρική νωρίτερα;
Όχι, γιατί η μαγειρική δεν ήταν ποτέ στον ορίζοντα μου ως επάγγελμα, ούτε και τώρα είναι. Αυτό που μου δίνει ικανοποίηση είναι το να μιλήσω και να αναδείξω άλλα πράγματα μέσω του φαγητού. Αυτή τη δυνατότητα δεν θα μου τη δώσει ποτέ μια κουζίνα εστιατορίου, αλλά μπορούν να μου τη δώσουν βιβλία μαγειρικής, παρουσιάσεις, τηλεοπτικά προγράμματα κ.ά.
– Ποιες είναι οι εντυπώσεις από την κυκλοφορία του βιβλίου σας;
Έχω ενθουσιαστεί με την υποδοχή από τον χώρο της δημοσιογραφίας, από γνωστές προσωπικότητες και άλλους συγγραφείς, αλλά και από τα σχόλια που δημοσιεύουν αγοραστές σε ιστοσελίδες όπως το Amazon.
– Πώς καταλήξατε στη συγκεκριμένη δομή και τι θέλατε να δώσετε στον αναγνώστη;
Κατ’ αρχάς, το ύφος των συνταγών του βιβλίου ήθελα να είναι παρόμοιο με αυτό που είδαν τα εκατομμύρια των τηλεθεατών του MasterChef, δηλαδή πιάτα αντιπροσωπευτικά του τρόπου που μαγειρεύουμε και τρώμε τον 21ο αιώνα παγκοσμίως. Μεγαλύτερη ποικιλία στοιχείων πάνω στο ίδιο πιάτο, με προσεγμένο συνδυασμό υφών και γεύσεων και όμορφη παρουσία, δείχνοντας έτσι ότι η Ελληνική κουζίνα μπορεί πολύ εύκολα να είναι high end. Επίσης, ήθελα να γνωρίσουν οι αναγνώστες κάποια από τα προϊόντα και τα κρασιά μας, τους διαφορετικούς τρόπους που μαγειρεύουμε, καθώς επίσης προμηθευτές Ελληνικών προϊόντων, στη Βρετανία τουλάχιστον, και έτσι τα συμπεριέλαβα. Όσο για το προσωπικό ιστορικό, βιώματα και αναμνήσεις, φαίνεται ότι το σημερινό αγοραστικό κοινό έχει ανάγκη να γνωρίσει τον άνθρωπο πίσω από τις συνταγές και, στη δική μου περίπτωση, που έμπαινα στο σπίτι τους δυο-τρεις φορές την εβδομάδα για τρεις μήνες, ακόμα περισσότερο.
– Έχετε εικόνα από το ελληνικό MasterChef;
Ναι, είχα δει όλη την πρώτη σεζόν και μετά αποσπάσματα, περιστασιακά. Έχει διαφορετικό ύφος, που ταιριάζει ίσως στα γούστα του Ελληνικού τηλεοπτικού κοινού, όπως είναι διαφορετικό της Αυστραλίας, της Αμερικής και άλλων χωρών.
– Θα θέλατε να συμμετάσχετε με κάποιο τρόπο;
Αν μου το ζητούσε η παραγωγή, ίσως, αλλά δεν είναι κάτι που νιώθω την ανάγκη να επιδιώξω. Νομίζω ότι μπορώ να προσφέρω περισσότερα στην Ελλάδα με τη δραστηριοποίηση μου στο εξωτερικό.
– Τι θα φτιάχνατε αν μαγειρεύατε για τον Μπόρις Τζόνσον και για τη Βασίλισσα Ελισάβετ;
Χμμ… Στον Μπόρις μάλλον άγρια χόρτα βραστά, με το υπέροχο αγνό παρθένο ελαιόλαδο που έχουμε και που πικρίζουν λίγο, εξαιρετικά για την υγεία, όπως είναι γνωστό! Στη Βασίλισσά μας, που έχει περάσει πολλά και της έχω απεριόριστο θαυμασμό, θα έφτιαχνα μια ωραία σούπα ξυνόχοντρο, αρνάκι με ασκολύμπρους (σ.σ. είδος χορταρικού) και πιταράκια με μυζήθρα και μέλι.
– Και αν μαγειρεύατε σε ελληνικό έδαφος, τι θα φτιάχνατε για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, και τι για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ;
Δεν νομίζω ότι θα ήθελα να μαγειρέψω για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Έχουμε πολλούς ταλαντούχους σεφ στην Ελλάδα γι’ αυτό. Αν φυσικά ερχόντουσαν ποτέ στο σπίτι μου, θα τύχαιναν της Κρητικής φιλοξενίας, όπως τη διδάχτηκα από την γιαγιά μου την παπαδιά και τη μητέρα μου.
– Ποιος είναι ο επόμενος στόχος σας;
Θα χαιρόμουν πολύ να συμμετείχα σε μια διεθνή τηλεοπτική παραγωγή, που να συνδυάζει ταξίδια μέσα στην Ελλάδα, σε μέρη που είναι μάλιστα σχετικά άγνωστα, και μαγειρική, καθώς και την ανάδειξη προϊόντων και παραγωγών μας. Ξένοι τηλεοπτικοί σεφ έχουν αγγίξει την Ελλάδα μέσα στο πλαίσιο της Μεσογειακής μαγειρικής, αλλά δεν νομίζω ότι έχει αφιερώσει κανείς μέχρι τώρα τον τηλεοπτικό χρόνο που αξίζει στη χώρα μας και την κουζίνα της.
Φωτογραφίες: David Loftus
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μελία Κράιλινγκ: Η Ελληνίδα που κατακτά την αμερικάνικη τηλεόραση