Ο Θεόδωρος Λιμήτσιος ζει και εργάζεται στη Βιέννη. Ήταν εκεί όταν συνέβη το πρόσφατο αιματηρό χτύπημα που, όπως λέει, άλλαξε ξαφνικά τη ζωή στην πόλη. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, αλλά εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα της Αυστρίας το 2011, για να κυνηγήσει τα θεατρικά του όνειρα. Η υποκριτική εξακολουθεί να έχει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του, έχει όμως έναν ισχυρό ανταγωνιστή: τη συγγραφή, με την οποία ο Θεόδωρος φλέρταρε καιρό.

Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει τίτλο «Εγώ μεγάλωνα για σένα…» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Μέσα από τις σελίδες του μας θυμίζει με τρόπο τρυφερό και νοσταλγικό «πώς ήταν ο έρωτας πριν από τη βιαστική και επιπόλαιη “αγάπη” των social media και των κινητών τηλεφώνων».

Αυτό ήταν η αφορμή για να κάνουμε τη συνέντευξή μας και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από αυτό, παρόλο που οι ειδήσεις έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας αποσπάσουν την προσοχή…

–Το πρώτο σου βιβλίο, «Εγώ μεγάλωνα για σένα…», μοιράζεται τον ίδιο τίτλο με ένα τραγούδι της Νατάσσας Μποφίλιου. Πώς προέκυψε αυτό;

Εντελώς μαγικά, θα έλεγα. Το 2011, που μετακόμισα στη Βιέννη, έχασα για λίγο διάστημα την επαφή μου με την Ελλάδα και εννοώ περισσότερο καλλιτεχνικά. Το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε το 2012, όταν εγώ ήμουνα κάπου στα χαμένα. Δεν ήξερα ακόμα αν ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα ή αν ήθελα να συνεχίσω τη ζωή μου στη Βιέννη. Τότε μου ήρθε και η ιδέα του μυθιστορήματος. Ένας πρώτος σχεδιασμός, εννοώ. Γιατί η αλήθεια είναι ότι με απασχόλησε πολλά χρόνια. Αν και η μουσική παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, ποτέ δεν μου άρεσε να γράφω ακούγοντας μουσική. Έλα όμως που κάποια στιγμή, σχεδόν στη μέση του βιβλίου, κόλλησα και δεν ήξερα με τίποτα πώς να συνεχίσω. Ε, τότε αποφάσισα να βάλω και τη μουσική στο παιχνίδι. Έκανα αναζήτηση στο ΥouΤube για «ερωτικά τραγούδια» και πάτησα τυχαία την πρώτη λίστα. Ένα από τα τραγούδια της λίστας αυτής ήταν «Εγώ μεγάλωνα για σένα». Από εκεί και πέρα, γίνανε όλα μαγικά.

–Τι σε έκανε να ασχοληθείς με τη συγγραφή;

Καλή ερώτηση, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά. Η αλήθεια είναι ότι με την εισαγωγή στη δραματική σχολή αλλάξανε πολλά πράγματα στη μέχρι τότε ζωή μου. Στο πρώτο έτος κιόλας, ξεκίνησα να γράφω γιατί ήθελα να μεταφέρω στο χαρτί κάποιες σκέψεις μου, που αμέσως μετά γίνανε εικόνες και οι εικόνες με βοηθήσανε να φτιάξω μια ιστορία. Ποτέ όμως δεν έδωσα κάτι σε κάποιον να διαβάσει. Με το τέλος της δραματικής σχολής, ξεκίνησα να γράφω ένα σήριαλ το οποίο αν και σχεδόν ολοκλήρωσα, δεν θέλησα να δώσω παρακάτω. Μετά ξεκίνησα ένα άλλο μυθιστόρημα, που έφτασε μέχρι τη μέση και ακόμη εκεί είναι… Και το 2012 ξεκίνησε το «Εγώ μεγάλωνα για σένα…»

–Πώς θα περιέγραφες την υπόθεση του βιβλίου;

Δυο παιδιά μια άλλης εποχής, όχι και πολύ μακριά από το σήμερα, μεγαλώνουν σχεδόν μαζί και τα ενώνει κάτι ξεχωριστό, κάτι εξωπραγματικό. Δυο παιδιά που ήρθανε στον κόσμο για να ζήσουν τον απόλυτο έρωτα. Δυο παιδιά που παρ’ όλες τις δυσκολίες καταφέρανε να είναι το ένα δίπλα στο άλλο, κι ας τα χωρίζανε πολλά χιλιόμετρα. Μόνη τους παρηγοριά το φεγγάρι, που τους συντρόφευε τα βράδια φέρνοντάς τα πιο κοντά και τα γράμματα που τα λυτρώνανε κάθε φορά που φτάνανε στα χέρια τους. Μια αγάπη που όλα έδειχναν ότι θα μπορούσε να νικήσει τα πάντα…

–Η αφήγηση ξεκινάει από μια χρονική στιγμή δεκαετίες πριν από τη δική σου γέννηση. Τι σήμαινε για σένα αυτό το ταξίδι σε μια εποχή που δεν έχεις ζήσει;

Ναι, είναι μια εποχή που δεν την έχω ζήσει, αλλά έχω μάθει πολλά γι’ αυτή. Είτε διαβάζοντας, είτε ρωτώντας τους μεγαλύτερους. Ειδικά το μέρος του βιβλίου που εξελίσσεται στο χωριό έχει πολλά από την καθημερινότητα, αλλά και τα ήθη και έθιμα του χωριού μου. Ευτυχώς οι γεροντότεροι θυμούνται ακόμη πολλά από την εποχή εκείνη και με τη βοήθειά τους ζωντάνεψε μπροστά μου ένας μαγικός κόσμος, που προσπάθησα να μεταφέρω στο βιβλίο.

–Τι θέση έχει η υποκριτική στη ζωή σου σήμερα;

Η υποκριτική έχει την πρώτη θέση στη ζωή μου. Ήταν, είναι και θα είναι το καταφύγιό μου. Η συγγραφή, βέβαια, αρχίζει σιγά σιγά να έχει και αυτή ξεχωριστή θέση, και είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα υπάρξει ανταγωνισμός. Πάντως, μέχρι στιγμής δεν έχω καν φανταστεί τον εαυτό μου σε δρόμο διαφορετικό από αυτό.

–Τι σε έκανε να εγκατασταθείς στη Βιέννη;

Η ανάγκη μου να κάνω θέατρο. Πράγμα που δυστυχώς δεν θα κατάφερνα να κάνω στην Ελλάδα με τον τρόπο που ήθελα. Επέλεξα μια χώρα που δεν είχε ελληνικό θέατρο και προσπάθησα να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες για να τα καταφέρω. Εννέα χρόνια μετά, έχω τη δική μου ελληνική θεατρική ομάδα με τίτλο «…προς τον ήλιο» και μαζί με τους συναδέλφους μου προωθούμε τον ελληνικό πολιτισμό στην Αυστρία. Μετράμε μέχρι στιγμής εφτά θεατρικές παραστάσεις και μία που έμεινε στον αέρα λόγω του lockdown.

–Πώς είναι η καθημερινότητά σου;

Δύσκολη ερώτηση. Μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις 2/11, τίποτα δεν θα είναι όπως πριν. Μιλάμε για τη μέχρι πρότινος ασφαλέστερη πόλη της Ευρώπης και τώρα ξαφνικά όλα άλλαξαν. Όλοι όσοι ζούμε πλέον εδώ θεωρώ ότι χρειαζόμαστε αρκετό χρόνο για να προσαρμοστούμε στη νέα πραγματικότητα. Το πανέμορφο, ιστορικό πρώτο διαμέρισμα της Βιέννης, που περιγράφω και στο βιβλίο, έγινε ξαφνικά στίβος μάχης και άφησε πίσω του νεκρούς και τραυματίες. Ακόμα και τώρα, λίγες μέρες μετά, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να περπατάει ανέμελος, όπως πριν, στα πέτρινα σοκάκια που ποτίστηκαν με το αίμα αθώων ανθρώπων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σμαράγδα Καρύδη: «Η ζωή είναι προορισμένη για να είσαι με το άλλο σου μισό»

–Πώς βιώνετε εκεί την όλη κατάσταση με την πανδημία;

Ακριβώς όπως και στην Ελλάδα. Για όλους ήταν και είναι ένας τρομακτικός εφιάλτης. Ειδικά για εμάς τους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου ήταν ένα πολύ δυνατό χτύπημα στα ήδη πολλά προβλήματα που είχαμε. Η Βιέννη τουριστικά φέτος έχει πεθάνει και αυτό είναι ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Στο ιστορικό κέντρο υπάρχουν πολλά διάσημα μαγαζιά που μετά το τέλος του πρώτου lockdown δεν ξανάνοιξαν. Το τρομοκρατικό χτύπημα θα είναι ακόμη ένα πλήγμα όταν καταφέρουμε επιτέλους να επιστρέψουμε ξανά στην πραγματικότητα.

–Ήρθες καθόλου στην Ελλάδα από το lockdown και μετά;

Ναι, το καλοκαίρι.

–Πώς ήταν η εμπειρία;

Φόβος-αβεβαιότητα-ανασφάλεια-απόγνωση-γκρίνια-ωχ αδερφέ…

–Ιδανικά, πόσο τακτικά θα ήθελες να έρχεσαι στη χώρα;

Σίγουρα περισσότερο απ’ όσο μέχρι σήμερα. Συνήθως έρχομαι δυο φορές τον χρόνο για περίπου 20 μέρες κάθε φορά. Αλλά περισσότερες και μικρότερες ανάσες από Ελλάδα ίσως θα ήταν καλύτερα.

–Τι σου λείπει όταν είσαι μακριά και τι δεν σου λείπει καθόλου;

Οι οικογένειά μου και οι φίλοι μου είναι οι πρώτοι στη λίστα. Τώρα, βέβαια, με την τεχνολογική εξέλιξη όλα είναι πιο εύκολα γιατί είναι σαν να έχεις τους πάντες δίπλα σου. Δεν μπορώ να πω πως υπάρχει κάτι που δεν μου λείπει καθόλου.

–Έχεις αφιερώσει το μυθιστόρημα στον γιο σου. Σε άλλαξε ως άνθρωπο η πατρότητα;

Ο γιος μου ήταν, είναι και θα είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Αν με ρωτούσες πριν πώς θα φανταζόμουνα τη ζωή μου με ένα παιδί, θα σου έλεγα ότι δεν μπορώ με τίποτα να τη φανταστώ. Αν με ρωτούσες τώρα, θα σου έλεγα ότι δεν θα ήθελα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τον γιο μου. Το παρελθόν ήταν πολύ καλό… Το παρόν είναι απλά υπέροχο.

–Έχεις σχέδια για επόμενο βιβλίο;

Όχι μόνο σχέδια, αλλά σχεδόν όλη την ιστορία. Ξενυχτάω μαζί της, ακούγοντας πλέον μουσική γιατί ποτέ δεν ξέρεις, και ανυπομονώ για το τι θα γίνει στη συνέχεια.

–Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε μια δεκαετία από σήμερα;

Να είμαι υγιής και να έχω τη δυνατότητα να περνάω όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου.

Φωτογραφίες: Χριστίνα Καραγιάννη