Η Άλκηστις Πουλοπούλου είναι η θεατρική «LULU» του Φρανκ Βέντεκιντ στην παράσταση που υπογράφει σκηνοθετικά ο Γιάννης Χουβαρδάς και παρουσιάζεται στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης». Η ταλαντούχα ηθοποιός, μας μίλησε με πάσα ειλικρίνεια, αληθινή ευαισθησία και εξομολογητική διάθεση για τον έρωτα, τους άντρες, τα «περίεργα» παιδικά της χρόνια αλλά και τις πιο ωραίες καλλιτεχνικές της συναντήσεις.

Πώς θα περιέγραφες την καριέρα σου μέχρι σήμερα και πώς νιώθεις τώρα που μιλάμε;

Νιώθω ότι βρίσκομαι σε μία μεταβατική φάση. Έχω αφοσιωθεί πολύ στο θέατρο και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο είδος. Έχω μεγαλώσει και έχω τραφεί μέσα σε αυτό, εξερευνώντας σκοτάδια και ρόλους σημαντικούς για εμένα. Με έχει βασανίσει και με έχει εμπνεύσει πολύ η συγκεκριμένη  διαδικασία και σε αυτή την φάση θα ήθελα πολύ να περάσω στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, σε έναν άλλον καλλιτεχνικό δρόμο.

Στο δρόμο του θεάτρου -της καθημερινής επανάληψης- έχεις κάποιο τρικ για να παίζεις και να υπάρχεις διαφορετικά σε κάθε παράσταση;

Λέω την ιστορία με διαφορετικό τρόπο, καθημερινώς. Έχει να κάνει με αυτό που είμαι κι αφού κάθε στιγμή αλλάζω, αυτή την αλλαγή την περνάω και στη σκηνή. Προσπαθώ –πάντα- να είναι ζωντανό και να με αφορά αυτό που συμβαίνει για να μπορέσει και ο θεατής να νιώσει το ίδιο.

Η τωρινή «Lulu» τι είδους ρόλος είναι για εσένα;

Είμαι σε εγρήγορση και έχω μεγάλη χαρά με τη «Lulu». Είναι ένας ρόλος που νιώθω ότι υπήρχε εκεί και με περίμενε. Ερμηνευτικά και από γραφής είναι ένα παράδοξο πλάσμα με αντιφάσεις και με πολλές αντιθέσεις. Είναι αθώα και ειλικρινής με μία ξεχωριστή παιδικότητα αλλά την ίδια στιγμή με μία σεξουαλικότητα και έναν ερωτισμό. Δύο στοιχεία που προβάλλονται πάνω της από τους άντρες που είναι εγκλωβισμένοι μέσα στο σώμα τους και μη μπορώντας να εκφραστούν βρίσκουν μία γυναίκα για να «βγάλουν-δείξουν- αυτό που επιθυμούν και δεν μπορούν να το εκφράσουν με διαφορετικό τρόπο εξαιτίας των κανόνων  που τους εγκλωβίζουν. Ο κάθε άντρας την τεμαχίζει, κάνει αυτό που θέλει αλλά αυτό που κάνει είναι το ίδιο που τους καταστρέφει στο πέρασμα της ιστορίας. Ο Γιάννης Χουβαρδάς έχει κάνει τη «Lulu» ένα κατασκεύασμα φτιαγμένο από τους άντρες… για τους άντρες. Είναι για αυτούς μία κούκλα που παίζουν μαζί της.

Ποιος παίζει περισσότερο στον έρωτα, ποιος βασανίζει και καταστρέφει; Ο άντρας ή γυναίκα;

Και οι δύο. Έχει να κάνει με τα τραύματα που κουβαλάει κάποιος. Το τραύμα δεν έχει φύλο και είναι μία κατάσταση που συνεχίζει να υπάρχει, σε κάθε σχέση, και να αναπαράγεται μέχρι να το καταλάβεις και να το γιατρέψεις.

Εσύ τι βάσανα έχεις προκαλέσει σε μία σχέση;

Ίσως να έχω υπάρξει, άθελά μου, χειριστική για να πετύχω κάτι, για να λάβω αγάπη και προσοχή. Αυτό ίσως να έδεσε τον άλλον μαζί μου αλλά με λάθος τρόπο.

Μεγαλώνοντας τι είδους σχέσεις έβλεπες γύρω σου;

Όλα ξεκίνησαν λίγο «περίεργα». Δεν είχα μία ισορροπημένη παιδική ηλικία. Αυτό που έβλεπα δεν ήταν και τόσο καλό. Ο πατέρας μου ήταν μανιοκαταθλιπτικός και πολύ ερωτευμένος με τη μητέρα μου η οποία δεν του ήταν πιστή. Ήταν κάτι που το έβλεπα και με πλήγωνε. Ένιωθα ότι θα χάσω τη μητέρα μου και ότι ο πατέρας μου θα στεναχωρηθεί

Ποιον αγάπησες περισσότερο;

Και τους δύο. Πολύ. Απλώς κράτησα κακία στη μητέρα μου. Είναι κάτι όμως που εδώ και δύο χρόνια έχω καταφέρει να αποβάλλω και να έχω πολύ καλές σχέσεις μαζί της. Την έχω συγχωρήσει και έχω έρθει κοντά της. Από την άλλη πλευρά μου είναι στενάχωρο το ότι έχασα τον πατέρα μου τον έχασα σε μικρή ηλικία.

Επιστρέφοντας στη «Lulu», ποια είναι η σκηνή, η στιγμή που σε συγκινεί πολύ;

Το τέλος. Εκεί υπάρχει η λύπη εξαιτίας της φθοράς που φέρνει ο χρόνος και είναι τόσο ορατή. Το πιο άσχημο είναι να βλέπεις να περνάει ο χρόνος και να καταστρέφονται ζωές, όνειρα, και άνθρωποι που δεν έχουν καταφέρει να εκπληρώσουν αυτά για τα οποία προοριζόταν σε αυτή την ζωή. Το τέλος που επιτρέπει στο σκοτάδι να επικρατήσει και να σβήσει τη λάμψη και καθετί φωτεινό

Το θέατρο είναι παρηγοριά σε τέτοιου είδους πόνο;

Η παρηγοριά του θεάτρου είναι ότι σε αυτό που συμβαίνει δεν είμαστε μόνοι μας. Μας δίνει την ελπίδα ότι δεν θα καταστραφούμε τόσο εύκολα, ούτε οι καλλιτέχνες αλλά ούτε και οι θεατές. Το θέατρο είναι ένα ευεργετικό «μοίρασμα».

Στο δικό σου σκοτάδι ποιο είναι το φως και ποια η μεγαλύτερη παρηγοριά;

Ο έρωτας!

Ένας μεγάλος έρωτας πόσο εύκολο είναι να βγει από την  ζωή σου και να μη σου λείπει;

Καθετί που συμβαίνει και είναι αληθινό, είναι μία ευλογία. Αφήνει στην ψυχή μας την ομορφιά της αγάπης που την αναπολείς  και σε κάνει να νιώθεις χαρούμενος.

Καλλιτεχνικά τι αγαπάς περισσότερο; Ποιου το χειροκρότημα αποζητάς;

Του σκηνοθέτη μου αλλά και όλων των συντελεστών που έχουν ένα όραμα και είναι σημαντικό να μπορούμε αυτό το όραμα να το φέρνουμε στην ζωή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σημαντικό είναι το χειροκρότημα των θεατών, άγνωστων ανθρώπων που βιώνουν – μαζί σου – κάτι σπουδαίο.

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές σου καλλιτεχνικές συναντήσεις μέχρι σήμερα;

Αγαπώ τη συνεργασία μου με τον Ακύλα Καραζήση, με τον Νίκο Περάκη αλλά και με τον Σύλλα Τζουμέρκα που κάνουμε μαζί – τώρα – την ταινία  «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών». Επίσης σημαντική ήταν και η συνεργασία μου με το Νίκο Μαστοράκη στο «Ξύπνημα της άνοιξης». Αλλά μία «πολύτιμη» καλλιτεχνική συνάντηση ήταν και παραμένει αυτή με το Γιάννη Χουβαρδά. Παλαιότερα δεν το παραδεχόμουν, ήμουν αντιδραστική εξαιτίας του ότι ήμασταν παντρεμένοι. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν ο μέντοράς μου. Με δίδαξε και μου έδωσε υπέροχους, πολύ σημαντικούς, ρόλους.

Για ποιο λόγο αντιδρούσες στη σχέση σου με τον Γιάννη Χουβαρδά;

Γιατί είναι ένας άνθρωπος με πολύ ισχυρή προσωπικότητα. Προσπαθούσα να υπάρξω και έδινα τη μάχη μου για να κάνω αυτό που ήθελα, να αναπτυχθώ και να δικαιώσω τον εαυτό μου και την όποια καλλιτεχνική μου αξία.

Μήπως έβαλες και τρικλοποδιές στον εαυτό σου;

Πολλές αλλά είμαι σε μία φάση που καταφέρνω να το διαχειριστώ και να μη με ταλαιπωρώ τόσο πολύ.

Ποιος είναι ο ιδανικός ρόλος για εσένα; Τι είδους ηρωίδα θα ήθελες να ενσαρκώσεις;

Μία ισχυρή γυναίκα που να μην χρειάζεται- όμως- να είναι σκληρή. Να έχει ερωτισμό, δύναμη αλλά και ευαισθησία. Να μπορεί να εκφράζει την αρσενική αλλά και τη μητρική της πλευρά και να ζει χωρίς να γίνεται υποχείριο των αντρών. Είναι ο ιδανικός ρόλος για το θέατρο και τον κινηματογράφο αλλά και –γιατί όχι- για την ζωή.

 «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών», η ταινία που έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου, τι σου έχει αφήσει;

Ενθουσιασμό και έρωτα. Ο Σύλλας Τζουμέρκας αγαπάει τους ηθοποιούς, είναι δίπλα τους και ψάχνει για να αναδείξει την ψυχή και το ταλέντο τους με έναν τρυφερό τρόπο. Ήταν μαγικός ο τρόπος που κάναμε την πρόβα αλλά και τα γυρίσματα. Αυτή η ταινία είναι για εμένα κάτι πολύ γοητευτικό, «φρέσκο», πρωτόπλαστο και ανανεωτικό.

Στο τέλος κάθε ημέρας τι νιώθεις;

Είναι μέρες που νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη αλλά και μέρες που νιώθω στενάχωρη, ότι δεν με χωράει ο κόσμος αλλά ούτε και εγώ μπορώ να τον έχω στην ψυχή μου.