«Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι γυναίκες που διψούν για πρότυπα γυναικείας επιδραστικότητας, αυθεντικότητας, αξιοπρέπειας και άποψης αντιμετωπίζουν μια 80χρονη δικαστή ως την ενσάρκωση της ελπίδας για ένα μέλλον με περισσότερη ενδυνάμωση», έγραψε το 2019 η Ντάλια Λίθγουικ στο The Atlantic. Αναφερόταν στη Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, τη δεύτερη γυναίκα στην ιστορία που θήτευσε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ και υπερασπίστηκε σθεναρά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως ανακοινώθηκε, έφυγε από τη ζωή εξαιτίας επιπλοκών μεταστατικού καρκίνου στο πάγκρεας, στα 87 της χρόνια, την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου.
«Δεν μιλάω για τα δικαιώματα των γυναικών», είχε διευκρινίσει η ίδια, «μιλάω για τη συνταγματική αρχή της ισότητας στα δικαιώματα που έχουν άντρες και γυναίκες ως πολίτες».
«Πριν από 60 χρόνια, η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ έκανε αίτηση για να εργαστεί ως υπάλληλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου», έγραψε την ανακοίνωσή του για τον θάνατό της ο τέως Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα. «Είχε φοιτήσει σε δύο από τις καλύτερες Νομικές σχολές μας και είχε εξαιρετικές συστάσεις. Επειδή, όμως, ήταν γυναίκα, απορρίφθηκε. Δέκα χρόνια αργότερα έστειλε το πρώτο της υπόμνημα στο Ανώτατο Δικαστήριο – το οποίο οδήγησε στη θέσπιση ενός πολιτειακού νόμου με βάση τις διακρίσεις μεταξύ των φύλων για πρώτη φορά. Στη συνέχεια, για σχεδόν τρεις δεκαετίες, ως η δεύτερη γυναίκα που κατέλαβε μια θέση στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας μας, υπήρξε μια μαχήτρια για την ισότητα των φύλων – κάποια που πίστευε ότι η ισονομία είχε νόημα μόνο αν αφορούσε κάθε Αμερικάνο ανεξαιρέτως».
«Η δικαστής Γκίνσμπεργκ μάς βοήθησε να δούμε ότι οι διακρίσεις με βάση το φύλο δεν αφορούν μια αφηρημένη έννοια περί ισότητας», πρόσθεσε ο Ομπάμα. «Ότι δεν βλάπτουν μόνο τις γυναίκες. Ότι έχουν πραγματικές συνέπειες για όλους μας. Έχουν να κάνουν με το ποιοι είμαστε – και με το ποιοι μπορούμε να γίνουμε».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ποιες διασημότητες ζητούν από τα social media να εμποδίσουν τη ρητορική του μίσους;
Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1933, στο Μπρούκλιν, από Εβραίους γονείς. Ο πατέρας της είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την Οδησσό όταν ήταν 13 ετών και η μητέρα της είχε γεννηθεί εκεί τέσσερις μήνες αφότου μετανάστευσαν οι γονείς της από την Αυστρία. Αρχικά, η Ρουθ Μπέιντερ σπούδασε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου γνώρισε τον Μάρτιν Γκίνσμπεργκ, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1954. Το 1957 ξεκίνησε να φοιτά στη σχολή Νομικής του Χάρβαρντ – μία από εννέα μόλις φοιτήτριες ανάμεσα σε 500 άντρες. Το 1993 διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Μπιλ Κλίντον. Από το 2006 μέχρι το 2009 ήταν η μοναδική γυναίκα μεταξύ των δικαστών.
Το 2016, ο τότε υποψήφιος για την Προεδρία Ντόναλντ Τραμπ την είχε καλέσει να παραιτηθεί, εξαιτίας επικρίσεων που είχε εκφράσει εκείνη εναντίον του. Παρά την προχωρημένη ηλικία της και κάποια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, δεν του έκανε τη χάρη.
«H Ruth Bader Ginsburg, που πέθανε σήμερα στα 87 της χρόνια, υπήρξε για μένα το πιο ισχυρό πρότυπο στα χρόνια που υπηρέτησα τη Δικαιοσύνη», ανέφερε σε μήνυμά της η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. «Το πνεύμα, το θάρρος, η πίστη, με τα οποία η Notorious RBG, όπως την αποκαλούσαν, υπερασπίστηκε, ως μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1993 μέχρι σήμερα, τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων, τις φιλελεύθερες αξίες, τη δημοκρατία, είναι παροιμιώδη. Το ίδιο και η ακρίβεια των νομικών της κειμένων, η διαύγεια και η ορθότητα της γνώμης της, είτε ανήκε στην πλειοψηφία είτε, όπως πολύ συχνά, στη μειοψηφία των αποφάσεων. Ήδη από τη δεκαετία του ’70, ωστόσο, ήταν η “ιέρεια της διαφωνίας”, το οχυρό ενάντια στην αυθαιρεσία. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα που ακτινοβολούσε αυτοπεποίθηση και νηφαλιότητα. “Μην αφήνεις να σε αποσπάσουν από τον σκοπό σου συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φθόνος, η μνησικακία”, έλεγε, “γιατί καταβροχθίζουν την ενέργεια και τον χρόνο”».
Κεντρική φωτογραφία: Pablo Martinez Monsivais-Pool/Getty Images/Ideal Image