Μια συνέντευξη στην εποχή της πανδημίας δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει σχετικές ερωτήσεις, αφού ό,τι κι αν κάνει κανείς, η ζωή και η δουλειά του έχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεαστεί. Ακόμα περισσότερο αν η βάση του βρίσκεται σε μια περιοχή που έχει πληγεί δραματικά από τον κορονοϊό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Μιούτσια Πράντα, που έχει την έδρα της στο Βόρεια Ιταλία.
Σε συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο Κάθι Χόριν, η κυρία του οίκου Prada προσπάθησε να εξηγήσει τι δεν θέλει να ακούει καθόλου. «Ίσως αυτό που δεν μου αρέσει τη δεδομένη στιγμή είναι η ρητορική σχετικά με το τι πρόκειται να γίνει μετά τον κορονοϊό – ότι θα είμαστε όλοι καλοί, ότι θα βγούμε όλοι καλύτεροι», είπε. «Οι έξυπνοι θα συνεχίσουν να είναι έξυπνοι και θα κατανοούν ακόμα περισσότερα πράγματα, ενώ αυτοί που δεν ενδιαφέρονται ή που είναι επιφανειακοί δεν θα αλλάξουν σε τίποτα. Οπότε μένει να δούμε αν ο κόσμος θα μάθει κάτι».
«Η άλλη ρητορική που δεν μου αρέσει είναι ότι “είναι σαν να ζούμε μετά από έναν πόλεμο”. Είναι δύσκολο να το ορίσω, αλλά έχω την εντύπωση ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Δεύτερος ήταν σε εποχές που ο κόσμος ήταν κατά κάποιον τρόπο πιο αθώος, οπότε υπήρχε πραγματικά ειλικρινής χαρά και ικανοποίηση κατά την ανοικοδόμηση. Ο κόσμος χόρευε στους δρόμους όταν τέλειωσε ο πόλεμος. Τώρα δεν βλέπω καμιά χαρά. Πρώτ’ απ’ όλα γιατί είμαστε ακόμα αντιμέτωποι με τον κίνδυνο και επίσης επειδή ο κόσμος είναι τόσο περίπλοκος, συμβαίνουν τόσα άσχημα πράγματα. Και βέβαια το ίντερνετ μεγεθύνει περισσότερο τα αρνητικά από τα θετικά».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Στον κόσμο της μόδας, η διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία –με το κλείσιμο των φυσικών καταστημάτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα και τη δραματική πτώση των πωλήσεων– έκανε πολλούς να ελπίζουν ότι θα φύγουμε από τους φρενήρεις ρυθμούς των τελευταίων χρόνων, όμως η Πράντα δεν είναι σίγουρη ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα – τον καπιταλισμό», εξηγεί. «Αυτός κινεί τα νήματα. Οπότε δεν το βλέπω εύκολο. Βέβαια, είναι μια ελπίδα. Όλοι νιώθαμε ότι η πίεση παραήταν μεγάλη και ότι υπήρχαν υπερβολικά πολλά προϊόντα, μια υπερβολή στο καθετί. Αλλά πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να συζητήσουμε το οικονομικό σύστημα. Δεν είναι ότι οι σχεδιαστές μόδας μπορούν να το αλλάξουν. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να παράγουμε λιγότερα, να είμαστε πιο ευαισθητοποιημένοι ως προς το περιβάλλον, αλλά αυτό είναι τόσο μικρό σε σχέση με τη συνολική σπατάλη που συμβαίνει στον κόσμο… Όποιος κάνει κριτική πρέπει να έχει πιο πολιτική θεώρηση και όχι να εστιάζει απλώς στη μόδα. Συμφωνώ απόλυτα με ό,τι λένε οι συνάδελφοι. Απόλυτα. Αλλά είμαι λίγο πιο κυνική όταν προσπαθώ να κατανοήσω τις δυσκολίες του να γίνει κάτι τέτοιο».
Κάτι που εντυπωσιάζει όποιον ανατρέχει στη ζωή της είναι ότι στη δεκαετία του ’60, ως φοιτήτρια στο Μιλάνο, ήταν μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος. «Η πολιτική είναι ένα από τα ζητήματα που με απασχολούν ιδιαίτερα», λέει σήμερα, «αλλά όντας μια πλούσια σχεδιάστρια μόδας αρνούμαι πάντα να μιλήσω για πολιτική. Δεν θέλω να κάνω πολιτική γιατί είμαι μια σχεδιάστρια μόδας που κάνει ρούχα για πλούσιους, οπότε πώς θα μπορούσα να είμαι πολιτικός; Τη στιγμή που θα σταματήσω τελικά να σχεδιάζω ρούχα και θα αλλάξω επάγγελμα, θα μπορούσα πραγματικά να γίνω. Ασκώ βέβαια πολιτική με άλλους τρόπους, μέσα από τη δράση μου και όχι κατά δήλωση».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τα φθινοπωρινά αξεσουάρ του οίκου Chloe είναι τα must have του street style
Κεντρική φωτογραφία: Pascal Le Segretain/Getty Images/Ideal Image