Ο Γάλλος ηθοποιός, ο οποίος συνδέθηκε αρχικά με το Γαλλικό Νέο Κύμα (Νουβελ βαγκ) της δεκαετίας του 1960, με τη λαμπρή πορεία, υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του γαλλικού κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού σε καλλιτεχνική οικογένεια. Ο πατέρας τουήταν γλύπτης με ιταλικές ρίζες και η μητέρα ζωγράφος. Ωστόσο, ο μικρός Μπελμοντό δεν είχε φανερώσει καμία καλλιτεχνική κλίση στα εφηβικά του χρόνια. Αντιθέτως, έδειξε από την αρχή κλίση στα αθλητικά. Δεν τα πήγαινε καλά στο σχολείο και το πάθος του σε αυτή την ηλικία ήταν το μποξ και το ποδόσφαιρο, ενώ μάλιστα έκανε και προπονήσεις μποξ.
Αποφάσισε έτσι να γίνει πυγμάχος και στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ ήταν μάλιστα αήττητος. Το ντεμπούτο του το έκανε το 1949 ρίχνοντας νοκ άουτ τον αντίπαλό του από τον πρώτο γύρο, αν και την επόμενη κιόλας χρονιά, συνειδητοποιώντας τις θυσίες που έπρεπε να κάνει για να γίνει επαγγελματίας, τα παράτησε.
Τότε στράφηκε στην υποκριτική και έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού και αποφοιτώντας το 1956 βρήκε αμέσως δουλειά στο σινεμά.
Με ένα τσιγάρο μόνιμα στο στόμα του, ο Ζαν Πολ Μπελμοντό ξεκίνησε την καριέρα του το 1957 παίζοντας μερικά μικρορολάκια σε γαλλικές ταινίες της εποχής και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη από τον υπερβολικά όμορφο Αλέν Ντελόν, με τους κριτικούς να χαρακτηρίζουν τον Μπελμοντό «γοητευτικά άσχημο» – αν και πολλές θαυμάστριές του και μη, θα διαφωνούσαν με αυτό.
Το 2011, ο «άσχημος γόης» του γαλλικού κινηματογράφου βραβεύτηκε στις Κάννες με τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για τη συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη. Ο ίδιος μάλιστα χαρακτήρισε τον ειδικό Χρυσό Φοίνικα «δώρο θεού», καθώς στα 53 χρόνια που δούλεψε στον κινηματογράφο (1956-2008) δεν τιμήθηκε ποτέ με κάποιο σημαντικό βραβείο (εκτός από ένα Σεζάρ).