Γεννήθηκε στην Χαλκίδα, στο χωριό Χάλια, στις 22 Αυγούστου 1921 και πέθανε σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου, στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά. «Η κορυφαία τραγουδίστρια της ελληνικής μπλουζ», όπως έγραψαν οι «New York Times» αγαπήθηκε για την αλήθεια, το πάθος, το μεγάλο ταλέντο και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της. Επιρρεπής στα πάθη, στο αλκοόλ και τον τζόγο, δηλωμένη λεσβία και «έτοιμη για όλα».

Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Χωρίς την συγκατάθεση και την υποστήριξη των γονιών της, για να ακολουθήσει το όνειρό της, πήρε την απόφαση και βρέθηκε στην Αθήνα ολομόναχη, σε ηλικία 17 ετών. Παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα.

Έζησαν μαζί μόνο έξι μήνες ενώ η «απρόβλεπτη» Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά, ο σύζυγός της την ξυλοκοπούσε, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη. Η φυλακή τη στιγμάτισε για πάντα. Επέστρεψε στο σπίτι της, αλλά πλέον ήταν δακτυλοδεικτούμενη τόσο από την οικογένειά της, όσο και από την τοπική κοινωνία. Γρήγορα οργανώθηκε στην αριστερά. Ήταν κομμουνίστρια, τραγουδίστρια και πρώην φυλακισμένη.

Οργανώθηκε στην Αντίσταση. Η σύλληψή της από τους Γερμανούς την οδήγησε στα βασανιστήρια και στα κρατητήρια. Εκεί άρχισε να παίζει μουσική με την κιθάρα της για να ξεχαστεί. Την είχε αγοράσει με τον μεροκάματο που έπαιρνε τραγουδώντας σε ταβέρνες. Το 1945 στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια την άκουσε και την ξεχώρισε, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ήταν η στιγμή που άνοιξε για αυτήν η πόρτα για μία μεγάλη καριέρα.

Το 1947 ήρθε η πρώτη ηχογράφηση με συνθέσεις του Τσιτσάνη, όπως «Τα Καβουράκια» και το «Κάνε λιγάκι υπομονή» και με αποκορύφωμα το «Συννεφιασμένη Κυριακή», ένα τραγούδι που η Σωτηρία με την ερμηνεία της κατάφερε να κάνει αθάνατο. Στο πλευρό του Βασίλη Τσιτσάνη, η εκκολαπτόμενη καριέρα της Μπέλλου εκτοξεύθηκε στα ύψη. Τραγουδώντας μαζί του γέμιζαν καθημερινά το στέκι του «Τζίμη του Χοντρού» και αργότερα –μέχρι το θάνατο του- το «Χάραμα». Καθιερωμένη, πλέον ως λαϊκή τραγουδίστρια συνεργάστηκε με κορυφαίους συνθέτες. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Παπαΐωάνου («Κάνε κουράγιο καρδιά μου»), ο Γιώργος Μητσάκης «Ο Ναύτης», ο Απόστολος Καλδάρας και ο Μανώλης Χιώτης.

Η καριέρα της γνώρισε μία καμπή  τη δεκαετία του ’60, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι προσωρινά παραμερίστηκε από άλλα μουσικά είδη που έκαναν την εμφάνισή τους. Με τον ερχομό της Χούντας, όμως, η νεολαία αναζήτησε τις μουσικές της ρίζες με αποτέλεσμα η Μπέλλου να αγαπηθεί από την αρχή και να επιστρέψει στα λαϊκά κέντρα και τις μπουάτ της Πλάκας. Προχώρησε σε πρωτοποριακές συνεργασίες με πιο σύγχρονους συνθέτες, όπως ο Σαββόπουλος με τον οποίο τραγούδησαν το «Βαρύ Ζεϊμπέκικο», ο Ανδριανόπουλος, ο Μούτσης κ.α.

Στις 27 Αυγούστου 1997 και σε ηλικία 76 χρονών, εξασθενημένη από τον καρκίνο του φάρυγγα που την ταλαιπωρούσε και έχοντας ήδη χάσει τη φωνή της, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

Γράφτηκε στον Ξένο Τύπο

«Η Μπέλλου ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη, ίσως, τραγουδίστρια των ρεμπέτικων που, στην ελληνική μουσική σκηνή, αντιστοιχούν στα αμερικάνικα μπλουζ ή στα ταγκό της Αργεντινής. Και η Μπέλλου είχε ύφος – ψυχικό σθένος και στιλ που συνυφαίνονταν με την ικανότητά της να εμπνέει σεβασμό. Παρά τη βασανισμένη ζωή της, δεν έχασε ποτέ το κέφι της ή την τόλμη να υψώνει το ανάστημά της». The Guardian του Constantine Buhayer.

«Η Σωτηρία Μπέλλου, κορυφαία τραγουδίστρια της δημοφιλούς ρεμπέτικης μουσικής, που συχνά περιγράφεται σαν ελληνική μπλουζ, πέθανε την Τετάρτη, δύο ημέρες πριν τα εβδομηκοστά έκτα γενέθλιά της». The New York Times του Paul Anastasi.