Ποιος δεν γνωρίζει, δεν έχει ακούσει και δεν έχει μιμηθεί τη φράση: “Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι”, που έλεγε με απόγνωση ο Γιώργος Φούντας στη Μελίνα Μερκούρη λίγο πριν τη μαχαιρώσει και τη δει να ξεψυχά στην αγκαλιά του.

Η ταινία “Στέλλα” σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, μία χρονιά πριν μεταφερθεί στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, με τη συμμετοχή -εκτός από των δύο προαναφερθέντων πρωταγωνιστών- και μιας πλειάδας σπουδαίων επίσης ηθοποιών όπως οι: Αλέκος Αλεξανδράκης, Βούλα Ζουμπουλάκη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Σοφία Βέμπο, Τασσώ Καββαδία ,κ.ά. είχε γραφτεί αρχικά ως θεατρικό την άνοιξη του 1954, από τον συγγραφέα που σφράγισε την Ελληνική μεταπολεμική δραματουργία, με τίτλο “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”.

Το Σάββατο 19 Δεκεμβρίου, στις 20.30, οι θεατρόφιλοι από κάθε γωνια του πλανήτη θα έχουν την ευκαιρία να το δουν σε live streaming από το Θέατρο Rex Σκηνή – «Ελένη Παπαδάκη», καθώς θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο.

Η απευθείας μετάδοση θα είναι διαθέσιμη στη σελίδα livestream.n-t.gr  μέσω κωδικού πρόσβασης με αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου που κοστίζει 8 ευρώ.

Ο Γιάννος Περλέγκας, που παίζει στην παράσταση, από τη θέση του σκηνοθέτη στο εισαγωγικό του σημείωμα με τίτλο: «Η ΧΩΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΙΑ ΜΝΗΜΗ”, μεταξύ άλλων αναφέρει:

“Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στον πρόλογο που συνέταξε στην πρώτη έκδοση του έργου από τον Κέδρο το 1991, αναφέρει πως είχε χάσει για πάνω από τριάντα χρόνια τα χειρόγραφα της «Στέλλας με τα κόκκινα γάντια». Από τύχη αγαθή τα ξαναβρήκε και, όπως συνήθιζε, ξαναέγραψε το έργο, αφαιρώντας αρκετές από τις παλιές σκηνές. Ξεκινώντας τη μελέτη τού έργου αυτούς τους μήνες της πανδημίας θέλησα να μάθω (μάλλον από επαγγελματική διαστροφή) ποια ήταν η παλαιότερη μορφή του κειμένου και σε ποιες ακριβώς περικοπές προχώρησε ο συγγραφέας. Απευθύνθηκα έτσι στην κόρη του συγγραφέα, την Κατερίνα Καμπανέλλη, η οποία γενναιόδωρα, μου επέτρεψε να παραλάβω και να μελετήσω τα χειρόγραφα· χειρόγραφα του 1954 και του 1990: ανεκτίμητες και αποκαλυπτικές μαρτυρίες για το πώς σκεφτόταν και τι ήθελε πραγματικά να είναι το έργο αυτό ο συγγραφέας του, προτού παραλάβει το υλικό ο Μιχάλης Κακογιάννης προκειμένου να σκηνοθετήσει την όντως θρυλική και σημαντική ταινία του το 1955. Η Κατερίνα Καμπανέλλη, παραδίδοντάς μου τον φάκελο, μου παραχώρησε και την ελευθερία – κι αυτό φυσικά δεν είναι καθόλου αυτονόητο – να  χρησιμοποιήσω το υλικό του πατέρα της. Θα προσπαθήσω συνοπτικά να αναφέρω κάποιες διαπιστώσεις που μου αποκαλύφθηκαν, γιατί νομίζω ότι εν μέρει μπορούν να εξηγήσουν το πρίσμα μέσα στο οποίο κινείται η ανάγνωσή μας και κατ’ επέκταση η σκηνική μας προσπάθεια. Αυτό που καταρχάς εντυπωσιάζει στα χειρόγραφα του Καμπανέλλη είναι οι μεγάλες διαφορές που μπορεί να εντοπίσει κανείς στους δύο βασικούς ήρωες, έτσι όπως τους έχουμε γνωρίσει κυρίως από την ταινία. Η Στέλλα παρουσιάζεται εδώ όχι ως μια φτασμένη και πασίγνωστη τραγουδίστρια, μια femme fatale στα πρότυπα της Τζίλντα, αλλά ως μια εξαιρετικά ταλαιπωρημένη από οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες κοπέλα· ένα κορίτσι  που «θα ήθελε» να είναι τραγουδίστρια και που «θα ήθελε» να φτάσει μια μέρα που θα τραγουδάει με τον Τσιτσάνη. Η Στέλλα αποτυπώνει τις επιθυμίες και της ελπίδες μιας μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταπονημένης από τον μεγάλο πόλεμο, τον εμφύλιο, και πιθανότατα τραυματισμένης από ισχυρές και βίαιες οικογενειακές συγκρούσεις. Επιπροσθέτως, φέρεται να είναι πολύ περισσότερο υπόλογη στις κοινωνικές επιταγές της εποχής για γάμο και κοινωνική ενσωμάτωση μέσω μιας μικροαστικοποίησης, γεγονός που καθιστά την «επανάστασή» της να μην παντρευτεί (στο τέλος του έργου), όχι τόσο προϊόν της βούλησης μιας εξ ορισμού «ασυμβίβαστης επαναστάτριας», όσο μια σπασμωδική ενέργεια άρνησης και αυτοκαταστροφής ενός βαθιά τραυματισμένου κοριτσιού από τις επιβαρυμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μιας Ελλάδας που δεν ξέρει ούτε πώς να υπάρξει ούτε τι ακριβώς είναι σε εκείνα τα δίσεκτα χρόνια.

Ο Μίλτος πάλι, δεν είναι ένας φτασμένος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, όπως στην ταινία. Είναι εργάτης σε λατομείο, βάζει τη ζωή του κάθε μέρα σε κίνδυνο με τους δυναμίτες που αναγκάζεται να ανάβει για να εξορύξει το μάρμαρο και να «δαμάσει» το σκληρότερο υλικό που υπάρχει, την πέτρα του βουνού. Συμβολικά λοιπόν, είναι πολύ πιο έτοιμος και κατάλληλος να «εξορύξει» την τρυφεράδα από τη φαινομενικά αλύγιστη και «πέτρινη» στη σκληρότητά της, Στέλλα. Δεν κουβαλάει όμως πέτρες μόνο τώρα, με το φορτηγό που έχει αποκτήσει για να μεταφέρει το μάρμαρο του λατομείου. Σε μια αποκαλυπτική σκηνή που ο Καμπανέλλης «έκοψε» από την τελική εκδοχή του έργου, μαθαίνουμε ότι κουβαλάει κοτρώνες σχεδόν από πάντα, από τότε που ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία. Είναι αναπόφευκτη η σύνδεση με την εμπειρία του Καμπανέλλη στο Μαουτχάουζεν – ο συγγραφέας, ακόμα κι αν αφαίρεσε αυτήν την αναφορά, μπόλιασε τον Μίλτο με το δικό του ανεξίτηλο τραύμα. Αυτό το γεγονός μάς υπαγόρευσε πλέον να φανταστούμε τον Μίλτο όχι απλά ως έναν ζηλότυπο γυναικοκτόνο που ατιμάστηκε, επειδή η νύφη το ‘σκασε από την εκκλησία, αλλά ως έναν, επίσης, βαρύτατα πληγωμένο νέο άντρα που γυρεύει μια κοινωνική αποκατάσταση έπειτα από αλλεπάλληλες ιστορικές ταπεινώσεις.Με αυτές τις διαπιστώσεις, ήταν επόμενο να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον μας από την ερωτική ιστορία σε μια συνολικότερη τοιχογραφία αυτής της ναυαγισμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Βασική αιτία για την συγγραφή της Στέλλας υπήρξε η σαγήνη που άσκησαν στον Καμπανέλλη τα ρεμπέτικα τραγούδια. Μοιραία πάλι, απομακρυνθήκαμε από τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε την τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την ταινία μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Η αναφορά στον Τσιτσάνη μάς επέβαλλε μια νέα δραματουργία σε σχέση με τα πάθη των ηρώων. Έτσι η παράστασή μας έχει ποτιστεί με τα τραγούδια του μεγάλου Τρικαλινού, αλλά και με εξίσου σπουδαία μεταπολεμικά έργα κι άλλων πρωτοπόρων συνθετών της ανεξάντλητης δεξαμενής του ρεμπέτικου – του Παπαϊωάννου, του Χατζηχρήστου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Μπακάλη, της Γεωργακοπούλου.

Τέλος, η σκηνική μας «ανάγνωση» ενσωματώνει κάποια ένθετα δικά μας κείμενα, ελεύθερα εμπνευσμένα από τα γραπτά της Μαργκερίτ Ντυράς και του Μάριου Χάκκα.”

Στην παράσταση, με αλφαβητική σειρά, παίζουν οι:  Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Κατερίνα Λυπηρίδου, Βασίλης Μαγουλιώτης, Γιάννος Περλέγκας, Εύη Σαουλίδου,Θοδωρής Σκυφτούλης, Μιχάλης Τιτόπουλος

Μουσικός επί σκηνής: Στράτος Γκρίντζαλης

(Φωτογραφίες: Κάρολ Τζάρεκ)