Τα έργα της ζωγράφου είναι δυνατά, απενοχοποιημένα, τολμηρά, απελευθερωμένα και απελευθερωτικά, τόσο για την ίδια όσο και για τον αποδέκτη τους. Έχουν πάθος, ένταση, κίνηση, μυρωδιά, συναίσθημα. Πρωταγωνιστής τους είναι τα σώματα σε μια σαρκική, ηδονική, γήινη σύνθεση. Είναι τότε που ο χρόνος και τα πρέπει καταργούνται και η λογική χάνει τη μάχη.

Η Μαρία Γιαννακάκη με τρόπο μοναδικό ενώνει το πραγματικό με το φανταστικό, το αληθινό με το ονειρικό, δίνοντας χώρο στο ανεκπλήρωτο να συναντήσει τη βιωμένη εμπειρία και να  κατακλείσει τους καμβάδες της. Ο θεατής δεν κοιτάζει κρυφά, αλλά καλείται να συμπληρώνει την κάθε ερωτική σκηνή, γίνεται μέρος της και την επεκτείνει σύμφωνα με  τις δικές του επιθυμίες. Η συνύπαρξη των σωμάτων είναι απογειωτική, αλλά και λυτρωτική.

«Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνω ερωτικά, έχω ξανά ασχοληθεί με αυτά το 2013, αλλά τότε ήταν πιο μικρά έργα και πιο ρομαντικά», σημειώνει η Μαρία Γιαννακάκη. «Ήθελα να κάνω κάτι πιο τολμηρό, πιο ελεύθερο, να είναι όλο το σώμα μέσα, να είναι πιο δυνατά σε πιο μεγάλες επιφάνειες και πιο ελεύθερα τεχνικά ζωγραφικά, αλλά και μέσα από την τεχνική περισσότερη απελευθέρωση στο ίδιο το θέμα. Να μπορεί δηλαδή μέσω της τεχνικής που κάθε ζωγράφος έχει, τον δικό του τον τρόπο έκφρασης, να το φτάσει παραπέρα.»

Τα υλικά που χρησιμοποίησε η ζωγράφος είναι το ύφασμα και το χαρτί, αλλά για πρώτη φορά ζωγράφισε απευθείας σε μουσαμά που μοιάζει με χαρτί. Πάντα με μελάνια, παστέλ, ακρυλικά και κάρβουνο. Όσο για τα χρώματα της έχουν κι αυτά εντάσεις και τόνους που η ζωγράφος χρησιμοποιεί για πρώτη φορά, όπως το πράσινο ή το ροζ: «Ένα χρώμα που δεν το χρησιμοποιούσα στις προηγούμενες δουλειές μου είναι το πράσινο. Το πράσινο το ζωηρό, το φρέσκο, το γλυκό, το οποίο μου βγήκε στο έργο «Η ζήλια» για πρώτη φορά και μετά το χρησιμοποίησα ξανά και ξανά», λέει η ίδια.