Περισσότερα από 148 πολύτιμα έργα του Εγγονόπουλου, δανεισμένα από τις συλλογές του Ιδρύματος Ωνάση, της Alpha Bank, του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών Α. Π. Θ., της Δημοτικής Πινακοθήκης Ρόδου, της Λεβεντείου Πινακοθήκης, καθώς και πολλών ιδιωτικών συλλογών, όπως του Δ. Ν. Π., του Κρίτωνα Ιωαννίδη, της Ειρήνης Παναγοπούλου, του Μπάμπου και της Άντζελας Οικονομίδη και του Μ. Μ., ολοκληρώνουν τη φυσιογνωμία της μεγάλης αυτής έκθεσης.
Κορυφαία έργα όπως: Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, 1949, Αργώ, 1948, Ορφεύς, 1957, Οι Αδιάφθοροι, 1967, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του, 1970, Ορφεύς, 1968, Ομηρικό με τον ήρωα, 1938, Ολυμπία, 1970, Ο Μερκούριος Μπούας, 1971, Nico hora ruit, 1939, Συναυλία, 1960, Ο Καβάφης, 1948, Καζανόβας, 1968, Μεσογειακή Μούσα, 1984, Οι αδιάφθοροι, 1967, μεταξύ των άλλων, αποκαλύπτουν το πολυεπίπεδο έργο τού δημιουργού.
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει στον ομότιτλο κατάλογο της έκθεσης: «Αν με ρωτούσαν ποιος είναι για μένα ο απόλυτος υπερρεαλιστής (δεν λέω σουρεαλιστής για να μην στρεβλώσω την έννοια του όρου), ξένος ή Έλληνας, αδίστακτα θα απαντούσα ο Νίκος Εγγονόπουλος. Έκανε τη λέξη ως ποιητής και την εικόνα ως ζωγράφος να υπακούσουν στη δική του σύνταξη και γραμματική και να συνθέτουν μια ιδιαίτερη στοχαστική και αισθητική πραγματικότητα. Αν πάλι με ρωτούσαν ποιον θεωρώ πιο σπουδαίο, τον Εγγονόπουλο ποιητή ή τον Εγγονόπουλο ζωγράφο, θα έλεγα ότι η ερώτηση είναι ανεδαφική. Ο Εγγονόπουλος κάνει ποίηση ζωγραφίζοντας και δημιουργεί εικαστική τέχνη με την ποίησή του. Ο άρρηκτος αυτός συνδυασμός μου δίνει το δικαίωμα να τον ονομάσω τον απόλυτο υπερρεαλιστή που πολέμησε να πει ποιητικά ότι «η Τρίτη γύφτισσα είναι ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» κι ότι «τα αγάλματα κάνουν μεταφυσικές επεμβάσεις» και να ζωγραφίσει την «Μεταθανάτια αυτοπροσωπογραφία του». Άλλοι, πολύ πιο ειδικοί, καλλίτεροι γνώστες από εμένα, θα γράψουν για το ζωγραφικό έργο του Εγγονόπουλου. Ως προς αυτό το θέμα, νοιώθω σαν «τον υδραίο στρατηγό του Εγγονόπουλου που βρέθηκε στη Λάρισα». Να τονίσω μόνο ότι η λαμπρότητα των χρωμάτων του Εγγονόπουλου, το μπλε Κοβάλτιο, το Κάδμιο κίτρινο, το εκτυφλωτικό κόκκινο με όλες του τις αποχρώσεις συντείνουν στο να γίνεται μυθικό το κάθε μυθολογικό θέμα που εικονογραφεί ο ζωγράφος Εγγονόπουλος. Παρεμπιπτόντως άλλωστε να σημειώσω, αντίθετα ίσως από τους ξένους ομότεχνούς του, ότι ο Εγγονόπουλος ζωγραφίζει σκηνές, θέματα με υπερρεαλισμό βέβαια τρόπο, χωρίς να έχει απαραίτητα ανάγκη από ένα τίτλο ή μια επεξηγηματική λεζάντα με προέλευση υπερρεαλιστική.»
Ο επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς, επισημαίνει στον ίδιο κατάλογο: «O Εγγονόπουλος με λογισμό και όραμα, κινείται από το παρόν στο παρελθόν, από το όνειρο στον μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση. Αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής και ανιδιοτελής απέναντι στη ζωή, αντιμετώπισε με θάρρος τους επικριτές και πολέμιούς του, αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική και την ποίησή του, οι οποίες είναι έντονα συνδεδεμένες με τα όνειρα και τους ονειρικούς μηχανισμούς, με το παράλογο και τη “ζούρλια”, μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Αυτό το μυστηριακό σύμπαν εκφράζει τη δική του αλήθεια, έναν απέραντο κόσμο, που αντανακλά το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα μεγάλα λάθη. Έτσι, οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής έγιναν εικόνες και στίχοι με ενάργεια και συναισθηματική ένταση.(…)
Η ζωγραφική για τον Εγγονόπουλο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτρα μαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο και άλλοτε υδατογραφίες, όπου σε αρκετές από αυτές προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί, μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια. Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Έτσι, με ακρίβεια, το αποτύπωνε το σχέδιο πάνω στον μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Αυτές οι απρόσωπες μορφές μας βυθίζουν στον χρόνο, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με μοναχικούς ήρωες ή ερωτικά ζευγάρια, από την μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ορφέα, στην Ευρυδίκη, στον Ερμή, στην Ιώ, στον Ηρακλή, στον Οδυσσέα, στην Καλυψώ, στην Θέτιδα και στον Πηλέα, στον Ιάσωνα, στην Μήδεια και άλλοτε στον Άνθιμο τον Τραλλέα και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο.»
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και πέθανε το 1987. Σπούδασε στη ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια, χάρη στην μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής. Το 1939 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση, στην οικία του Ν. Καλαμάρη, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. Οι ποιητικές του συλλογές και η σκηνογραφική του δουλειά, με τη δύναμη της προσωπικής του έκφρασης στερεώνουν τον πολιτισμό.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 19 Ιουνίου 2022 και θα συνοδεύεται από πολυσέλιδο ομότιτλο κατάλογο, με όλα τα εκτιθέμενα έργα, καθώς και κείμενα των Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, Βασίλη Παπαδόπουλου, Κατερίνας Περπινιώτη-Αγκαζίρ και Τάκη Μαυρωτά.
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Κυριακή 10:00-18:00, Πέμπτη 10:00-20:00 (Οκτώβριο έως Μάιο)