Patricia Falvey
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝΙΣΜΟΡ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ
1900-1910
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ήλιος δεν είχε ακόμη υψωθεί όταν η οκτάχρονη Ρόζι Κιλίν τράβηξε την πόρτα της οικογενειακής αγροι-κίας πίσω της και έμεινε να τρέμει μέσα στην πρωινή δροσιά. Συνήθως απολάμβανε να βγαίνει έξω μόνη νωρίς το πρωί, αλλά εκείνο το πρωινό ήταν διαφορετικό. Ανήσυχη, αναζήτησε τριγύρω τον φίλο της – ένα ασπρόμαυρο κουτάβι κόλεϊ με διπλωμένο το ένα αφτί. Μονάχα όταν ήρθε ποδοβολώντας δίπλα της και μύρισε το χέρι της εκείνη άρχισε να περπατά.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ξεκίνησε ξυπόλυτη πάνω στα σκιερά λιβάδια, με τα δετά μποτάκια της χωμένα σφιχτά κάτω από το μπράτσο της. Αγελάδες κρυφοκοιτούσαν πάνω από χαμηλά πέτρινα τοιχάκια, παρατηρώντας τη με φανερή περιέργεια. Κλώσες κακάριζαν καθώς στρογγυλοκάθονταν πάνω στα αβγά τους, ενώ ένας θυμωμένος κόκορας, που είχε κιόλας ολοκληρώσει το πρωινό του κάλεσμα, την ακολούθησε για λίγο τσιμπώντας τη στα πόδια.
Επιβράδυνε το βήμα της καθώς πλησίασε στον στενό, αυλακωμένο δρόμο που χώριζε το αγρόκτημα των Κιλίν από το κτήμα των Ένις. Η γενναιότητα που ένιωσε όταν περηφανεύτηκε στη μαμά της πως μπορούσε να κάνει τη διαδρομή μόνη της είχε εξαφανιστεί. Τώρα πάλευε με την παρόρμηση να γυρίσει τρέχοντας πίσω στην ασφάλεια της αγροικίας και να γονατίσει πλάι στη μητέρα της τη στιγμή που εκείνη έσπρωχνε ένα τηγάνι με ψωμί σόδας ψημένο σε φωτιά από τύρφη. Η παρόρμηση πέρασε κι εκείνη διέσχισε τον δρόμο ως την ψηλή, σφυρήλατη σιδερένια πύλη που προστάτευε το κτήμα. Απέμεινε να την κοιτάζει, σφίγγοντας τα μποτάκια της ακόμα περισσότερο κάτω από το χέρι της και δαγκώνοντας το χείλος της. Ισιώνοντας τους ώμους της, την έσπρωξε δυνατά. Καθώς άνοιξε τρίζοντας γύρισε προς τον σκύλο της.
«Πήγαινε σπίτι τώρα, Ρόρι, σαν καλό παιδί».
Ο σκύλος την κοίταξε με μάτια παραπονεμένα και άρχισε να κλαψουρίζει.
«Δεν μπορείς να έρθεις εκεί που πάω, Ρόρι. Δεν ανήκεις εκεί».
Η πύλη άνοιξε αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή, στριφογυριστή, δεντρόφυτη λεωφόρο και έναν παράξενο και τρομακτικό κόσμο. Φαντάσματα από τις ιστορίες που είχε ακούσει όταν η οικογένειά της μαζευόταν γύρω από τη φωτιά την κοίταγαν μοχθηρά πίσω από ροζιασμένες οξιές – ακέφαλοι καβαλάρηδες, κυνηγόσκυλα που αλυχτούσαν, βασανισμένες ψυχές που σηκώνονταν από τους τάφους τους. Προχώρησε βιαστικά, χωρίς να κοιτάζει αριστερά ή δεξιά, με την καρδιά της να πάλλεται μες στο στήθος της.
Καθώς τη λεωφόρο διαδέχονταν ανοιχτά βοσκοτόπια, επιβράδυνε το βήμα της, αλλά ακόμα δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι της. Άκουγε το πλατσούρισμα των δαχτύλων της κάτω, στο λασπωμένο γρασίδι, τις μαζεμένες νότες των πουλιών που ετοιμάζονταν για την πρωινή τους χορωδία και τα αχνά κρωξίματα των υδρόβιων πουλιών από τη μακρινή λίμνη. Οι οικείοι ήχοι την ηρέμησαν λιγάκι και αποφάσισε να κοιτάξει ψηλά. Εκεί, μπροστά της, καθισμένο στην κορυφή ενός ήσυχου λόφου και περιστοιχισμένο από τρυφερό πράσινο γρασίδι, δέσποζε το Μεγάλο Σπίτι, με τις ασβεστωμένες του πέτρες να βάφονται ρόδινες από το χλομό φως της αυγής.
Σταμάτησε. Παρ’ όλες τις ιστορίες που είχε ακούσει από την οικογένειά της και τους γείτονές της για το Μεγάλο Σπίτι, δεν ήταν προετοιμασμένη για την τόση ομορφιά του. Υψωνόταν σε τρεις ορόφους πάνω από το υπόγειο, οι γραμμές του ήταν τετράγωνες και καθαρές, τα ψηλά του παράθυρα σε ίση απόσταση από κάθε πλευρά μιας ογκώδους, κύριας εισόδου από λευκή οξιά. Φαινόταν σαν να ’χει βγει από παραμύθι. Η Ρόζι άφησε τον φόβο της στην άκρη και βάλθηκε να ονειρεύεται ότι μέσα ζούσαν πριγκίπισσες που τραγουδούσαν φανταστικά τραγούδια και έπιναν τσάι σε ντελικάτα πορσελάνινα φλιτζάνια. Μικρά κύματα ευχαρίστησης τη διαπέρασαν καθώς στεκόταν χαμένη στη φαντασία της.
Τότε, μακρινές φωνές την ξάφνιασαν και θυμήθηκε τον λόγο που είχε έρθει. Διστακτικά, τράβηξε το βλέμμα της από το σπίτι, βγήκε από τις ονειροπολήσεις της και έσκυψε για να βάλει τα μποτάκια της, δένοντας προσεκτικά τα κορδόνια. Καθώς σηκώθηκε, μάζεψε τις μαύρες μπούκλες της πίσω από τα αφτιά της και ίσιωσε τη ριγωτή, βαμβακερή ποδιά της ελπίζοντας να μην παρατηρήσει κανείς τα σημεία που η μαμά της είχε προσεκτικά επιδιορθώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και, φέρνοντας στον νου τις οδηγίες της μαμάς, έτρεξε στο μονοπάτι, κάτω από την αψιδωτή στοά που οδηγούσε στους στάβλους και την αυλή. Ώσπου να χωθεί μέσα από την πόρτα της κουζίνας στο πίσω μέρος του σπιτιού, οι γλυκές της ονειροφαντασίες είχαν εξατμιστεί.
Η ζέστη της κουζίνας τής ήρθε σαν γροθιά, χτυπώντας την πισώπλατα. Η φωτιά βρυχόταν σ’ έναν τεράστιο μαύρο φούρνο, πάνω στον οποίο τραντάζονταν αχνιστά τσουκάλια. Η μαγείρισσα στεκόταν μπροστά από ένα ξύλινο τραπέζι στο κέντρο της κουζίνας, ουρλιάζοντας οδηγίες σε μια νεαρή υπηρέτρια. Ένα αγόρι φτυάριζε κάρβουνο στον φούρνο για να διατηρηθεί η φωτιά. Υπηρέτριες και υπηρέτες έτρεχαν μέσα κι έξω αρπάζοντας και κουβαλώντας κουβάδες και σφουγγαρίστρες, πιάτα και ασπρόρουχα. Οι κηπουροί έσερναν κοφίνια με λαχανικά, ενώ ένας θηροφύλακας πέταξε ένα τσιγκέλι μ’ ένα νεκρό αγριοπούλι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Το κορίτσι τούς κοίταζε συνεπαρμένο.
«Ποια είσαι εσύ;» φώναξε η μαγείρισσα.
Η Ρόζι κοίταξε με δέος τη γιγάντια γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά και τα ροδοκοκκινισμένα μάγουλα που την κοιτούσε συνοφρυωμένη.
«Ρόζι Κιλίν, δεσποινίς».
«Α, θα ’σαι η αδερφή της Μπρίντι που θα ’ρχόταν να βοηθήσει. Πόσων χρονών είσαι;»
«Οκτώ από τον προηγούμενο μήνα, δεσποινίς».
«Αρκετά μεγάλη τότε. Λοιπόν, μη στέκεσαι εκεί σαν χάνος. Βάλε ένα χεράκι. Ξεκίνα να καθαρίζεις πατάτες».
Η Ρόζι ξεροκατάπιε.
«Μάλιστα, δεσποινίς».
Στις δέκα η ώρα ο μπάτλερ μπήκε στην κουζίνα και χτύπησε παλαμάκια.
«Όλοι πάνω, στα μπροστινά σκαλιά», φώναξε. «Η Μεγαλειότητά της Βασίλισσα Βικτόρια πρόκειται να φτάσει σε λίγο. Μπρος, γρήγορα τώρα. Γνωρίζετε τις θέσεις σας».
Οι υπηρέτριες ίσιωσαν τις στολές τους με τα κόκκινα χέρια τους και σουλούπωσαν τα ατίθασα μαλλιά τους κάτω από τις σκούφιες τους, ενώ οι υπηρέτες ξεσκόνισαν τα ρούχα τους και στάθηκαν ευθυτενείς. Ένας ένας παρέλασαν στις πίσω σκάλες που οδηγούσαν στο κυρίως σπίτι. Η Ρόζι πήρε σειρά πίσω τους, αλλά η έντονη πίεση από το χέρι του μπάτλερ πάνω στον ώμο της τη σταμάτησε.
«Εσύ μένεις εδώ», είπε.
Η καρδιά της Ρόζι σφίχτηκε. Κοίταξε γύρω της. Δεν υπήρχαν παράθυρα στο δωμάτιο ούτε στη διπλανή αίθουσα των υπηρετών. Πώς θα έβλεπε τη βασίλισσα; Εξάλλου, αυτή η προοπτική ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε έρθει να βοηθήσει στο Μεγάλο Σπίτι. Όταν η αδελφή της, η Μπρίντι, η οποία ήταν υπηρέτρια εκεί, είπε στην οικογένειά της για την επίσκεψη της βασίλισσας και την επιπλέον βοήθεια που θα χρειάζονταν, η Ρόζι χτύπησε παλαμάκια και άρχισε να χοροπηδά σαν τρελή.
«Μπορώ να πάω;» ικέτευσε. «Ω, σε παρακαλώ, Μπρίντι, δεν έχω ξαναδεί βασίλισσα ποτέ μου!»
Η Μπρίντι ήταν έτοιμη να πει όχι, αλλά η μαμά παρενέβη.
«Ω, άσ’ τη να πάει», είπε. «Δεν βλέπεις πόσο ενθουσιασμένη είναι;»
Τελικά, μάλλον δεν θα έβλεπε τη βασίλισσα. Προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, κοιτούσε γύρω της. Οπωσδήποτε κάπου εκεί πρέπει να υπήρχε ένα παράθυρο. Μαζεύοντας το κουράγιο της, βγήκε στις μύτες των ποδιών της έξω από την κουζίνα προχωρώντας σ’ έναν μακρύ, σκοτεινό διάδρομο. Κοιτάζοντας πίσω από τον ώμο της για να βεβαιωθεί ότι δεν την ακολουθούσε κανείς, έσπρωξε μια πόρτα και βρέθηκε στο δωμάτιο του μπάτλερ. Ξεχνώντας τον φόβο της, έτρεξε στο παράθυρο του μικρού υπογείου και, πιέζοντας το πρόσωπό της πάνω του, κρυφοκοίταξε μέσα από τα σκονισμένα τζάμια.
Από την πλεονεκτική της θέση, αν τέντωνε τον λαιμό της αρκετά, μπορούσε να δει τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί στα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού. Έναν κομψά ντυμένο άντρα και μια γυναίκα που υπέθεσε πως ήταν ο λόρδος και η λαίδη Ένις, ο κύριος και η κυρία του Μεγάλου Σπιτιού, να στέκονται μαζί στα κάτω σκαλοπάτια. Συνωστισμένοι πίσω τους στέκονταν οι καλεσμένοι τους, πολύχρωμοι σαν παγόνια. Απλωμένοι μέχρι το κάτω μέρος των σκαλιών, από τη μια πλευρά των εργοδοτών τους βρίσκονταν οι υπηρέτες, παρατεταγμένοι αυστηρά με σειρά σπουδαιότητας – ο μπάτλερ στεκόταν στην πιο κοντινή απόσταση από τον κύριο και η λαντζέρισσα στην πιο μακρινή.
Ακούγοντας τον πάταγο από τις άμαξες που πλησίαζαν η Ρόζι στάθηκε στις μύτες των ποδιών της. Τα χαλίκια αναπήδησαν και πετάχτηκαν κάτω από τους τροχούς της πρώτης άμαξας, που την έσερναν τέσσερα γυαλιστερά μαύρα άλογα και την οδηγούσε ένας αμαξάς με ημίψηλο, καθώς αυτή σταμάτησε μπροστά από το σπίτι. Τα μάτια της τον ακολούθησαν καθώς κατέβαινε κάτω, άνοιγε την πόρτα και άπλωνε το χέρι του για να βοηθήσει τη γυναίκα που επέβαινε να κατέβει. Ώστε αυτή λοιπόν ήταν η βασίλισσα Βικτόρια. Απογοητευμένη, η Ρόζι απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Είχε φανταστεί πως η βασίλισσα θα ήταν μια όμορφη κυρία με έναν κόκκινο μανδύα και χρυσό στέμμα. Αντί γι’ αυτό όμως, από την άμαξα βγήκε μια χοντρή, βλοσυρή γριά γυναίκα με ένα σφιχτό μαύρο ταφταδένιο φόρεμα, ενώ στη θέση του στέμματος φορούσε μια κακόγουστη δαντελένια σκούφια. Τη συνόδευε μια εξίσου σκυθρωπή κυρία επί των τιμών. Υποβασταζόμενη από ένα μπαστούνι, η γριά γυναίκα προχώρησε κουτσαίνοντας ως τα κάτω σκαλοπάτια όπου τη χαιρέτησαν ο λόρδος και η λαίδη Ένις, οι καλεσμένοι και οι υπηρέτες.
Η Ρόζι ήταν αγανακτισμένη. Όλη αυτή η κινητοποίηση γι’ αυτή τη γριά γκιόσα; σκέφτηκε. Λες και ήταν ο ίδιος ο Πάπας. Θυμήθηκε την Μπρίντι να λέει στη μαμά τους πως ολόκληρο το μέρος βρισκόταν σε αναβρασμό ενόψει της επίσκεψης και πως τα πάντα έπρεπε να είναι καθαρά και γυαλισμένα και οι στολές των υπηρετών άσπιλες σαν ράσα καλογριών. Δεν τα καταλάβαινε καθόλου όλα αυτά. Τότε σκέφτηκε τις τέσσερις πένες που της είχε τάξει η Μπρίντι για τη σημερινή δουλειά και χαμογέλασε πλατιά, ενώ λακκάκια χαράζονταν στα ροδαλά της μάγουλα. Τουλάχιστον αυτό θα την αποζημίωνε για την απογοήτευσή της.
Ήταν Ιούνιος του 1900. Η βασίλισσα Βικτόρια πραγματοποιούσε μια από τις σπάνιες επισκέψεις της στην Ιρλανδία και είχε συμφωνήσει να συμπεριλάβει στην περιοδεία της και μια στάση στο Ένισμορ, όπως ήταν το επίσημο όνομα του Μεγάλου Σπιτιού. Ωστόσο, θα έμενε μόνο για το μεσημεριανό. Η Ρόζι μέτρησε τουλάχιστον έξι φαγητά, όλα τους σε διαφορετικά πιάτα, που είχαν στηθεί στην τραπεζαρία με μια μέθοδο που οι υπηρέτες αποκαλούσαν «τεμπέλη σερβιτόρο». Πώς θα μπορούσε κανείς να φάει όλο αυτό το φαγητό στην καθισιά του; Τέτοια ποσότητα η οικογένειά της θα την είχε φυλάξει για να φάνε έναν ολόκληρο μήνα. Μόλις η βασίλισσα αποχώρησε στις τρεις η ώρα, η μαγείρισσα κατέρρευσε σε μια καρέκλα και έσκυψε να τρίψει τα πονεμένα πόδια της.
«Λοιπόν, η Μεγαλειότητά της δεν μπορεί να πει πως την αφήσαμε να φύγει νηστική», αναστέναξε. «Απ’ ό,τι είπαν οι λακέδες, καταβρόχθισε μέχρι και την τελευταία μπουκιά».
Ο Άντονι Ουόλς, που έφερε τον βαρύτιμο τίτλο του «Επικεφαλής Συντήρησης» αλλά που στην πραγματικότητα ήταν ένας πολυτεχνίτης με μικρό ανάστημα και απροσδιόριστη ηλικία, χαχάνισε.
«Και πολύ καλά έκανε», είπε. «Δεν σκοτίζεται για τη σιλουέτα της σαν μερικές μερικές σε αυτό το σπίτι!»
Η Σάντι Κάναβαν, μία από τις υπηρέτριες, έσπρωξε τις χαλκοκόκκινες μπούκλες της κάτω από τη σκούφια της και σήκωσε την ποδιά της για να σφουγγίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό της.
«Σιγά τη γαλαζοαίματη!» είπε. «Αυτή η γριά γκιόσα δεν είχε καθόλου τρόπους. Έπρεπε να βλέπατε με τι τρόπο περιδρόμιαζε το φαγητό. Λένε πως ο χοντρός της γιος, ο Μπέρτι, είναι εξίσου άξεστος».
Αφού η Ρόζι κουβάλησε έξω και τον τελευταίο κουβά με φλούδια από πατάτες και τον άδειασε στο χοιροστάσιο, επέστρεψε στην κουζίνα και κοίταξε ολόγυρα. Απ’ όταν άρχισε να καταλαβαίνει, ήξερε ότι μια μέρα θα έπρεπε να πάει να δουλέψει στο Μεγάλο Σπίτι, όπως ακριβώς και η αδελφή της η Μπρίντι είχε κάνει λίγα χρόνια πριν. Ήταν η μοίρα των περισσότερων κοριτσιών της ιρλανδικής επαρχίας να μπαίνουν στην υπηρεσία της πλησιέστερης έπαυλης και λογάριαζε τον εαυτό της πολύ τυχερό για την ευκαιρία αυτή. Κάπως σαν να έμπαινε σε ένα μοναστήρι ή να κέρδιζε μια σπάνια υποτροφία, οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες. Η μαμά της Ρόζι είχε εργαστεί στο Ένισμορ προτού παντρευτεί, και πριν από εκείνη και η δική της η μαμά επίσης. Ένα κύμα ναυτίας την κατέκλυσε και έκανε να πιάσει ένα σκαμνί. Παραδέχτηκε πως το μοναστήρι θα ήταν καλύτερη επιλογή για μια μέρα σαν και τη σημερινή.
«Μπορείς να φύγεις τώρα», είπε η μαγείρισσα. «Δεν έχει νόημα να στρογγυλοκάθεσαι εκεί».
Η Ρόζι πήδηξε από το σκαμνί και ήταν έτοιμη να τρέξει έξω από την κουζίνα μόλις θυμήθηκε τις τέσσερις πένες που η Μπρίντι τής είχε υποσχεθεί για τη δουλειά της εκείνη τη μέρα. Νόμιζε πως η Μπρίντι θα κατέβαινε στην κουζίνα να την πληρώσει, αλλά δεν είχε κανένα σημάδι της. Κοίταξε τη μεγαλόσωμη γυναίκα που την αγριοκοιτούσε και στραβοκατάπιε.
«Ε, αν έχετε την καλοσύνη, κυρία Ο’Λίρι, η αδελφή μου η Μπρίντι είπε πως θα έπαιρνα τέσσερις πένες για τη δουλειά μου, παρακαλώ, κυρά μου».
Πισωπάτησε και περίμενε την έκρηξη που σίγουρα θα ακολουθούσε.
Ο Άντονι Ουόλς και η Σάντι Κάναβαν ξέσπασαν σε γέλια, αλλά το ροδαλό πρόσωπο της μαγείρισσας έγινε κα-τα-κόκκινο.
«Πείτε μου πού ακούσατε τέτοιο θράσος;» βρυχήθηκε. «Δίνε του τώρα προτού σου ξεριζώσω τ’ αφτιά. Αυτά θα τα κανονίσεις με την Μπρίντι».
Φυσικά, τώρα που είχε ξεπεράσει τα όρια, η Ρόζι έτρεξε έξω από την κουζίνα. Ο αέρας ήταν δροσερός και φρέσκος. Πήρε κάμποσες βαθιές αναπνοές και αποφάσισε να ακολουθήσει τον μακρύ δρόμο του γυρισμού από το μονοπάτι δίπλα στη λίμνη. Η λίμνη Κον ήταν η μεγαλύτερη λίμνη της κομητείας Μάγιο και βρισκόταν στην άκρη του κτήματος των Ένις. Όταν ήταν πολύ μικρή, ο παππούς της την πήγαινε για ψάρεμα με μια μικρή ξύλινη βάρκα με κουπιά που λεγόταν κάραχ. Τώρα βέβαια είχε πεθάνει, και ο μπαμπάς της, ένας κολίγας στη δούλεψη του λόρδου Ένις, είχε ελάχιστο χρόνο για τέτοιες εξορμήσεις. Στάθηκε στην άκρη της λίμνης και κοίταξε πάνω από τα ασάλευτα γαλάζια της νερά το όρος Νέφιν, που υψωνόταν μουντό μπλαβί στη μακρινή όχθη, χαμένη στις σκέψεις της.
Μια ανεπαίσθητη κίνηση πίσω της την έκανε να γυρίσει. Λίγα μέτρα μακριά της βρισκόταν ένα κορίτσι στην ηλικία της. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά δεμένα με μια γαλάζια κορδέλα που ταίριαζε με το όμορφο φουστάνι της. Καθώς η Ρόζι την κοίταζε, είδε πως το κορίτσι έκλαιγε. Έτρεξε προς το μέρος της.
«Τι σου συμβαίνει;» είπε.
«Το καραβάκι μου», κλαψούρισε το κορίτσι. «Μου γλίστρησε το κορδόνι και έφυγε μακριά, και τώρα δεν μπορώ να το φτάσω».
Έδειξε προς το σημείο όπου ένα μικρό αντικείμενο έπλεε κοντά στην όχθη.
«Ακολούθησέ το, λοιπόν», είπε η Ρόζι. «Βέβαια, μπορώ να το δω από εδώ».
«Φοβάμαι το νερό», ψιθύρισε το κορίτσι.
Η Ρόζι την κοίταξε με έκπληξη. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιον που να φοβάται το νερό. Εκείνη και τ’ αδέλφια της κολυμπούσαν στα ρυάκια της περιοχής δίχως σκέψη.
«Δεν σου έμαθε ποτέ κανείς να κολυμπάς;»
«Ω, τι να κάνω;» έκλαψε το κορίτσι. «Ήταν δώρο γενεθλίων από τη βασίλισσα. Ω, η μαμά θα θυμώσει πολύ».
«Μα, για όνομα του Θεού», είπε η Ρόζι, μιμούμενη την αγαπημένη έκφραση της μαμάς της.
Έβγαλε σβέλτα το φουστάνι και τα μποτάκια της και, μένοντας μόνο με το μισοφόρι της, βούτηξε στο νερό και έκανε μερικές απλωτές. Έπιασε το καραβάκι και κολύμπησε πάλι προς την όχθη.
«Ορίστε», είπε δίνοντάς το στο κορίτσι.
Εκείνη κοίταξε τη Ρόζι με μάτια διάπλατα.
«Πώς σε λένε;»
«Ρόζι Κιλίν. Εσένα;»
«Βικτόρια Μπελ. Μου έδωσαν το όνομα της βασίλισσας. Αυτό μου το χάρισε για τα γενέθλιά μου, που είναι σήμερα».
«Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησε η Ρόζι.
«Επτά».
«Εγώ είμαι οκτώ».
Η Ρόζι περιεργάστηκε το καραβάκι που κρατούσε το κορίτσι. Ήταν βαμμένο μπλε και άσπρο, και ήταν πιστό αντίγραφο ενός υπερωκεάνιου, το είδος του παιχνιδιού που μόνο ένα πλούσιο παιδί μπορούσε να έχει. Η Ρόζι συνειδητοποίησε πως το κορίτσι ανήκε στο Μεγάλο Σπίτι.
Στάθηκαν κι οι δυο τους για μια στιγμή, αιχμάλωτες η μία στο βλέμμα της άλλης. Στο τέλος, η Ρόζι έσπασε τη σιωπή.
«Πρέπει να φύγω τώρα», είπε, και μαζεύοντας το φουστάνι και τα μποτάκια της το ’βαλε στα πόδια πάνω στο πράσινο γρασίδι, πήρε το στριφογυριστό μονοπάτι, βγήκε από την πύλη του κτήματος και επέστρεψε στην ασφάλεια του αγροκτήματός της.
Η Βικτόρια Μπελ είδε τη Ρόζι Κιλίν να εξαφανίζεται πέρα μακριά. Έσφιξε πάνω της το καραβάκι, αγνοώντας τον λεκέ από λάσπη που άφησε πάνω στο φουστάνι της. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν το κορίτσι εκείνο ήταν μια νεράιδα σαν αυτές στα βιβλία με τα παραμύθια της, αλλά ήλπιζε να ήταν αληθινή. Η Βικτόρια είχε γνωρίσει πολύ λίγα κορίτσια συνομήλικά της και η Ρόζι Κιλίν δεν έμοιαζε με κανένα από αυτά. Αμφέβαλε αν έμοιαζε με οποιοδήποτε άλλο κορίτσι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ποιο άλλο θα έβγαζε τα ρούχα του χωρίς να νοιαστεί και θα βουτούσε έτσι ατρόμητα μες στη λίμνη; Η Βικτόρια ήταν καταγοητευμένη. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισε πως η Ρόζι έπρεπε να γίνει φίλη της.
«Σε παρακαλώ, μπαμπά. Σε παρακαλώ!» ικέτευσε τον πατέρα της την επόμενη μέρα καθώς περπατούσε μαζί του στον κήπο. «Γιατί να μην μπορεί να γίνει φίλη μου; Δεν έχω κανέναν να παίζω. Είμαι τόσο μόνη».
Η Βικτόρια κοίταξε τον λόρδο Ένις γουρλώνοντας τα γαλάζια μάτια της με έναν δοκιμασμένο τρόπο που συνήθως έφερνε αποτελέσματα. Ήξερε ότι ο μπαμπάς της της είχε αδυναμία περισσότερο απ’ ό,τι στους δυο μεγαλύτερους αδελφούς της. Είχε μάθει από νωρίς πώς να το χρησιμοποιεί αυτό προς όφελός της.
«Ρώτησες τη μαμά σου;»
Η Βικτόρια πάγωσε. Και μόνο η σκέψη να κάνει μια τέτοια παράκληση στη μαμά της την τρομοκρατούσε. Κούνησε στο κεφάλι της.
«Όχι, μπαμπά», ψιθύρισε.
Ο λόρδος Ένις έγνεψε.
«Το φαντάστηκα».
Η Βικτόρια έχωσε το χέρι της στο δικό του καθώς περπατούσαν σιωπηλά πίσω στο σπίτι. Χωρίς να γνωρίζει το γιατί, καταλάβαινε πως αυτό που ζητούσε ήταν ριψοκίνδυνο. Ήταν σίγουρα πολύ περισσότερο από ένα καινούργιο παιχνίδι ή από το να την αφήσει να ιππεύσει μαζί του ένα από τα βραβευμένα άλογά του ή να μείνει ξύπνια μέχρι αργά για να δει τους καλεσμένους να χορεύουν στην ετήσια χριστουγεννιάτικη χοροεσπερίδα στο Ένισμορ. Αγαπούσε τον μπαμπά της πολύ και ξαφνικά ένιωθε ανησυχία που η παράκλησή της μπορεί να του προκαλούσε πρόβλημα.
Όταν έφτασαν στα μπροστινά σκαλοπάτια, του έσφιξε το χέρι.
«Μην ανησυχείς, μπαμπά», είπε. «Δεν πειράζει αν πρέπει να πεις όχι».
Ο πατέρας της της χαμογέλασε, με τα μάτια του να ξεχειλίζουν αγάπη.
Εκείνο το απόγευμα η Βικτόρια κρύφτηκε στη βιβλιοθήκη και κόλλησε το μάτι της σε μια κλειδαρότρυπα μέσα από την οποία μπορούσε να παρακολουθεί την οικογένεια στην τραπεζαρία. Κανονικά δεν θα τολμούσε να πάρει τέτοιο ρίσκο, αλλά η συνάντησή της με τη Ρόζι Κιλίν τής είχε δώσει το κουράγιο. Αν η Ρόζι ήταν τόσο γενναία ώστε να βουτήξει στη λίμνη, τότε και η ίδια θα μπορούσε σίγουρα να κατασκοπεύσει την οικογένειά της. Η καρδιά της πετάριζε καθώς έβλεπε τον μπαμπά να οδηγεί τη μαμά της στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από τη θεία και γκουβερνάντα της, λαίδη Λουίζα. Ήλπιζε ότι ο πατέρας της θα ανέφερε την παράκλησή της και ότι θα υπερίσχυε. Εξάλλου, η μαμά της, η λαίδη Ένις, ήταν σε εξαιρετική φόρμα ύστερα από την επίσκεψη της βασίλισσας Βικτόριας, κεφάτη και χαρούμενη, σε αντίθεση με τη συνήθη στριφνή της συμπεριφορά. Ίσως ο μπαμπάς να μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή τη σπάνια καλή της διάθεση.
«Σωστός θρίαμβος, ας μου επιτραπεί η έκφραση», είπε η λαίδη Άλθια Ένις καθώς καθόταν στο τραπέζι, χαμογελώντας πλατιά προς τον σύζυγο και την αδελφή της. «Εγώ στην ουσία έπεισα τη Μεγαλειότητά της σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις της στην Ιρλανδία να ταξιδέψει από το Δουβλίνο για να μας επισκεφθεί στο Ένισμορ. Τολμώ να πω ότι καμία άλλη οικοδέσποινα δεν θα είχε τέτοια επιτυχία».
Η λαίδη Λουίζα κοίταξε την αδελφή της.
«Μπορεί να το αποκαλείς θρίαμβο, Θία, αλλά δυσκολεύομαι να πιστέψω πώς ήσουν πρόθυμη να ρεζιλέψεις την οικογένεια με τη σκανδαλώδη επιστολή-γραπτή εκστρατεία, όχι μονάχα στη βασίλισσα αλλά και στους κοντινότερους συνεργάτες της, τους περισσότερους από τους οποίους δεν γνώριζες καν. Πώς μπόρεσες να πέσεις τόσο χαμηλά; Είμαι σίγουρη πως γίναμε όλοι περίγελος στο Λονδίνο».
«Ίσως», είπε η λαίδη Ένις, «αλλά γίναμε και αντικείμενο φθόνου από την αγγλοϊρλανδική αριστοκρατία σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία».
Ο λόρδος Ένις μούγκρισε.
«Θρίαμβος, ίσως, Θία, αλλά πολύ ακριβός».
Η γυναίκα του κούνησε το χέρι της σε ένδειξη σύγχυσης.
«Μα πρέπει πάντοτε να μειώνεις τα πάντα για τα χρήματα, Έντουαρντ; Είναι τόσο χυδαίο».
«Χυδαίο, ξεχυδαίο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πραγματικότητα, Θία. Γνωρίζεις πολύ καλά πως τα κτήματα δεν αποφέρουν τα έσοδα που κάποτε απολαμβάναμε και…»
«Σε παρακαλώ, όχι στο δείπνο», τον διέκοψε η λαίδη Ένις. «Αυτά τα θέματα μου προκαλούν πονοκέφαλο».
Η Βικτόρια κοιτούσε αγχωμένη καθώς ο Μπερκ, ο μπά-τλερ, μαζί μ’ έναν λακέ σέρβιραν σούπα, συνοδευόμενη από πιάτα με ψάρι και κρέας. Η οικογένειά της έτρωγε σιωπηλά. Μήπως ο μπαμπάς είχε καταστρέψει τη διάθεση της μαμάς κάνοντας αναφορά στα χρήματα; Αναστέναξε και εστίασε στον πατέρα της, λες και απλώς κοιτάζοντάς τον επίμονα θα μπορούσε να τον κάνει να μιλήσει. Σε παρακαλώ, μπαμπά, παρακάλεσε σιωπηλά, σε παρακαλώ, πες κάτι σύντομα.
Ο λόρδος Ένις υπήρξε κάποτε ένας ελκυστικός άντρας, στιβαρός, με όμορφη γενειάδα, άνθρωπος της υπαίθρου, του οποίου η αγάπη για τα άλογα και το κυνήγι τον είχε καταστήσει προσφιλή στους φίλους του που συνέρρεαν στο Ένισμορ για αθλήματα κάθε Σαββατοκύριακο. Τώρα, στα πενήντα του, η εμφάνισή του είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, η άλλοτε ευλύγιστη από το τρέξιμο κορμοστασιά του να παχαίνει. Τα πυκνά, σκούρα μαλλιά του είχαν αραιώσει και μια ανεπαίσθητη κοιλίτσα είχε αρχίσει να πιέζει τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Σε κάθε περίπτωση, διατηρούσε την ανδρική του γοητεία εύκολα με τη θέση του στην κοινωνία.
Έσπρωξε το άδειο του πιάτο, έκανε νόημα στον λακέ να το απομακρύνει και στράφηκε προς τη γυναίκα του.
«Σκέφτηκες, λοιπόν, την πρότασή μου, αγάπη μου;»
Η Βικτόρια κράτησε την ανάσα της.
Η λαίδη Ένις ακούμπησε κάτω το πιρούνι της και συνοφρυώθηκε.
«Αυτό αποκλείεται, Έντουαρντ. Δεν μπορώ καν να διανοηθώ ότι σκέφτηκες κάτι τέτοιο».
«Ανοησίες, Θία», είπε ο λόρδος Ένις. «Η Βικτόριά μας με έπεισε ότι θα ήταν εξαιρετική ιδέα». Κοίταξε προς τα πάνω και χαμογέλασε. «Μου το ζητάει επίμονα από τη στιγμή που γνώρισε αυτό το κορίτσι».
Το τροφαντό στήθος της γυναίκας του υψώθηκε και έπεσε ξανά με αγανάκτηση, κάνοντας το βαθυκόκκινο μενταγιόν που ξεκουραζόταν πάνω του να ταλαντευτεί αβέβαια.
«Πώς μπορείς να επιτρέψεις σε μια κοινή χωριατοπούλα να κάνει μαθήματα μαζί με την κόρη μας;»
Η Βικτόρια κατέπνιξε μια στριγκλιά. Η Ρόζι να κάνει μαθήματα μαζί της; Ω, αυτό θα ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ό,τι είχε ελπίσει. Αλληθώρισε, προσπαθώντας να διαβάσει την έκφραση της μητέρας της.
«Αυτό θέλει η Βικτόρια», είπε ο λόρδος Ένις.
«Και πρέπει η Βικτόρια να έχει οτιδήποτε ζητήσει; Πρέπει κάθε της καπρίτσιο να ικανοποιείται ανεξάρτητα από το κόστος, ενώ εμένα μου γκρινιάζεις για κάθε δεκάρα που ξοδεύω;»
«Αυτή η πρόταση δεν θα μας κοστίσει τίποτε. Η λαίδη Λουίζα μπορεί κάλλιστα να διδάξει δύο κορίτσια αντί για ένα».
Η λαίδη Λουίζα αγριοκοίταξε τον γαμπρό της.
«Και στο κάτω κάτω», συνέχισε, «το κορίτσι δεν είναι ακριβώς χωριατοπούλα. Έκανα την έρευνά μου και ο πατέρας της είναι ένας από τους πιο πιστούς κολίγες μου. Ο Τζον Κιλίν είναι εξαιρετικό παιδί».
Μια μικρή κραυγή ξέφυγε από τη λαίδη Ένις.
«Κιλίν, μάλιστα. Μα καλά, δεν έχουμε μια υπηρέτρια που τη λένε Κιλίν;»
«Η αδελφή της», ρουθούνισε η λαίδη Λουίζα.
Η λαίδη Ένις έριξε το πιρούνι με το οποίο ήταν έτοιμη να καρφώσει τη φρέσκια τάρτα από ραβέντι που ο λακές είχε αφήσει μπροστά της.
«Είσαι στα καλά σου, Έντουαρντ; Τη Λουίζα τη σκέφτηκες; Δεν περιμένεις ασφαλώς να κάνει μαθήματα στην αδελφή μιας από τις υπηρέτριές σου».
Ο λόρδος Ένις άπλωσε λίγη φρέσκια κρέμα στην τάρτα του και χαμογέλασε προς τη λαίδη Λουίζα.
«Είμαι βέβαιος ότι η Λουίζα με χαρά θα συνεργαστεί σε οτιδήποτε είναι καλύτερο για την οικογένειά μας, έτσι δεν είναι, αγαπημένη μας αδελφή;»
Η λαίδη Λουίζα τού ανταπέδωσε το βλέμμα αλλά δεν είπε τίποτε.
«Μα, Έντουαρντ…» άρχισε η λαίδη Ένις.
Ο λόρδος Ένις αναστέναξε και ακούμπησε το πιρούνι του στο τραπέζι.
«Αρκετά, Θία», είπε με την μπάσα, βαθιά φωνή του, που είχε ακονιστεί απ’ όλα εκείνα τα χρόνια κατά τα οποία έβγαζε λόγους στη Βουλή των Λόρδων. «Πήρα την απόφασή μου. Η κόρη μας χρειάζεται συντροφιά της ηλικίας της τώρα που οι αδελφοί της έχουν πάει σχολείο». Έγειρε προς τη γυναίκα του. «Ήλπιζα πως θα μπορούσαμε να της προσφέρουμε μια αδελφούλα, αλλά αυτό δεν είναι και τόσο πιθανό τώρα πια, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;»
Η λαίδη Ένις έγινε κατακόκκινη.
«Γνωρίζεις πολύ καλά, Έντουαρντ, ότι η γέννηση της Βικτόριας σχεδόν με εξόντωσε», είπε δείχνοντας πληγωμένη.
«Για να μην αναφερθούμε στο τι έκανε στη σιλουέτα σου», μουρμούρισε η λαίδη Λουίζα.
«Εφόσον δεν έχει αδελφές στην ηλικία της», συνέχισε ο λόρδος Ένις, σαν να μην είχε ειπωθεί τίποτε, «και εφόσον δεν υπάρχει κάποιο κορίτσι στην κατάλληλη ηλικία και τάξη σε απόσταση μιλίων, τότε αυτό το παιδί –ε, η Ρόζι, είπαμε, σωστά;– μας κάνει μια χαρά».
Ακούμπησε στην καρέκλα του και έκανε νόημα στον μπάτλερ να του φέρει ένα μπράντι.
«Η Βικτόριά μας είναι σαν ένα ζωηρό καθαρόαιμο», άρχισε αγνοώντας την γκρίνια των γυναικών. «Είναι ονειροπόλα και κυκλοθυμική. Εγώ βάζω τα καθαρόαιμά μου να κοιμηθούν μαζί με γεροδεμένα σταβλίσια άλογα. Η συντροφιά τους τα ηρεμεί, και με τον καιρό αποδίδουν στην εντέλεια».
«Η Βικτόρια δεν είναι άλογο», ξέσπασε η λαίδη Λουίζα.
Ο λόρδος Ένις σηκώθηκε σηματοδοτώντας το τέλος του δείπνου.
«Πρέπει να μιλήσω με τον Τζον Κιλίν. Είμαι σίγουρη ότι θα το θεωρήσει μεγάλη τιμή. Κάλεσε το κορίτσι, Βικτόρια, όταν τα αγόρια επιστρέψουν στο σχολείο για το φθινοπωρινό τρίμηνο».
Η Βικτόρια δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
«Σ’ ευχαριστώ, αγαπημένε μου μπαμπά!» ούρλιαξε.
Έτρεξε έξω από τη βιβλιοθήκη και ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιό της. Ανυπομονούσε να τελειώσει το καλοκαίρι.
Η λαίδη Ένις βγήκε με περιφρονητικό ύφος από την τραπεζαρία ακολουθούμενη από την αδελφή της. Δέκα χρόνια μικρότερη από τον άντρα της, ακόμη διατηρούσε θελκτική εμφάνιση. Τα περιττά κιλά της ήταν σοφά κλεισμένα σε κορσέδες και εφαρμοστά εσώρουχα, ενώ χαμηλά ντεκολτέ εξέθεταν το λευκό της στήθος εντυπωσιακά. Οι τουαλέτες της, παρότι ελαφρώς παλιομοδίτικες, ήταν καλοραμμένες και τα σκούρα ξανθά της μαλλιά ήταν καλοκουρεμένα και χτενισμένα στην εντέλεια.
Μπαίνοντας στο καθιστικό, κάθισε σ’ έναν ροζ βελούδινο διθέσιο καναπέ με κρόσσια, κάνοντας έναν μορφασμό καθώς ο ποπός της ακούμπησε στη σκληρή ταπετσαρία του – είχε επιλέξει το νέο έπιπλο περισσότερο για το στιλ του παρά για την άνεσή του. Έστρωσε το φόρεμά της και χτύπησε το καμπανάκι για να καλέσει τον μπάτλερ.
Καθώς περίμενε για το τσάι της, κοίταξε τριγύρω στο καθιστικό μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Παρά τις διαμαρτυ-ρίες του άντρα της, είχε επιμείνει να αναδείξει αυτό μονάχα το δωμάτιο κόντρα στην απαρχαιωμένη φθορά του υπόλοιπου σπιτιού. Εξάλλου, το καθιστικό ήταν ο χώρος όπου θα υποδέχονταν την Αυτού Μεγαλειότητά της και οι πρώτες εντυπώσεις είχαν υπέρτατη σημασία. Τώρα χάζευε την καινούργια ταπετσαρία με το κομψό απαλό λαχανί και λευκό καφασωτό σχέδιο, τα φρεσκοβαμμένα λευκά γύψινα και τις καρέκλες από ψάθα και μπλε βελούδο, τα οποία είχε όλα αγοράσει τον τελευταίο μήνα. Συνοφρυώθηκε ελαφρώς όταν περιεργάστηκε το ράφι και το πλαίσιο του τζακιού. Ήθελε μάρμαρο αλλά το υπερβολικό κόστος την είχε υποχρεώσει να βολευτεί με ένα έξυπνα βαμμένο ξύλο το οποίο, από απόσταση, έμοιαζε με μάρμαρο. Είχε βάλει τα δυνατά της για να αποσπάσει τα ύποπτα βλέμματα εκθέτοντας τη βραβευμένη συλλογή της από πορσελάνες Μάισεν πάνω στο ράφι του τζακιού.
Στο μεταξύ, η αδελφή της, η λαίδη Λουίζα, πήγαινε πάνω κάτω στο δωμάτιο.
«Ω, κάθισε κάτω, Λουίζα», πετάχτηκε η λαίδη Ένις, καθώς ο Μπερκ μπήκε κουβαλώντας μια ασημένια τσαγιέρα με φλιτζάνια και πιατάκια από κινέζικη πορσελάνη. «Μου προκαλείς ζαλάδα».
Μουρμουρίζοντας στον εαυτό της, η λαίδη Λουίζα ακούμπησε σφιγμένα το κοκαλιάρικο σώμα της στην άκρη μιας από τις καινούργιες ψάθινες καρέκλες σε κοντινή απόσταση από την αδελφή της. Με τα καστανά της μαλλιά τραβηγμένα πίσω σ’ έναν κότσο, το μεταξωτό, σκούρο γκρι φουστάνι με τον ψηλό γιακά και την άχαρη συμπεριφορά της, η λαίδη Λουίζα Κόμστοκ ήταν η επιτομή του ίδιου του ρόλου που απεχθανόταν έντονα – της γκουβερνάντας. Είχε έρθει να μείνει με την αδελφή της ύστερα από διάφορες «περιόδους παραμονής» στο Λονδίνο, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε αποτύχει να εξασφαλίσει έστω και μία πρόταση γάμου. Ήταν αλήθεια πως της έλειπε η ελκυστικότητα της αδελφής της και δεν είχε αίσθηση του χιούμορ, αλλά το μεγαλύτερό της ελάττωμα ήταν η μοιραία της ανικανότητα να κολακεύει τους άντρες. Υποβαθμισμένη τώρα στη θέση ενός απλήρωτου μέλους του υπηρετικού προσωπικού, η μυγιάγγιχτη φύση της Λουίζας συχνά εκδηλωνόταν με ξεκάθαρη εχθρότητα.
Μόλις αποχώρησαν οι υπηρέτες, η λαίδη Ένις ήπιε μια γουλιά από το τσάι της και γύρισε προς την αδελφή της.
«Δεν ξέρω καλά καλά από πού ν’ αρχίσω», είπε. «Έχω θυσιάσει τόσα πολλά για τον Έντουαρντ όλα αυτά τα χρόνια, και τώρα αυτό! Είναι πραγματικά το κερασάκι στην τούρτα».
«Και τι ξέρεις εσύ από θυσίες, Θία; Έχεις σύζυγο, σπίτι, κοινωνική υπόληψη και ασφάλεια. Εγώ δεν έχω τίποτε απ’ όλα αυτά».
«Μην αρχίζεις, Λουίζα. Είναι δικό σου το φταίξιμο. Αν είχες προσπαθήσει να είσαι πιο ευχάριστη στους μνηστήρες σου, δεν θα βρισκόσουν στην παρούσα κατάσταση».
Η λαίδη Λουίζα κοπάνησε το φλιτζάνι της, κάνοντας το πιατάκι να κροταλίσει.
«Αν εννοείς πως αρνήθηκα να υποβιβάσω τον εαυτό μου μπροστά σε σαλιάρηδες, μεθυσμένους ηλίθιους, τότε ναι, δηλώνω ένοχη».
«Μην υπερβάλλεις. Ένα χαμογελάκι εδώ, μια μικρή κολακεία εκεί δεν θα σ’ έβλαπταν. Είναι ατυχές που δεν επέλεξες να πάρεις παράδειγμα από εμένα».
Μια έκφραση περιφρόνησης απλώθηκε σ’ όλο το ισχνό πρόσωπο της λαίδης Λουίζας.
«Νομίζω πως έκανες κάτι παραπάνω από το να χαμογελάς και να κολακεύεις, αγαπητή μου αδελφή. Απ’ ό,τι θυμάμαι, είχες βγει και κακολογούσες κάθε κορίτσι στο οποίο ο Έντουαρντ έδειχνε ενδιαφέρον, ώστε να μπορέσεις να τον κρατήσεις για τον εαυτό σου. Μέχρι που σκαρφίστηκες μια ιστορία που έστειλε την καημένη τη Σαρλότ Ντάουλινγκ να τρέχει στην Ευρώπη για να παρηγορήσει την υποτιθέμενα άρρωστη αδελφή της προκειμένου να την ξεφορτωθείς».
Η λαίδη Ένις ρουθούνισε.
«Δεν τη σκαρφίστηκα. Ήταν ξεκάθαρα μια παρεξήγηση. Δεν ήταν δικό μου το λάθος που η χαζή η Σαρλότ ήταν αρκετά αφελής ώστε να την πιστέψει». Μια σκιά πέρασε από τα γκρίζα μάτια της. «Τέλος πάντων, δες πού με οδήγησαν όλα αυτά εντέλει, απομονωμένη εδώ, σε τούτη την εξορία στα δυτικά της Ιρλανδίας, μ’ έναν σύζυγο που κρατάει θανάσιμα σφιχτά δεμένο το ζωνάρι. Αχ και να ήξερα τότε όσα ξέρω τώρα – είχα πολλούς άλλους επίδοξους μνηστήρες για να διαλέξω…»
«Διάλεξες όμως τον Έντουαρντ, καλώς ή κακώς».
Η λαίδη Ένις κοίταξε ονειροπόλα έξω από το παράθυρο.
«Ήταν όμως τόσο γοητευτικός, Λουίζα. Και έκανε την Ιρλανδία να ακούγεται τόσο ρομαντική. Φαντάσου το σοκ μου όταν με έφερε σ’ αυτό το παλιομοδίτικο σπίτι περιτριγυρισμένο από τυρφώνες και βάλτους!»
«Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς», είπε η Λουίζα και σηκώθηκε.
«Σωστά, μιας και έχω ζήσει υπομένοντας στωικά τις συνέπειες. Αυτή όμως η τελευταία απαίτηση του Έντουαρντ ξεπερνά τα όρια της υπομονής μου». Έκανε μια παύση και τέντωσε το στόμα της σε μια λεπτή, άχαρη γραμμή. «Από τότε που γεννήθηκε η Βικτόρια έχω πάρει την απόφαση πως θα ζήσουμε μια καλύτερη ζωή απ’ αυτή που επιφυλασσόταν για μένα. Θα ανατραφεί αυστηρά και με τη μεγαλύτερη δυνατή φροντίδα ώστε όταν εισέλθει στην κοινωνία οι τρόποι της και η διαγωγή της να είναι άψογοι. Αν η εμφάνισή της πραγματοποιήσει όσα υπόσχεται, θα γίνει μια καλλονή. Θα μπορεί να διαλέξει από τους επίδοξους μνηστήρες, και δεν θα συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο από τον εύπορο πρωτότοκο γιο ενός κόμη».
Κοίταξε κατάματα την αδελφή της.
«Αυτό που προτείνει ο Έντουαρντ θα καταστρέψει τα σχέδιά μου για τη Βικτόρια, και σαφώς δεν μπορώ να το επιτρέψω».
«Δεν βλέπω να έχεις επιλογή».
«Μπορεί να μην είμαι ικανή να εμποδίσω αυτήν τη δύστυχη χωριατοπούλα να μπει σ’ αυτό το σπίτι για μαθήματα, αλλά μόλις τα μαθήματα τελειώσουν θα απαγορεύσω στη Βικτόρια να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί της. Η διεφθαρμένη επίδραση θα περιοριστεί στη σχολική σας αίθουσα αποκλειστικά και αναμένω να κάνεις τα πράγματα τόσο αφόρητα για το αλητάκι που ακόμα και οι επισκέψεις της στη σχολική αίθουσα να είναι σύντομες. Έγινα κατανοητή;»
Η λαίδη Λουίζα κοίταξε επίμονα την αδελφή της με χείλη σφραγισμένα σαν να αναλογιζόταν μια αιχμηρή απάντηση. Αντ’ αυτού, έβαλε το χέρι της στο μέτωπό της.
«Πρέπει να πάω να ξαπλώσω. Έχω φριχτό πονοκέφαλο. Σε παρακαλώ, ειδοποίησε εκείνη την υπηρέτρια να μου φέρει νερό».
Χωρίς να περιμένει απάντηση, η λαίδη Λουίζα αποσύρθηκε από το καθιστικό, αφήνοντας τη λαίδη Ένις να την κοιτά αποσβολωμένη, σοκαρισμένη το γεγονός ότι η αδελφή της είχε μόλις τολμήσει να της δώσει μια εντολή.
Η Μπρίντι όρμησε από την πόρτα της αγροικίας των Κιλίν και σταμάτησε μπροστά στη Ρόζι.
«Βρε μουλωχτό παλιοθήλυκο!» φώναξε βάζοντας τα άγρια, κοκκινισμένα χέρια στους γοφούς της.
«Μπρίντι!» είπε η μαμά. «Πώς τολμάς να μιλάς στην αδελφή σου έτσι;»
«Αφού είναι, μαμά!» διαμαρτυρήθηκε η Μπρίντι, με δάκρυα σύγχυσης να μαζεύονται στα ξεθωριασμένα, γαλάζια μάτια της. «Εκείνη έβαλε την ιδέα στο κεφάλι του κοριτσιού, και τα έκανε όλα για να με πικάρει».
Η μαμά πήρε την Μπρίντι από το χέρι και την έσυρε σε μια καρέκλα πίσω από το τραπέζι της κουζίνας.
«Λοιπόν, κάτσε τώρα κάτω και πες μας τι είναι όλα αυτά».
Η Μπρίντι ξέρασε όσα είχε μόλις πει η υπηρέτρια, η Σάντι Κάναβαν, στους υπηρέτες για την απόφαση του λόρδου Ένις.
«Η Σάντι είπε πως η λαίδη Λουίζα τής είπε πως ήταν ιδέα της Βικτόριας, αλλά νομίζω ότι τούτη δω της το ’βαλε στον νου».
Η Ρόζι άκουγε έντρομη.
«Γιατί να το κάνω αυτό;» είπε. «Δεν θέλω να πάω εκεί πάνω. Μου αρέσουν το δικό μου το σχολείο και οι δικοί μου φίλοι». Κοίταξε τη μητέρα της, καθώς δάκρυα μαζεύονταν στα μάτια της. «Δεν πρέπει να πάω, έτσι δεν είναι, μαμά; Δεν πρέπει να πάω αν δεν θέλω, ε;»
Η κυρία Κιλίν κοίταξε πρώτα τις δύο δακρυσμένες κόρες της και ύστερα τον σύζυγό της που καθόταν στο παλιό ντιβανομπάουλο πίσω από ένα τεράστιο ανοιχτό τζάκι όπου έκαιγε η φωτιά από τύρφη.
«Τζον;»
Η Ρόζι κράτησε την ανάσα της. Σίγουρα ο μπαμπάς της δεν θα συμφωνούσε ποτέ με κάτι τέτοιο. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, έπαιρνε πάντα το μέρος της, προστατεύοντάς την από τους χλευασμούς των αδελφών της και το κατσάδιασμα της μαμάς της. Της ήρθε μια αστραπιαία εικόνα από τον εαυτό της νήπιο, να κάθεται δακρυσμένη στο γόνατό του ενώ ο ίδιος μάζευε τα σπασμένα κομμάτια από ένα πιάτο φαγητού που είχε ρίξει εκείνη και τα έσπρωχνε πίσω από την καρέκλα του.
«Θα τα κρύψουμε», ψιθύρισε, «για να μην τα δει η μαμά σου. Θα είναι το μυστικό μας».
Φυσικά η μαμά βρήκε τα κομμάτια από το πιάτο το ίδιο κιόλας βράδυ και κοίταξε τον άντρα της αινιγματικά.
«Α, βέβαια, απλώς μου γλίστρησε από τα χέρια, Μαίρη», είπε κλείνοντας το μάτι στη Ρόζι.
Τώρα τον περίμενε να τη σώσει ξανά. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της για μια στιγμή καθώς τράβηξε αργά μια ρουφηξιά από την πίπα του, με τον λευκό καπνό να τον περικυκλώνει. Τότε έσκυψε το κεφάλι.
«Αν το θέλει η αφεντιά του», ψιθύρισε, «δεν ξέρω τι επιλογές έχουμε, Ροϊσίν Νταβ».
Ο μπαμπάς πάντα την αποκαλούσε με ολόκληρο το όνομά της, Ροϊσίν, και πρόσθετε τη λέξη «Νταβ», πρόφεροντάς το όλο μαζί ως «Ροϊσίν Νταβ». Της είχε πει πως ήταν η ιρλανδέζικη εκδοχή του ονόματος «Μελαχρινή Ροζαλίν» (Μαύρο Ρόδο) και ήταν μια άλλη ονομασία της Ιρλανδίας. Την ευχαριστούσε πάντοτε όταν την αποκαλούσε έτσι. Με τα μαύρα της μαλλιά και τα μελιά της μάτια, που ήταν τόσο σκούρα ώστε έμοιαζαν καστανά ανάλογα με το πώς έπεφτε το φως, το όνομα της ταίριαζε. Εκείνο το βράδυ όμως δεν της προκάλεσε ευχαρίστηση. Άρχισε να κλαίει ακόμα πιο γοερά.
«Α, μα για τ’ όνομα του Θεού, τι έχεις εσύ και κλαις;» ρώτησε η Μπρίντι. «Για μένα πώς λες να ’ναι που θα ’ρχεσαι κάθε μέρα και θα πρέπει να σε περιμένω;» Γύρισε προς τη μητέρα της. «Και το προσωπικό που θα προσπαθεί να μάθει κουτσομπολιά από μένα. Θα χάσω την ησυχία μου εντελώς. Κι άμα τούτη εδώ με εκθέσει; Θα μπορούσα να χάσω τη δουλειά μου εξαιτίας της ξεροκεφαλιάς της».
Η μαμά πήγε και στάθηκε δίπλα στην Μπρίντι και της χάιδεψε το κεφάλι.
«Αχ, μια χαρά θα πάνε όλα, αγάπη μου, θα δεις. Η Ρόζι δεν θα σε απογοητεύσει».
Όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι, η Ρόζι προσπάθησε να βγάλει κάθε σκέψη από το μυαλό της για ό,τι την περίμενε. Κάθε πρωί μάζευε τα αβγά από το κοτέτσι και τα έφερνε σπίτι όπου βοηθούσε τη μαμά να ετοιμάσει πρωινό. Μόλις τελείω-νε η δουλειά της, περνούσε τις μεγάλες, λαμπερές μέρες κυνηγώντας κουνέλια με τους αδελφούς της ή κολυμπώντας στα ρέματα με παιδιά από γειτονικές φάρμες. Συχνά έκαναν εξορμήσεις βαθιά στο δάσος ψάχνοντας σπηλιές ή νεραϊδόκαστρα. Τη νύχτα όμως, που όλοι οι αντιπερισπασμοί είχαν εξαφανιστεί, και αφότου η οικογένειά της είχε πέσει για ύπνο, συχνά στεκόταν και χάζευε τριγύρω τη μικρή αγροικία λες και προσπαθούσε να την απομνημονεύσει. Καθώς κοιτούσε τα απομεινάρια της φωτιάς από τύρφη, ένιωθε να τη γεμίζει κάποια αίσθηση πως η ζωή της δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια.
Πολύ σύντομα, το καλοκαίρι έφτασε στο τέλος του. Η αγροικία των Κιλίν ήταν γεμάτη αναστάτωση από τις προετοιμασίες για τη νέα σχολική χρονιά – μια μανία με κουρέματα και καβγάδες γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός πάντοτε παίρνει τα καινούργια μποτάκια και τις καινούργιες σάκες, ενώ οι άλλοι πρέπει να τη βγάλουν με δανεικά. Η Ρόζι παρατηρούσε σιω-πηλά και είχε τη φρούδα ελπίδα ότι θα γινόταν ένα θαύμα. Δεν επρόκειτο όμως να συμβεί. Η μαμά επέμενε να τη συνοδεύσει η Ρόζι στην κοντινή πόλη Κροσμολίνα για να αγοράσει υλικά για τα καινούργια φουστάνια που θα φορούσε στο Μεγάλο Σπίτι. Κανονικά η Ρόζι θα ήταν ενθουσιασμένη με την προοπτική να πάει για ψώνια με τη μητέρα της, αλλά αυτή τη φορά ακολούθησε τη μαμά έξω σαν φυλακισμένη που πήγαινε για εκτέλεση.
Στο Χόπκινς Ντρέιπερς η μαμά αγόρασε κάμποσες γιάρδες απαλό βαμβακερό ύφασμα, το οποίο η Ρόζι ήξερε πως μόλις και μετά βίας μπορούσε να πληρώσει, μαζί με δαντελωτές τρέσες και ταιριαστά κουμπιά. Τα επόμενα δύο βράδια, η μαμά έμεινε ξύπνια μέχρι αργά για να ράψει δύο φουστάνια για τη Ρόζι, ένα μπλε κι ένα γκρι, με δαντελωτό γιακά, κορδέλα που έδενε στη μέση και μεγάλα λευκά κουμπιά μπροστά.
«Ορίστε», είπε η μαμά με ικανοποίηση, «αυτά πρέπει να σου κάνουν για λίγο, αρκεί να τα προσέξεις. Τέρμα τα τρεχοβολήματα και τα κυλίσματα στο γρασίδι τώρα, και τα σκισίματα στους φράχτες».
Κοίταξε αυστηρά τη Ρόζι, που έσκυψε το κεφάλι.
Το βράδυ προτού πάει στο Μεγάλο Σπίτι, η Ρόζι ξάπλωσε στο κρεβάτι της κλαίγοντας βουβά. Πώς μπόρεσε ο μπαμπάς της να την προδώσει μ’ αυτόν τον τρόπο – παίρνοντας το μέρος των ξένων αντί της ίδιας του της κόρης; Και γιατί η μαμά της ήταν τόσο ενθουσιασμένη με την προοπτική η κόρη της να κάνει μάθημα με το κορίτσι από το Μεγάλο Σπίτι; Τι είχε κάνει για να αξίζει να ανατραπεί η ζωή της εντελώς; Γιατί την τιμωρούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο; Καθώς την έπαιρνε ο ύπνος ευχήθηκε επίμονα να μην είχε αντικρίσει ποτέ τη Βικτόρια Μπελ.
Τέλος πρώτου κεφαλαίου.
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi