ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9


Οι υπηρέτες έβγαλαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ήταν σπάνιο να έχουν το σπίτι όλο δικό τους, με ελάχιστες δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Η οικογένεια Μπελ σπάνια έφευγε από το κτήμα, εκτός από έναν μήνα στο Δουβλίνο κι έναν στο Λονδίνο το καλοκαίρι, και κατά τη διάρκεια της απουσίας τους οι υπηρέτες καταπιάνονταν με την καθαριότητα του σπιτιού απ’ άκρη σ’ άκρη, πλένοντας τα σεντόνια, γυαλίζοντας κάθε ασημικό και καθαρίζοντας τα παράθυρα ώσπου τα πάντα να λαμποκοπούν. Όταν η λαίδη Ένις επέστρεφε, επιθεωρούσε κάθε σπιθαμή του σπιτιού με αετίσιο βλέμμα, με τον κύριο Μπερκ να τριγυρίζει ξοπίσω της σκυθρωπός, συλλαμβάνοντας κάθε δυσαρέσκειά της.Έως την επομένη των Χριστουγέννων, μονάχα η Βικτόρια, ο Βαλεντάιν Μπελ και οι υπηρέτες είχαν μείνει στο Ένισμορ. Ο λόρδος, η λαίδη Ένις και η λαίδη Λουίζα είχαν φύγει για την ετήσια επίσκεψή τους στον μαρκήσιο του Σλάιγκο, στο μεγάλο του σπίτι στο Ουέστπορτ, και ο Τόμας είχε μεταβεί στο Λονδίνο για να επισκεφθεί τους Χόφμαν. Μια που θα έλειπαν μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και μια που η οικία του μαρκήσιου διέθετε πληθώρα υπηρετών, η λαίδη Ένις είχε δώσει την άδεια στην Ιμέλντα και τη Σάντι να μην την ακολουθήσουν.

Τώρα, ωστόσο, κανένας τέτοιος κόπος δεν τους περίμενε. Όσοι ήθελαν να επιστρέψουν σπίτι και να επισκεφθούν τις οικογένειές τους είχαν την άδεια να το κάνουν, αλλά πολύ λίγοι μπήκαν στον κόπο να εκμεταλλευτούν μια τέτοια ευκαιρία. Η αλήθεια είναι ότι το Ένισμορ ήταν πολύ πιο άνετο από τις αγροικίες των περισσότερων και το φαγητό καλύτερο. Εξάλλου, αυτή ήταν η εποχή που μπορούσαν να έχουν έναν εορτασμό κατάδικό τους και όλοι τους ήθελαν να συμμετέχουν.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η κυρία Ο’Λίρι σέρβιρε ένα δείπνο που ταίριαζε σε γαλαζοαίματους. Η παμπόνηρη μαγείρισσα, εδώ και μέρες, κρατούσε στην άκρη προμήθειες σε ποσότητες που δεν θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από τη λαίδη Ένις. Η αίθουσα της υπηρεσίας είχε διακοσμηθεί με στεφάνια από πουρνάρια, γκι και αλεξανδρινά, με τα περισσότερα φυτά να έχουν μεταφερθεί από το κύριο σαλόνι του πάνω ορόφου. Η διάθεση αλάφραινε καθώς όλοι μαζεύονταν σιγά σιγά γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Ο κύριος Μπερκ, όπως πάντα, είπε την προσευχή και αντί για τη συνήθη μουρμούρα, οι υπηρέτες απήγγειλαν τα λόγια με μεγάλο ζήλο. Το κρασί σερβιρίστηκε και έπεσαν με τα μούτρα σε ψητά μπούτια αρνιού, πατάτες, καρότα, λαχανικά και παχύρρευστη σάλτσα. Όλοι άρχισαν να μιλάνε αμέσως, όλοι εκτός από την Ιμέλντα Φοξ που, όπως συνήθως, ήταν λιγομίλητη.

«Δεν υπάρχει οικογένεια ευγενών στην Ιρλανδία που να τρώει καλύτερα απ’ ό,τι τρώμε εμείς απόψε», αποφάνθηκε η κυρία Ο’Λίρι σηκώνοντας το ποτήρι της.

Όλοι έγνεψαν συμφωνώντας.

«Και με καλύτερη παρέα», συμπλήρωσε ο Άντονι Ουόλς.

Η Ρόζι χαμογέλασε και έγνεψε μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό, αλλά δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα εκείνη τη βραδιά. Το μυαλό της βρισκόταν στον Βαλεντάιν και στις αλλαγές που θα έφερνε η νέα χρονιά.

Η κυρία Ο’Λίρι, με έντονη μελαγχολία από την επίδραση του κρασιού, κοίταξε τον νεαρό Σον.

«Αχ, Σον καλέ μου, αυτές μπορεί να είναι οι τελευταίες γιορτές που περνάμε μαζί. Μπορεί να μην ξαναγυρίσεις στην Ιρλανδία».

Ο Σον τη χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Μα και βέβαια θα γυρίσω, κυρία Ο’Λίρι. Πάω στην Αμερική να βρω την τύχη μου, αλλά η καρδιά μου θα μείνει για πάντα εδώ».

«Άκουσα πως κανένας δεν επιστρέφει ποτέ από κει», ξέσπασε η Θέλμα γουρλώνοντας τα μάτια.

Ο Σον χαμογέλασε και στα μάγουλά του σχηματίστηκαν δύο λακάκια.

«Και θα σου λείψω τώρα, Θέλμα;»

Η Θέλμα έγινε κατακόκκινη και έσκυψε το κεφάλι.

«Το κάνεις ν’ ακούγεται σαν θανατική ποινή, Θέλμα», πετάχτηκε ο Μπρένταν.

«Ε, τις περισσότερες φορές είναι», πετάχτηκε ο Άντονι προσπαθώντας να κορδωθεί όσο του επέτρεπε το κοντό του ανάστημα, προσποιούμενος μια σοβαρή φωνή. «Όσοι επιστρέφουν είναι ελάχιστοι. Έτσι ήταν από τον καιρό του λιμού».

Στο τραπέζι έπεσε σιωπή καθώς όλοι βυθίστηκαν στις σκέψεις τους.

Έχει δίκιο, σκέφτηκε η Ρόζι, ο Σον πιθανόν να μη γυρίσει, και ούτε κι ο Βαλεντάιν, αν φύγει.

Όταν το φαγητό τελείωσε, έσπρωξαν το τραπέζι στον τοίχο για να κάνουν χώρο για μουσική και χορό. Ο Άντονι έσκυψε και με κόπο σήκωσε το ακορντεόν του στα πόδια του. Το όργανο σχεδόν υπερκάλυψε το μικροσκοπικό του σώμα. Ο Μπρένταν άνοιξε μια γδαρμένη, δερμάτινη θήκη και έβγαλε έξω ένα βιολί, το οποίο ακούμπησε απαλά στον ώμο του. Ο Σον έβγαλε έξω το μπόντραν του, ένα τύμπανο χειρός με δερμάτινη επιφάνεια, το οποίο έπαιζε με δύο ξύλα, και η κυρία Μέρφι έβγαλε ένα τσίγκινο φλάουτο από την τσέπη της.

Ο Άντονι καθοδήγησε τους μουσικούς με μια γρήγορη ζίγκα, την οποία ακολούθησαν μερικές παραδοσιακές χορευτικές μελωδίες. Σύντομα, τα πόδια βροντούσαν στο πάτωμα και τα χέρια χτυπούσαν παλαμάκια. Μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού ήρθαν και οι ιπποκόμοι και οι κηπουροί, και ο θόρυβος υψώθηκε σ’ ένα κρεσέντο που έκανε το δωμάτιο να σείεται. Η Ρόζι τούς κοίταζε με ευχαρίστηση. Ήταν σαν η μουσική να τους απελευθέρωνε από τους περιορισμούς μιας ζωής όπου κανένας στο Μεγάλο Σπίτι δεν τους άκουγε ούτε τους έβλεπε. Τώρα εκφράζονταν δηλώνοντας φωναχτά την ελευθερία τους.

Όταν οι ζίγκες και οι παραδοσιακοί χοροί σταμάτησαν, η κυρία Μέρφι πήρε το φλάουτό της. Έπαιξε ένα αργό, συρτό μοιρολόι και το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Ήταν μια ψη-λή, λεπτή γυναίκα, στην ακμή της ακόμα. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ – τον τίτλο της «κυρίας» τής τον είχαν απονείμει ως ένδειξη σεβασμού. Ο κύριος Μπερκ την παρατηρούσε επίμονα όσο τα χλομά, λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της κινούνταν πάνω και κάτω στο φλάουτο σαν σ’ ένα αρχαίο τελετουργικό. Μόλις τελείωσε, ακολούθησε ένα ξέφρενο χειροκρότημα, με τον κύριο Μπερκ να χειροκροτεί πιο δυνατά απ’ όλους.

«Ας ακούσουμε άλλη μια ζίγκα», φώναξε ο Άντονι, «και ας χορέψουμε λίγο».

Άρχισε να παίζει τη «Ζίγκα του σταχομαζώματος», πατώντας κουμπιά στο ακορντεόν του με σβέλτα δάχτυλα, καθώς οι άλλοι μουσικοί τον συνόδευαν. Η κυρία Ο’Λίρι πετάχτηκε πάνω τραβώντας τη νεαρή Θέλμα και άρχισαν να χορεύουν. Η κυρία Ο’Λίρι ήταν απροσδόκητα ανάλαφρη στα πόδια για μια γυναίκα του εκτοπίσματός της και σήκωνε τη φούστα της δείχνοντας τα λευκά ροζιασμένα πόδια της. Η νεαρή Θέλμα σκόνταφτε στον σκοπό, κουνώντας άτσαλα τα χέρια και τα πόδια της, ενώ το πρόσωπό της φλεγόταν από αμηχανία. Πολύ σύντομα σηκώθηκε και η Σάντι, χορεύοντας ολόγυρα στο δωμάτιο μ’ έναν από τους κηπουρούς, ενώ και η Ρόζι δέχτηκε την πρόσκληση του Σον να χορέψουν.

Τότε ο Άντονι άλλαξε τον ρυθμό σ’ ένα παλιομοδίτικο βαλσάκι που λεγόταν «Η εκδίκηση για το Σκιμπερίν». Κανένας δεν κουνήθηκε, όλοι έμειναν καθηλωμένοι εκεί που βρίσκονταν από τη μουσική. Η Ρόζι παρατηρούσε πως ο Μπρένταν χάιδευε το βιολί του σαν να χάιδευε μια ερωμένη. Τα τραχιά φυσικά χαρακτηριστικά του έμοιαζαν να μαλακώνουν μπροστά στα μάτια της, σε σημείο που δεν τον αναγνώριζε πια. Τελικά, ο κύριος Μπερκ πλησίασε την κυρία Μέρφι και υποκλίθηκε. Εκείνη έδειξε σαστισμένη, αλλά σηκώθηκε και πήρε το χέρι του καθώς την οδήγησε στο κέντρο του δωματίου και άρχισαν να χορεύουν. Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν βλέμματα και γέλασαν.

Η Ιμέλντα Φοξ καθόταν στη γωνία παρατηρώντας τη σκηνή. Δεν ήταν ποτέ του χορού. Δεν υπήρχε μουσική στο σπίτι όπου μεγάλωσε και σίγουρα καθόλου στο μοναστήρι όπου ζούσε προτού έρθει στο Ένισμορ. Η μητέρα της ήταν λαμπρή τραγουδίστρια και η Ιμέλντα κληρονόμησε το ταλέντο της, αλλά τα παιδικά της χρόνια, μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα και με μια μητέρα που διαρκώς προσπαθούσε να εξιλεωθεί για κάποια άγνωστη αμαρτία, δεν της είχαν δώσει πολλές αφορμές για να τραγουδήσει. Η Σάντι όμως την είχε ακούσει να τραγουδά μόνη της ένα βράδυ και είχε αρχίσει να την τσιγκλάει για να τραγουδήσει την επόμενη φορά που θα γινόταν γλέντι στον κάτω όροφο.

«Νομίζω πως η Ιμέλντα πρέπει να μας πει ένα τραγούδι», αποφάνθηκε η Σάντι τώρα. «Έχει σπουδαία φωνή, στ’ αλήθεια».

Οι υπηρέτες άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια και να ενθαρρύνουν την Ιμέλντα να σηκωθεί. Αρχικά αντιστάθηκε, αλλά η Σάντι δεν θέλησε να την αφήσει. Τελικά σηκώθηκε, παρότι αρνήθηκε να μετακινηθεί στο κέντρο του δωματίου, προτιμώντας να μείνει στη γωνιά όπου βρισκόταν. Άρχισε να τραγουδά ένα ερωτικό τραγούδι που λεγόταν «Στις όχθες του παλιού αγαπημένου μου Λι», απαλά στην αρχή κι έπειτα πιο δυνατά καθώς το βιολί του Μπρένταν άρχισε να τη συνοδεύει. Οι υπηρέτες την άκουγαν σιωπηλοί, γεμάτοι δέος. Η φωνή της Ιμέλντα ήταν αγνή σαν βροχή και έκρυβε μια θλίψη που τους έσφιγγε την καρδιά. Όταν τελείωσε, κανένας δεν κουνήθηκε. Η Ιμέλντα κάθισε κάτω, ανέκφραστη. Τότε ο Άντονι έβγαλε μια κραυγή.

«Μπράβο σου, Ιμέλντα! Ποιος να το ’λεγε πως είχες φωνή αγγέλου; Ο Θεός ο ίδιος σε ευλόγησε».

«Αν την ευλόγησε, λέει!» είπε συγκινημένη η κυρία Ο’Λίρι χτυπώντας τα χέρια της σαν παλαβή.

Οι άλλοι ακολούθησαν χειροκροτώντας και φωνάζοντας πως ήθελαν κι άλλο. Η Ιμέλντα όμως κούνησε το κεφάλι της, παρότι μια σκιά χαμόγελου πέρασε από το πρόσωπό της.

Ακολούθησε περισσότερη μουσική και χορός, και όταν η παρέα είχε πλέον εξαντληθεί, παρακάλεσαν τον Άντονι να πει μια ιστορία με φαντάσματα. Ο Άντονι ήταν ένας σόναχι, σαν τους παλιούς Ιρλανδούς αφηγητές ιστοριών. Οι αφηγήσεις του ήταν τόσο καλές που μπορούσε να κάνει τα μαλλιά του ακροατή του να σηκωθούν όρθια και τα παιδιά να τρέξουν κοντά στη μητέρα τους. Είχε και την όψη αφηγητή, με το μικρό του ανάστημα, τα χαρούμενα γαλάζια μάτια και τ’ ασημένια μαλλιά.

«Μπα, σίγουρα θα τις έχετε ήδη ακούσει όλες», είπε με τη σιγανή, ελαφρώς βραχνή φωνή του, όπως έκανε πάντα όταν ξεκινούσε τις αφηγήσεις του.

Η Ρόζι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ξεγλιστρήσει από την πίσω πόρτα της κουζίνας. Χρειαζόταν απεγνωσμένα λίγο φρέσκο αέρα. Καθώς περπατούσε, οι ήχοι των εορτασμών την ακολουθούσαν. Περπάτησε πιο γρήγορα προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό της. Τελικά κάθισε σ’ ένα κούτσουρο και ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο του Μεγάλου Σπιτιού. Ένα βελούδινο σκοτάδι την περιέβαλε.

Ένα θραύσμα φωτός έσκισε το σκοτάδι καθώς άνοιξε η μπροστινή πόρτα και άκουσε φωνές να έρχονται από τα σκαλοπάτια. Ήταν ο Βαλεντάιν και η Βικτόρια. Είχαν τις πλάτες τους γυρισμένες προς εκείνη καθώς περπατούσαν λίγο πιο πέρα από το σπίτι. Κράτησε την ανάσα της και ζάρωσε πίσω, πιο κοντά στον τοίχο.

«Κάνει κρύο εδώ έξω», είπε η Βικτόρια.

«Το ξέρω, αλλά χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα».

«Σσς, άκου. Οι υπηρέτες πρέπει να έχουν γιορτή. Ω, η μουσική ακούγεται τόσο χαρωπή. Ίσως πρέπει να πας κι εσύ, Βαλεντάιν».

«Όχι. Δεν νομίζω πως θα είμαστε ευπρόσδεκτοι. Άσ’ τους να έχουν τη νύχτα όλη δική τους, ένας Θεός ξέρει πόσο τους αξίζει λίγος χρόνος μακριά μας».

«Αναρωτιέμαι αν η Ρόζι είναι μαζί τους».

Μεσολάβησε λίγος χρόνος προτού ο Βαλεντάιν απα-ντήσει.

«Πιστεύω πως είναι. Νομίζω πως χορεύει με τους υπόλοιπους».

«Μου λείπει, Βαλεντάιν, μου λείπει το πώς ήταν τα πράγματα παλιά μεταξύ μας».

Ο Βαλεντάιν δεν απάντησε.

«Ήμασταν τόσο καλές φίλες», συνέχισε η Βικτόρια. «Μοι-ραζόμασταν όλα μας τα μυστικά. Τώρα όμως δεν θέλει να έχει καμία σχέση μαζί μου. Με αποφεύγει με κάθε ευκαιρία. Δεν την καταλαβαίνω όμως. Προσπάθησε να μου εξηγήσει τα πάντα όταν της ζήτησα να γίνει η προσωπική μου υπηρέτρια».

«Τι έκανες, λέει;»

«Μα μου φαίνεται απολύτως λογικό», διαμαρτυρήθηκε η Βικτόρια. «Ήταν ένας τρόπος για να ’μαστε μαζί, να εξερευνήσουμε την Ευρώπη και…»

«Ω Βικτόρια, πώς μπόρεσες; Δεν συνειδητοποιείς πόσο θα την ταπείνωσε αυτό; Την καημένη τη Ρόζι!»

«Πάντως, αφού μου εξήγησε πώς έχουν τα πράγματα, κατάλαβα το σκεπτικό της. Γι’ αυτό πήρα την αδελφή της στη θέση της. Εξακολουθώ όμως να μη γνωρίζω τον λόγο που δεν μου μιλάει σαν τον παλιό καιρό».

Ο Βαλεντάιν αναστέναξε.

«Μα δεν βλέπεις; Είναι εγκλωβισμένη σε μια απίστευτη κατάσταση. Είναι υπηρέτρια τώρα, και οι υπηρέτες δεν επιτρέπεται να συγχρωτίζονται μαζί μας – κάτι τέτοιο θα αναστάτωνε όλη την τάξη των πραγμάτων. Ο κύριος Μπερκ μάλιστα της απαγόρευσε να καθαρίζει το δωμάτιό μου επειδή πήγαμε μαζί για ιππασία». Το ύφος του Βαλεντάιν είχε μια πικρία. «Πόσο μισώ αυτή την καλή κοινωνία και τους κανόνες της!»

Τα δόντια της Βικτόριας άρχισαν να κροταλίζουν.

«Έτσι είναι τα πράγματα. Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά γι’ αυτό. Έλα, πάμε μέσα. Έχω παγώσει».

«Πήγαινε εσύ. Έχω ανάγκη να μείνω λίγο ακόμα εδώ έξω για λίγο».

Το φως χάθηκε καθώς η Βικτόρια έκλεισε την πόρτα αφήνοντας τη Ρόζι περικυκλωμένη από το σκοτάδι. Παρέμεινε ακίνητη, μην τολμώντας καν ν’ αναπνεύσει. Μια σπίθα τρεμόπαιξε καθώς ο Βαλεντάιν άναψε ένα τσιγάρο. Κάθε παρόρμηση μέσα της την καλούσε να τρέξει καταπάνω του και να τον αγκαλιάσει, να του πει πως τον αγαπούσε, να τον εκλιπαρήσει να μη φύγει για την Αμερική. Δεν μπορούσε όμως να κουνηθεί. Εκείνος περπάτησε μπροστά της, τόσο κοντά που θα μπορούσε να τον αγγίξει. Αντ’ αυτού ζάρωσε προς τα πίσω σαν να ήλπιζε πως ο τοίχος θα την κατάπινε.

Ο Βαλεντάιν άρχισε να σφυρίζει τη μουσική που ξεχυνόταν από την κουζίνα μέσα από τα παράθυρα του υπογείου. Η Ιμέλντα τραγουδούσε άλλη μια μελαγχολική μελωδία – μια ιστορία αγάπης, απώλειας και σπαραγμού. Η φωνή της θύμιζε εκείνη της μοιρολογίστρας σε κηδεία. Ένας πνιχτός λυγμός βγήκε από τον λαιμό της Ρόζι. Ο Βαλεντάιν σταμάτησε το σφύριγμα.

«Ποιος είναι εκεί;» φώναξε. «Έλα έξω για να σε δω».

Η Ρόζι έμεινε ακίνητη. Ίσως να νόμιζε ότι ο θόρυβος προήλθε από κάποιο ζώο. Ο Βαλεντάιν όμως προχώρησε κατευθείαν προς το μέρος της.

«Βγες έξω, σε παρακαλώ».

Διστακτικά, μάζεψε το φουστάνι της και σηκώθηκε. Εκείνος άναψε ένα σπίρτο και πλησίασε πιο κοντά.

«Ρόζι;» ανέπνευσε ανακουφισμένος μόλις την αναγνώρισε. «Ρόζι, τι στην ευχή κάνεις εδώ;»

Η Ρόζι έστρεψε το πρόσωπό της αλλού. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να δει σε πόσο απελπιστική κατάσταση βρισκόταν.

«Βγήκα απλώς έξω για να πάρω λίγο καθαρό αέρα», είπε. «Αυτή η ζέστη στην κουζίνα πνίγει μέχρι και γουρούνι».

Προσπάθησε να ακουστεί ανέμελη, αλλά τα λόγια της ήταν σαν κοφτερά γυαλιά μες στον λαιμό της και δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει.

Ο Βαλεντάιν την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε προς το φως.

«Τι συμβαίνει, Ρόζι;»

«Τίποτα», είπε εκείνη. «Απλώς ήθελα λίγο αέρα, αυτό είν’ όλο».

«Περπάτα μαζί μου».

Ήταν εντολή.

«Το ξέρεις πως δεν επιτρέπεται να με δουν μαζί σου, Βαλεντάιν. Ο κύριος Μπερκ ήδη με προειδοποίησε. Θα με απολύσουν».

Ο Βαλεντάιν την αγνόησε.

«Περπάτα μαζί μου», είπε ξανά.

Τον άφησε να την οδηγήσει πίσω από το σπίτι, μέσα από τους πίσω κήπους με το γρασίδι και από την πύλη που οδηγούσε στον κήπο. Σκόνταφτε μες στο σκοτάδι και το χέρι του έσφιγγε περισσότερο τη μέση της. Τα πόδια τους σέρνονταν ηχηρά στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Εκείνη γνώριζε κάθε σπιθαμή αυτού του κήπου, ακόμα και στα σκοτεινά. Το ίδιο κι ο Βαλεντάιν.

«Ας καθίσουμε», είπε βοηθώντας τη να καθίσει σ’ ένα πέτρινο παγκάκι. «Κανένας δεν μπορεί να μας δει εδώ».

Είχε δίκιο. Βρίσκονταν στην απέναντι πλευρά του σπιτιού από τη μεριά της κουζίνας, με τους στάβλους και το προαύλιο ανάμεσά τους. Δεν μπορούσαν πια ν’ ακούσουν τη μουσική. Ο κήπος ήταν τυλιγμένος στη σιωπή. Ο Βαλεντάιν πήρε το χέρι της Ρόζι μες στο δικό του και κάθισαν μαζί, χωρίς να μιλάει κανένας τους.

Η Ρόζι ηρέμησε και ακούμπησε στον ώμο του, αφήνοντας την προηγούμενη έντασή της να στραγγίξει από το κορμί της. Δεν ένιωθε ούτε ευτυχία ούτε χαρά, ένιωθε μόνο ανακούφιση.

Ο Βαλεντάιν άναψε άλλο ένα τσιγάρο και ρούφηξε βαθιά.

«Λυπάμαι, Ρόζι», είπε τελικά.

«Για ποιο πράγμα;»

«Που δεν σε αναζήτησα νωρίτερα. Που κορόιδευα τον εαυτό μου ότι θα ήσουν καλύτερα χωρίς τη συντροφιά μου». Έκανε μια παύση. «Που έπεισα τον εαυτό μου πως δεν σ’ αγαπούσα πια».

Γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Η Ρόζι ακούμπησε το πρόσωπό της στην πλάτη του. Μπορούσε ν’ ακούσει την καρδιά του να χτυπά. Ή μήπως ήταν η δική της; Περίμενε. Τον είχε ακούσει καθαρά; Είπε πως την αγαπά; Εκείνος ξαφνικά γύρισε προς το μέρος της.

«Ω, μα σ’ αγαπώ πραγματικά, Ροϊσίν Νταβ. Και μισώ τον εαυτό μου που δεν είχα το κουράγιο να κάνω κάτι γι’ αυτό. Λαχταρώ να σε σφίξω στην αγκαλιά μου και να τρέξουμε μακριά σ’ ένα μέρος όπου κανένας δεν μας ξέρει και κανένας δεν νοιάζεται για την κοινωνική μας θέση σ’ αυτή τη ζωή».

Η καρδιά της Ρόζι κόντευε να σπάσει. Ναι, της έλεγε πως την αγαπούσε. Πόσο καιρό περίμενε για να ακούσει αυτά τα λόγια; Η χαρά και η ανυπομονησία την πλημμύρισαν. Της ζητούσε να το σκάσει μακριά μαζί του. Ξαφνικά ένιωθε σαν χαζοβιόλα. Και βέβαια θα πήγαινε μαζί του – πώς μπορούσε ν’ αμφιβάλλει γι’ αυτό;

Σηκώθηκε και του χαμογέλασε πλατιά.

«Ω Βαλεντάιν, σ’ αγάπησα από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Θα σε ακολουθήσω οπουδήποτε. Δεν το ξέρεις αυτό;»

Εκείνος φάνηκε να διστάζει.

«Δεν έχω όμως καθόλου χρήματα, καμία κληρονομιά, καμία προοπτική…» άρχισε.

Η Ρόζι πλησίασε και ακούμπησε τα δάχτυλά της στα χείλη του.

«Σσς», ψιθύρισε, «δεν με νοιάζει τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μόνο που θέλω είναι να ’μαι μαζί σου».

Εκείνος αναστέναξε. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του στο σκοτάδι, αλλά ένιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Το ξέρω, Ρόζι», είπε τελικά. «Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι άντρες είναι σε θέση να αγνοούν τους περιορισμούς και τα καθήκοντα της κοινωνικής τους τάξης, εγώ όμως τα άφησα να γίνουν τα δεσμά μου». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισα να πάω τελικά στην Αμερική. Ονειρεύομαι πως, αν μπορέσω να κάνω την τύχη μου εκεί, θα μπορούσα να σε πάρω μαζί μου και θα ήμασταν ελεύθεροι να ζήσουμε τις ζωές μας. Αυτό όμως σημαίνει πως εσύ θα έπρεπε να με περιμένεις, και δεν θα σου ζητήσω να το κάνεις αυτό. Είσαι νέα και όμορφη και έχεις ολόκληρη ζωή μπροστά σου. Δεν πρέπει να την αφήσεις να περάσει περιμένοντας εμένα».

«Σταμάτα, Βαλεντάιν. Φυσικά και θα σε περιμένω».

Ο Βαλεντάιν έσκυψε το κεφάλι.

«Δεν καταλαβαίνεις, Ρόζι. Αυτά τα όνειρα δεν είναι ρεαλιστικά, όσο κι αν θα ’θελα να είναι. Η πραγματικότητα είναι πως δεν είμαι κατάλληλος για επιχειρήσεις. Δεν έχω το μυαλό και, όπως φροντίζει ο μπαμπάς να μου υπενθυμίζει, μου λείπει το τσαγανό για να μείνω πιστός σε μια πρόκληση».

Η Ρόζι αναστέναξε. Πώς μπορούσε να πιστεύει τέτοια πράγματα για τον εαυτό του;

«Βαλεντάιν, το μόνο που χρειάζεσαι είναι να βρεις τον δρόμο σου – αυτό που θα κάνει την καρδιά σου να τραγουδά. Μην ακούς τον μπαμπά σου. Εγώ έχω πίστη σ’ εσένα».

Ο Βαλεντάιν έσβησε το τσιγάρο του με το πόδι του.

«Το πρόβλημα είναι, Ρόζι, πως πλέον δεν πιστεύω εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου».

Κάθισαν σιωπηλοί. Η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη και γαλήνια. Κανένα πουλί δεν είχε ξυπνήσει ακόμη, αλλά ένα πέπλο από χλομό φως, που σερνόταν πάνω από τις μαύρες σιλουέτες του όρους Νέφιν πέρα μακριά, ήταν σημάδι πως πλησίαζε η αυγή. Λίγα λεπτά νωρίτερα η Ρόζι ήταν πλημμυρισμένη από ευτυχία. Τώρα ο Βαλεντάιν προσπαθούσε να της αρπάξει αυτήν την ευτυχία. Της είχε πει πως την αγαπούσε και τώρα την έσπρωχνε μακριά.

Ξαφνικά, βρέθηκαν να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται παθιασμένα στα χείλη, με τις ανάσες τους να βγαίνουν σε κοφτούς σπασμούς. Η Ρόζι κλείδωσε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και τον τράβηξε πιο κοντά, σαν να ήταν η μόνη αληθινή δύναμη που μπορούσε να τον κρατήσει δίπλα της για πάντα. Δεν της αντιστάθηκε. Αντ’ αυτού, τα φιλιά του έγιναν ακόμα πιο παθιασμένα και την έσφιξε τόσο δυνατά που της κόπηκε η ανάσα. Πίεσε το σώμα της στο δικό του, σαν να προσπαθούσε να τα ενώσει σ’ ένα. Έμειναν έτσι για πολλή ώρα, κι ύστερα με μια κραυγή την έσπρωξε μακριά του. Παρότι δεν μπορούσε να το δει, ψηλάφισε το πρόσωπό του και ένιωσε τα δάκρυά του.

«Μην πας», έκλαψε.

«Αντίο, Ροϊσίν Νταβ».

Της φίλησε τα χέρια καθώς εκείνη χάιδεψε το πρόσωπό του, κι έπειτα έπιασε τους καρπούς της και την έσπρωξε μακριά πιο δυνατά κι από πριν. Χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και απομακρύνθηκε δίχως να κοιτάξει πίσω.

Η Ρόζι τού ψιθύρισε στο σκοτάδι:

«Θα σε περίμενα, Βαλεντάιν».

Ήξερε όμως ότι δεν την είχε ακούσει.

Εκείνη τη νύχτα δεν πήγε στο δωμάτιό της. Επέστρεψε στην αγροικία των Κιλίν. Η μαμά της έκανε τον σταυρό της, άνοιξε την πόρτα και είδε την κόρη της να στέκει εκεί στο κρύο και στο σκοτάδι.

«Παναγία μου, τι συμβαίνει; Είναι άσχημα τα νέα;»

Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι της.

«Όχι, μαμά. Θα μ’ αφήσεις να περάσω; Έχω ξεπαγιάσει από το κρύο».

Η Ρόζι κάθισε. Ο μπαμπάς της ροχάλιζε στο ντιβάνι δίπλα στη φωτιά και τα αγόρια είχαν αποκοιμηθεί στο πίσω δωμάτιο. Η μαμά έβαλε το τσαγιερό στην άκρη της τύρφης για να το ζεστάνει, έπειτα έβαλε τσάι σε μια κούπα, πρόσθεσε γάλα και ζάχαρη και το έδωσε στην κόρη της.

«Σε απέλυσαν; Αχ, Ρόζι, πόσες φορές δεν ανησύχησα πως μια απ’ αυτές τις μέρες θα άφηνες τον θυμό σου να επικρατήσει!»

«Όχι, τίποτα τέτοιο, μαμά».

Η Ρόζι ήπιε μια γουλιά τσάι. Πώς να εξηγούσε στη μαμά της τι είχε συμβεί όταν με δυσκολία μπορούσε να το εξηγήσει στον ίδιο της τον εαυτό; Πώς μπορούσε να εκφράσει με λόγια όσα σήμαινε η προδοσία του Βαλεντάιν για εκείνη; Ναι, ήταν προδοσία, ακόμα κι αν εκείνος δεν το είχε δει έτσι. Είχε προδώσει τα όνειρά της. Είχε διαλύσει την ελπίδα που έτρεφε όλους εκείνους τους μήνες, την είχε γονατίσει, την είχε ταπεινώσει.

«Είμαι ράκος από την κούραση, μαμά. Μπορούμε να τα πούμε αργότερα; Θέλω απλώς να πέσω για ύπνο».

Η Ρόζι περιεργάστηκε το πρόσωπο της μαμάς της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο είχε γεράσει τους τελευταίους μήνες. Βαθιές γραμμές έσκαβαν τα δαρμένα από τον χρόνο μάγουλά της και τα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους. Ένα κύμα λύπης την κατέκλυσε. Ετοιμαζόταν να ραγίσει την καρδιά της μαμάς της, όπως ακριβώς είχε κάνει και η Μπρίντι. Τι άλλο όμως μπορούσε να κάνει; Έπρεπε να φύγει. Δεν θα πατούσε ποτέ το πόδι της ξανά στο Ένισμορ. Αλλά ούτε μπορούσε να μείνει και στην αγροικία. Εδώ υπήρχαν υπερβολικά πολλές αναμνήσεις. Το πνεύμα της εδώ θα πέθαινε.

Τέλος 9ου κεφαλαίου