ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7


«Δεν υπάρχει βιάση, Μπρίντι», είπε η μαμά. «Η Ρόζι σίγουρα τα πάει περίφημα εκεί, και μας δίνει και μέρος του μισθού της, όπως έκανες κι εσύ. Άσ’ τη να μείνει λίγο ακόμη». Μέχρι τον Αύγουστο, η υγεία της Μπρίντι είχε βελτιωθεί. Ήταν σε θέση να κάνει περιπάτους έξω χωρίς να της κόβεται η ανάσα και να βοηθά τη μαμά της με τις δουλειές του σπιτιού. Είχε άγχος να επιστρέψει ξανά στη δουλειά της στο Ένισμορ, αλλά ο γιατρός επέμενε πως έπρεπε να μείνει στο σπίτι για ακόμη ένα δεκαπενθήμερο.

Η Μπρίντι συνοφρυώθηκε.

«Μπορεί να αρχίσει να της αρέσει πολύ. Και τότε πού θα πάω εγώ;»

«Μη φοβάσαι γι’ αυτό», είπε η μαμά. «Μπορώ να σε δια-βεβαιώσω πως θα φύγει τρέχοντας από κει αμέσως μόλις βρει την ευκαιρία. Είναι σπουδαίο κορίτσι που έχει αντέξει όσο έχει αντέξει».

Η Μπρίντι δεν ήθελε να δείξει την ευγνωμοσύνη της.

«Πληρώνεται γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;»

Ο μισθός της ήταν το μοναδικό φωτεινό σημείο στη ζωή της Ρόζι. Μπόρεσε να βάλει λίγα χρήματα στην άκρη από τότε που είχε αρχίσει να δουλεύει. Δεν ήταν βέβαια αρκετά για να την πάνε πολύ μακριά, αλλά τουλάχιστον ήταν μια αρχή. Πέρα απ’ αυτό, όμως, οι αγγαρείες και η ταπείνωση ήταν χειρότερες από ποτέ. Είχε παρακούσει τις εντολές του κυρίου Μπερκ να μην πλησιάσει τον Βαλεντάιν. Του εξήγησε λοιπόν την κατάσταση το επόμενο πρωί καθώς άναβε τη φωτιά στο δωμάτιό του.

«Μα αυτό είναι γελοίο», είπε εκείνος. «Πώς μπορεί να σου λέει τι να κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου;»

«Εσύ γίνεσαι γελοίος. Εσύ πρώτος απ’ όλους θα ’πρεπε να ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα στη φάρα σας και στους υπηρέτες».

Το ύφος της Ρόζι ήταν πικρό.

«Τη φάρα μας;»

«Ναι, τη φάρα σας», η Ρόζι δεν μπορούσε να κρύψει τη σύγχυσή της. «Δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά έπιπλα για εσάς. Δεν πρέπει να μας βλέπετε ή να μας ακούτε. Σκέψου πώς φέρεσαι στους άλλους υπηρέτες. Βάζω στοίχημα ότι δεν ξέρεις καν τα ονόματά τους».

Χωρίς να το συνειδητοποιεί, η Ρόζι είχε αρχίσει να βλέπει την πλευρά των υπηρετών πιο καθαρά. Στο παρελθόν, όταν η Μπρίντι τής έλεγε ιστορίες και παραπονιόταν, η Ρόζι δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία. Τώρα όμως είχε αυτόν τον ρόλο η ίδια και έβλεπε πόσο εξαθλιωμένες και περιορισμένες ήταν οι ζωές τους· και ενώ εξακολουθούσε να μην αποδέχεται πως ανήκει στον κόσμο τους, μια νέα κατανόηση και συμπόνια είχε πάρει τη θέση της πρότερης πικρίας της.

«Εκείνοι δεν έχουν σημασία για μένα. Εσύ έχεις». Ο Βαλεντάιν έκανε μια παύση. «Τουλάχιστον», συνέχισε, «μπορούμε να συναντιόμαστε εδώ κάθε μέρα, όπου δεν μπορεί να μας κατασκοπεύσει κανένας».

«Δεν παραιτείσαι με τίποτα, έτσι; Σε πληροφορώ, λοιπόν, ότι ο κύριος Μπερκ το σκέφτηκε κι αυτό, και από αύριο θα έρχεται μια νεαρή υπηρέτρια, η Θέλμα, να φροντίζει το δωμάτιό σου».

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε ο Βαλεντάιν.

Η Ρόζι θα είχε γελάσει αν δεν ήταν τόσο ταραγμένη. Ο Βαλεντάιν είχε μόλις αποδείξει πόσο δίκιο είχε ότι δεν γνώριζε καν τους υπηρέτες του.

«Γεια σου, Βαλεντάιν», είπε καθώς γύρισε για να βγει από το δωμάτιο.

Χωρίς προειδοποίηση την άρπαξε από τη μέση και τη στριφογύρισε. Έγειρε πάνω της και τη φίλησε σφιχτά στο στόμα. Εκείνη ξαφνιάστηκε τόσο ώστε παραλίγο να της πέσει ο κουβάς με τις στάχτες. Τραβήχτηκε απότομα.

«Για όνομα του Θεού, Βαλεντάιν! Τι σου είπα μόλις;»

«Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα, Ρόζι».

Καθώς κατέβαινε τις πίσω σκάλες, η Ρόζι ένιωσε να καταλαμβάνεται από ένα παράξενο μείγμα ενθουσιασμού και ντροπής. Είχε τόσο πολλές φορές φανταστεί πώς θα ήταν αν ο Βαλεντάιν τη φιλούσε –πάντοτε όμως ήταν στον κήπο κάτω από το φεγγαρόφωτο ή στο νεραϊδόκαστρο στο δάσος– αλλά δεν είχε φανταστεί πως αυτό θα γινόταν στο ίδιο του το δωμάτιο με την ίδια να κρατά έναν κουβά γεμάτο στάχτες στο χέρι της. Όμως την είχε όντως φιλήσει.

«Αχ, Βαλεντάιν!» είπε στον εαυτό της. «Γιατί πρέπει να φύγεις και να κάνεις τα πράγματα τόσο δύσκολα;»

Την εβδομάδα προτού επιστρέψει η Μπρίντι στη δουλειά, η λαίδη Ένις και η Βικτόρια επέστρεψαν στο Ένισμορ απρόσμενα. Δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο από πλευράς της λαίδης Ένις να κάνει κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με τους υπηρέτες, ήταν ο τρόπος της για να τους κρατάει σε εγρήγορση. Συνέβη τόσο ξαφνικά που η Ρόζι δεν είχε χρόνο να ετοιμαστεί για την πρώτη της συνάντηση με τη Βικτόρια. Κρύφτηκε πίσω από μια καμπυλωτή σκάλα στον κεντρικό διάδρομο. Από εκεί μπορούσε να δει την κυρία Μέρφι και τον κύριο Μπερκ σχεδόν να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον για να φτάσουν στην μπροστινή πόρτα. Η Ιμέλντα Φοξ μπήκε πρώτη, χωρίς να φαίνεται περισσότερο χαρούμενη απ’ ό,τι την ημέρα που έφυγε. Η Σεζόν δεν είχε κάνει και πολλά όσον αφορούσε τη βελτίωση της ιδιοσυγκρασίας της, σκέφτηκε η Ρόζι. Μετά μπήκε η λαίδη Ένις, δίνοντας διαταγές σε όλους όσοι βρίσκονταν σε ακτίνα ακοής.

Ύστερα έφτασε και η Βικτόρια. Η Ρόζι συγκράτησε μια βαθιά αναπνοή. Μετά βίας αναγνώρισε τη φίλη της. Φαινόταν να έχει ψηλώσει αρκετά, αλλά αυτό μπορεί να συνέβαινε επειδή η άμαξά της ήταν τόσο υπερυψωμένη ή επειδή τα φτερά του καπέλου της ήταν τόσο ψηλά – η Ρόζι δεν ήταν σίγουρη. Γι’ αυτό που ήταν σίγουρη ήταν ότι, ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, το κορίτσι είχε αλλάξει. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν πια κορίτσι αλλά μια νεαρή κομψή κυρία. Η Ρόζι ξαφνικά ένιωσε αλλόκοτη και χοντροκομμένη. Κόλλησε πίσω από τις σκάλες ώσπου να περάσει η Βικτόρια.

Εκείνο το απόγευμα, στην αίθουσα της υπηρεσίας, η Σάντι Κάναβαν πρωταγωνίστηκε σε όλα τα κουτσομπολιά.

«Η λαίδη Λουίζα είναι έξω φρενών που γύρισαν τόσο νωρίς. Το απολάμβανε τόσο που είχε το σπίτι όλο δικό της. Είναι αμοιβαία τα αισθήματα μεταξύ των δύο αδελφών, σας το λέω».

Ο κύριος Μπερκ ξερόβηξε, αλλά η Σάντι τον αγνόησε.

«Και σαν να μην έφτανε αυτό, λέει πως η δεσποινίς Βικτόρια δεν πρόκειται να μείνει πολύ. Φαίνεται πως θέλει να πάει στο Λονδίνο να επισκεφθεί μερικούς από τους καινούργιους φίλους της, και χρειάζεται έναν συνοδό, κι έπεσε ο κλήρος στη λαίδη Λουίζα γι’ αυτή τη δουλειά. Σχεδόν τη λυπάμαι την αφεντιά της. Είναι σίγουρο πως δεν έχει δική της ζωή καθόλου».

Ο κύριος Μπερκ ξαναξερόβηξε, αλλά προτού προλάβει να επαναφέρει τη Σάντι στην τάξη, εκείνη άρχισε πάλι, αυτή τη φορά κοιτάζοντας απευθείας τη Ρόζι.

«Σύμφωνα με τη λαίδη Λουίζα, οι καινούργιοι φίλοι της Βικτόριας είναι της δικής της τάξης – ξέρεις, ευγενείς. Ω, και λέει πως πρέπει να έχει τη δική της υπηρέτρια τώρα, και πρέπει να της απευθυνόμαστε ως “λαίδη Βικτόρια”. Φοβόμουν στην αρχή πως θα έπρεπε να δουλεύω και για εκείνη πέρα από τη δική μου δουλειά, αλλά δόξα τω Θεώ επιμένει να έχει μια προσωπική υπηρέτρια. Ίσως να είναι μια καλή δουλειά για εσένα, Ρόζι, τώρα που η Μπρίντι επιστρέφει στο πόστο της».

Μια σιωπή απλώθηκε γύρω από το τραπέζι. Ο κύριος Μπερκ έσκυψε για να πει την προσευχή. Οι υπόλοιποι κοίταγαν τη Ρόζι στα μάτια καθώς μουρμούριζαν τα λόγια. Η Ρόζι είχε γίνει κατακόκκινη. Ένιωθε μια ανακατωσούρα στο στομάχι. Υπηρέτρια της Βικτόριας; Δεν είχε ήδη υποστεί αρκετή ταπείνωση; Ξεροκατάπιε και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει.

«Είμαι σίγουρη πως η δεσποινίς Βικτόρια θα επιθυμούσε μια υπηρέτρια πιο έμπειρη από εμένα. Εξάλλου, είμαι ένα απλό κορίτσι από την επαρχία. Εκείνη θα θέλει κάποια που να γνωρίζει τις τελευταίες τάσεις της μόδας και των κομμώσεων. Είμαι σίγουρη πως έχει ήδη διαλέξει κάποια από το Λονδίνο».

Χρειάστηκε κάθε ψήγμα κουράγιου που είχε η Ρόζι για να μείνει και να φάει το δείπνο της σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Μασούσε το φαγητό της χωρίς να δείχνει τα σημάδια του άγχους της. Ο Μπρένταν την κοίταγε επίμονα. Εκείνη νόμιζε πως διέκρινε οίκτο στα μάτια του και δεν μπορούσε να κρύψει τoν θυμό που της προκάλεσε ως το τέλος του δείπνου. Δεν βιάστηκε να σηκωθεί από το τραπέζι όπως θα έκανε συνήθως, γνωρίζοντας πως θα γινόταν αντικείμενο του σχολιασμού τους. Δεν θα τους έδινε αυτή την ικανοποίηση.

Αργότερα, καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι αγνοώ-ντας την ακατάσχετη φλυαρία της Σάντι, σκεφτόταν τη Βικτόρια. Θα ήταν τόσο αναίσθητη ώστε να της ζητήσει να γίνει η υπηρέτριά της; Δεν συνειδητοποιούσε πόσο θα την πλήγωνε; Αλλά και πάλι, από την ερχόμενη εβδομάδα η Μπρίντι θα επέστρεφε και η Ρόζι θα έμενε χωρίς δουλειά. Όχι, σκέφτηκε. Όχι. Ακόμη κι αν ήμουν έξω στους βάλτους λιμοκτονώντας για ένα κομμάτι ψωμί, δεν θα υπέβαλα τον εαυτό μου σε τέτοια ταπείνωση.

«Μα είναι ένα τέλειο πλάνο, δεν το βλέπεις, Ρόζι;» της είπε η Βικτόρια το επόμενο πρωί. «Θα μπορούσαμε να μοιραζόμαστε η μία τη συντροφιά της άλλης και τα μυστικά μας όπως ακριβώς πριν».

Η Ρόζι στάθηκε δίπλα στη φωτιά και κοίταξε τη φίλη της. Δεν γνώριζε πλέον το κορίτσι που καθόταν απέναντί της στο καθιστικό του Ένισμορ. Ω, έμοιαζε ίδια, ήταν όμορφη όπως πάντα, και ακόμα πιο όμορφη, για την ακρίβεια. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν μαζεμένα στην κορυφή του κεφαλιού της σαν σχοινιά από μέλι και τα γαλάζια μάτια της ήταν καθαρά σαν τη λίμνη που στραφτάλιζε έξω από το παράθυρο. Η Ρόζι ένιωσε μιαν απόσταση ανάμεσά τους που δεν υπήρχε ποτέ πριν.

Η Βικτόρια συνέχισε.

«Είμαι πολύ χαρούμενη που το σκέφτηκα. Οι φίλοι μου κι εγώ σκοπεύουμε να περάσουμε πολύ χρόνο στο εξωτερικό. Σκέψου μόνο πώς θα ήταν να βλέπαμε το Παρίσι και τη Ρώμη μαζί, και…»

«Λυπάμαι», είπε η Ρόζι κοιτάζοντας χαμηλά τις φθαρμένες μπότες της. «Απλώς δεν μπορώ να το κάνω. Νόμιζα πως θα καταλάβαινες».

«Εξήγησέ μου τότε». Το ύφος της Βικτόριας ήταν ανυπόμονο. «Εξήγησέ μου τότε γιατί αρνείσαι μια τόσο υπέροχη ευκαιρία. Γιατί είσαι τόσο αχάριστη;»

Η Ρόζι απέστρεψε το βλέμμα της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Πώς μπορούσε να εξηγήσει σ’ αυτό το κορίτσι, που είχε υπάρξει η πιο κοντινή της φίλη, τον πόνο και την ταπείνωση που αισθανόταν; Αναζήτησε τις κατάλληλες λέξεις, αλλά όλη η καταπιεσμένη σύγχυση ξεχύθηκε με άχτι από μέσα της. Ένιωθε σαν παιδί που το κατηγορούσαν αδίκως για κάποια ζημιά.

«Δεν είμαι αχάριστη. Δεν συνειδητοποιείς τι μου έκανες; Με έκλεψες από την ίδια μου την οικογένεια και με έφερες στον κόσμο σου, και όταν ολοκλήρωσα τον σκοπό μου με πέταξες σαν να ’μουν κάνα παλιό σου φουστάνι», είπε γυρνώντας να κοιτάξει τη Βικτόρια. «Και τώρα δεν ανήκω πουθενά. Οι υπηρέτες με απεχθάνονται, το ίδιο και η οικογένειά σου. Έτσι θα κάνουν και οι φίλοι σου».

«Μα δεν ήταν έτσι, ασφαλώς και δεν ήταν», διαμαρτυρήθηκε η Βικτόρια, ενώ σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Ήμαστε ευτυχισμένες μαζί. Ήμαστε φίλες».

«Δεν υπήρξαμε ποτέ πραγματικές φίλες. Όλη αυτή η φλυαρία για το πώς θα μεγαλώσουμε μαζί και θα βρούμε συζύγους και θα ζούμε η μία δίπλα στην άλλη για την υπόλοιπη ζωή μας, ήταν όλα ψέματα».

Η Βικτόρια αναστέναξε.

«Ω Ρόζι, ήμασταν παιδιά», ψιθύρισε. «Χαιρόμασταν να φανταζόμαστε πράγματα. Και ήμασταν όντως φίλες. Τα πράγματα όμως δεν θα μπορούσαν να μείνουν ίδια για πάντα. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό. Προερχόμαστε από δύο διαφορετικούς κόσμους και δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε για να το αλλάξουμε αυτό».

«Το ξέρω», είπε η Ρόζι. «Μα με βασανίζει στ’ αλήθεια».

Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, τρίβοντας με τις γροθιές της τα μάτια της, όπως ακριβώς έκανε όταν ήταν παιδί.

Η Βικτόρια πλησίασε και έπιασε το χέρι της Ρόζι.

«Μην κλαις. Λυπάμαι που σε ρώτησα. Βλέπω τώρα πόσο ταπεινωτικό θα υπήρξε για σένα. Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο άσπλαχνη; Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με».

Τελικά ήταν η Μπρίντι που αποδέχθηκε τη θέση της προσωπικής υπηρέτριας της Βικτόριας.

«Και να σκεφτείς πως τούτη δω πίστευε ότι ήταν πολύ καλή γι’ αυτό», είπε η Μπρίντι στη μητέρα της.

«Δεν το πίστευα», διαμαρτυρήθηκε η Ρόζι.

«Το πίστευες», επέμεινε η Μπρίντι. «Θα έλεγα μάλιστα πως ήλπιζες κιόλας η δεσποινίς Βικτόρια να σου ζητήσει να πας μαζί της ως συνοδός της».

«Όχι», είπε ψέματα η Ρόζι κοκκινίζοντας.

Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν που πραγματικά ήλπιζε. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ήταν καταδικασμένη να παραμείνει στο Ένισμορ τρίβοντας πατώματα στη θέση της Μπρίντι.

«Ω, έλα τώρα, Ρόζι, σίγουρα όλοι ξέρουν πως πίστευες ότι αξίζεις κάτι καλύτερο από εμάς τους υπόλοιπους».

Δάκρυα έκαψαν τα μάτια της Ρόζι.

«Μαμά, πες της να σταματήσει».

Η μαμά σηκώθηκε από το σκαμνί της πλάι στη φωτιά και πήγε να αγκαλιάσει τη Ρόζι.

«Έλα τώρα, άσ’ την ήσυχη, Μπρίντι. Εσύ σίγουρα σύντομα θα κερδίσεις αυτό που πάντοτε ήθελες – θα γίνεις μια υπηρέτρια λαίδης στο Μεγάλο Σπίτι».

Η Μπρίντι χαμογέλασε.

«Ναι, όντως», είπε, «και δεν έχω πρόθεση να πέσω ξανά στα τέσσερα ύστερα απ’ αυτό. Θα βλέπω τον κόσμο, να τι θα κάνω. Το Παρίσι και τη Ρώμη και όλα τα ξένα μέρη. Ποιος ξέρει τι τάξης ανθρώπους θα γνωρίσω».

Η Ρόζι δεν είχε δει ποτέ την Μπρίντι τόσο χαρούμενη. Ξεροκατάπιε από την πικρία που ανέβηκε μέσα της. Έπρεπε να χαίρεται για την αδελφή της και όχι να τη φθονεί για την καλή της τύχη. Συγχώρεσε τον εαυτό της, σκαρφάλωσε στη σκάλα που οδηγούσε πάνω στο δωμάτιό της, στη σοφίτα, και έπεσε στο κρεβάτι χωρίς καν να ανάψει τη λάμπα. Μπορούσε ν’ ακούσει την Μπρίντι και τη μαμά της να κουβεντιάζουν κάτω. Κοίταξε έξω από το μικρό παράθυρο. Ούτε καν το φεγγάρι δεν της έκανε συντροφιά, καθώς ήταν κρυμμένο πίσω από ένα παραπέτασμα από σύννεφα. Ήταν μόνη της.

Ολόκληρο το φθινόπωρο του 1910 μια ασταμάτητη βροχή έπεφτε πάνω στη γη, σαν να προσπαθούσε να ξεπλύνει τις αμαρτίες της ιστορίας που ακόμη κείτονταν εκεί. Οι υπηρέτες είπαν πως ήταν οι χειρότερες νεροποντές που είχαν δει ποτέ. Ο Άντονι Ουόλς έλεγε ιστορίες για άγριες καταιγίδες που είχαν ξεσπάσει στην Ιρλανδία πολύ προτού γεννηθεί οποιοσδήποτε απ’ αυτούς.

«Τούτος ο καιρός δεν μοιάζει καθόλου με τον κατακλυσμό και τη συμφορά εκείνων των εποχών», ανακοίνωσε κουνώντας τα μικρά του χέρια για να τονίσει τα λεγόμενά του.

Για τη Ρόζι, όμως, ήταν συμφορά. Η νοτισμένη ομίχλη απλωνόταν γύρω της σαν φυλακή, από την οποία δεν μπορούσε να βρει διαφυγή. Αφότου η Μπρίντι είχε φύγει για να συνοδέψει τη Βικτόρια στα ταξίδια της, συμφώνησαν να μείνει στη θέση της αδελφής της ως οικιακή βοηθός. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Δεν είχε αρκετά χρήματα στην άκρη για να πάει πιο μακριά από τη διπλανή πόλη και επιπλέον η οικογένειά της χρειαζόταν τον μισθό της περισσότερο από ποτέ. Μια αλεπού είχε σκοτώσει αρκετές από τις πιο παραγωγικές κότες της μαμάς. Η μαμά της είχε κότες όσο καιρό η Ρόζι τη θυμόταν. Συχνά αντάλλασσε αβγά στα μαγαζιά του χωριού με προϊόντα που χρειαζόταν η οικογένεια. Τώρα όμως, με ελάχιστα αβγά για ανταλλαγή, χρειάζονταν χρήματα, και δεν υπήρχαν αρκετά.

Η διάθεση στο τραπέζι του δείπνου των υπηρετών είχε γίνει βαριά. Σε όλους έλειπε η φλυαρία της Σάντι Κάναβαν. Η λαίδη Λουίζα είχε αρνηθεί να πάει με τη Βικτόρια ως συνοδός της αν δεν είχε τη δική της προσωπική υπηρέτρια. Η λαίδη Ένις είχε συμφωνήσει διστακτικά. Και καθώς έλειπε και η Μπρίντι, δεν υπήρχε καθόλου διασκέδαση. Ο Άντονι Ουόλς δεν ήταν σε θέση να τους φτιάξει το κέφι με το συνηθισμένο του κουβεντολόι και ο Μπρένταν Λιντς υπερανέλυε περισσότερο από το συνηθισμένο, ενώ η Ιμέλντα Φοξ ήταν περισσότερο κατηφής από τότε που επέστρεψε από τη Σεζόν. Δεν μιλούσε σε κανέναν εκτός από τον Μπρένταν, και η Ρόζι σκεφτόταν πως οι δυο τους έκαναν ένα αλλόκοτο ζευγάρι. Η μικρότερη υπηρέτρια, η Θέλμα, μια μεγαλόσωμη, αφράτη επαρχιωτοπούλα, κοκκίνιζε κάθε φορά που ο Σον, ο νεότερος λακές, την κοιτούσε. Μονάχα η κυρία Ο’Λίρι και νεαρός Σον έδειχναν αρκετά σημάδια ζωής.

Η Ρόζι προσπαθούσε να μη σκέφτεται τον Βαλεντάιν. Την πονούσε πολύ. Δεν τον είχε δει εδώ και μήνες, και ακουγόταν πως είχε πάει να επισκεφθεί κάποια ξαδέλφια του στην Αγγλία, σταλμένος, υπέθετε εκείνη, από τον απογοητευμένο πατέρα του. Δεν τον είχε δει καν για να τον αποχαιρετήσει. Δεν είχε και μεγάλη σημασία ούτως ή άλλως. Από τη διένεξή της με τη Βικτόρια, η Ρόζι είχε αποφασίσει να καταπνίξει όλες τις εναπομείνασες φαντασιώσεις μες στο κεφάλι της με όσο μένος κατέπνιγε τις φλόγες της φωτιάς.

Έσκυψε το κεφάλι και συγκεντρώθηκε στη δουλειά της. Κάθε μήνα είχε τη δυνατότητα να βάζει μερικά χρήματα στην άκρη. Σύντομα, είπε στον εαυτό της, θα είχε αρκετά ώστε να πάει στο Δουβλίνο. Προσπάθησε να μη σκέφτεται πως η φυγή αυτή θα σήμαινε εγκατάλειψη της οικογένειάς της. «Ας αφήσω τα αδέλφια μου να παίξουν τον ρόλο τους», είπε στον εαυτό της, «αντί να μιλάνε για το πώς θα πάνε στην Αμερική. Γιατί θα ’πρεπε αυτό να βαρύνει εμένα;» Και, πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, προσπάθησε να μη σκέφτεται πως η φυγή της σήμαινε εγκατάλειψη της κρυφής ελπίδας της για ένα μέλλον με τον Βαλεντάιν.

Η Μπρίντι έστελνε συχνά όλους εκείνους τους μήνες πολύχρωμες καρτ ποστάλ με ξένα γραμματόσημα, που η μαμά υπερήφανα τοποθετούσε στον μπουφέ της κουζίνας.

«Περνάει καλά, είναι βέβαιο», είπε η μαμά. «Και λέει πως η δεσποινίς Βικτόρια της φέρεται πολύ καλά. Αυτή η κοπέλα είναι πραγματικός άγγελος».

Η Ρόζι συχνά αναρωτιόταν γιατί η Βικτόρια είχε επιλέξει την Μπρίντι ως υπηρέτριά της. Ήταν προφανές σε όλους πως η Μπρίντι δεν είχε τα κατάλληλα προσόντα – γεγονός που αμέσως είχε επισημάνει η Σάντι Κάναβαν. Η κυρία Ο’Λίρι είπε ότι αυτό οφειλόταν στην ευγένεια της δεσποινίδας Βικτόριας – ήξερε ότι η Μπρίντι ήταν άρρωστη και ήθελε να της προσφέρει λίγες διακοπές. Ίσως η μαγείρισσα να είχε δίκιο. Όπως και να ’χε, υπέθετε πως έπρεπε να νιώθει ευγνώμων εφόσον η απουσία της Μπρίντι τής είχε δώσει την ευκαιρία να συνεχίσει να δουλεύει και να αποταμιεύει περισσότερα χρήματα. Δεν ομολόγησε σε κανέναν ότι ορισμένα βράδια ξάπλωνε στο κρεβάτι και φανταζόταν πώς θα ήταν αν βρισκόταν εκείνη στη θέση της Μπρίντι, να βλέπει όλα εκείνα τα εξωτικά μέρη για τα οποία τους είχε γράψει. Βέβαια, δεν έφταιγε κανένας άλλος παρά μόνο η ίδια. Η ίδια της η υπερηφάνεια την είχε εμποδίσει.

Ξαφνικά έφτασε από την Μπρίντι ένα γράμμα το οποίο σόκαρε το σπίτι των Κιλίν. Είχε γνωρίσει έναν άντρα στο Δουβλίνο, έγραφε, και θα έμενε εκεί να παντρευτεί. Δεν θα επέστρεφε ξανά στο σπίτι.

Τέλος 7ου κεφαλαίου