ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Πώς να μην είναι λοιπόν θυμωμένη με τον Θεό ο οποίος, αφότου της έδωσε μια γεύση απ’ αυτή την όμορφη ζωή, μετά την έριξε σε τέτοια κατάντια; Ήταν! Ήταν όμως ακόμα πιο θυμωμένη με τον ίδιο της τον εαυτό που πίστεψε πως μια τέτοια ζωή μπορούσε να γίνει μια μέρα δική της. Η Μπρίντι είχε δίκιο τελικά – υπήρξε ανόητη που νόμισε πως κάποια του δικού της διαμετρήματος θα μπορούσε ποτέ να περάσει αυτή τη διακριτή γραμμή που χώριζε τις τάξεις.Η ταπείνωση που εισέπραξε από τους υπηρέτες δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όση στοίβαξε η ίδια πάνω στον εαυτό της. Σε κάθε σάρωμα της σκούπας, τρίψιμο του ρούχου ή φτυάρισμα της στάχτης, σιχαινόταν τον εαυτό της ολοένα και περισσότερο. Η δουλειά ήταν σκληρή, αλλά θα μπορούσε να την αντέξει αν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί αγρότη που είχε παρατήσει το σχολείο του χωριού και είχε πάει να δουλέψει στο Μεγάλο Σπίτι, όπως είχε κάνει η Μπρίντι. Δεν ήταν όμως ένα συνηθισμένο παιδί αγρότη – τουλάχιστον όχι πια. Είχε δει πάρα πολλά. Είχε απολαύσει τα ντελικάτα φλιτζάνια από κινέζικη πορσελάνη με την αφή των δαχτύλων της, και την ευχαρίστηση των γαλλικών φωνηέντων να ρέουν στον λαιμό της, και το φρέσκο άρωμα των φρεσκοπλυμένων λευκών σεντονιών. Είχε απολαύσει τους ξεκούραστους περιπάτους στον περιφραγμένο κήπο, τα πικνίκ πλάι στη λίμνη και τη χαρά της ιππασίας με τα πιο εκλεκτά άλογα στην εξοχή.

Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια του δείπνου στο δωμάτιο υπηρεσίας, η Σάντι την ενημέρωσε ότι ο Βαλεντάιν επρόκειτο να επιστρέψει από μέρα σε μέρα. Είχε λείψει κάμποσες εβδομάδες στο Δουβλίνο για να επισκεφθεί τον Τόμας και να συνοδέψει τη Βικτόρια στις εξόδους της. Η Ρόζι προσπάθησε πολύ για να μην κοκκινίσει στην αναφορά του ονόματός του αλλά χωρίς επιτυχία. Συνειδητοποίησε ότι οι υπηρέτες την είχαν δει να περπατάει με τον Βαλεντάιν και είχαν βγάλει τα συμπεράσματά τους. Τα μάγουλα και ο λαιμός της έγιναν κατακόκκινα καθώς έσκυψε το κεφάλι της και προσπάθησε να αγνοήσει όλα τα πρόσωπα που είχαν στραφεί προς το μέρος της.

«Απορώ τι θα πει αν σε δει ντυμένη σαν υπηρέτρια», είπε η Σάντι.

«Είμαι υπηρέτρια», ψέλλισε η Ρόζι.

«Α, ναι, είσαι».

Ο πρώτος λακές, ο Μπρένταν, την κοίταξε σκεπτικός.

«Τώρα θα δούμε με ποιανού την πλευρά είσαι», είπε.

«Τι εννοείς; Με κανενός την πλευρά δεν είμαι».

«Είσαι είτε με την πλευρά των ευγενών είτε με τη δική μας την πλευρά», είπε ο Μπρένταν.

Η Ρόζι συγκράτησε τα καυτά δάκρυά της. Σηκώθηκε.

«Δεν ξέρω με ποιανού την αναθεματισμένη πλευρά είμαι!» φώναξε στον Μπρένταν. «Δεν ξέρω πού ανήκω! Είσαι ικανοποιημένος τώρα;» Πήρε βαθιά ανάσα. «Μπορώ να φύγω τώρα, κύριε Μπερκ;»

Ο κύριος Μπερκ έγνεψε.

«Πιστεύω πως αυτό θα ήταν φρόνιμο, δεσποινίς Κιλίν. Φαίνεστε εκνευρισμένη. Δεν έχω ξανακούσει τέτοιο λεξιλόγιο από σας ποτέ και δεν θα ήθελα να το ακούσω ξανά».

«Να χαρώ εγώ τους εκλεπτυσμένους τρόπους της», άκουσε η Ρόζι τη Σάντι να λέει γελώντας την ώρα που έτρεχε έξω από το δωμάτιο και πήγαινε στο κρεβάτι της.

Καθώς στριφογυρνούσε, δεν μπορούσε να διώξει την ερώτηση του Μπρένταν από το μυαλό της. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο – οι υπηρέτες από τη μία πλευρά, οι ευγενείς από την άλλη. Ήταν ο διαχωρισμός των τάξεων τόσο ακραίος και ταυτόχρονα τόσο απλός; Συλλογιζόταν τη σκέψη αυτή όλη νύχτα και τη στιγμή που σύρθηκε για να ανάψει το τζάκι στο υπνοδωμάτιο του Βαλεντάιν το επόμενο πρωί κουβαλούσε όλη της τη σύγχυση μαζί της. Καθώς γονάτιζε πάνω από το τζάκι, στο κεφάλι της αντηχούσαν οι αναμνήσεις από την ερώτηση του Μπρένταν. Είχε δίκιο, σκέφτηκε, πρέπει να διαλέξω πλευρά.

«Ρόζι, εσύ είσαι; Τι κάνεις εδώ;»

Στον ήχο της φωνής του Βαλεντάιν πάγωσε. Στο Ένισμορ συνήθιζαν ν’ ανάβουν φωτιές ακόμα και στα άδεια δωμάτια για να κρατάνε το σπίτι ζεστό. Παρά την κουβέντα της προηγούμενης βραδιάς, δεν περίμενε πως εκείνος θα είχε κιόλας επιστρέψει. Παρέμεινε ακίνητη, ελπίζοντας πως ίσως τον ξαναέπαιρνε ο ύπνος. Αντί γι’ αυτό όμως ένιωσε το χέρι του στον ώμο της.

«Ρόζι;»

Εκείνη γύρισε απότομα.

«Εμπρός, γέλα λοιπόν!» είπε. «Αυτό κάνουν όλοι οι άλλοι. Ναι, εγώ είμαι, η Ρόζι, η υπηρέτρια, η δούλα, πεσμένη στα γόνατα για να σου ανάψω φωτιά».

Ο Βαλεντάιν έκανε ένα βήμα πίσω.

«Δεν καταλαβαίνω, Ρόζι. Γιατί… γιατί είσαι…;»

Η Ρόζι σηκώθηκε και τον κοίταξε κατάματα, καθαρίζοντας τα χέρια της πάνω στην ποδιά της.

«Η Μπρίντι αρρώστησε και χρειάστηκε να πάρω εγώ τη θέση της», είπε αποστρέφοντας το πρόσωπό της με περιφρόνηση.

«Είναι καλά;» είπε ο Βαλεντάιν σαστισμένος.

«Ο γιατρός λέει πως θα πάρει λίγο καιρό».

«Μα… δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική; Σίγουρα δεν ήταν απαραίτητο εσύ να το κάνεις αυτό;»

Χαμήλωσε το βλέμμα αμήχανα στον κουβά με τις στάχτες που κρατούσε η Ρόζι κι έπειτα κοίταξε πάλι εκείνη. Το εμφανές σοκ του μεγάλωσε την ντροπή της. Ήταν αποφασισμένη να μην τον αφήσει να το αντιληφθεί, παρότι δεν μπορούσε να συγκρατήσει το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της.

«Η σκληρή δουλειά δεν είναι κάτι για να ντρέπεται κανείς. Και όχι, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η Μπρίντι είχε ανάγκη να κρατήσει τη θέση της και η οικογένειά μου είχε ανάγκη τον μισθό της. Δεν έχουμε κιούπια με χρυσάφι σαν ορισμένους ανθρώπους».

Εξακολουθώντας να δείχνει απορημένος, ο Βαλεντάιν κάθισε στο κρεβάτι και έξυσε το κεφάλι του. Φορούσε τις πιτζάμες του και τα ξανθά του μαλλιά ήταν ανακατεμένα από τον ύπνο. Η Ρόζι σκέφτηκε πως έδειχνε πολύ νέος.

«Σε παρακαλώ», είπε, «μπορείς να έρθεις μια βόλτα μαζί μου;»

«Όχι, έχω δουλειά».

«Αργότερα τότε; Πότε θα τελειώσεις τα καθήκοντά σου;»

«Δεν έχω ούτε ώρα κενή μέχρι την Τετάρτη το απόγευμα».

«Μάλιστα. Λοιπόν, θα σε συναντήσω στους στάβλους την Τετάρτη. Μπορούμε να πάμε και για ιππασία».

«Και πού θα βρω άλογο; Δεν ανήκω στους ευγενείς».

«Μπορώ να σου βρω εγώ ένα», είπε ήρεμα.

«Εντάξει, λοιπόν».

Κοιτάχτηκαν για άλλη μια στιγμή, και ύστερα σφίγγοντας τα δόντια της η Ρόζι έσκυψε κάτω από το κρεβάτι του για να τραβήξει το ουροδοχείο.

«Σε παρακαλώ», ψιθύρισε, «σε παρακαλώ, άσ’ το αυτό».

Στη μία η ώρα, την Τετάρτη το μεσημέρι, η Ρόζι στάθηκε κοντά στους στάβλους περιμένοντάς τον. Είχε παλέψει με τον εαυτό της κάμποσες μέρες για το αν θα ’πρεπε να πάει ή όχι. Λαχταρούσε να τον δει ξανά – να πιάσει το νήμα της φιλίας τους από κει που το είχαν αφήσει πριν από την αναχώρηση της Βικτόριας. Μπορούσε όμως να ακούσει τις προειδοποιητικές καμπάνες να ηχούν μες στο κεφάλι της. Θυμήθηκε την ερώτηση του Μπρένταν: «Με ποιανού την πλευρά είσαι;» Αν συναντούσε τον Βαλεντάιν, επέλεγε άραγε την πλευρά των ευγενών; Ήξερε πως αυτό θα ήταν τρομερό λάθος. Δεν είχε αρχίσει να βλέπει τη θέση της ξεκάθαρα τις τελευταίες λίγες εβδομάδες; Μια φωνή βαθιά μέσα της της έλεγε πως πήγαινε γυρεύοντας για μπελάδες. Έπρεπε να φύγει τώρα και να τρέξει στην ασφάλεια του σπιτιού της.

«Εδώ είσαι, λοιπόν».

Ήταν όμως πολύ αργά. Ο Βαλεντάιν την πλησίασε. Φαινόταν τόσο όμορφος μ’ εκείνο το ζεστό του χαμόγελο και τα μεγάλα γαλάζια μάτια, που ένιωσε την αποφασιστικότητά της να υποχωρεί. Κουβαλούσε μερικά ρούχα στο χέρι του.

«Ορίστε», είπε. «Συνειδητοποίησα πως θα σου χρειαστεί μια στολή ιππασίας, γι’ αυτό σου έφερα τη στολή της Βικτόριας. Ελπίζω να σου κάνει».

Η Ρόζι κοίταξε το γκρίζο φόρεμα της υπηρέτριας και τη λευκή ποδιά που φορούσε, και κοκκίνισε.

«Είμαι σίγουρη πως θα μου κάνει», είπε παίρνοντας τα ρούχα. «Η Βικτόρια μου δάνειζε ρούχα της συνέχεια».

«Ωραία», είπε ο Βαλεντάιν. «Πήγαινε ν’ αλλάξεις και θα συνεννοηθώ με τον ιπποκόμο για να σου βρούμε ένα άλογο».

Η Ρόζι έτρεξε σε έναν από τους άδειους στάβλους για να ντυθεί. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ήξερε πως όλοι θα την αποδοκίμαζαν, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν την ένοιαζε. Θα πήγαινε για ιππασία με τον Βαλεντάιν και αυτό είχε μονάχα σημασία.

Ο ιπποκόμος τη βοήθησε να ανέβει πάνω στο αγαπημένο της άλογο και έσφιξε τους αναβολείς. Όταν ήταν νέα, είχε ιππεύσει το γέρικο άλογο του μπαμπά της χωρίς σέλα, με τα πόδια της καβάλα πάνω στη χοντρή ράχη του. Είχε ενθαρρύνει τη Βικτόρια να ιππεύσει με τα πόδια ανοιχτά, παρότι ο λόρδος Ένις την είχε εμποδίσει. Χαμογέλασε τώρα που το θυμήθηκε, αγνοώντας την απορία του ιπποκόμου καθώς περνούσε το πόδι της πάνω από τη σέλα.

Ο Βαλεντάιν τριπόδιζε δίπλα της καβάλα στον Φαίδωνα, τον όμορφο, καστανό του επιβήτορα.

«Πάμε», είπε. «Έλα να παραβγούμε ως το δάσος».

Ξεκίνησαν από το απέραντο λιβάδι που περιέβαλλε το σπίτι και έφτανε ως το δάσος πέρα μακριά. Η Ρόζι ήταν σε θέση να τον ακολουθήσει, οπότε δεν ήταν απαραίτητο να επιβραδύνει για εκείνη. Καθώς κάλπαζε, την είχε κατακλύσει η ευτυχία. Ήταν ελεύθερη. Καθοδηγούσε το άλογό της δυνατά, πηδώντας πάνω από φράχτες και χαντάκια καθώς έτρεχε στα χωράφια, με τον Βαλεντάιν να την ακολουθεί κατά πόδας. Δεν είχε ιππεύσει ποτέ με τόση ένταση, αλλά τώρα, όσο πιο γρήγορα πήγαινε, τόσο πιο μακριά άφηνε τα προβλήματα. Τα ξεπερνούσε, και η σκέψη την έκανε να επιταχύνει ολοταχώς προς την απερισκεψία.

«Κόψε ταχύτητα, Ρόζι», φώναξε ο Βαλεντάιν ξοπίσω της.

Το άλογό της άφριζε από την κόπωση και η Ρόζι ήξερε πως έπρεπε να επιβραδύνει, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Συνέχισε να τρέχει ώσπου τελικά το άλογό της άρχισε να τρέμει σταματώντας μπροστά σ’ ένα χαντάκι κι εκείνη παραλίγο να κάνει τούμπα πάνω από το κεφάλι του. Ο Βαλεντάιν έτρεξε πλάι της, βαριανασαίνοντας και δείχνοντας θυμωμένος.

«Δεν είναι τρόπος αυτός να φέρεσαι σ’ ένα άλογο και το ξέρεις. Τι σου συμβαίνει;»

Η Ρόζι ξεπέζεψε και τον κοίταξε ντροπαλά.

«Έχεις δίκιο», είπε, «αλλά δεν μπορούσα να το σταματήσω μόνη μου». Χάιδεψε το κεφάλι του λαχανιασμένου αλόγου. «Συγγνώμη, Γεδεών», ψιθύρισε.

Ο Βαλεντάιν ξεπέζεψε και έδεσε και τα δύο άλογα σε έναν κοντινό φράχτη. Άπλωσε το χέρι του στη Ρόζι κι εκείνη το έπιασε.

«Έλα», είπε, «πάμε μια βόλτα στο αγαπημένο σου μέρος».

Το αγαπημένο μέρος της Ρόζι ήταν το παραμυθένιο φρούριο στο δάσος, όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί. Το είχε δείξει πρώτα στη Βικτόρια και της είχε πει για τα μικρά ανθρωπάκια που ζούσαν κάτω από το έδαφος και που δεν έπρεπε να τα ενοχλήσει κανένας. Αργότερα, όταν ο Βαλεντάιν άρχισε να κάνει ιππασία μαζί τους, η Βικτόρια τον είχε φέρει εκεί, και ύστερα έγινε ο αγαπημένος προορισμός και των τριών τους στις καλοκαιρινές τους βόλτες. Η Ρόζι κάθισε σ’ έναν πλατύ βράχο κάτω από μια βελανιδιά και ο Βαλεντάιν την ακολούθησε. Το φως του ήλιου διαπερνούσε τα κλαδιά, σχηματίζοντας διάφορα σχέδια πάνω στο έδαφος. Ένας ξένος θα νόμιζε πως πρόκειται για ήσυχο μέρος, αλλά ένα κορίτσι από την ύπαιθρο σαν τη Ρόζι είχε μάθει ν’ ακούει όλους τους ήχους γύρω της. Τα πουλιά τραγουδούσαν κι ένα ανάλαφρο αεράκι ψιθύριζε ανάμεσα στα φύλλα, ενώ οι λαγοί τρεχοβολούσαν στη χαμηλή βλάστηση. Πέρα μακριά άκουγε τα θαλασσοπούλια να κρώζουν από τη λίμνη. Ήταν σίγουρη πως μπορούσε ν’ ακούσει τις νεράιδες να κουβεντιάζουν κάτω, αλλά όταν το ανέφερε στον Βαλεντάιν και τη Βικτόρια, εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια τους και είπαν πως δεν άκουγαν τίποτα.

«Μάλλον πρέπει να είστε από την Ιρλανδία», είχε πει.

«Μα είμαι από την Ιρλανδία», είχαν απαντήσει και οι δυο τους με μια φωνή.

Τώρα, καθώς κάθονταν μαζί σαν παλιοί φίλοι, η Ρόζι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του Βαλεντάιν. Δεν είχε ποτέ της επιχειρήσει να είναι τόσο τολμηρή, αλλά ήταν εξαντλημένη από τη βόλτα και χρειαζόταν ξεκούραση. Όλα τα προβλήματα που είχε προσπαθήσει να αφήσει πίσω της την κατέκλυσαν ξανά. Βυθίστηκε στην απόγνωση.

«Τι θα κάνω, Βαλεντάιν;» είπε. «Τι θα απογίνω;»

Ο Βαλεντάιν τής κράτησε το χέρι.

«Όλα καλά θα πάνε, Ρόζι», είπε. «Η αδελφή σου σύντομα θα γίνει καλά, και η Βικτόρια θα επιστρέψει, και όλα θα γίνουν όπως και πριν».

Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι της.

«Όχι, δεν θα γίνουν, Βαλεντάιν. Δεν θα είναι ποτέ όπως παλιά».

Ο Βαλεντάιν αναστέναξε και δεν είπε τίποτε.

«Ακόμα και η Βικτόρια κι εγώ δεν θα είμαστε πια φίλες με τον ίδιο τρόπο», είπε εκφράζοντας έναν νέο φόβο που ένιωθε να την πλημμυρίζει. «Μου έχει γράψει μόνο μία φορά, και ακόμα και στο γράμμα της βλέπω πως αρχίζει να αλλάζει».

«Είναι απασχολημένη, Ρόζι. Θα ’πρεπε να έβλεπες σε πόσα τσάγια και πάρτι τη συνόδευσα. Και το καλοκαίρι είναι μόλις στα μισά του. Έρχονται ακόμα χοροεσπερίδες, κι ένα ταξίδι στο Λονδίνο, και…»

«Μα τα ξέρω όλα αυτά», σχολίασε η Ρόζι. «Αυτό εννοώ. Παλιότερα μοιραζόμασταν κάθε νέα περιπέτεια μαζί. Τώρα όμως ανήκει σε έναν καινούργιο κόσμο, για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα. Δεν μας έχει μείνει κάτι κοινό».

«Ανοησίες. Έχετε την παιδική σας φιλία».

«Μα δεν είμαστε πια παιδιά», είπε η Ρόζι.

Όταν επέστρεψαν στους στάβλους, ο Μπρένταν τούς περίμενε. Η Ρόζι εξεπλάγη όταν τον είδε. Μήπως την κατασκόπευε; Της έριξε μια ματιά γεμάτη οίκτο καθώς τη βοηθούσε να ξεπεζέψει.

«Πρέπει να δεις τον κύριο Μπερκ», είπε. Την πλησίασε περισσότερο. «Ο ιπποκόμος τού είπε ότι είχες πάει για ιππασία με τον κύριο Βαλεντάιν. Προσπάθησα να πω στον κύριο Μπερκ πως ο ιπποκόμος έκανε λάθος, αλλά είπε πως και άλλοι σας είχαν δει επίσης». Αναστέναξε. «Το ξέρεις πως οι πάντες εδώ έχουν μάτια στις πλάτες και στα κεφάλια τους».

«Τι θέλει;» είπε η Ρόζι.

Ο Μπρένταν κούνησε το κεφάλι του.

«Νομίζω πως ξέρεις, Ρόζι, κορίτσι μου».

Είχε δίκιο, φυσικά. Ήξερε ακριβώς τι επρόκειτο να συμβεί. Αντάλλαξαν μερικές ματιές με τον Βαλεντάιν, αλλά δεν είπαν τίποτα. Η Ρόζι γύρισε και ακολούθησε τον Μπρένταν στα διαμερίσματα του κυρίου Μπερκ.

«Δεν είναι πρέπον, δεσποινίς Κιλίν, δεν είναι καθόλου πρέπον». Η έκφραση του κυρίου Μπερκ ήταν βλοσυρή καθώς την κοίταξε πίσω από το γραφείο του. «Πρέπει να θυμάστε τη θέση σας. Δεν είστε πλέον η νεαρή φιλενάδα της δεσποινίδας Βικτόριας που προσεγγίζει ελεύθερα την έπαυλη και έχει πρόσβαση στα αδέλφια της. Είστε μια υπηρέτρια στο σπίτι τους και πρέπει να φέρεστε αναλόγως. Στο μέλλον, δεν θα επωφελείστε από τη συντροφιά του κυρίου Βαλεντάιν ούτε του αδελφού του, του Τόμας. Θα μιλάτε μόνο αν κάποιο μέλος της οικογένειας Μπελ σάς απευθύνεται πρώτο, κι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση το κεφάλι σας πρέπει να είναι σκυμμένο και η απάντησή σας σύντομη. Διαφορετικά θα γίνετε αόρατη. Είναι κατανοητό αυτό;»

Η Ρόζι δεν μπορούσε να απαντήσει. Μέσα της η πίκρα πάλευε με τη λογική. Ήθελε να του χιμήξει, να τον κάνει να δει την αδικία στα λόγια του, να τον κάνει να καταλάβει. Αντί γι’ αυτό, έσφιξε τις γροθιές της και έγνεψε.

Τέλος 6ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi