ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ

1910-1912

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5


Η μαμά της έτρεξε στο υπνοδωμάτιό της. «Όχι!» τσίριξε η Ρόζι καθώς τινάχτηκε στο κρεβάτι. «Όχι!»

«Τι στην ευχή σού συμβαίνει, παιδί μου;» είπε κρατώντας ένα κερί κοντά στη Ρόζι. Άγγιξε το πρόσωπο της κόρης της. «Εσύ καίγεσαι από τον πυρετό. Αρρώστησες;»

Η Ρόζι έστρεψε το βλέμμα από τη μητέρα της στο μικρό παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι της και μετά πάλι σ’ εκείνη. Έτριψε τα μάτια της.

«Αχ, μαμά, είδα ένα φριχτό όνειρο. Έτρεχα πίσω από την άμαξα της Βικτόριας και όταν αυτή σταμάτησε, γύρισε ο αμαξάς, και δεν είχε κεφάλι, και προσπάθησε να με πάρει μαζί του, και…»

«Ησύχασε τώρα, αγάπη μου. Σίγουρα ήταν μονάχα ένα κακό όνειρο».

«Τι να σήμαινε όμως; Πως πρόκειται να πεθάνω;»

«Ασφαλώς και όχι», είπε η μαμά. «Σίγουρα όλοι έχουμε ακούσει πάρα πολλές ιστορίες για ακέφαλους καβαλάρηδες και τα σχετικά. Από θαύμα δεν έχουμε πεθάνει όλοι από τον φόβο μας». Τράβηξε την κουβέρτα πάνω στη Ρόζι. «Πέσε και κοιμήσου τώρα, κόρη μου. Θα μείνω μαζί σου για λίγο. Απλώς ανησυχείς για τη μικρή Βικτόρια. Και είσαι λυπημένη που έφυγε. Αυτό είναι όλο κι όλο».

«Ναι, μανούλα. Καληνύχτα».

Απ’ ό,τι αποδείχτηκε τελικά, δεν ήταν η Ρόζι που αρρώστησε αλλά η Μπρίντι. Αμέσως μετά την αναχώρηση της Βικτόριας για το Δουβλίνο, άρχισε να βήχει. Τα συμπτώματα ήταν ήπια στην αρχή, ώσπου μια μέρα κατέρρευσε στο πάτωμα της βιβλιοθήκης του Ένισμορ. Οι άλλες υπηρέτριες την κουβάλησαν στο δωμάτιο υπηρεσίας και της έδωσαν λάβδανο για να τη συνεφέρουν. Η κυρία Μέρφι, η οικονόμος, επέμεινε να πάει η Μπρίντι πάνω, στο κρεβάτι της, και να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα όμως ήταν τόσο αδύναμη που μετά βίας κατάφερνε να σταθεί στα πόδια της. Ο Μπρένταν έφερε την άμαξα και την πήγε σπίτι της στην αγροικία Κιλίν, όπου είχαν φωνάξει τον γιατρό. Εκείνος διαπίστωσε ότι επρόκειτο για μια βαριά περίπτωση πνευμονίας και συνέστησε έναν μήνα ανάπαυση στο κρεβάτι.

«Το κορίτσι είναι εξαντλημένο», είπε ο γιατρός στη μητέρα της. «Χρειάζεται ξεκούραση, αλλιώς δεν θα έχει δυνάμεις να το παλέψει».

«Μα δεν μπορώ να χάσω τη δουλειά μου», είπε η Μπρίντι. «Ολόκληρο το σπίτι πρέπει να καθαρίζεται από πάνω μέχρι κάτω όσο λείπει η λαίδη Ένις για το καλοκαίρι. Με χρειάζονται εκεί. Κι αν λείψω για τόσο πολύ, υπάρχουν ένα σωρό κορίτσια στο χωριό που περιμένουν να πάρουν τη θέ-ση μου».

Η Μπρίντι προσπάθησε να κατέβει από το κρεβάτι, αλλά ο γιατρός και η μητέρα της την εμπόδισαν.

«Δώσε προσοχή σε ό,τι σου λέει ο γιατρός, Μπρίντι», είπε η μαμά της, «και ακολούθησε τις οδηγίες του».

«Και με τη δουλειά μου τι θα γίνει;» είπε η Μπρίντι ξανά. «Έχουμε ανάγκη τον μισθό μου».

«Μη σκοτίζεις το κεφάλι σου με αυτό τώρα, θα ’μαστε μια χαρά».

Η Ρόζι τα άκουσε από το κατώφλι. Δεν υπήρχε ίχνος αντιπάθειας ανάμεσα σ’ εκείνη και την Μπρίντι, και μάλιστα ένιωθε οίκτο για την αδελφή της. Θα ήταν τρομερή καταστροφή αν έχανε τη δουλειά της. Δεν ήταν ικανή για τίποτε άλλο. Δεν είχε καν τελειώσει το σχολείο του χωριού προτού πάει να δουλέψει ως υπηρέτρια. Και επιπλέον, πλησίαζε τα είκοσι πέντε κι ακόμη ούτε ένα σημάδι για γάμο.

Η Ρόζι δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο η οικογένειά της βασιζόταν στο εισόδημα της Μπρίντι. Ακούγοντας την ανήσυχη φωνή της μαμάς της ήξερε πως θα ήταν δύσκολα τα πράγματα. Μια μικρή φωνούλα ψιθύρισε στο κεφάλι της πως αυτό δεν είχε σχέση με την ίδια. Σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει τώρα που η Βικτόρια είχε φύγει. Δεν μπορούσε να μένει στο σπίτι για πάντα χωρίς να κερδίζει το ψωμί της. Και δεν είχε πρόθεση να πατήσει το πόδι της στο Ένισμορ ξανά. Αποφάσισε πως έπρεπε να φύγει. Αλλά να πάει πού; Δεν είχε χρήματα. Ήταν βέβαια μορφωμένη, αλλά δεν είχε δουλειά, και χωρίς τα χρήματα που θα την οδηγούσαν στο Δουβλίνο, ή ακόμη και έξω από την Ιρλανδία, έμελλε να μείνει εγκλωβισμένη εκεί.

Η Ρόζι αναστέναξε. Ήλπιζε πως θα είχε περισσότερο χρόνο για να καταστρώσει ένα σχέδιο. Είχε σκεφτεί μάλιστα να μιλήσει στον Βαλεντάιν για την κατάσταση όταν αυτός θα επέστρεφε. Μπήκε όμως στη μέση η αρρώστια της Μπρίντι. Την κατέλαβε σύγχυση. Αν δεν της έκοβε, θα πίστευε πως η Μπρίντι το έκανε όλο αυτό επίτηδες. Εξάλλου η αδελφή της δεν τη ζάλιζε όλη τη χρονιά που πήγαινε για μάθημα με τη Βικτόρια; Δεν είχε προσπαθήσει να κάνει τη ζωή της δύσκολη με κάθε ευκαιρία; Ε, λοιπόν, δεν ήταν δίκαιο. Δεν ήταν διόλου δίκαιο.

Ξεγλίστρησε από την πόρτα της αγροικίας και ανέπνευσε στον καθαρό αέρα. Ο γέρος σκύλος της, ο Ρόρι, κούτσα κούτσα άρχισε να περπατάει πλάι της. Καθώς περπατούσε στα απότομα χωράφια πίσω από την αγροικία, το ψηλό γρασίδι άγγιζε τα γυμνά της πόδια και ο άνεμος της ανακάτευε τα μαλλιά. Ένιωθε εξαγνισμένη και ελεύθερη καθώς προχωρούσε, ενώ η μυρωδιά της αρρώστιας από το δωμάτιο νοσηλείας της Μπρίντι υποχωρούσε πίσω της. Μόλις έφτασε στον μεγάλο βράχο όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί, ξάπλωσε πάνω στο γρασίδι, κάνοντας με το χέρι σκιά για να προστατέψει τα μάτια της από τον ήλιο. Από δω μπορούσε να δει το Ένισμορ, με τη λίμνη Κον να λάμπει πέρα μακριά και το όρος Νέφιν τυλιγμένο σε λεπτά σύννεφα, ενώ πέρα απ’ αυτό απλωνόταν η απέραντη έκταση του μαύρου βάλτου που έφτανε στη θάλασσα.

Οι ενοχές της μεγάλωναν μέρα με τη μέρα καθώς έβλεπε πως η απώλεια του μισθού της Μπρίντι επηρέαζε την οικογένειά της. Στην αρχή η μαμά επέμενε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει, αλλά τελικά μικρά πράγματα άρχισαν να αποκαλύπτουν την αλήθεια. Είπαν στον μεγαλύτερο αδελφό της πως δεν θα αγόραζε καινούργια μποτάκια και σχολική σάκα εκείνη τη χρονιά, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα έπαιρναν και τα μικρότερα αδέλφια του τα αποφόρια του. Ο μπαμπάς είπε πως έκοβε τον καπνό γιατί δεν του άρεσε πια. Και τα αβγά έπαψαν να εμφανίζονται πλέον στο τραπέζι του πρωινού.

«Και η βρώμη μια χαρά είναι», είχε πει η μαμά. «Μπορώ να πάρω σε καλή τιμή τα αβγά στο χωριό».

Η πραγματικότητα του αδιεξόδου τους είχε αρχίσει να φαίνεται.

«Τι να κάνω, Ρόρι;» είπε η Ρόζι στον σκύλο καθώς αυτός άσθμαινε ξαπλωμένος στο γρασίδι πλάι της. «Κάλλιο να πεθάνω παρά να πάρω τη θέση της Μπρίντι εκεί πέρα. Ακόμα κι αν με προσλάμβαναν. Είμαι σίγουρη πως έχω μερικούς φίλους στο προσωπικό. Δεν πρόκειται να πάω να τους παρακαλέσω όμως».

Έκλεισε τα μάτια της και εισέπνευσε την ευωδιά από το τραχύ γρασίδι και τα ατίθασα αγριολούλουδα που την περιτριγύριζαν.

«Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε την Μπρίντι να νιώσει καλύτερα το πρωί», ψιθύρισε κάνοντας τον σταυρό της.

Η Μπρίντι όμως δεν ένιωθε καλύτερα το επόμενο πρωί, ούτε το μεθεπόμενο. Αποδεικνυόταν ότι ο γιατρός είχε δίκιο – θα χρειαζόταν παρατεταμένη ξεκούραση για να ξεπεράσει την αρρώστια που την είχε καταβάλει. Η μεγαλύτερη κόρη των Κιλίν, η Νόρα, στην οποία σπάνια γινόταν αναφορά, είχε πεθάνει από πνευμονία όταν ήταν δεκαπέντε, και η σκιά του φαντάσματός της ήρθε και πάλι να στοιχειώσει την αγροικία. Η οικογένεια περπατούσε στις άκρες των ποδιών από φόβο να μην ενοχλήσει την Μπρίντι. Ακόμα και οι αδελφοί της Ρόζι μιλούσαν ψιθυριστά.

«Υποθέτω πως είναι καιρός να πάω στο Μεγάλο Σπίτι για να ζητήσω τη δουλειά της Μπρίντι», είπε η Ρόζι όταν ένιωσε πως δεν άντεχε πια τις ενοχές της.

Η μαμά στράφηκε προς το μέρος της.

«Αχ, όχι, αγάπη μου», είπε. «Σίγουρα το τελευταίο που σου αρμόζει είναι να βρεθείς γονατιστή κατάχαμα και να τρίβεις πατώματα».

«Έχουμε ανάγκη τα χρήματα, μαμά. Και η Μπρίντι με έχει ανάγκη να κρατήσω τη θέση της».

Έτσι το κανόνισε και την επόμενη Δευτέρα το πρωί η Ρόζι πήρε ένα ζευγάρι παλιές μπότες και τη στολή της Μπρίντι και έφυγε από την αγροικία. Περπάτησε σαν να πήγαινε σε κηδεία, τρέμοντας σε κάθε της βήμα. Θυμήθηκε την αθωότητα με την οποία την πρώτη μέρα είχε πλησιάσει το Μεγάλο Σπίτι, γεμάτη παιδιάστικο φόβο ανάμεικτο με απορία για το τι είδους περιπέτεια την πρόσμενε. Καμιά περιπέτεια όμως δεν την περίμενε τώρα – μονάχα κάποια αγγαρεία, στην καλύτερη περίπτωση, και ταπείνωση, στη χειρότερη. Πήγε στην πίσω πλευρά του σπιτιού προς την πόρτα της κουζίνας. Η κυρία Ο’Λίρι την τράβηξε μέσα μόλις την είδε.

«Συνέβη κάτι στην Μπρίντι;» ρώτησε με τη φωνή της γεμάτη ανησυχία.

«Όχι, κυρία Ο’Λίρι», απάντησε η Ρόζι. «Είναι ακόμη πολύ αδύναμη, αλλά ο γιατρός είπε ότι με λίγη ξεκούραση θα επανέλθει».

Η κυρία Ο’Λίρι σταυροκοπήθηκε.

«Δόξα σοι ο Θεός».

«Κυρία Ο’Λίρι», είπε η Ρόζι, «έχω έρθει για να πάρω τη θέση της Μπρίντι ώσπου να αναρρώσει. Φοβάται μη χάσει τη δουλειά της αν λείψει τόσο πολύ».

Η μαγείρισσα κοίταξε τη Ρόζι, με τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια της να ταξιδεύουν πάνω στη στολή και την ποδιά έως τις ταλαιπωρημένες μπότες της. Κούνησε το κεφάλι της.

«Μα τι σκαμπάζεις εσύ από οικιακά, Ροϊσίν; Εσύ έχεις να βρομίσεις τα χέρια σου από τότε που η ίδια η βασίλισσα ήρθε αυτοπροσώπως στο Ένισμορ».

Το ύφος της κυρίας Ο’Λίρι ήταν κάθε άλλο παρά αγενές και η Ρόζι άρπαξε την ευκαιρία για να προωθήσει περισσότερο την υπόθεσή της.

«Σας παρακαλώ, κυρία Ο’Λίρι. Το ξέρω ότι δεν έχω εμπειρία, αλλά είμαι κόρη αγρότη στο κάτω κάτω. Καθαρίζω ακόμη τα κοτέτσια κάθε πρωί και αρμέγω τις αγελάδες όποτε χρειάζεται. Και η μαμά λέει πως είμαι σπουδαία βοηθός στο μαγείρεμα. Δώστε μου, σας παρακαλώ, μια ευκαιρία. Θα σας δείξω πόσο σκληρά μπορώ να δουλέψω. Θα το κάνετε για χάρη της Μπρίντι;»

Η κυρία Ο’Λίρι αναστέναξε πηγαίνοντας μπρος πίσω με τα μικροσκοπικά της πόδια.

«Αν ήταν στο χέρι μου, αγάπη μου, θα σου έδινα την ευκαιρία. Αλλά η κυρία Μέρφι είναι αυτή που πρέπει να πείσεις. Εκείνη είναι υπεύθυνη για τις υπηρέτριες. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε, αλλά αν είσαι ευγενική μαζί της και της πεις ότι το κάνεις για την Μπρίντι, ίσως δεχτεί. Την αγαπά πολύ την Μπρίντι».

Τελικά, ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο νόμιζε να πείσει την κυρία Μέρφι. Εκείνη είπε στη Ρόζι ότι αμφέβαλε αν ο κύ-ριος Μπερκ, ο μπάτλερ, θα το ενέκρινε, δεδομένου ότι η τοποθέτησή της σε θέση υπηρέτριας θα τάραζε τις ξεκάθαρες γραμμές μεταξύ προσωπικού και ευγενών.

«Μα η κυρία Ο’Λίρι είπε ότι εσείς έχετε τον τελικό λόγο για το υπηρετικό προσωπικό», είπε η Ρόζι προσπαθώντας απεγνωσμένα να υπερασπιστεί τη θέση της και να δείξει ταυτόχρονα σεβασμό προς την κυρία Μέρφι.

Ένα αχνό χαμόγελο έσκασε στα χείλη της κυρίας Μέρφι. Έκανε μια παύση προτού απαντήσει. Κράτησε μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, αλλά στη Ρόζι φάνηκε μια αιωνιότητα. Τελικά είπε:

«Είμαι δίκαιη γυναίκα, δεσποινίς Κιλίν, και ξέρω πόσα σημαίνει αυτό για την οικογένειά σας και την Μπρίντι. Θα σας δώσω μια ευκαιρία για μία εβδομάδα. Δεν θα ανεχτώ καμία χαλαρότητα. Και δεν θα βάλετε τον εαυτό σας πάνω από οποιονδήποτε από τους άλλους υπηρέτες. Ως νεότερο μέλος του προσωπικού, θα παίρνετε εντολές από εκείνους. Είναι κατανοητό αυτό;»

«Ναι, κυρία Μέρφι! Σας ευχαριστώ, κυρία Μέρφι!»

Δύο ώρες αργότερα η Ρόζι βρισκόταν γονατισμένη να τρίβει τα μπροστινά σκαλοπάτια του Ένισμορ. Καθώς έτριβε, ένιωσε να την πλημμυρίζει ένας χείμαρρος από συναισθήματα. Τι θα έκανε αν ο Βαλεντάιν την πετύχαινε σε αυτή την κατάσταση; Τι θα σκεφτόταν αν την έβλεπε με την ποδιά και τη σκούφια και τις παλιές μπότες; Κι αν η Βικτόρια γύριζε προτού η Μπρίντι επιστρέψει και έβρισκε τη φιλενάδα της μεταμορφωμένη σε υπηρέτρια; Εξάλλου της είχε πει πως ποτέ δεν θα γινόταν υπηρέτρια, ούτε στο Ένισμορ ούτε οπουδήποτε αλλού – δεν θα κατηγορούσε λοιπόν τη Βικτόρια αν την περιγελούσε κατάμουτρα. Σε κάθε σκέψη έτριβε όλο και πιο σκληρά ώσπου τα χέρια της κοκκίνισαν και έβγαλαν φουσκάλες.

Η συμφωνία ήταν να μείνει η Ρόζι στο Ένισμορ, παίρνοντας ρεπό μονάχα τα απογεύματα της Τετάρτης και της Κυριακής. Δεν της επιτρεπόταν ούτε να πεταχτεί μέχρι την αγροικία της όταν τα πράγματα ήταν κάπως χαλαρά ή να κοιμηθεί εκεί κάποιο βράδυ. Η Μπρίντι είχε κερδίσει αυτό το δικαίωμα χάρη στα χρόνια που είχε υπηρετήσει στο Μεγάλο Σπίτι. Η Ρόζι όμως δεν δικαιούνταν τέτοια επιείκεια. Ήταν απογοητευμένη. Ήλπιζε πως θα δραπέτευε από εκείνο το μέρος και θα κοιμόταν στο δικό της κρεβάτι μερικά βράδια. Η δουλειά της όμως απαιτούσε να είναι στο πόδι πριν από την αυγή για να καθαρίσει τις σχάρες και να ανάψει τις φωτιές – ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες το παλιό σπίτι ήταν παγωμένο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δυστυχώς για τη Ρόζι, έπρεπε να μοιραστεί το δωμάτιο με την κοκκινομάλλα υπηρέτρια, τη Σάντι Κάναβαν.

«Μα δεν μπορώ να πιστέψω στην καλή μου τύχη», είπε χαμογελώντας η Σάντι όταν μπήκε στο υπνοδωμάτιο και είδε τη Ρόζι ξαπλωμένη κάτω από τα λεπτά σκεπάσματα ενός στενού σιδερένιου κρεβατιού. «Αυτή δεν είναι η αυτού εξοχότης, η δεσποινίς Ρόζι Κιλίν αυτοπροσώπως που ήρθε να με τιμήσει με τη συντροφιά της; Ποιος θα το περίμενε;»

Η Ρόζι δεν είπε τίποτα καθώς η Σάντι συνέχισε τον χείμαρρο του σαρκασμού. Ήταν εμφανώς ενθουσιασμένη με την παρακμή της Ρόζι.

«Καλά, κάτσε να το πω στη λαίδη Λουίζα. Είμαι σίγουρη πως θα σοκαριστεί εξίσου μ’ εμάς τους υπόλοιπους από την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Πάντοτε όμως έλεγε πως δεν είσαι παρά μια φαντασμένη χωριατοπούλα. Ποτέ δεν σε συμπάθησε».

Η Ρόζι γύρισε την πλάτη της στη Σάντι και προσποιήθηκε πως κοιμόταν, αποφασισμένη να μην της δώσει αυτή την ικανοποίηση. Όταν η Σάντι τελικά παραιτήθηκε και πήγε για ύπνο, η Ρόζι άνοιξε τα μάτια της και αναστέναξε. Πώς θα το άντεχε αυτό; Για άλλη μια φορά καταράστηκε σιωπηλά την Μπρίντι και ύστερα έκανε τον σταυρό της για την αμαρτία της. Καταράστηκε τη Βικτόρια που έφυγε και την άφησε, μολονότι ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Και τέλος, καταράστηκε τον Θεό που την έκανε να γεννηθεί μες στη φτώχεια. Όταν ο θυμός της υποχώρησε, ξεγλίστρησε από το κρεβάτι, γονάτισε και ζήτησε από τον ίδιο Θεό να τη συγχωρέσει για τις κακές της σκέψεις.

Τέλος πέμπτου κεφαλαίου.

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi