ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
«Όπως βλέπεις, απέτυχα και πάλι», είπε πλησιάζοντάς την στον κήπο όπου μάζευε λουλούδια σκυμμένη. «Είμαι ένας άχρηστος άξεστος».πως είχε προβλέψει, ο Βαλεντάιν απέτυχε και με τα τραπεζικά. Επέστρεψε στο Ένισμορ στα τέλη Απρι-λίου του 1910 και μια ψυχρή τυπικότητα εγκαταστάθηκε στη σχέση του νεαρού άντρα με τον πατέρα του. Αμέσως μόλις βρήκε την ευκαιρία, ο Βαλεντάιν αναζήτησε τη συντροφιά της Ρόζι.
Η Ρόζι διέκρινε την ειρωνεία στη φωνή του.
«Όχι, δεν είσαι».
Ο Βαλεντάιν σήκωσε τους ώμους του.
«Έτσι λέει ο μπαμπάς, και δείχνω να τον επιβεβαιώνω». Την κοίταξε. «Έκανα ό,τι μπορούσα, Ρόζι, πραγματικά. Και ίσως να είχα μείνει παραπάνω, αλλά η τράπεζα είχε οικονο-μικά προβλήματα. Δεν ήμουν ο μόνος υπάλληλος που απο–λύθηκε. Και πάλι όμως, στα μάτια του πατέρα μου είμαι σκέτη αποτυχία».
Η καρδιά της Ρόζι πόνεσε για εκείνον, έτσι όπως ήταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στην επιθυμία της καρδιάς του να μείνει και να δουλέψει στη γη και στο καθήκον του προς την οικογένειά του. Και η αποδοκιμασία του πατέρα του σίγουρα επιβάρυνε τον δικό του πόνο.
«Τα μαθήματά μας τελείωσαν νωρίς σήμερα», είπε καθώς σηκώθηκε και τίναξε το χώμα από το φόρεμά της. «Η Βικτόρια παραπονέθηκε πως έχει πονοκέφαλο, γι’ αυτό μαζεύω λίγα λουλούδια για να της φτιάξω το κέφι. Νομίζω όμως ότι η αλήθεια είναι πως πλήττει και αφαιρείται. Θα λείψουν με τη μαμά σου έναν μήνα στο Δουβλίνο».
«Ναι, και ο μπαμπάς λέει ότι δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω από το να τις συνοδεύσω και να προσποιούμαι τον συνοδό της Βικτόριας εκεί», είπε ο Βαλεντάιν με πικρία.
Η Ρόζι ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας. Πόσο θα ήθελε να πάει στο Δουβλίνο σε μια άμαξα με τον Βαλεντάιν πλάι της! Κάθισε σ’ ένα κοντινό παγκάκι και άπλωσε το μπουκέτο με τα λευκάνθεμα δίπλα της. Ο Βαλεντάιν κάθισε μαζί της απλώνοντας το χέρι του στην πλάτη από το παγκάκι και τεντώνοντας τα μακριά του πόδια μπροστά του.
Χαμογέλασε.
«Κι εσύ, Ροϊσίν Νταβ; Θα σου άρεσε ένα τέτοιο ταξίδι στο Δουβλίνο για να παραστείς σε τσάγια και χοροεσπερίδες και να συναντήσεις το αγόρι των ονείρων σου;»
Ο Βαλεντάιν είχε αρχίσει να την αποκαλεί «Ροϊσίν Νταβ», αφότου του ανέφερε ότι ήταν το χαϊδευτικό όνομα του μπαμπά της για εκείνη. «Σημαίνει “Μελαχρινή Ροζαλίν”», του είχε πει, «και είναι μια άλλη ονομασία για την Ιρλανδία».
«Υποθέτω πως θα μου άρεσε», είπε απαντώντας στην ερώτησή του. «Πού όμως θα έβρισκα φανταχτερά φουστάνια και προσκλήσεις σε χοροεσπερίδες;»
Δεν πρόσθεσε πως είχε ήδη γνωρίσει το αγόρι των ονείρων της. Μα δεν καθόταν εκεί ακριβώς δίπλα της; Καθώς ο Βαλεντάιν έστρεψε το βλέμμα του προς τον ορίζοντα, εκείνη του έριξε μια κλεφτή ματιά, χαζεύοντας τα στάχινα μαλλιά του, τις αυστηρές γραμμές στη μύτη και το πιγούνι του, και τα χλομά, περιποιημένα του χέρια που ακουμπούσε χαλαρά πάνω στα πόδια του. Μοσχομύριζε καθαρό σαπούνι, με μια ιδέα από λεβάντα. Πόσο διαφορετικός ήταν από τα αγόρια που εκείνη γνώριζε! Τα αναψοκοκκινισμένα και ατίθασα αδέλφια της, που τα αγαπούσε τόσο πολύ, ήταν καλές και σκληραγωγημένες ψυχές, αλλά ήταν εντελώς άλλη ράτσα. Και τα νεαρά αγόρια πέρα στην Κροσμολίνα, που στέκονταν στις βιτρίνες των καταστημάτων σφυρίζοντας στα κορίτσια και ζητώντας ένα φιλί, της φαίνονταν τόσο μπουνταλάδες σε σύγκριση με τους αξιοπρεπείς τρόπους του Βαλεντάιν. Αναρωτήθηκε κατά πόσο θα της άρεσε κάποιος απ’ αυτούς αν δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στο Ένισμορ. Ρίγησε και μόνο στην ιδέα.
Και βέβαια πρέπει να υπήρχαν πράγματα σ’ αυτόν που δεν ήταν τέλεια, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Καθώς έβαζαν τα θεμέλια της σχέσης τους το προηγούμενο καλοκαίρι, είχε γίνει μάρτυρας της ευγένειάς του, όπως τότε που πάλεψε να ελευθερώσει ένα τρομαγμένο μοσχάρι του οποίου το κεφάλι είχε πιαστεί σ’ έναν φράχτη από αγκαθωτό συρματόπλεγμα, κι όλη την ώρα καθησύχαζε το ζώο με απαλούς ψιθύρους. Ίσως τ’ αδέλφια της να είχαν κάνει το ίδιο, σκέφτηκε, αλλά πόσοι ευγενείς σαν τον Βαλεντάιν θα είχαν μπει στον κόπο; Λάτρευε το πάθος του για την έπαυλη των Ένις –το πόσο αγαπούσε κάθε φυλλαράκι από το γρασί-δι και κάθε πέτρα του– χωρίς ωστόσο να φθονεί το δικαίω-μα του αδελφού του σε αυτό. Θαύμαζε την αφοσίωσή του και ήξερε ότι θα έδινε και τη ζωή του ακόμα για οποιονδήποτε από την οικογένειά του. Και κάτω από το ευγενικό περίβλημα μπορούσε να αντιληφθεί πως κρυβόταν ένας επαναστάτης σαν την ίδια. Αναστέναξε, ήταν αδελφές ψυχές ο Βαλεντάιν κι εκείνη, εγκλωβισμένες ανάμεσα στο καθήκον και την ελευθερία. Παρ’ όλα αυτά, μια φωνούλα μέσα της εξακολουθούσε να ψιθυρίζει ότι δεν έκανε γι’ αυτήν – της έπεφτε πολύς. Την έκανε όμως να σωπάσει κλείνοντας με τα χέρια της τα αφτιά της για να μην την ακούει. Δεν πρέπει να την ακούσει, αλλιώς τα όνειρά της θα έσβηναν.
Ο Βαλεντάιν γύρισε προς το μέρος της και πήρε το χέρι της.
«Θα σου αγόραζα όσα φουστάνια ήθελες αν μπορούσα, Ρόζι. Μα, αλίμονο, όπως κι εσύ, είμαι πάμφτωχος, αν εξαιρέσεις όσα μου χορηγεί απρόθυμα ο μπαμπάς».
Η Ρόζι έγνεψε. Δεν είχε καμία αμφιβολία για την ειλικρίνειά του. Τι καλό που της έκαναν όμως τα λόγια του! Ένα σύννεφο μελαγχολίας αιωρούνταν από πάνω της για εβδομάδες. Είχε προσπαθήσει να το αγνοήσει, αλλά εκείνο επέστρεφε συνεχώς. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για το μέλλον. Σ’ έναν μήνα από τώρα η Βικτόρια θα έφευγε, και τι θα γινόταν μ’ εκείνη; Ακόμα και το αίτημά της στη λαίδη Λουίζα για μια συστατική επιστολή είχε γίνει δεκτό με ψυχρότητα. «Δεν αρκεί που καταδέχτηκα να σε διδάσκω όλα αυτά τα χρόνια, αχάριστο κορίτσι; Πώς τολμάς να ζητάς κάτι παραπάνω από εμένα;» της είχε πει.
Η Ρόζι είχε τελικά αποδεχθεί την αλήθεια για τον εαυτό της. Ήταν κάτι σπουδαιότερο αυτό που τη βασάνιζε από το γεγονός ότι θα έχανε τη Σεζόν. Μάλλον ήταν η συνειδητοποίηση ότι δεν θα μπορούσε να την ικανοποιήσει πλέον η ζωή ως κόρη αγρότη. Είχε γευτεί τον κόσμο των ευγενών, και o Θεός να τη βοηθούσε, ήθελε να γίνει μία απ’ αυτούς.
Τράβηξε το χέρι της και κοίταξε απευθείας τον Βαλε-ντάιν στα μάτια.
«Τουλάχιστον έχεις την επιλογή για το τι θα κάνεις στη ζωή σου – ακόμα κι αν δεν είναι νομικά ή τραπεζικά. Θα εξακολουθείς να έχεις χρήματα. Ασφαλώς θα υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που σου ταιριάζουν. Θα είναι δικό σου σφάλμα αν αφήσεις αυτό που θεωρείς καθήκον σου να μπει εμπόδιο».
Μίλησε πιο κοφτά απ’ ό,τι ήταν η πρόθεσή της και το μετάνιωσε αμέσως. Εκείνος όμως δεν φάνηκε να προσβλήθηκε.
«Έχεις δίκιο, Ρόζι. Αλλά, αλίμονο, αυτό που θα μου ταίριαζε είναι να μείνω εδώ και να διαχειρίζομαι την έπαυλη. Δεν έχω λόγια για να περιγράψω το πόσο αγαπώ αυτό το μέρος. Αγαπώ τη γη και τα ζώα και το ίδιο το σπίτι». Κοίταξε έξω από τον κήπο προς τη λίμνη και το όρος Νέφιν. «Το αγαπώ τον χειμώνα και το καλοκαίρι. Νιώθω ελεύθερος εδώ. Θα μαραζώσω αν κλειστώ σ’ ένα αποπνικτικό γραφείο στο Δουβλίνο, στο Λονδίνο ή οπουδήποτε αλλού».
«Κι εμένα μου αρέσει πολύ εδώ», είπε η Ρόζι.
Κάθισαν σιωπηλοί για λίγο. Η Ρόζι σκέφτηκε πόσο άνετα ένιωθε να κάθεται μαζί του και να μη λέει τίποτα. Καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον. Το περίεργο ήταν ότι ο Βαλεντάιν, ο προνομιούχος γιος των ευγενών, ήταν τόσο χαμένος όσο κι εκείνη.
«Ώστε εδώ είστε λοιπόν». Η Βικτόρια περπάτησε προς το μέρος τους κουνώντας το χέρι. «Είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο, αλλά μου πέρασε τώρα, ευτυχώς. Τι λέτε εσείς οι δυο;»
«Μιλάμε για πολλά πράγματα, αγαπημένη μου αδελφή, για λάχανα και βασιλιάδες, όπως ο Ιππόκαμπος και ο Ξυλουργός», είπε ο Βαλεντάιν κάνοντας αναφορά στο ποίημα του Λιούις Κάρολ.
«Και γιατί η θάλασσα βράζει καυτή· και αν τα γουρούνια έχουν φτερά», γέλασε η Βικτόρια. «Είχα χρόνια να θυμηθώ αυτό το ποίημα».
«Μα δεν ξεγέλασαν τα φτωχά στρείδια;» είπε η Ρόζι. «Και βέβαια τους παρέσυραν στον κόσμο τους κι έπειτα τα καταβρόχθισαν».
Η μέρα που η Ρόζι έτρεμε έφτασε τελικά. Ήταν 1 Ιουνίου 1910, δέκα χρόνια από τη μέρα που είχαν πρωτογνωριστεί με τη Βικτόρια. Ξύπνησε νωρίς το πρωί και σκέφτηκε να μην πλησιάσει καν το Ένισμορ, αλλά ήξερε πως η Βικτόρια θα πληγωνόταν αν δεν πήγαινε. Εξάλλου, δεν ήθελε να προδώσει τη ζήλια της που η Βικτόρια έφευγε για μια νέα λαμπερή ζωή και εκείνη έμενε πίσω. Δεν ήταν φταίξιμο της Βικτό-ριας, είπε στον εαυτό της, καμιά τους δεν είχε ζητήσει να γεννηθεί εκεί που γεννήθηκε. Ο Θεός ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό.
Τώρα, καθώς είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε ντυθεί με ένα από τα παλιά σχολικά της φορέματα, φθαρμένο από την πολλή χρήση, προσευχήθηκε στον Θεό να τη βοηθήσει να τελειώσει τη μέρα της. Όταν πλησίασε το Ένισμορ, είδε την άμαξα έξω. Ο Μπρένταν Λιντς, ο πρώτος λακές, φόρτωνε δύο μεγάλα μπαούλα στο πίσω μέρος καθώς ο οδηγός περίμενε όρθιος με το μαύρο του παλτό και το ημίψηλο. Ενώ πλησίαζε, είδε την Ιμέλντα Φοξ να πλησιάζει τα μπροστινά σκαλοπάτια κουβαλώντας μια μικρή βαλίτσα. Η Ρόζι υπέθεσε ότι, ως προσωπική υπηρέτρια της λαίδης Ένις, η Ιμέλντα θα τις συνόδευε.
«Η μαμά νοίκιασε ένα σπίτι στην πλατεία Μέριον», είπε η Βικτόρια. «Ο μπαμπάς είναι πολύ συγχυσμένος που ξόδεψε χρήματα γι’ αυτό αντί να μείνει με τη θεία Μάριαν, αλλά η μαμά λέει ότι δεν θέλει να την έχει μέσα στα πόδια της», χαχάνισε η Βικτόρια. «Νομίζω ότι θα είχε πλάκα να έχουμε και τη θεία μου ν’ ανακατεύεται».
Η Ιμέλντα πλησίασε τη Ρόζι και της έγνεψε.
«Τι όμορφη μέρα, δόξα σοι ο Θεός!» είπε ακουμπώντας κάτω την τσάντα της. «Μια υπέροχη μέρα για ταξίδι, λοιπόν».
«Έχεις ξαναπάει στο Δουβλίνο;» τη ρώτησε η Ρόζι ξεκινώντας νευρικά την κουβέντα.
«Εγώ; Μα πώς κάποια σαν και του λόγου μου είναι δυνατόν να είχε ποτέ την ευκαιρία να πάει σ’ ένα μέρος σαν το Δουβλίνο;»
«Ε, απλώς σκέφτηκα… ξέρεις, αφού η λαίδη Ένις έχει ταξιδέψει στο Δουβλίνο πολλές φορές».
«Α, ναι. Ε, λοιπόν, το έκανε χωρίς εμένα. Χρησιμοποιούσε κάποια από τις υπηρέτριες της λαίδης Μάριαν. Αυτή τη φορά με θέλει μαζί της, μια που θα έχει το δικό της σπίτι. Και αναμένεται να φροντίζω και τη Βικτόρια επίσης».
Η Ρόζι διέκρινε ένα αιχμηρό υπονοούμενο στη φωνή της Ιμέλντα.
«Α, Ρόζι, εδώ είσαι! Φοβόμουν πως δεν θα ερχόσουν να με αποχαιρετήσεις».
Η Βικτόρια κατέβηκε τρέχοντας τα μπροστινά σκαλιά του Ένισμορ, με τα χέρια της τεντωμένα. Έδειχνε εκθαμβωτική μες στην ταξιδιωτική της ενδυμασία, ένα ανοιχτόχρωμο γκρι ταγιέρ και ένα ασορτί καπέλο. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω και έμοιαζε αρκετά μεγαλύτερη. Δεν είναι πια παιδί, σκέφτηκε η Ρόζι. Υποθέτω καμιά μας.
«Και γιατί να μην ερχόμουν;» είπε η Ρόζι με μια ευθυμία που δεν αισθανόταν πραγματικά. «Σάμπως δεν φεύγει η καλύτερή μου φίλη σε όλο τον κόσμο για μια μεγάλη περιπέτεια;»
Η Βικτόρια έκλεισε τη Ρόζι σε μια σφιχτή αγκαλιά.
«Δεν είναι συναρπαστικό;» είπε. «Θα σου γράφω κάθε μέρα, Ρόζι, και θα σου λέω τα πάντα για τις περιπέτειές μου. Ω, δεν βλέπω την ώρα!»
Η χαρά της Βικτόριας ήταν μεταδοτική. Η Ρόζι χαμογέλασε στη φίλη της και της ανταπέδωσε την αγκαλιά.
«Να περάσεις υπέροχα, Βικτόρια! Και θέλω να μαθαίνω τα πάντα». Έκανε μια παύση. «Θα μου λείψεις», ψιθύρισε.
Ένα σύννεφο πέρασε πάνω από τα γαλάζια μάτια της Βικτόριας.
«Κι εμένα θα μου λείψεις, Ρόζι. Εύχομαι να μπορούσες να έρθεις μαζί μου».
Η Ρόζι έγνεψε.
«Κι εγώ».
Οι δυο φίλες στάθηκαν, προσηλωμένη η μία στο βλέμμα της άλλης.
«Βικτόρια! Έλα εδώ ν’ αποχαιρετήσεις τον πατέρα σου και μετά μπες στην άμαξα».
Η λαίδη Ένις κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια ακολουθούμενη από τον σύζυγό της και τη λαίδη Λουίζα. Πέρασε μπροστά από τη Ρόζι αγνοώντας την επιδεικτικά. Στη βάση της σκάλας η Βικτόρια αγκάλιασε τη θεία της κι ύστερα τον πατέρα της, ο οποίος σκούπισε ένα δάκρυ. Έπειτα έτρεξε προς την άμαξα και σκαρφάλωσε πάνω, με τη βοήθεια του Μπρένταν Λιντς. Όπως παρατήρησε η Ρόζι, είχε τη φευγαλέα εντύπωση ότι εκείνος της κράτησε τον αγκώνα περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο, αφήνοντάς τη μόνο όταν η Ιμέλντα, σκυθρωπή, τον παραμέρισε για να ανέβει.
Ο Βαλεντάιν έφτασε τελευταίος. Η Ρόζι τον κοίταζε καθώς κατέβαινε χαλαρά τα μπροστινά σκαλοπάτια, με τον κομψό και ήρεμο μεγάλο του διασκελισμό. Υποκλίθηκε στον πατέρα του, που του απηύθηνε ένα απότομο νεύμα. Όταν πλησίασε τη Ρόζι, σταμάτησε και χαμογέλασε.
«Ευχήσου μου τύχη, Ρόζι», είπε. «Δίχως αμφιβολία ο μπαμπάς περιμένει να αποτύχω ακόμα και ως συνοδός». Ύστερα πρόσθεσε ψιθυριστά: «Θα επιστρέψω αμέσως μόλις μπορέσω».
Η Ρόζι κοκκίνισε και έσκυψε το κεφάλι. Δεν είπε τίποτα.
Η άμαξα εκτόξευσε σκόνη και χαλίκια καθώς τα άλογα κάλπασαν στον δρόμο και βγήκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στην κεντρική πύλη. Η Βικτόρια κρεμάστηκε από το παράθυρο χαιρετώντας με φανερή ένταση. Η Ρόζι, ο λόρδος Ένις και η λαίδη Λουίζα έστεκαν σιωπηλοί ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό. Τότε ο λόρδος Ένις έκανε ένα νεύμα στη Ρόζι, πήρε αγκαζέ τη λαίδη Λουίζα και μαζί γύρισαν ανεβαίνοντας και πάλι τα σκαλοπάτια και μπαίνοντας στο Ένισμορ. Η μπροστινή πόρτα βρόντηξε κλείνοντας πίσω τους.
Τέλος 4ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi