ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41

 Ένα πρωινό του Ιούνη του 1917 η Ρόζι Κιλίν άφησε τη ζεστή θαλπωρή της οικογενειακής της αγροικίας για τελευταία φορά. Χαμογελώντας στον εαυτό της, κατέβηκε μέσα από τα πράσινα λιβάδια στον στενό δρόμο που χώριζε τη φάρμα των Κιλίν από την έπαυλη των Ένις. Φορούσε ένα απλό φόρεμα από λευκό βαμβάκι με στρίφωμα από δαντέλα και στα μαύρα μαλλιά της ένα στεφάνι από αγριολούλουδα. Ήταν καθ’ οδόν για τον γάμο της.

Έσπρωξε τις βαριές σιδερένιες καγκελόπορτες που οδηγούσαν στην έπαυλη και σκέφτηκε εκείνο το αγχωμένο οκτάχρονο κορίτσι που είχε κάνει την ίδια διαδρομή δεκαεπτά χρόνια νωρίτερα. Σήμερα κανένα φάντασμα δεν την κοίταζε μοχθηρά πίσω από τα δέντρα που πλαισίωναν τον στριφογυριστό δρόμο. Σήμερα, αντί να σκύψει το κεφάλι της με φόβο, σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε θαρραλέα γύρω της, νιώθοντας ευχαρίστηση απ’ όσα έβλεπε – το βαθύ πράσινο των ανοιχτών βοσκοτόπων, τα δέντρα που ήταν κατάφορτα με φρέσκα, γυαλιστερά φύλλα, και το Ένισμορ, φρεσκοβαμμένο με ένα ροζ ασβεστόχρωμα να λάμπει στη λιακάδα.

Πλησίασε το σπίτι, απολαμβάνοντας το γαργαλητό από το νοτισμένο γρασίδι ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της και το ζεστό χάδι του ήλιου στο πρόσωπό της. Τα πουλιά τραγουδούσαν πάνω στα δέντρα σαν να την καλωσόριζαν, ενώ τα υδρόβια πτηνά έκρωζαν από τη λίμνη Κον και κοπάδια ζώων βέλαζαν από ένα μακρινό λιβάδι. Χαιρόταν που είχε επιμείνει να κάνει αυτόν τον περίπατο μόνη. Ήθελε να θυμάται κάθε στιγμή αυτού του ταξιδιού από το παρελθόν της στο μέλλον της. Καθώς περπατούσε, σπίθες αναμνήσεων έρχονταν κι έφευγαν – τα χρόνια της στη σχολική τάξη με τη Βικτόρια, η ντροπή της ενώ έτριβε τα σκαλοπάτια για πρώτη φορά, το σοκ της όταν έμαθε για τον γάμο του Βαλεντάιν με τη Σοφία. Οι παλιές αναμνήσεις έμοιαζαν μακρινές και θολές, και παρότι πάντοτε θα της ανήκαν, θα αποδυναμώνονταν μπροστά στις αναμνήσεις που περίμεναν να γεννηθούν.

Το προηγούμενο βράδυ είχε γονατίσει και είχε εξομολογηθεί τις αμαρτίες στον καινούργιο νεαρό εφημέριο της Αγίας Μπριγκίτας. Δεν έκρυψε καμία λεπτομέρεια για τη σχέση της με τον Κάθαλ. Αφού τελείωσε, έμεινε σαν να περίμενε την κρίση του Θεού, αλλά αντί γι’ αυτό έλαβε συγχώρεση. Ένιωσε τον Κάθαλ στο πλευρό της καθώς έφευγε από το εξομολογητήριο.

Το παιδί της Μπρίντι, η Κέιτ, εμφανίστηκε ξαφνικά, τρέχοντας στα σκαλοπάτια του Ένισμορ και φωνάζοντάς την. Η Ρόζι έτρεξε προς το μέρος της, την πήρε στην αγκαλιά της και τη φίλησε. Η Κέιτ στριφογύρισε χαρούμενη.

«Η γιαγιά μού είπε να μη χαλάσω το φουστάνι μου», είπε.

Η Ρόζι την ακούμπησε κάτω. Το παιδί φορούσε ένα φόρεμα πανομοιότυπο με το δικό της, και τα δυο φτιαγμένα από τη μαμά, και στο κεφάλι της είχε ένα στεφάνι από μαργαρίτες. Είχε τις ίδιες σκούρες μπούκλες και τα ίδια μελιά μάτια της Ρόζι. Άλλη μία Ροϊσίν Νταβ, σκεφτόταν συχνά τη Ρόζι όταν την έβλεπε. Τώρα πήρε το χέρι του κοριτσιού και περπάτησε προς το σπίτι. Από τον κήπο μπορούσε να ακούσει μουσική. Αναγνώρισε τη μελωδία της «Βιάσης για τον γάμο», μιας χαρούμενης παραδοσιακής ζίγκας. Μπήκε στον πειρασμό να τρυπώσει και να κατασκοπεύσει στον κήπο όπου επρόκειτο να λάβει χώρα η τελετή, αλλά εκείνη τη στιγμή η Βικτόρια εμφανίστηκε στα μπροστινά σκαλοπάτια. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα που στη Ρόζι θύμιζε εκείνο που φορούσε την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν, και στα ξανθά μαλλιά της είχε ένα στεφάνι από κενταύρια. Έτρεξε κάτω να αγκαλιάσει τη Ρόζι.

«Δεν φοράει καθόλου παπούτσια», είπε η Κέιτ τραβώντας το φόρεμα της Βικτόριας και δείχνοντας τα γυμνά πόδια της Ρόζι.

Η Ρόζι έβαλε γρήγορα το ζευγάρι με τις λευκές παντόφλες που είχε φέρει και ανέβηκε τα σκαλοπάτια ανάμεσα στην Κέιτ και τη Βικτόρια. Ο πατέρας της τη συνάντησε στην πόρτα. Φορούσε ένα καινούργιο γκρίζο κοστούμι και ακτινοβολούσε καθώς της έτεινε το χέρι του. Η καρδιά της Ρόζι φούσκωσε στη θέα του.

«Έλα, κόρη μου», είπε. «Ο μέλλων σύζυγός σου σε περιμένει».

Ο Τζον Κιλίν οδήγησε την κόρη του γύρω από το σπίτι προς τον κήπο. Περίμεναν έξω από την πύλη. Η Κέιτ μπήκε πρώτη, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο ροδοπέταλα με τα οποία έραινε ζωηρά τον διάδρομο στον οποίο περπατούσε. Η Βικτόρια ακολουθούσε, λεπτή και αριστοκρατική, με τον ήλιο να κάνει τα ξανθά της μαλλιά να λάμπουν. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν το «Δώσ’ μου το χέρι σου», μια αξέχαστη, αργή παραδοσιακή μελωδία.

Καθώς η μουσική δυνάμωνε, η Ρόζι μπήκε από την είσοδο και περπάτησε με τον πατέρα της προς την πέτρινη σπηλιά στην άκρη του κήπου, όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η τελετή. Μπορούσε ν’ ακούσει το σούσουρο και τους ψιθύρους των καλεσμένων που κάθονταν στις καρέκλες σε κάθε πλευρά του διαδρόμου, αλλά καθώς πλησίασε περισσότερο στη σπηλιά κάθε ήχος έμοιαζε να σβήνει. Εκεί στεκόταν ο Βαλεντάιν, με τα ξανθά του μαλλιά να λάμπουν στον ήλιο. Τα μάτια της Ρόζι καρφώθηκαν στο πρόσωπο του Βαλεντάιν και τα δικά του μάτια στο πρόσωπό της. Για μια στιγμή ο ένας βύθισε το βλέμμα του στον άλλο, σαν να μην υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο. Τότε ο πατέρας της Ρόζι αποσύρθηκε και ο Βαλεντάιν τής έδωσε το χέρι του.

Η δεξίωση είχε πολύ κέφι. Ο Άντονι Ουόλς ψυχαγώγησε τον κόσμο παίζοντας μελωδίες με το ακορντεόν του, συνοδευόμενος από την κυρία Μέρφι στην τσίγκινη φλογέρα και τον μικρότερο αδελφό της Ρόζι στο βιολί. Μια ξύλινη εξέδρα είχε στηθεί για τον χορό. Η κυρία Ο’Λίρι επέστρεψε, παρά τη συνταξιοδότησή της, για να μαγειρέψει το γαμήλιο γεύμα με τη βοήθεια της Θέλμας. Το φαγητό σερβιρίστηκε σε μπουφέ, και μικρά τραπέζια στήθηκαν ανάμεσα στους κήπους, όπου οι καλεσμένοι έτρωγαν, έπιναν και κουβέντιαζαν χαλαρά. Η Ρόζι χαμογέλασε στη σκέψη της σκανδαλισμένης αντίδρασης που θα είχε η λαίδη Ένις αν βρισκόταν εκεί.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, ούτε η λαίδη Ένις ούτε η λαίδη Λουίζα και ο νέος της σύζυγος ήταν παρόντες, η Ρόζι όμως, όταν είδε ότι η Σάντι Κάναβαν είχε παραδόξως καταφέρει να έρθει, το βρήκε διασκεδαστικό. Ο αιδεσιμότατος Ουότσον είχε αρνηθεί να τελέσει το μυστήριο, αλλά η λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ αποτελούσε έναν επιφανή κριτή στη θέση του. Η καλή κυρία και ο πανταχού παρών συνοδός της, ο κύριος Κίρνι, είχαν φτάσει, όπως πάντα, με μεγάλες τυμπανοκρουσίες.

Μόλις τελείωσε το γεύμα, ο κύριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι έφεραν μια εξαιρετική τριώροφη τούρτα στον κήπο και την ακούμπησαν πάνω σ’ ένα τραπέζι στο κέντρο. Η κυρία Ο’Λίρι έλαμπε καθώς εισέπραττε το χειροκρότημα των καλεσμένων. Η τούρτα ήταν το γαμήλιο δώρο της στη Ρόζι και στον Βαλεντάιν. Για πρώτη φορά από τη στιγμή που ξεκίνησε η τελετή, η Ρόζι άφησε το χέρι του Βαλεντάιν και περπάτησε ανάμεσα στους καλεσμένους. Χαμογελούσε και τους ευχαριστούσε που ήρθαν, απολαμβάνοντας το άγγιγμα των ροζιασμένων χεριών στα δικά της, τις προσευχές και τα ρητά που της έλεγαν για μελλοντική καλή τύχη, και την υπερηφάνεια στα βουρκωμένα μάτια της μαμάς της. Η μικρή Κέιτ πήρε τον Τόμας Πιρς στα πόδια της, χαϊδεύοντας το πανέξυπνο, απορημένο βρέφος. Η Ρόζι στάθηκε για μια στιγμή βλέποντας τη Βικτόρια να χαμογελά στον γιο της, κι έπειτα πήγε προς το μέρος της και της έπιασε το χέρι.

«Θα ήθελες να πάμε μια βόλτα;»

Η Βικτόρια έγνεψε. Ένιωσαν μια ψυχρούλα καθώς περπατούσαν μαζί στη λίμνη.

«Θυμάσαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε εδώ;» ρώτησε η Ρόζι.

Η Βικτόρια γέλασε.

«Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω; Στεκόμουν εδώ κλαίγοντας για τη βαρκούλα μου όταν ένα παράξενο, άγριο, μαυρομάλλικο κορίτσι εμφανίστηκε από το πουθενά, έβγαλε το φόρεμά της και βούτηξε στο νερό. Είχα εκστασιαστεί από την πρώτη στιγμή που σε είδα».

«Αχ, ναι. Υπήρξαν στιγμές αργότερα που ευχήθηκα να είχα απλώς αφήσει το καραβάκι σου να βουλιάξει. Έτσι δεν θα με είχες τραβολογήσει στο δωμάτιο διδασκαλίας σου και στη θεία σου τη Λουίζα».

«Α, δεν το εννοείς αυτό, Ρόζι. Αν δεν είχαμε γίνει φίλες, δεν θα είχες γνωρίσει ποτέ τον Βαλεντάιν».

Η Ρόζι έκανε έναν μορφασμό.

«Υποθέτω πως άξιζε, λοιπόν», είπε.

Κάθισαν πάνω σε μια αναποδογυρισμένη βάρκα στην όχθη της λίμνης κοιτάζοντας το νερό, δυο παλιές φιλενάδες που μιλούσαν χαλαρά για τις παλιές εποχές και τα μελλοντικά τους σχέδια.

«Σκοπεύεις να μείνεις στο Δουβλίνο;» ρώτησε η Ρόζι.

Η Βικτόρια έγνεψε.

«Ναι. Βρήκα εργασία με μισθό ως νοσοκόμα σε ένα καλό νοσοκομείο και μου ταιριάζει. Εξακολουθώ να δουλεύω εθελοντικά στην Ένωση όμως. Μου αρέσει να βοηθάω άλλους ανθρώπους, να νιώθω πως με χρειάζονται. Και χάρη σ’ εσένα έχω ένα άνετο διαμέρισμα στο σπίτι του Κάθαλ. Και η αγαπημένη μου Σελίν φροντίζει τον Τόμας σαν να ’ταν δικός της γιος. Δεν ξέρω πώς θα τα κατάφερνα χωρίς εκείνη».

Η Βικτόρια γέλασε ξαφνικά.

«Η θεία Μάριαν ήθελε να συνεχίσει να πληρώνει τον μισθό της Σελίν ως δώρο για τη βάφτιση του Τόμας Πιρς, αλλά της είπα πως ήμουν σε θέση να τον πληρώνω μόνη μου». Κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρω πως είχε καλή πρόθεση, αλλά οι παλιές συνήθειες δεν λένε να φύγουν. Ακόμα δεν έχει χωνέψει την ιδέα ότι σκοπεύω να είμαι αυτόνομη από δω κι εμπρός».

«Έχεις καθόλου κοινωνική ζωή;»

«Και βέβαια έχω. Είμαι πολύ δραστήρια στον Γαελικό Σύνδεσμο. Το εθνικιστικό κίνημα είναι ακόμη πολύ ζωντανό, ξέρεις. Η εξέγερση ήταν μονάχα η αρχή. Σκοπεύω να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω να έρθει η ανεξαρτησία για την οποία ο Μπρένταν αγωνίστηκε τόσο». Γύρισε και χαμογέλασε στη φίλη της κρατώντας και τα δυο της χέρια. «Και σε παρακαλώ, μην πεις τίποτε, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα οι Βρετανοί να αποφυλακίσουν σύντομα τους κρατούμενους της εξέγερσης. Ο Μπρένταν ίσως επιστρέψει στο σπίτι!»

Η Ρόζι παραλίγο να κλάψει με την εμφανή χαρά της Βικτόριας.

Κάθισαν σιωπηλές για λίγο, η καθεμιά να κοιτάζει τα ασάλευτα νερά της λίμνης, χαμένες στις σκέψεις τους. Ύστερα από ώρα, η Ρόζι σηκώθηκε.

«Πρέπει να γυρίσω πίσω. Οι καλεσμένοι μου θα αναρωτιούνται πού το ’σκασε η νύφη – το ίδιο και ο νέος μου σύζυγος».

Η λέξη «σύζυγος» ακούστηκε γλυκιά στα χείλη της και χαμογέλασε.

«Τα καθήκοντα της κυρίας των τιμών δεν τελειώνουν ποτέ, λαίδη Ένις», είπε η Βικτόρια χαμογελώντας κι εκείνη.

Η Ρόζι κοκκίνισε.

«Σε ό,τι με αφορά, είμαι απλώς μια κόρη αγρότη που παντρεύτηκε έναν ντόπιο αγρότη, όπως θα ήταν αναμενόμενο. Έχω ήδη πει στον Βαλεντάιν ότι δεν πρόκειται να στρογγυλοκάθομαι και να περιμένω να μου τα σερβίρουν όλα στο χέρι. Σκοπεύω να λερώσω τα χέρια μου και να δουλέψω μαζί του στο κτήμα. Και μπορώ να κρατήσω το σπίτι μου και να μαγειρέψω τα γεύματά μου μόνη μου, ευχαριστώ πολύ». Έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα. «Ο κύριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι θα μείνουν. Πρόκειται να παντρευτούν τον επόμενο μήνα. Και θα κρατήσουμε τη Θέλμα. Το καημένο αυτό πλάσμα δεν έχει πού αλλού να πάει, όπως λέει. Και ο Άντονι θα μείνει να κάνει έκτακτες δουλειές. Αλλά αυτό είναι όλο κι όλο το προσωπικό που χρειαζόμαστε».

Η Βικτόρια σηκώθηκε και πήρε τη Ρόζι από το χέρι. Άρχισαν να περπατάνε πίσω προς το σπίτι.

«Μπορεί να χρειαστεί να παραθέσεις ορισμένα δείπνα, όμως. Εξάλλου, ο Βαλεντάιν θα πάρει τη θέση του μπαμπά στη Βουλή των Λόρδων».

«Ε, τότε λοιπόν πρέπει να έρθεις από το Δουβλίνο και να μου δείξεις τι να κάνω».

«Ή μπορείς πάντοτε να ζητήσεις από τη θεία Μάριαν να έρθει. Στο κάτω κάτω, συνήθως δεν περιμένει να της το ζητήσουν, έτσι δεν είναι;»

Έσκασαν και οι δύο στα γέλια καθώς κατευθύνονταν βιαστικά προς το Ένισμορ.

Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν καλεσμένοι και προσωπικό είχαν φύγει –ορισμένοι προς την αγροικία των Κιλίν για να συνεχίσουν τους εορτασμούς, κι άλλοι πίσω στα σπίτια τους–, ο Βαλεντάιν και η Ρόζι έμειναν επιτέλους μόνοι στο σπίτι. Ο Βαλεντάιν τη σήκωσε στα χέρια του και την πέρασε από το κατώφλι του υπνοδωματίου τους, την ακούμπησε κάτω και τη φίλησε.

«Σ’ αγαπώ, Ροϊσίν Νταβ», είπε. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα».

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η Ρόζι ξύπνησε από το φως το φεγγαριού που έμπαινε μέσα από το παράθυρο της κάμαρας. Έριξε μια ματιά στον Βαλεντάιν, που κοιμόταν ήρεμα δίπλα της, και ξεγλίστρησε από το κρεβάτι. Περπάτησε προς το παράθυρο και στάθηκε κοιτάζοντας έξω στα σκοτεινά λιβάδια προς τη λίμνη που στραφτάλιζε πέρα μακριά. Έτσι όπως στεκόταν, την πλημμύρισε μια πρωτόγνωρη γαλήνη. Εδώ με τον Βαλεντάιν στο Ένισμορ είχε βρει τελικά τη θέση της στον κόσμο. Βρισκόταν στο σπίτι της.

ΤΕΛΟΣ

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi