ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40
Τα φύλλα στα δέντρα του Ένισμορ εκείνη τη χρονιά έκαναν μια μικρή προσπάθεια να αποκτήσουν λίγο φθινοπωρινό χρώμα, και τον χειμώνα απέμειναν απλώς γυμνά, άψυχα κλαδιά. Ακόμα και το φως της ημέρας ήταν ζοφερό και μουντό. Μέρα με τη μέρα, η Βικτόρια έβλεπε τα μολυβένια σύννεφα να μαζεύονται έξω από το παράθυρο του δωματίου της και αναρωτιόταν αν ο ήλιος θα έλαμπε ποτέ ξανά. Ήταν σαν η φύση να αντανακλούσε την αίσθηση φόβου που τύλιγε το Ένισμορ.
Η Βικτόρια προσπαθούσε να παίρνει τα περισσότερα γεύματα στο δωμάτιό της, αλλά κατά διαστήματα η πλήξη την ωθούσε να κατέβει κάτω και να δειπνήσει με την οικογένειά της. Κάθε φορά που έμπαινε στην τραπεζαρία, ένιωθε ότι μπορεί και να κατέρρεε από το βάρος της έντασης που τους περιέβαλλε. Ακόμα και οι υπηρέτες σέρνονταν σιωπηλά όταν σέρβιραν τα γεύματα, κρατώντας προσεκτικά τα πιάτα σαν να κινδύνευαν να σπάσουν και σκορπίσουν σε χίλια κομμάτια ανά πάσα στιγμή.
Ο λόρδος Ένις είχε φύγει από το Ένισμορ αμέσως μετά τη σύγκρουση με τον Βαλεντάιν και στις ελάχιστες περιπτώσεις που επέστρεφε εκείνος και η σύζυγός του ίσα που έδιναν σημασία, και πολύ λιγότερο μιλούσαν, ο ένας στον άλλο. Η Σοφία και ο Βαλεντάιν έτρωγαν μαζί κάθε μέρα σιωπηλοί. Αν δεν ήταν η λαίδη Λουίζα –η οποία είχε επιτέλους καταφέρει τον αιδεσιμότατο Ουότσον να της κάνει την επιθυμητή πρόταση– να κοκορεύεται συνεχώς για τον επερχόμενο γάμο της, η Βικτόρια δεν θα μπορούσε να αντέξει άλλο εκεί πέρα. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, πιανόταν με ευγνωμοσύνη από τη σανίδα σωτηρίας που ήταν τα νέα της λαίδης Λουίζας για τα γαμήλια πλάνα της και την ανακαίνιση του πρεσβυτέριου, ζητώντας να μάθει περισσότερες λεπτομέ-ρειες, ακόμα και τα πιο ασήμαντα θέματα.
Αυτή η δυσφορία δεν περιοριζόταν στους κατοίκους του Ένισμορ και των περιχώρων του. Μια αίσθηση φόβου τύλιγε ολόκληρη την Ιρλανδία. Πέρα από τη συντριβή του από τον Βρετανικό Στρατό την εβδομάδα του Πάσχα, όπως η λαίδη Ένις με τόση σιγουριά δήλωσε, το Κίνημα των Ιρλανδών Εθελοντών αυξανόταν σε αριθμό και δεν περιοριζόταν πλέον μόνο στο Δουβλίνο.
«Όλο και πιο πολλά αγόρια κατατάσσονται καθημερινά», είπε ο Άντονι Ουόλς. «Τα είδα κι εγώ με τα ίδια μου τα μάτια να κάνουν εξάσκηση έξω, στο κέντρο του Κάστλμπαρ, μία εβδομάδα πριν».
Η κυρία Ο’Λίρι γρύλισε.
«Ονειροπόλοι, σαν τα αγοράκια στο Δουβλίνο. Δεν συνειδητοποιούν με τι πάνε να τα βάλουν; Δεν έμαθαν τίποτε από τους τόσους νέους που πέθαναν;»
Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι του.
«Αυτοί οι τύποι στο Δουβλίνο μπορεί ν’ απέτυχαν, αλλά όταν οι Άγγλοι τούς έκαναν μάρτυρες, ξύπνησαν έναν τεράστιο γίγαντα. Είναι ζήτημα χρόνου μέχρι να προσπαθήσουν ξανά. Θα βρεθούν νέοι ηγέτες να πάρουν τη θέση τους».
«Αυτή τη στιγμή δεν είναι παρά ένα τσούρμο βλάκες που παίζουν τους στρατιώτες», είπε η Σάντι Κάναβαν καθώς έμπαινε στην κουζίνα. «Δεν έχουν καθόλου πειθαρχία. Ακούω πως μερικοί γυρνοβολάνε πάνω κάτω στο Κορκ καίγοντας επαύλεις σαν αυτή δω και κάνοντάς τους όλους να πετάγονται έξω με τα νυχτικά».
«Αυτά είναι απλώς κακοήθεις φήμες, Σάντι», είπε η κυρία Ο’Λίρι. «Δεν θα τολμούσαν να κάνουν ποτέ τέτοιο πράγμα».
«Καλά, δεν τ’ άκουσα από τη λαίδη Λουίζα με τα ίδια μου τ’ αφτιά;»
Η Θέλμα κοίταξε πάνω από το τσουκάλι με τη σούπα που ανακάτευε.
«Δεν θα έρχονταν εδώ, έτσι δεν είναι, Άντονι;»
Ο Άντονι κοίταξε το ανήσυχο πρόσωπο της Θέλμας.
«Και ποιος το λέει πως δεν θα το κάνουν, Θέλμα; Εδώ έχουν συμβεί πιο παράξενα πράγματα».
«Έλα, τώρα, Άντονι, μην τρομάζεις το κορίτσι!» είπε η κυρία Ο’Λίρι.
Η Σάντι Κάναβαν σηκώθηκε και όρμησε έξω από την κουζίνα.
«Λοιπόν, αν έρθουν, δεν θα με πειράξει καθόλου!» φώναξε πάνω από τον ώμο της. «Δεν θα είμαι εδώ. Θα ζω πέρα, στο Κάστλμπαρ, μ’ εκείνη και τον εφημέριο. Μπορώ να πω πως θα είμαστε πιο ασφαλείς εκεί. Τους γαιοκτήμονες κυνηγάνε. Είναι καιρός να πληρώσουν για τις αμαρτίες τους για τον λιμό».
«Ακούγεσαι σαν την Ιμέλντα», είπε η κυρία Ο’Λίρι. Έκανε μια παύση. «Τώρα που την ανέφερα, το έχει δει κανένας αυτό το κορίτσι;»
Η Σάντι και η Θέλμα ανασήκωσαν τους ώμους. Η κυρία Ο’Λίρι κοίταξε τον Άντονι που είχε αρχίσει να μιλά αλλά σταμάτησε.
«Άντονι;»
Ο Άντονι είχε καταπιαστεί με την πίπα του.
«Άκουσα να λένε ότι έπιασε δουλειά στη βραδινή βάρδια της τσαγερί της Μπίντι Γκιλέσπι. Την είδα από την τζαμαρία ένα βράδυ να σερβίρει ένα πλήθος νεαρών που είχαν μόλις μπει από την παμπ. Μπορώ να πω πως έδειχνε τόσο ξινή όσο πάντα».
«Αυτό το απαίσιο μέρος; Τσαγερί και κουραφέξαλα! Δεν θα με δεις ποτέ να πίνω τσάι σε τέτοια μέρη», είπε η κυρία Ο’Λίρι.
«Οι επαίτες δεν έχουν επιλογές, κυρία Ο’Λίρι».
«Υποθέτω πως όχι. Την πλησίασες;»
«Όχι!»
Η κυρία Ο’Λίρι κούνησε το κεφάλι της.
«Ήταν πάντα παράξενη, ο Θεός να τη βοηθήσει. Ελπίζω να βρήκε λίγη γαλήνη».
Η οικογένεια δεν έκανε σχέδια για τον εορτασμό των Χριστουγέννων εκείνη τη χρονιά, ούτε για επίσκεψη στο σπίτι στο Ουέστπορτ, όπως συνήθιζαν στο παρελθόν. Την παραμονή των Χριστουγέννων δείπνησαν όλοι μαζί στη σιωπή. Μόνο ο μικρός Τζούλιαν φαινόταν διαχυτικός, καθώς ήταν ενθουσιασμένος με την προοπτική του πρωινού των Χριστουγέννων, όταν θα άνοιγε το πολύχρωμο περιτύλιγμα των δώρων που τον περίμεναν κάτω από το δέντρο στη βιβλιοθήκη. Αν δεν ήταν ο Τζούλιαν, σκέφτηκε η Βικτόρια, δεν θα υπήρχε καμιά αίσθηση των Χριστουγέννων.
Ανακουφίστηκε όταν το δείπνο τελείωσε. Η μητέρα της και η θεία της αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους και η Σοφία με τον Βαλεντάιν οδήγησαν τον διστακτικό Τζούλιαν πάνω στο παιδικό δωμάτιο.
Ο πατέρας της πήγε μόνος του στη βιβλιοθήκη, όπως έκανε κάθε βράδυ όταν βρισκόταν στο σπίτι. Ήταν έτοιμη ν’ ανέβει τις σκάλες για το δωμάτιό της, αλλά ξάφνου δίστασε. Γύρισε, περπάτησε προς την πόρτα της βιβλιοθήκης και έμεινε εκεί. Φαντάστηκε τον πατέρα της να κάθεται μόνος στο μεγάλο δωμάτιο πίνοντας το μπράντι του και κοιτάζοντας τη φωτιά. Η καρδιά της πόνεσε καθώς σκέφτηκε άλλες χαρούμενες παραμονές Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια μαζευόταν εκεί, γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο αγαπημένος Τόμας να παίζει τα κάλαντα στο πιάνο και όλοι να τραγουδούν χαρωπά.
Ακούμπησε πάνω στην πόρτα της βιβλιοθήκης και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Ήταν αλήθεια, της έλειπε η οικογένειά της όπως ήταν σε πιο χαρούμενες εποχές, αλλά αυτό που της έλειπε περισσότερο, συνειδητο-ποιούσε, ήταν η τρυφερότητα του μπαμπά της. Όσο θυμόταν τον εαυτό της, διεκδικούσε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τότε που τον εκλιπαρούσε να αφήσει τη Ρόζι να γίνει φίλη της – πόσο ευγενικά και γεμάτα αγάπη ήταν τα μάτια του όταν της χαμογελούσε! Αυτή η αγάπη υπήρχε ακόμη στα μάτια του όταν την είχε αφήσει στο Δουβλίνο για να δουλέψει με τον δόκτορα Κάλεν, και ξανά και ξανά όταν την αγκάλιασε στους αγώνες στο Φεριχάουζ τη Δευτέρα του Πάσχα. Τώρα, όποτε την κοιτούσε, αν το έκανε, έβλεπε το κούφιο κενό που είχε αφήσει η αγάπη πίσω της.
Προτού μπορέσει να συγκρατηθεί, χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε. Στην αρχή ο πατέρας της δεν φάνηκε να την άκουσε. Καθόταν, όπως τον είχε φανταστεί, στην παλιά δερμάτινη πολυθρόνα του κοιτάζοντας τη φωτιά που έκαιγε.
Πήγε προς το μέρος του και στάθηκε πλάι του.
«Μπαμπά;» ψιθύρισε. «Μπορώ να σου κάνω παρέα;»
Εκείνος ξαφνιάστηκε, σαν να ξυπνούσε από έκσταση, και γύρισε να την κοιτάξει. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του, σαν να είχε ξεχάσει προς στιγμήν τον θυμό του, αλλά σύντομα σκλήρυνε σε μια βλοσυρή μάσκα. Κοίταξε μακριά της και πάλι προς τη φωτιά.
«Όπως επιθυμείς», είπε.
Η Βικτόρια πήρε ένα κούτσουρο από το ράφι του τζακιού, το πέταξε στις φλόγες και μετά πήγε προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνία, όπου ξανάναψε ένα από τα κεριά που είχαν σβήσει. Στάθηκε πίσω χαμογελώντας, θαυμάζοντας τα λαμπερά ασημένια στολίδια και εισπνέοντας τη φρέσκια, γιορτινή μυρωδιά των Χριστουγέννων και την καπνισμένη αψάδα των καμένων κεριών.
«Πάντοτε αγαπούσα αυτή την εποχή του χρόνου», είπε.
Ο πατέρας της δεν της έδωσε απάντηση.
Η Βικτόρια γύρισε πίσω και κάθισε στην καρέκλα απέναντί του. Δεν είχε τολμήσει να τον κοιτάξει απευθείας στα μάτια εδώ και κάμποσο καιρό, και τώρα που το έκανε, σοκαρίστηκε από το πόσο αδύναμος φαινόταν. Στο πουκάμισό του, τα κουμπιά του που συνήθιζαν να τεντώνονται στο στήθος του, κρέμονταν χαλαρά πάνω του, το άλλοτε ροδοκόκκινο πρόσωπό του είχε πάρει μια γκρίζα απόχρωση ακόμα και στο φως της φωτιάς, ενώ τα άλλοτε πυκνά μαλλιά του είχαν αραιώσει. Ακούμπησε πίσω, με τα χέρια της πλεγμένα.
«Σε παρακαλώ, μπαμπά, μπορούμε να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας; Μπορούμε να επανέλθουμε εκεί όπου βρισκόμασταν πριν;»
«Εσύ το προκάλεσες όλο αυτό, Βικτόρια». Η φωνή του λόρδου Ένις ήταν ψυχρή. «Εσύ έφερες την ντροπή σ’ αυτό το σπιτικό, για την οποία αρνήθηκες να δείξεις οποιαδήποτε μετάνοια. Στην πραγματικότητα, υπήρξες κατηγορηματική στην άρνησή σου να παραδεχτείς οποιοδήποτε σφάλμα».
Η Βικτόρια ένιωσε μια ανατριχίλα στον αυχένα της. Έσφιξε τις γροθιές της σε μια προσπάθεια να ελέγξει τον θυμό της.
«Αυτό συνέβη επειδή δεν θεωρώ ότι έχω διαπράξει κάποιο λάθος, μπαμπά», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Αγαπώ τον Μπρένταν κι εκείνος αγαπά εμένα. Μόλις γεννηθεί το παιδί μας, σκοπεύω να το πάω να επισκεφθεί τον πατέρα του στη φυλακή, και κάποια στιγμή ο Μπρένταν κι εγώ θα παντρευτούμε. Το παιδί μας θα μεγαλώσει με μια μητέρα κι έναν πατέρα που το αγαπούν. Πού μπορεί να είναι το λάθος σ’ αυτό;»
Ο λόρδος Ένις ανακάθισε στην καρέκλα του.
«Για όνομα του Θεού, Βικτόρια, ξέρεις πού είναι το λάθος σ’ αυτό. Εναντιώνεσαι σε όλα αυτά στα οποία ανατράφηκες να πιστεύεις».
Η Βικτόρια ένιωσε τον θυμό της να φουντώνει άθελά της.
«Εννοείς ότι εναντιώνομαι σε όλους τους κανόνες που εσύ και η κοινωνία μού έχετε επιβάλει; Σε αυτή την περίπτωση δηλώνω ένοχη. Θα προτιμούσες όμως να είχα παντρευτεί κάποιον “κατάλληλο” που δεν θα με αγαπούσε, ούτε εγώ εκείνον, αλλά θα ζούσαμε μαζί σε καθεστώς αδιάφορης ανοχής του ενός για τον άλλο, όπως εσύ και η μαμά;»
Καλύτερα να είχε δαγκώσει τη γλώσσα της παρά να αρθρώσει αυτά τα τελευταία λόγια. Ήταν άδικα. Προσπάθησε να απολογηθεί, αλλά ο πατέρας της βρισκόταν ήδη στην άκρη της καρέκλας του με το πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό.
«Πώς τολμάς; Αν ήσουν γιος μου, θα σε είχα χαστουκίσει τώρα!»
Η παρόρμηση της Βικτόριας να ζητήσει συγγνώμη εξαφανίστηκε. Το τελευταίο που είχε σκοπό να κάνει ήταν να τσακωθεί με τον πατέρα της, αλλά τώρα ήταν πολύ αργά.
«Το ξέρεις πως είναι αλήθεια, μπαμπά. Ω, ίσως στην αρχή να αγαπούσατε ο ένας τον άλλον, αλλά έβλεπα ελάχιστες ενδείξεις γι’ αυτό καθώς μεγάλωνα. Ίσως η μαμά να στράφηκε εναντίον σου όταν άρχισες τα ραντεβουδάκια με τις υπηρέτριες, όπως με τη μητέρα της Ιμέλντα. Πόσες άλλες ήταν εδώ, μπαμπά, που δεν τις ξέρω;»
Ο πατέρας της φάνηκε να παλεύει με τις λέξεις.
«Με κάνεις να φαίνομαι κάθαρμα. Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι ο βίος μου δεν ήταν τόσο έκλυτος όσο πολλών από τους γνωστούς μου…»
Η Βικτόρια γέλασε περιφρονητικά.
«Δεν ήταν τόσο έκλυτος; Πολύ ωραίο αυτό, μπαμπά. Με άλλα λόγια, ακολουθούσες τους κανόνες των κύκλων σου. Οι άντρες αναμένεται να απατούν τις γυναίκες τους. Κι αυτό το θεωρούν πολύ φυσικό!» Έκανε παύση για μια στιγμή. «Πες μου, μπαμπά», συνέχισε με πιο ήρεμη φωνή, «αν ο Μπρένταν ήταν μέλος του κύκλου μας, ένας αξιωματικός του στρατού ίσως, ή ο γιος κάποιου γαιοκτήμονα, θα εξακολουθούσες να κλείνεις τ’ αφτιά σου σ’ αυτά που σου λέω, όπως κάνεις τώρα;»
«Αυτό είναι εκτός θέματος, Βικτόρια».
«Όχι, μπαμπά, αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Κατηγορούμαι ότι διέπραξα σφάλμα επειδή τόλμησα να ερωτευτώ έναν άντρα που δεν είναι της τάξης μας».
Ο λόρδος Ένις έγειρε πίσω στην καρέκλα του αναστενάζοντας, λες και όλη η ενέργειά του είχε χαθεί.
«Τι θέλεις από εμένα, Βικτόρια;»
Η Βικτόρια, έχοντας βγάλει όλο τον θυμό της, προχώρησε μπροστά και γονατίζοντας άγαρμπα κάτω, μπροστά στον πατέρα της, πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά της.
«Θέλω να είσαι χαρούμενος για εμένα. Θέλω να καλωσορίσεις το καινούργιο σου εγγόνι. Μπαμπά, δεν βλέπεις πως η παλιά σου κοινωνία, ο παλιός σου τρόπος ζωής, πεθαίνει; Αν επιμένεις να στέκεσαι εμπόδιο στις αλλαγές, θα παραμείνεις δυστυχής και απογοητευμένος».
Ο λόρδος Ένις κούνησε το κεφάλι του κουρασμένα.
«Ίσως να έχεις δίκιο, παιδί μου. Είμαι όμως και μεγάλος άνθρωπος. Δεν έχω τη δύναμη ν’ αλλάξω. Θα το αφήσω αυτό σ’ εσένα και τον Βαλεντάιν». Της χάρισε ένα αδύναμο χαμόγελο. «Απλώς δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν πια. Ίσως εσείς, τα παιδιά, να με προστατέψετε από τα χειρότερα».
Η Βικτόρια ακούμπησε το κεφάλι της στο πόδι του.
«Μπαμπά, δεν το ξέρεις πως σ’ αγαπάμε;» ψιθύρισε. «Δεν θα αφήσουμε να πάθεις κανένα κακό».
Καθώς η Βικτόρια ήταν γονατισμένη, ένιωσε το χέρι του πατέρα της να αιωρείται πάνω από το κεφάλι της. Άραγε θα της χάιδευε τα μαλλιά, όπως έκανε όταν εκείνη ήταν παιδί; Κράτησε την ανάσα της και προσευχήθηκε να το κάνει. Και τότε ήρθε το γλυκό, απαλό άγγιγμα που θυμόταν.
«Με απογοήτευσες, παιδί μου», μουρμούρισε, «αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να σ’ αγαπώ».
Δάκρυα έκαναν τα μάτια της να τσούξουν.
«Το ξέρω, μπαμπά», ψιθύρισε.
Παρέμειναν εκεί για λίγη ώρα, χωρίς να κινείται κανείς τους, ενώ τα κεριά πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο τρεμόπαιζαν στο φως της φωτιάς.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1916, η Βικτόρια πήρε βαθιά ανάσα και έσπρωξε την πόρτα της τσαγερί της Μπίντι Γκιλέσπι, με τη Ρόζι λίγο πιο πίσω της. Ήταν αργά το απόγευμα, αλλά τα ξεχαρβαλωμένα, ξύλινα τραπέζια και οι καρέκλες πάνω στο λεκιασμένο πάτωμα ήταν άδεια. Το μέρος δεν θα γέμιζε ώσπου να κλείσουν οι παμπ και οι άντρες του χωριού να έρθουν για τσάι, ψωμί και πιάτα με λιπαρές τηγανητές πατάτες προτού σύρουν τα πόδια τους στο σπίτι.
Η Βικτόρια κοίταξε γύρω νιώθοντας άβολα. Σ’ ένα ράφι στον τοίχο, σε μια απόπειρα να σηματοδοτήσουν την εορταστική περίοδο, κλαδιά από γκι κοσμούσαν δύο λευκές κεραμικές γάτες με πορτοκαλιά πρόσωπα και φωτεινά μάτια που έλαμπαν στο φως της λάμπας. Οι γάτες πλαισιώνονταν από σκονισμένα μπιχλιμπίδια και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Μια πραγματική γάτα, που η λευκή της γούνα είχε γκριζάρει από τη βρόμα, τρίφτηκε στον αστράγαλό της κι εκείνη αναπήδησε ανατριχιάζοντας.
«Καλώς ήρθατε, κυρίες μου».
Μια μελαχρινή, εύσωμη γυναίκα με κοκκινάδι στα μάγουλα και παρατηρητικά, κουκουβαγίσια μάτια, πλησίασε και τους έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα. Η Βικτόρια είχε δει γυναίκες σαν και αυτή στο Δουβλίνο – ιδιοκτήτριες που έκοβαν τους ξένους μ’ ένα βλέμμα, κρίνοντας τη δυνητική αξία της παραγγελίας τους. Μια κρύα ανατριχίλα διαπέρασε την πλάτη της. Η γυναίκα τούς οδήγησε σ’ ένα τραπέζι το οποίο ξεσκόνισε με το στρίφωμα της ποδιάς της.
«Τι να σας φέρω;»
«Δύο τσάγια, παρακαλώ. Και θα ήθελα να μιλήσω με τη δεσποινίδα Φοξ. Είναι εδώ;»
Τα μάτια της Μπίντι Γκιλέσπι στένεψαν.
«Είναι εδώ, ναι, αλλά είναι απασχολημένη στην κουζίνα. Μπορώ να της δώσω κάποιο μήνυμα;»
Η Βικτόρια κούνησε το κεφάλι.
«Όχι, πρέπει να της μιλήσω προσωπικά».
Η Μπίντι έγειρε κοντά της.
«Πέντε λεπτά μονάχα. Δεν την πληρώνω για να χασομεράει».
Η Βικτόρια δεν απάντησε, καθώς το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πώς να συγκρατήσει την αναγούλα που της είχε ανέβει στον λαιμό από τις μυρωδιές του ξινισμένου γάλακτος και του λίπους που αναμειγνύονταν με το φτηνό άρωμα της Μπίντι Γκιλέσπι. Ήχοι από το σφύριγμα ενός τσαγερού και το σκληρό πριόνισμα ενός μαχαιριού στο ψωμί έρχονταν από την κουζίνα. Η Βικτόρια ήλπιζε πως θα κάλυπταν τον ήχο της καρδιάς της που χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Χαμογέλασε αδύναμα στη Ρόζι, ύστερα έσκυψε το κεφάλι και περίμενε.
Σχεδίαζε αυτή την έξοδο μέρες. Από τα Χριστούγεννα, όταν είχε αναζητήσει τον πατέρα της και είχε κάνει ανακωχή μαζί του, τη στοίχειωνε το γεγονός ότι η ετεροθαλής της αδελφή ήταν κάπου έξω στους παγωμένους δρόμους, χωρίς οικογένεια να την προστατεύει. Προσπάθησε να βγάλει τη σκέψη από το μυαλό της, αλλά η καρδιά της αρνιόταν να την αφήσει. Τελικά, έμαθε από τον Άντονι πού δούλευε η Ιμέλντα κι ύστερα πλησίασε τον πατέρα της που συμφώνησε να υπογράψει μια συστατική επιστολή. Της έδωσε την επιστολή μαζί με μερικά χαρτονομίσματα.
«Φρόντισέ τη, Βικτόρια», είπε. «Βεβαιώσου ότι θα τακτοποιηθεί κάπου».
Η Βικτόρια ξαφνιάστηκε καθώς δύο κούπες τσάι κοπάνησαν απότομα πάνω στο τραπέζι. Κοίταξε προς τα πάνω. Η Ιμέλντα Φοξ την κάρφωνε απειλητικά.
«Τι θέλεις; Δεν τελείωσες μαζί μου ακόμα;»
Η Ιμέλντα ήταν φανερά κακόκεφη και τα μάτια της γεμάτα καχυποψία.
Η Βικτόρια, παρότι περίμενε μια εχθρική αντίδραση, πληγώθηκε από τα λόγια εκείνα. Πήρε βαθιά ανάσα.
«Σε παρακαλώ, κάθισε, Ιμέλντα. Θέλω να σου μιλήσω».
Η Ιμέλντα έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της στην Μπίντι Γκιλέσπι που στεκόταν και κοιτούσε.
«Θα μείνω όρθια. Δεν έχω κι όλη τη νύχτα στη διάθεσή μου».
Η Βικτόρια προσπάθησε να συγκεντρωθεί και άρχισε να μιλάει.
«Ο μπαμπάς παραδέχτηκε πως η ιστορία σου είναι αληθινή, Ιμέλντα, και ζητά τη συγχώρεσή σου. Δεν είναι καλά στην υγεία του και…»
Η Ιμέλντα ανασήκωσε τους ώμους.
«Κι εμένα τι με νοιάζει;»
Η Βικτόρια προσπάθησε να της πιάσει δειλά το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε μακριά.
«Θέλω να ξέρεις πως σε δέχομαι ως αδελφή μου…»
Σταμάτησε. Οι λέξεις δεν έβγαιναν καθόλου σωστά.
«Με δέχεσαι, έτσι;» Η Ιμέλντα άφησε να της ξεφύγει ένα απαίσιο γέλιο. «Οπότε θα με πάρεις πίσω στο Ένισμορ και θα μου φέρεσαι σαν μέλος της οικογένειάς σου; Θα μου έχεις υπηρέτες να με υπηρετούν και θα με συστήνεις στους φίλους σου ως “λαίδη Ιμέλντα Μπελ”;» Κοίταξε πέρα μακριά σαν να απευθυνόταν σε κάποιον ξένο. «Βέβαια, είναι σαν να το βλέπω – α, αυτή είναι η αδελφή μου η Ιμέλντα, το μπάσταρδο του μπαμπά μου, αλλά της φερόμαστε το ίδιο». Κοίταξε και πάλι τη Βικτόρια. «Περιμένεις να πιστέψω αυτές τις αηδίες;» Τότε γύρισε προς τη Ρόζι. «Το ξέρεις ότι έχω δίκιο, έτσι δεν είναι; Κοίτα πώς φέρθηκαν σ’ εσένα. Δεν διαφέρουμε και τόσο».
Η Ρόζι κοκκίνισε, αλλά δεν είπε τίποτε. Η Βικτόρια πετάχτηκε βιαστικά, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνει την Ιμέλντα να καταλάβει.
«Το ξέρεις ότι αυτό που προτείνεις είναι αδύνατον. Θέλω όμως να σε βοηθήσω». Έπιασε το τσαντάκι της, έβγαλε έναν φάκελο και τον έδωσε στην Ιμέλντα, με το χέρι της να τρέμει. «Είναι μια συστατική επιστολή υπογεγραμμένη από τον μπαμπά. Θα μπορέσεις έτσι να βρεις δουλειά σ’ ένα αξιοσέβαστο σπίτι. Και… και υπάρχουν και λίγα χρήματα μέσα. Δεν είναι φιλανθρωπία», πρόσθεσε βιαστικά, «είναι τα τρία τελευταία σου μηνιάτικα συν το χριστουγεννιάτικο δώρο που θα έπαιρνες αν δεν σε είχε διώξει ο μπαμπάς».
Η Ιμέλντα κοίταξε τον φάκελο, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση.
«Πάρ’ το, Ιμέλντα», είπε η Ρόζι. «Μην αφήνεις την υπερηφάνειά σου να σου σταθεί εμπόδιο».
Η Ιμέλντα κοίταξε τις δύο κοπέλες κι ύστερα βούτηξε τον φάκελο από το χέρι της Βικτόριας και τον έχωσε στην τσέπη της. Καμία τους δεν μιλούσε. Οι τρεις γυναίκες περιεργάζονταν η μία την άλλη σιωπηλές. Η σιωπή διακόπηκε μόνο όταν η Μπίντι Γκιλέσπι εμφανίστηκε στο τραπέζι τους και καθάρισε με θόρυβο τον λαιμό της.
«Όλα καλά εδώ, κυρίες μου; Θα χρειαστώ την Ιμέλντα πίσω στην κουζίνα αν έχετε τελειώσει μαζί της. Θα ᾿χουμε τους πρώτους πελάτες σύντομα», συνέχισε κοιτάζοντας το ρολόι. «Κοντεύει η ώρα που κλείνουν οι παμπ».
Επέστρεψε στην κουζίνα και η Βικτόρια με τη Ρόζι σηκώθηκαν, αλλά η Ιμέλντα δεν κουνήθηκε. Φαινόταν να κλωθογυρίζει κάτι στο μυαλό της. Όταν τελικά μίλησε, όλος ο θυμός είχε φύγει από τη φωνή της.
«Καλύτερα να επιστρέψετε πίσω στο Ένισμορ. Υπάρχουν εδώ κάποια αγόρια που σκοπεύουν να το κάψουν απόψε».
Ο τόνος της Ιμέλντα ήταν τόσο απαλός που η Βικτόρια νόμιζε πως δεν άκουσε καλά τι είπε. Ήταν έτοιμη να της ζητήσει να το επαναλάβει όταν μίλησε η Ρόζι.
«Εσύ πού το ξέρεις;»
«Εγώ η ίδια τους έστειλα».
Η Ρόζι την κοίταξε με καχυποψία.
«Και γιατί να ακούσουν εσένα;»
Η Ιμέλντα σήκωσε τα μάτια ψηλά.
«Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να τους πείσω. Είχαν ακούσει για μερικά αγόρια στο Κορκ που καίνε τα σπίτια των γαιοκτημόνων και ήθελαν να κάνουν το ίδιο σ’ αυτά τα μέρη. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν μερικές ιστορίες για το πώς βρέθηκα στον δρόμο για ένα ψέμα και το πώς απέλυσαν τον Μπρένταν αφότου η κόρη της οικογένειας τον σαγήνευσε». Έκανε παύση και κοίταξε επικριτικά τη Βικτόρια. «Και στο κάτω κάτω, υπάρχουν πολλοί εδώ γύρω που μισούν την οικογένεια Μπελ για όλο της τον πλούτο, όταν οι ίδιοι μετά βίας έχουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους».
Η Ρόζι άρπαξε την Ιμέλντα από τους ώμους και την ταρακούνησε.
«Μπορείς να τους σταματήσεις;» ούρλιαξε. «Για όνομα του Θεού, Ιμέλντα!»
Η Ιμέλντα χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν με έντονο φανατισμό.
«Αν είχατε έρθει νωρίτερα, θα τους είχα σταματήσει, αλλά ήρθατε πολύ αργά. Βρίσκεται στα χέρια του Θεού τώρα πλέον», είπε κάνοντας τον σταυρό της.
Η Βικτόρια βρήκε και πάλι τη φωνή της.
«Πρέπει να τους ειδοποιήσουμε, Ρόζι!» ούρλιαξε. «Ω Θεέ μου, πρέπει να φύγουμε! Ίσως να μπορούμε ακόμα να φτάσουμε εγκαίρως».
Έτρεξε στην πόρτα, σπρώχνοντας ένα τσούρμο αντρών με τραγιάσκες που εκείνη την ώρα έμπαιναν, αγνοώντας τα μεθυσμένα καλέσματά τους: «Για στάσου λίγο, βρε αγάπη μου». Η Ρόζι έτρεξε ξοπίσω της.
Η Ιμέλντα τις κοίταζε ενώ έφευγαν, χωρίς να σαλεύει, ώσπου η Μπίντι Γκιλέσπι ήρθε δίπλα της και στάθηκε με τα χέρια στη μέση.
«Χριστέ μου!» ούρλιαξε. «Έφυγαν χωρίς να πληρώσουν. Αναθεματισμένες αριστοκράτισσες». Γύρισε προς την Ιμέλ-ντα: «Αυτά θα τα κρατήσω από τον μισθό σου, κορίτσι μου. Τώρα τράβα πάλι στη δουλειά».
Έξω η Ρόζι κουβέντιαζε με τη Βικτόρια.
«Πρέπει να περιμένουμε τον Άντονι να φέρει το άλογο με το κάρο», είπε. «Δεν μπορείς να κάνεις όλη αυτή την απόσταση με τα πόδια στην κατάστασή σου».
Η Βικτόρια όμως δεν την άκουσε και άρχισε να τρέχει κάτω στον σκοτεινό δρόμο. Έτρεξε ώσπου ένιωσε να κόβεται η αναπνοή της. Αγκάλιασε την κοιλιά της καθώς τα γόνατά της άρχισαν να λυγίζουν κάτω από το βάρος της. Η Ρόζι την έπιασε πριν πέσει και την ακούμπησε απαλά πάνω σε μια μεγάλη πέτρα στην άκρη του δρόμου.
«Μείνε εδώ», είπε βγάζοντας το παλτό της και βάζοντάς το πάνω στους ώμους της φίλης της. «Εγώ θα προχωρήσω και θα στείλω τον Άντονι να σε πάρει».
Όταν η Βικτόρια άρχισε να διαμαρτύρεται, ο τόνος της Ρόζι έγινε κοφτός.
«Θα μείνεις εδώ, είπα, εκτός κι αν θες να διακινδυνεύσεις να χάσεις το παιδί σου».
Η Βικτόρια έσκυψε το κεφάλι και έγνεψε.
Καθώς η Ρόζι έτρεχε προς το Ένισμορ, άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο σοβαρή και επείγουσα ήταν η προειδοποίηση της Ιμέλντα. Αρχικά προσπάθησε να απορρίψει την απειλή ως φαντασιοπληξία, το παραλήρημα μιας τρελής γυναίκας, κάτι της έλεγε όμως ότι ήταν παραπάνω απ’ αυτό. Η Ιμέλντα μπορεί να ήταν τρελή, σκέφτηκε, αλλά ήταν και εκδικητική. Τώρα είδε ότι κατά έναν αναπάντεχο τρόπο η μάχη του Δουβλίνου είχε έρθει σπίτι. Στο Δουβλίνο είχε διστάσει να πάρει θέση, αλλά τώρα δεν δίσταζε καθόλου – έπρεπε να σώσει το Ένισμορ. Η Ρόζι συνειδητοποίησε τελικά ότι, καλώς ή κακώς, τα χρόνια που είχε περάσει εκεί είχαν διαμορφώσει τη ζωή της. Το Ένισμορ ήταν σπίτι της όσο ακριβώς και η αγροικία των Κιλίν. Δεν θα το έβλεπε να καταστρέφεται.
Φτάνοντας την πύλη του κτήματος, όλα φαίνονταν φυσιολογικά εκτός από το γεγονός ότι οι πόρτες έχασκαν διάπλατα ανοιχτές. Έκανε παύση και έσκυψε για να ανακτήσει την ανάσα της που είχε κοπεί. Ίσιωσε το κορμί της και συνέχισε να περπατά, ευχαριστώντας το φεγγάρι που της φώτιζε τον δρόμο. Δεν υπήρχε σημάδι καπνού ή φωτιάς όταν άρχισε να βλέπει το σπίτι. Τα φώτα τρεμόπαιζαν από τα παράθυρα του πάνω ορόφου και της βιβλιοθήκης, ενώ όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν ήσυχα. Καθώς πλησίασε στο πλάι του σπιτιού, άκουσε μουσική να βγαίνει από τα διαμερίσματα των υπηρετών καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η πρωτοχρονιάτικη γιορτή τους. Κανονικά θα είχε χαμογελάσει φανταζόμενη τι ευθυμία θα επικρατούσε μέσα, αλλά το ένστικτό της της έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Καθώς πλησίασε τον αψιδωτό διάδρομο που οδηγούσε από το πλάι του σπιτιού στην κουζίνα και τους στάβλους, άκουσε έναν άλλο θόρυβο. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Ακουγόταν σαν μηχανή αυτοκινήτου στο ρελαντί. Κινήθηκε προς τα εμπρός. Είχε δίκιο – ένα αυτοκίνητο με τα φώτα σβηστά ήταν στραμμένο προς το μέρος της. Κρατώντας την ανάσα της πλησίασε περισσότερο. Ένας νεαρός άντρας καθόταν στο τιμόνι, μ’ ένα τουφέκι στο κάθισμα δίπλα του. Φαινόταν να έχει αποκοιμηθεί. Σιωπηλά και σβέλτα έσκυψε μέσα, άρπαξε το τουφέκι και το έστρεψε προς το μέρος του.
«Πού είναι;» είπε απαιτητικά.
Εκείνος ξύπνησε και ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαστισμένος. Η Ρόζι είδε ότι ήταν ένας από τους φίλους του μικρότερου αδελφού της, ένα αγόρι που το έλεγαν Πάντι. Ήταν προφανές ότι είχε πιει. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
«Είναι πέρα από την πίσω πλευρά του σπιτιού, Ρόζι… δεσποινίς Κιλίν. Σας παρακαλώ, δεν έκανα τίποτα κακό…»
«Πέρα από το ότι έκλεψες αυτό το αναθεματισμένο αυτοκίνητο».
«Όχι – όχι, αυτό ανήκει στο αφεντικό του μπαμπά του Τόμι Μπόιλαν. Ο ίδιος ο Τόμι το πήρε. Εγώ… εγώ απλώς κρατάω τη μηχανή αναμμένη γι’ αυτούς».
«Σταμάτα, λοιπόν, να τεμπελιάζεις και φύγε τώρα που ξέρεις τι είναι καλό για εσένα».
«Μα με τα φιλαράκια μου τι θα γίνει;»
«Θα τα φροντίσω εγώ. Πήγαινε όσο έχεις ακόμη την ευκαιρία, αλλιώς βοήθησέ με…»
Όπλισε το τουφέκι, νιώθοντας σιγουριά με την αίσθησή του στα χέρια της. Τα μάτια του αγοριού γούρλωσαν, μάρσαρε τη μηχανή και γκάζωσε, κάνοντας αλλοπρόσαλλους ελιγμούς προς τις πύλες του κτήματος. Μόλις το αυτοκίνητο έφυγε, η μουσική από τη γιορτή των υπηρετών δυνάμωσε. Η Ρόζι σύρθηκε γύρω από την πίσω πλευρά του σπιτιού, μένοντας κολλημένη στον τοίχο. Μπορούσε να τους δει καθαρά στο φεγγαρόφωτο. Τέσσερις νεαροί άντρες να ψαχουλεύουν με τα δάχτυλά τους το χώμα μέσα σε μια υδρία που έστεκε στην πίσω πόρτα. Τότε ένας από αυτούς κράτησε ψηλά στον αέρα ένα κλειδί.
«Το ’χω τώρα!» γέλασε. «Για μια στιγμή νόμιζα πως η Ιμέλντα μάς την έσκασε».
Καθώς η Ρόζι τούς παρακολουθούσε κρυμμένη στη σκιά, μια φλόγα θυμού άναψε μέσα της. Εικόνες από τον Κάθαλ και τον Μπρένταν πέρασαν από μπροστά της, μαζί με αυτές των νεαρών Εθελοντών στην οδό Μουρ που πέθαναν πολεμώντας τον Βρετανικό Στρατό. Αυτοί οι νεαροί άντρες στην πίσω πόρτα, τους οποίους αναγνώρισε από το χωριό, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά βάνδαλοι και τυχοδιώκτες, αργόσχολοι που είχαν βγει για να παίξουν, σαλταρισμένα αγόρια-τρυποφράχτες ενθαρρυμένα από την Ιμέλντα. Δυσκολευόταν να συγκρατήσει την απέχθειά της.
Τώρα ο πρώτος άντρας είχε ανοίξει την πίσω πόρτα και άρχιζε να αλείφει με παραφίνη τον διάδρομο. Ένας δεύτερος άντρας έβγαλε ένα κουτί με σπίρτα. Η Ρόζι ίσιωσε το σώμα της και προχώρησε προς το φεγγαρόφωτο, με το τουφέκι της οπλισμένο και στραμμένο πάνω του. Εκείνη τη στιγμή κάθε πρόσχημα γυναικείας συμπεριφοράς είχε εξαφανιστεί. Ήταν η Ροϊσίν Νταβ, η Ιρλανδή μαχήτρια που υπερασπιζόταν τον εαυτό της και τη γη της.
«Κάνε πως ανάβεις αυτό το σπίρτο, Τζον Τζο Ο’Χάνλον», βρυχήθηκε, «και θα σου τινάξω το αναθεματισμένο κεφάλι στον αέρα».
Ο άντρας γύρισε εμβρόντητος, ενώ ο πρώτος άντρας παράτησε την παραφίνη κάτω και πήγε να το βάλει στα πόδια.
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» φώναξε η Ρόζι. «Το αγόρι σου, ο Πάντι, έφυγε χωρίς εσένα».
«Να πάρει η ευχή!» μουρμούρισε.
«Ξέρω τα ονόματα όλων σας», είπε η Ρόζι. «Για όνομα της Παναγίας, ήταν πολύ βαρετό για σας να παίζετε απλώς τους τρυποφράχτες; Περνιέστε για ήρωες επειδή βάζετε φωτιά στην περιουσία των άλλων ανθρώπων, ίσως και στους ίδιους; Είστε ο απόλυτος εξευτελισμός για κάθε άντρα και γυναίκα που αγωνίστηκε στην εξέγερση».
«Η Ιμέλντα όμως είπε πως θα μας υποδέχονταν σαν ήρωες…»
«Η Ιμέλντα! Αφήσατε μια αναθεματισμένη τρελή γυναίκα να σας πείσει να κάνετε κάτι τέτοιο; Είστε μεγαλύτεροι βλάκες απ’ όσο νόμιζα».
Στο μεταξύ, ο Άντονι Ουόλς, που είχε βγει για να πάει να πάρει τη Ρόζι και τη Βικτόρια από την τσαγερί, άκουσε τον σαματά και πήγε να ερευνήσει τι συνέβαινε. Ένας ξαφνικός θόρυβος πίσω της έκανε τη Ρόζι να γυρίσει. Ο Άντονι έτρεχε προς το μέρος τους κραδαίνοντας ένα φτυάρι πάνω από το κεφάλι του.
«Φύγετε από δω τώρα, ηλίθιοι, αλλιώς θα σας σπάσω τα κεφάλια!»
Τη στιγμή που η Ρόζι γύρισε την πλάτη της, ο Τζον Τζο Ο’Χάνλον άναψε το σπίρτο, το έριξε μέσα στον πασαλειμμένο με παραφίνη διάδρομο και άρχισε να τρέχει μαζί με τους άλλους γύρω από τη μακρινή πλευρά του σπιτιού. Η Ρόζι έβρισε από μέσα της. Πυροβόλησε στον αέρα πίσω τους, αλλά είχαν ήδη εξαφανιστεί.
«Άσ’ τους, Ρόζι!» ούρλιαξε ο Άντονι. «Ξέρουμε πολύ καλά ποιοι είναι. Πήγαινε και ξύπνα τους στο σπίτι. Εγώ πάω για τους άλλους. Θα φέρουμε νερό».
Ο Άντονι έκλεισε την πίσω πόρτα με βρόντο, ώστε να μη θεριέψει ο αέρας τη φωτιά, και έτρεξε προς την κουζίνα. Η Ρόζι έριξε το τουφέκι στο πλάι κι έτρεξε προς την μπροστινή πόρτα. Άνοιξε ενώ ήταν έτοιμη να την κοπανήσει, και εμφανίστηκαν ο Βαλεντάιν και ο λόρδος Ένις.
«Ακούσαμε πυροβολισμό από τουφέκι. Τι…» άρχισε να λέει ο Βαλεντάιν.
Η Ρόζι όμως τον διέκοψε.
«Έχει πιάσει φωτιά!» φώναξε. «Βγάλτε τους όλους έξω! Ο Άντονι πήγε να φέρει βοήθεια».
Ο Βαλεντάιν γύρισε και σκόνταψε πάνω στον ζαλισμένο πατέρα του και άρχισε ν’ ανεβαίνει την μπροστινή σκάλα πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά. Εκείνη τη στιγμή, ο καπνός άρχισε να πυκνώνει από τον πίσω διάδρομο. Ένα ένα τα σαστισμένα μέλη της οικογένειας βγήκαν και κατευθύνθηκαν, βήχοντας και φτύνοντας, στο μπροστινό γρασίδι, με τον λόρδο Ένις ξοπίσω τους. Τώρα ο καπνός τυλιγόταν μέσα από το χολ της εισόδου και πάνω από την μπροστινή σκάλα, και σερνόταν κάτω από τις πόρτες της βιβλιοθήκης, της τραπεζαρίας και των καθιστικών. Η Ρόζι στεκόταν υπνωτισμένη βλέποντας γλώσσες φωτιάς να γλείφουν τα κάδρα του παλιού τοίχου, το χαλί και τα ξύλα που πλαισίωναν τον μαύρο διάδρομο. Ξαφνικά, ήρθε στα συγκαλά της και όρμηξε στη γεμάτη καπνό βιβλιοθήκη όπου έσκισε ένα ζευγάρι βαριές κουρτίνες. Έτρεξε στον πίσω διάδρομο και τις έριξε κάτω, πατώντας πάνω τους σε μια προσπάθεια να σβήσει τις φλόγες. Ξαφνικά ο Βαλεντάιν βρέθηκε στο πλευρό της, τραβώντας τις ταπισερί κι αρπάζοντας ό,τι μπορούσε για να σβήσει τη φωτιά.
Η Ρόζι έβριζε από μέσα της καθώς οι φλόγες δεν σταματούσαν να αναζωπυρώνονται. Δίχως σκέψη, άρχισε να τις χτυπάει με τα γυμνά της χέρια αγνοώντας τον πόνο. Ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή καθώς είδε τις φλόγες να μαζεύονται και, σαν σε αργή κίνηση, να ενώνονται σ’ ένα χωνί από φωτιά το οποίο κυλούσε προς το μέρος τους, στον στενό διάδρομο. Έμεινε καρφωμένη, χωρίς να μπορεί να κινήσει τα πόδια της, ώσπου ο Βαλεντάιν την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε μαζί του στο χολ και την έβγαλε από την μπροστινή πόρτα.
Εκείνη τη στιγμή ο Άντονι εμφανίστηκε μαζί με τους υπηρέτες και τους ιπποκόμους, που κουβαλούσαν κουβάδες με νερό. Η Ρόζι και ο Βαλεντάιν ενώθηκαν μαζί τους και επιτέθηκαν στη φωτιά από τον μπροστινό και τον πίσω διάδρομο, περνώντας πυρετωδώς κουβάδες με νερό σε μια γραμμή. Έλουσαν τις φλόγες ξανά και ξανά με ορμή. Καθώς η φωτιά έσβηνε, πυκνός καπνός γέμισε τα δωμάτια του πρώτου ορόφου, εναποθέτοντας στο πέρασμά του ένα μαύρο στρώμα στάχτης παντού.
Τελικά η φωτιά έσβησε και η Ρόζι επιτέλους βγήκε σκοντάφτοντας έξω στο φεγγαρόφωτο. Όταν είδε τη Βικτόρια να στέκεται μπροστά της δείχνοντας παραζαλισμένη, το χέρι της πήγε αυτομάτως στο στόμα της. Με όλη εκείνη την ένταση είχε ξεχάσει να στείλει κάποιον να τη φέρει από την άλλη πλευρά του δρόμου. Πρέπει να περπάτησε όλη αυτή την απόσταση μόνη της. Η Ρόζι έτρεξε εκεί που στεκόταν η φίλη της και την αγκάλιασε.
«Μην ανησυχείς, όλοι είναι ασφαλείς».
Καθώς άφησε τη Βικτόρια, γύρισε και είδε τον Βαλεντάιν να την κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια. Πήγε προς το μέρος της με τα χέρια του τεντωμένα. Η Ρόζι παρατήρησε πως τα χέρια του είχαν μαυρίσει από τη φωτιά. Όταν κοίταξε και τα δικά της συνειδητοποίησε πως είχαν επίσης εγκαύματα.
«Γλυκό μου, γενναίο κορίτσι», ψιθύρισε. «Γενναία μου Ροϊ-σίν Νταβ. Σ’ ευχαριστώ που μας έσωσες».
«Μα την πίστη μου, τα έκανε όλα σωστά», πετάχτηκε ο Άντονι που είχε έρθει δίπλα τους. «Αν δεν ήταν αυτή η κοπέλα να σταματήσει τους νεαρούς, θα είχαν αδειάσει όλο το βάζο με την παραφίνη στο χολ και η φωτιά δεν θα ’σβηνε με τίποτα. Είναι τόσο γενναία όσο κάθε μαχητής στην Ιρλανδία!»
Η Ρόζι κοκκίνισε και χώθηκε στα τεντωμένα χέρια του Βαλεντάιν. Δεν χρειάζονταν παραπάνω λόγια. Συνειδητοποίησε τότε ότι η αγάπη της για τον Βαλεντάιν δεν την είχε εγκαταλείψει ποτέ. Καθώς τον κρατούσε, είδε τη Σοφία να πλησιάζει, αλλά δεν τον άφησε. Η Σοφία σταμάτησε απότομα και αντάλλαξαν με τη Ρόζι ένα παρατεταμένο βλέμμα προτού γυρίσει κι εξαφανιστεί στη σκιά.
Η κηδεία του λόρδου Ένις έγινε ένα παγωμένο πρωινό στα μέσα του Ιανουαρίου του 1917. Φρέσκο χιόνι κάλυπτε τις αρχαίες πέτρες στο μικρό οικογενειακό κοιμητήριο, απαλύνοντας τις αιχμηρές τους άκρες και κάνοντας τη σκηνή όμορφη και συνάμα μακάβρια. Η Βικτόρια έκλαιγε με λυγμούς καθώς ο αιδεσιμότατος Ουότσον έριχνε την τελευταία φτυαριά χώμα πάνω στο φέρετρο του πατέρα της. Η στενοχώρια για την πυρκαγιά τού είχε προκαλέσει έμφραγμα, από το οποίο δεν κατάφερε να ανανήψει. Ήταν ευγνώμων που είχε την ευκαιρία να συμφιλιωθεί μαζί του και να του πει ότι τον αγαπούσε. Ήταν χαρούμενη, επίσης, που ο Βαλεντάιν είχε καταφέρει να περάσει τις τελευταίες μέρες στο προσκεφάλι του πατέρα τους.
Η μητέρα της και η θεία Λουίζα κρατούσαν σφιχτά η μία την άλλη καθώς έκαναν ελιγμούς για να βγουν από την πύλη του κοιμητηρίου και να κατευθυνθούν προς το σπίτι. Η Βικτόρια τις λυπήθηκε καθώς τις έβλεπε ν’ απομακρύνονται. Ευχόταν να είχαν δείξει την κατανόηση που είχε δείξει ο πατέρας της τις τελευταίες του μέρες, αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Καταλάβαινε την απεγνωσμένη ανάγκη τους να κρατηθούν σφιχτά από όσα αντιπροσώπευαν την παλιά τους ζωή και τις αξίες που τους απέμεναν.
Κοίταξε γύρω τους υπόλοιπους πενθούντες, που έμεναν συγκεντρωμένοι σαν μαύρα κοράκια στην κορφή του χιονισμένου λόφου. Η λαίδη Μάριαν στεκόταν εκεί μαζί με τον συνοδό της, τον κύριο Κίρνι, παρά την παγερή υποδοχή που τους επιφύλαξαν η λαίδη Ένις και η λαίδη Λουίζα. Ο Βαλεντάιν και η Σοφία στέκονταν κοντά μαζί, η Σοφία με στεγνά μάτια και ο Βαλεντάιν με βουβά δάκρυα. Ο κύριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι κρατιόνταν αγκαζέ, με το υπόλοιπο προσωπικό συγκεντρωμένο γύρω τους. Η Βικτόρια αναρωτήθηκε τι θα περνούσε από το μυαλό τους. Ήξερε ότι σέβονταν τον πατέρα της και θα ένιωθαν βαθιά την απώλειά του, αλλά υποπτευόταν ότι αισθάνονταν ακόμα πιο βαθιά αβεβαιότητα για όσα θα αντιμετώπιζαν τώρα.
Έπιασε τη ματιά της Ρόζι και έγνεψαν η μία στην άλλη. Η Ρόζι στεκόταν μαζί με την οικογένειά της και μερικούς έμμισθους αγρότες και γείτονες, πολλούς από τους οποίους η Βικτόρια δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Είχαν περάσει ένας ένας δίπλα από το μνήμα για να συλλυπηθούν την οικογένεια και να σχολιάσουν το πόσο εξαιρετικός κύριος υπήρξε ο πατέρας της. Κι εκείνοι επίσης, σκέφτηκε, αντιμετώπιζαν ένα αβέβαιο μέλλον. Ήταν λες και ολόκληρη η Ιρλανδία να βρισκόταν σε αναβρασμό.
Η Βικτόρια κράτησε την κοιλιά της. Το παιδί ήταν κι αυτό ανήσυχο, κλοτσούσε διαρκώς τις τελευταίες εβδομάδες, σαν να ανυπομονούσε να βγει στον κόσμο. Αντιπροσώπευε το μέλλον, όχι το παρελθόν. Σκέφτηκε τον αγαπημένο της Μπρένταν στη μακρινή φυλακή Ουέλς. Ανυπομονούσε να τον επισκεφθεί και να του συστήσει τον γιο τους. Χαμογέλασε. Ήξερε πως θα ήταν αγόρι. Δεν αμφέβαλλε ποτέ γι’ αυτό. Είχε ήδη αποφασίσει και το όνομά του –Τόμας Πιρς–, από το όνομα του Παντράιγκ Πιρς, ηγέτη των Εθελοντών, τον οποίο ο Μπρένταν θαύμαζε τόσο.
Από αυτή την απόσταση, το Ένισμορ, τυλιγμένο στο χειμωνιάτικο λευκό, έμοιαζε ακηλίδωτο. Η Βικτόρια προσπάθησε να αποκαταστήσει την εικόνα στο μυαλό της. Ήθελε να θυμάται το σπουδαίο σπίτι έτσι – τόσο όμορφο και μαγικό όσο της φαινόταν στην παιδική της ηλικία. Συνειδητοποίησε τότε ότι, όπως τόσοι άλλοι εκείνη την ημέρα, κι εκείνη πενθούσε όχι μόνο τον θάνατο του πατέρα της αλλά έναν τρόπο ζωής που έφτανε στο τέλος του.
Χάρη στη Ρόζι το Ένισμορ έστεκε ακόμη, η δομή του είχε διατηρηθεί. Το ισόγειο, μαζί με τη βιβλιοθήκη και την τραπεζαρία είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από τον καπνό και το νερό, αλλά το υπόλοιπο σπίτι παρέμεινε σχετικά άθικτο. Όπως είχε πει κι ο Άντονι, αν δεν είχε τρέξει η Ρόζι να τους προειδοποιήσει και να διακόψει το έργο των εμπρηστών, η εκδίκηση της Ιμέλντα θα είχε καταστρέψει ολόκληρο το σπίτι.
Η κυρία Ο’Λίρι άδραξε την ευκαιρία για να αποσυρθεί, αφήνοντας τη δύσμοιρη Θέλμα να μαγειρέψει τα γεύματα, τα οποία τα μέλη της οικογένειας ήταν υποχρεωμένα να παίρνουν στην κουζίνα αντί στην καπνισμένη τραπεζαρία. Ίσως αυτή η ύστατη ταπείνωση, σκέφτηκε η Βικτόρια, έκανε τη λαίδη Ένις να ανακοινώσει την πρόθεσή της να εγκαταλείψει το Ένισμορ διά παντός και να αποσυρθεί στο κτήμα του πατέρα της στην Αγγλία.
«Αν είναι να μην ξανακούσω στ’ αφτιά μου ιρλανδική προφορά», είπε, «ας το κάνω σύντομα. Ο Όλιβερ Κρόμγουελ έλεγε αλήθεια – το να ζει κανείς στο Μάγιο ισοδυναμεί με το να ζει στην κόλαση. Δεν θα περνάω κάθε μέρα τρομοκρατημένη ότι κι άλλοι χωρικοί θα προσπαθήσουν να με κάψουν. Δεν θα τους δώσω αυτή την ικανοποίηση».
Η Βικτόρια παρατηρούσε τη μητέρα της ενώ έφευγε. Δεν την παρακάλεσε καθόλου να μείνει. Ήξερε πόσο δυστυχισμένη ένιωθε, και τώρα που ο σύζυγός της είχε φύγει και η αδελφή της επρόκειτο να παντρευτεί τον αιδεσιμότατο Ουότσον, αισθανόταν μόνη. Αρνήθηκε την προσφορά που η μητέρα της της έκανε με μισή καρδιά να την ακολουθήσει στην Αγγλία μετά τη γέννηση του παιδιού της, γνωρίζοντας ότι την είχε κάνει μόνο από καθήκον και ήξερε ότι η Βικτόρια δεν θα συμφωνούσε ποτέ.
Ένα βράδυ, λίγο μετά την αναχώρηση της λαίδης Ένις, η Σοφία πήρε τον Βαλεντάιν αγκαζέ μετά το δείπνο και του ζήτησε να περπατήσει μαζί της.
«Μα έξω κάνει παγωνιά», είπε ο Βαλεντάιν. «Θα ξεπαγιάσεις».
«Για όνομα του Θεού, Βαλεντάιν. Δεν είμαι από πορσελάνη. Έχω επιβιώσει από χειρότερο καιρό μεγαλώνοντας στη Νέα Υόρκη. Τέλος πάντων, πρέπει να καθαρίσω το κεφάλι μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ σ’ αυτό το μέρος».
Περπάτησαν μαζί πάνω στo καλυμμένo με πάγο γρασίδι και κάτω στον δρόμο προς την κεντρική πύλη του κτήματος, ενώ ο Βαλεντάιν κρατούσε τη Σοφία αγκαζέ. Μόλις έφτασαν στην πύλη, εκείνη άφησε το μπράτσο του και γύρισε να τον κοιτάξει. Σαν να ’ταν συνεννοημένο, το φεγγάρι ξεπρόβαλε πίσω από τα σύννεφα και μπόρεσαν να δουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου καθαρά. Η Σοφία πήρε βαθιά ανάσα.
«Αποφάσισα να πάρω τον Τζούλιαν πίσω στη Νέα Υόρκη».
Ο Βαλεντάιν έγνεψε.
«Μάλιστα. Μόλις τελειώσει ο πόλεμος, αυτή είναι πιθανόν μια καλή ιδέα, Σοφία. Τα πράγματα θα είναι άνω κάτω εδώ ώσπου να επισκευάσουμε το σπίτι. Και θα δώσει και στον Τζούλιαν χρόνο να γνωριστεί με τον άλλο του παππού», είπε, «ειδικά τώρα που μόλις έχασε τον μπαμπά».
«Δεν καταλαβαίνεις, Βαλεντάιν. Εννοώ να επιστρέψω αμέσως στην Αμερική και να μείνω μόνιμα».
«Τι; Γιατί; Δεν μπορείς να μ’ αφήσεις και να πάρεις τον γιο μας. Είναι πολύ επικίνδυνο».
«Είναι ο δικός μου γιος, Βαλεντάιν. Εξάλλου, θα πάρω αμερικανικό πλοίο. Η Αμερική δεν έχει εμπλακεί στον πόλεμο ακόμη».
Ο Βαλεντάιν ξεροκατάπιε.
«Μα είχαμε κάνει μια συμφωνία, Σοφία».
Η Σοφία ακούμπησε το χέρι της απαλά στο μπράτσο του.
«Ναι, είχαμε κάνει, Βαλεντάιν. Και θέλω να ξέρεις πως θα σου είμαι αιωνίως ευγνώμων για όσα έκανες για εμένα – και για τον Τζούλιαν». Έβαλε τα δάχτυλά της στα χείλη του καθώς εκείνος πήγε να διαμαρτυρηθεί. «Δεν αγαπάμε όμως ο ένας τον άλλο – και δεν θα αγαπηθούμε ποτέ. Ξέρω ότι αγαπάς τον Τζούλιαν, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Είμαστε αιχμάλωτοι ο ένας του άλλου. Είναι καιρός να απελευθερωθούμε όσο είμαστε ακόμη νέοι, για να φτιάξουμε μια ευτυχισμένη ζωή». Έκανε μια παύση και κοίταξε μακριά, αντικρίζοντας το φεγγάρι. «Το βράδυ, μετά τον καβγά σου με τον πατέρα σου, ο άνθρωπος στον οποίο έτρεξες ήταν η Ρόζι. Αν είχα ποτέ αμφιβολίες για τη δύναμη της αγάπης που μοιράζεστε, εκείνο το βράδυ άρχισαν να διαλύονται. Και όταν σας είδα μαζί τη νύχτα της φωτιάς, αναγνώρισα τελικά πως εσύ κι αυτή ανήκετε ο ένας στον άλλον».
«Σοφία», άρχισε ο Βαλεντάιν.
Εκείνη όμως συνέχισε προτού αυτός προλάβει να μιλήσει.
«Θα σου δώσω διαζύγιο, Βαλεντάιν. Με τις επαφές που έχει ο πατέρας μου στη Νέα Υόρκη, πιστεύω πως θα εγκριθεί γρήγορα. Έχω όμως ορισμένους όρους». Χωρίς να περιμένει για απάντηση συνέχισε. «Θα εξακολουθήσεις να προστατεύεις την αλήθεια σχετικά με τον πατέρα του Τζούλιαν, και θα συμφωνήσεις ότι εκείνος, και όχι κανένας άλλος από τους δικούς σου γιους, θα κληρονομήσει το κτήμα των Ένις όταν έρθει η ώρα».
«Αν έχει μείνει κάτι για να κληρονομήσει».
«Σοβαρολογώ, Βαλεντάιν. Θα στήσω μια ένωση επιχειρήσεων στο όνομα του Τζούλιαν, η οποία θα παρέχει τους πόρους για την ανακαίνιση του σπιτιού. Η διαχείριση των κτημάτων είναι φυσικά δική σου ευθύνη. Καταλαβαίνω ότι λόγω της τρέχουσας αναταραχής στη χώρα κανένας μας δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, αλλά θα σου ζητήσω να μου υποσχεθείς ότι θα βάλεις τα δυνατά σου να διατηρήσεις κάτι από την κληρονομιά του Τόμας για τον γιο μου. Είναι το μόνο δίκαιο».
Ο Βαλεντάιν έγνεψε.
«Έχεις δίκιο, Σοφία. Το Ένισμορ και τα κτήματα του ανήκουν δικαιωματικά. Στο κάτω κάτω, ο Τόμας είναι ο πρωτότοκος γιος, και ως δικός του γιος ο Τζούλιαν κληρονομεί την περιουσία του. Δεν θα την έπαιρνα ποτέ από αυτόν. Το μόνο που θέλω είναι να ζήσω εδώ τη ζωή μου με γαλήνη».
«Με τη Ρόζι».
Ο τόνος της Σοφίας ήταν ευγενικός.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Ναι, με τη Ρόζι – άμα με δεχτεί».
Η Σοφία πέρασε το μπράτσο της στο δικό του και περπάτησαν μαζί πίσω στο σπίτι.
«Θα σε δεχτεί, Βαλεντάιν, μην ανησυχείς».
Τέλος 40ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi