ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3


«Είναι η θεία Μάριαν!» φώναξε. ην 1η Ιουνίου 1906, την έκτη επέτειο από την επίσκεψη της βασίλισσας Βικτόριας στο Ένισμορ, η Βικτόρια Μπελ κάθισε στην επίσημη τραπεζαρία για πρώτη φορά μαζί με την οικογένειά της και τους καλεσμένους. Η αφορμή ήταν τα δέκατα τρίτα της γενέθλια. Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν το δείπνο όταν μια άμαξα σταμάτησε απέξω. Η Βικτόρια χοροπήδησε κι έτρεξε προς το παράθυρο.

Η λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ, η αδελφή του λόρδου Ένις, είχε ένα υπερφυσικό χάρισμα να γνωρίζει πότε η οικογένεια παρέθετε δείπνο στο οποίο δεν ήταν καλεσμένη. Τη διασκέδαζε υπερβολικά σε αυτές τις περιστάσεις να φτάνει απρόσμενα, γνωρίζοντας ότι θα προκαλούσε στη νύφη της ξαφνικές τάσεις λιποθυμίας για τη διαρρύθμιση των θέσεων και τα σχετικά, καθώς επίσης τον πανικό ότι η εκκεντρική συμπεριφορά της λαίδης Μάριαν θα σόκαρε τους καλεσμένους της.

Τώρα όρμησε στην τραπεζαρία συνοδευόμενη από τον κύριο Σέιν Κίρνι, τον νεαρό δανδή που είχε υπό την προστασία της και που ήταν ο σταθερός της συνοδός. Η λαίδη Μάριαν ήταν μια ψηλή, μελαχρινή γυναίκα με εξαιρετική κορμοστασιά και αμφίεση γεμάτη στιλ, και πάντοτε έκανε αισθητή την παρουσία της στον χώρο. Η Βικτόρια έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο στον αδελφό της, τον Βαλεντάιν, καθώς έβλεπε τη μητέρα τους να προσποιείται ένα προσηνές χαμόγελο. Ο Βαλεντάιν, που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τη Βικτόρια και με το ίδιο όμορφο ξανθωπό παρουσιαστικό, της ανταπέδωσε το πλατύ χαμόγελο.

«Μα γιατί, αγαπημένη μου Μάριαν;» είπε η λαίδη Ένις καθώς σηκώθηκε για να χαιρετήσει τους επισκέπτες. «Τι απρόσμενη έκπληξη!»

Η λαίδη Μάριαν έγνεψε καθώς ο κύριος Κίρνι πήρε το χέρι της λαίδης Ένις στο δικό του και του χάρισε ένα θεατρικό φιλί προτού εκείνη το τραβήξει πίσω.

«Μα πώς θα μπορούσα να χάσω μια τέτοια ευοίωνη περίσταση όπως τα δέκατα τρίτα γενέθλια της πολυαγαπημένης μου ανιψιάς;» είπε η λαίδη Μάριαν γνέφοντας προς τη Βικτόρια. «Για δες το κορίτσι μου πώς μεγάλωσε! Δεν είναι θεσπέσια, κύριε Κίρνι;»

«Πολύτιμη σαν πορτρέτο του Ενγκρ», είπε ο κύριος Κίρνι, κάνοντας πίσω τις μαύρες μπούκλες με το χλομό, γεμάτο κοσμήματα χέρι του. «Πρέπει να τη ζωγραφίσω».

Ήταν μια υπέροχη καλοκαιρινή βραδιά. Ο ήλιος βυθιζόταν μέσα από ένα δυτικό γωνιακό παράθυρο, ζωγραφίζοντας χορευτικά μοτίβα φύλλων στο μικρό τραπέζι παιχνιδιών που βρισκόταν από κάτω. Ανθισμένοι θάμνοι άγγιζαν τα παράθυρα απ’ όλες τις πλευρές και το μακρινό κάλεσμα των πουλιών πλανιόταν από τη λίμνη. Ο κύριος Μπερκ και οι δύο λακέδες με τις λιβρέες στέκονταν σε στάση προσοχής στον μπουφέ, στον οποίο διάφορες λιχουδιές ήταν τοποθετημένες σε ασημένιους δίσκους.

Η Βικτόρια κοίταξε γύρω στο τραπέζι. Η μητέρα της κοίταζε τον σερ Χάμφρι Χίγκινς, έναν ευτραφή τοπικό έμπορο και φίλο του λόρδου Ένις από το κυνήγι, με απέχθεια, καθώς εκείνος γέμιζε με τεράστιες ποσότητες φαγητού το σαρκώδες του στόμα, ενώ το βλέμμα της λαίδης Λουίζας είχε καρφωθεί με προσμονή στον αιδεσιμότατο Ουότσον, τον τοπικό εφημέριο που είχε πρόσφατα χηρεύσει, και τον οποίο η Λουίζα, με προφανές ενδιαφέρον για το μέλλον της μόλις η Βικτόρια άφηνε τη σχολική αίθουσα, εποφθαλμιούσε.

Ο λόρδος Ένις έκανε χειρονομίες προς τους άντρες.

«Αυτές οι ανοησίες περί Αυτοδιάθεσης δεν πρόκειται να υποχωρήσουν», δήλωσε με τη γεμάτη, βαθιά του φωνή. «Το νομοσχέδιο πρόκειται να φτάσει στους Λόρδους ξανά, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ψήφοι υπέρ. Γίνεται πραγματικά κουραστικό».

«Δεν γνωρίζω γιατί η Βουλή των Λόρδων τίθεται τόσο ενα-ντίον της, μπαμπά. Είναι βέβαιο ότι θα περάσει τελικά», είπε ο μεγαλύτερος γιος του, ο Τόμας, ο οποίος είχε μια συγκλονιστική ομοιότητα με τον πατέρα του στα νιάτα του.

Ο λόρδος Ένις ταράχτηκε ακόμα πιο πολύ.

«Όχι, αν μπορέσω να το αποφύγω. Γιατί στην ευχή πρέπει να δώσουμε στην Ιρλανδία δική της βουλή;»

«Η ισχύς της θα είναι περιορισμένη».

«Για την ώρα μπορεί, τι θα γίνει όμως αν θελήσουν περισσότερα; Τι θα γίνει αν οδηγήσει τη χώρα σε μεταρρυθμίσεις; Ή ακόμα χειρότερα, αν πιέσουν για πλήρη ανεξαρτησία; Και τι θα απογίνουμε εμείς τότε; Και ως διάδοχός μου θα πρέπει να δώσεις εσύ τότε τη μάχη, Τόμας. Η ιρλανδική γαιοκτητική αριστοκρατία βρίσκεται υπό πολιορκία όπως έχουν τα πράγματα».

Ο Βαλεντάιν, που κουνιόταν νευρικά καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου σαν να είχε κάτι στον νου του, τελικά μίλησε.

«Ο Τόμας έχει δίκιο, μπαμπά. Αν καθυστερήσει πιο πολύ, θα μπορούσε να οδηγήσει στη βία. Οι ντόπιοι Ιρλανδοί μπορεί να πάρουν τα όπλα για να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους».

«Αρκετά με αυτή η συζήτηση, Βαλεντάιν!» είπε η λαίδη Ένις.

«Το αγόρι μπορεί να έχει δίκιο. Υπάρχουν πράγματι ενδείξεις για αυξανόμενο ιρλανδικό εθνικισμό, ακόμη κι ανάμεσα σε ανθρώπους της τάξης μας», είπε η λαίδη Μάριαν, απολαμβάνοντας φανερά τη δυσφορία της λαίδης Ένις. «Γιατί, η αγαπημένη λαίδη Γκρέγκορι από το Γκόλγουεϊ και ο κύριος Γέιτς, συνεργάτες στο θέατρο Άμπεϊ και μέλη κι οι δυο τους της Προτεσταντικής Υπεροχής, πρωτοστατούν στο κίνημα. Και οι αδελφές Μπάτλερ, κόρες μιας πολύ καλής προτεσταντικής οικογένειας, προκαλούν συζητήσεις σ’ ολόκληρο το Δουβλίνο εξαιτίας των εθνικιστικών τους αναζητήσεων».

Η λαίδη Μάριαν κοίταξε με έμφαση τη Βικτόρια.

«Χαίρομαι πολύ όταν ακούω πως νεαρές γυναίκες σαν τις Μπάτλερ χαράζουν τη δική τους πορεία. Κι εσύ πρέπει να κάνεις το ίδιο, αγάπη μου. Οι νεαρές κυρίες σαν κι εσένα καλούνται στο ξεκίνημα του νέου αιώνα να πετάξουν από πάνω τους όλους τους παλαιούς τρόπους και να βαδίσουν τολμηρά προς το μέλλον. Αυτό είναι που έκαναν πάντοτε οι Γάλλοι».

Η λαίδη Μάριαν υποστήριζε πάντοτε ένθερμα καθετί γαλλικό. Δεν είχε ποτέ συγχωρήσει τους προγόνους της που άλλαξαν το οικογενειακό τους όνομα από Μπελφλέρ σε Μπελ κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης, όταν εγκατέλειψαν τον Καθολικισμό και ορκίστηκαν την απαραίτητη αφοσίωση στην Εκκλησία της Ιρλανδίας προκειμένου να διατηρήσουν τη γη τους. Η λαίδη Μάριαν είχε αλλάξει το όνομά της πάλι σε Μπελφλέρ ως νεαρή κοπέλα, και έκτοτε το απολάμβανε.

«Και βέβαια δεν πρέπει να λησμονούμε τον λιμό», είπε ο σερ Χάμφρι, καταπίνοντας μια γεμάτη κουταλιά από πουτίγκα ψωμιού και κοιτάζοντας το εντυπωσιακό στήθος της λαίδης Μάριαν. «Εσείς οι γαιοκτήμονες προκαλέσατε μεγάλη πικρία στις μέρες σας, και οι Ιρλανδοί έχουν γερή μνήμη».

Η Βικτόρια ξεσηκώθηκε. Η Ρόζι τής είχε πει πολλά για την ιστορία της Ιρλανδίας. Τώρα είχε ενθουσιαστεί με την ευκαιρία που της δινόταν να συμμετάσχει στη συζήτηση των μεγάλων.

«Η Ρόζι λέει πως τα αδέλφια της μιλούν για την Ενωμένη Ιρλανδία όλη την ώρα. Δεν πιστεύουν ότι η Αυτοδιάθεση είναι αρκετή. Και τέλος πάντων, η Ρόζι λέει ότι εμείς ήμασταν εκείνοι που κλέψαμε τη γη από αυτούς. Πιστεύω πως έχουν δικαίωμα να την πάρουν πίσω».

Η Βικτόρια κάθισε πίσω στην καρέκλα της ικανοποιημένη με τον εαυτό της, αλλά η μητέρα της άφησε μια πνιχτή κραυγή τρόμου. Η λαίδη Λουίζα έσφιξε τα χείλη της και ο Βαλεντάιν ξέσπασε σε γέλια. Ακόμα και ο Μπρένταν Λιντς, ο μεγαλύτερος από τους λακέδες, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Η λαίδη Μάριαν, που ψηλάφιζε έναν ρυπαρό λεκέ πάνω στο λινό τραπεζομάντιλο, κοίταξε ολόγυρα και γέλασε θριαμβευτικά.

«Βλέπεις, Έντουαρντ;» είπε η λαίδη Ένις, με πρόσωπο κατακόκκινο καθώς στρεφόταν προς τον σύζυγό της. «Βλέπεις τι συνέβη; Σου το είπα να μην αφήσουμε αυτό το απαίσιο κορίτσι κοντά στην κόρη μας, και τώρα άκου την τι λέει».

Στριφογύρισε γύρω από την αδελφή της.

«Λουίζα;»

«Δεν τα έμαθε αυτά στην τάξη μου, σε διαβεβαιώ».

Η ένταση υποχώρησε όταν ο Μπερκ μπήκε φέρνοντας μια ροζ, γλασαρισμένη τούρτα πλημμυρισμένη από κεριά. Η Βικτόρια χαμογέλασε με ευχαρίστηση. Έκλεισε τα μάτια της, έκανε μια μυστική ευχή και ύστερα έσβησε τα κεριά.

«Τι υπέροχο να είσαι δεκατριών και να αρχίζεις να ωριμάζεις σαν γυναίκα», είπε ο αιδεσιμότατος Ουότσον στρέφοντας το βλέμμα του από τη Βικτόρια προς τη λαίδη Λουίζα, η οποία με τη σειρά της κοίταξε την ανιψιά της.

Μια ξαφνική μπόρα έκανε τους λακέδες να σπεύσουν να κλείσουν όλα τα παράθυρα. Ο λόρδος Ένις έκανε νόημα να σηκωθούν.

«Κύριοι, να αποσυρθούμε στη βιβλιοθήκη;»

Οι άντρες, εκτός από τον κύριο Κίρνι, σηκώθηκαν να τον ακολουθήσουν. Ο Βαλεντάιν έσκυψε και φίλησε τη Βικτόρια στο μάγουλο.

«Χρόνια πολλά», είπε. «Εύχομαι να μπορούσα να έρθω μαζί σου στο καθιστικό. Αυτό θα είναι σίγουρα πολύ βαρετό. Τουλάχιστον ο μπαμπάς είναι τόσο απασχολημένος με την Αυτοδιάθεση που δεν θα με κατσαδιάσει για τους βαθμούς μου».

«Είναι κακοί;» ψιθύρισε η Βικτόρια.

«Τραγικοί. Αμφιβάλλω αν θα επιστρέψω στο Ίτον».

Η Βικτόρια ήταν έτοιμη να του απαντήσει όταν ο Μπρένταν πέρασε μπροστά της κουβαλώντας έναν δίσκο.

«Χρόνια πολλά, δεσποινίς», ψιθύρισε.

Γύρισε προς το μέρος του, αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, σαστισμένη.

«Βικτόρια; Από δω, παρακαλώ», φώναξε η λαίδη Ένις καθώς εκείνη και η λαίδη Λουίζα περπατούσαν προς το καθιστικό, ακολουθούμενες από τη λαίδη Μάριαν και τον κύριο Κίρνι.

Όταν κάθισαν και ο κύριος Μπερκ σέρβιρε λίγο σέρι για τον καθένα τους, συμπεριλαμβανομένης της Βικτόριας, η λαίδη Ένις στράφηκε προς την κόρη της.

«Λοιπόν, αγάπη μου, δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς για να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε το μέλλον σου. Σε τρία χρόνια από τώρα θα είσαι έτοιμη για την πρώτη σου Σεζόν. Δεν είναι συναρπαστικό, Λουίζα; Δεν πίστευα ποτέ πως θα έφτανε κάποτε αυτή η στιγμή».

«Ούτε εγώ», μουρμούρισε η λαίδη Λουίζα.

«Και όσο συντομότερα απομακρυνθείς από τη χωριατοπούλα, τόσο το καλύτερο», συνέχισε η λαίδη Ένις.

Η Βικτόρια κοίταξε τη μητέρα της.

«Σε παρακαλώ, μαμά, μη συνεχίζεις να αποκαλείς τη Ρόζι “χωριατοπούλα”. Η Ρόζι είναι η καλύτερή μου φίλη. Ασφαλώς και θα παρακολουθήσουμε τη Σεζόν μαζί».

Η λαίδη Ένις ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.

«Βικτόρια! Αυτά είναι ανοησίες. Το κορίτσι δεν είναι της τάξης μας, και δεν θα γίνει ποτέ. Της επιτράπηκε να γίνει συμμαθήτριά σου και μόνο. Και θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για όλα όσα έχουμε κάνει για εκείνη. Αλλά όταν έρθει η στιγμή να παρουσιαστείς στην κοινωνία, πρέπει να αποχωρήσει».

«Μα πού θα πάει;» έκανε η Βικτόρια.

Η λαίδη Ένις ανασήκωσε τους ώμους.

«Πίσω στη χωριάτικη αγροικία όπου ανήκει. Πραγματικά, Βικτόρια, νόμιζα πως είχες περισσότερη λογική από το να πιστεύεις πως θα την έχεις συντροφιά σου μια ζωή».

Η Βικτόρια κοίταξε τη λαίδη Ένις σαν να την αντίκριζε για πρώτη φορά. Πώς μπορούσε να είναι τόσο κυνική; Δεν καταλάβαινε πόσο αγαπούσε τη φιλενάδα της – και πόσο την είχε ανάγκη; Δεν καταλάβαινε πόση ενοχή ένιωθε κάθε φορά που επέτρεπε την κριτική της μαμάς της εναντίον της Ρόζι να περάσει χωρίς την υπεράσπισή της; Ένα μείγμα από ανυπακοή και θυμό την κατέκλυσε. Σηκώθηκε και κοίταξε τη μητέρα της με τα μάτια της θαμπά από τα δάκρυα.

«Ο μόνος τρόπος να πάω στη Σεζόν είναι αν έρθει και η Ρόζι μαζί μου!»

Η λαίδη Ένις γέλασε.

«Ως υπηρέτριά σου, ίσως, Βικτόρια».

Η περιφρόνηση της λαίδης Ένις πυροδότησε τον θυμό της Βικτόριας ακόμα περισσότερο.

«Όχι, μαμά. Ως ισότιμή μου. Και επιπλέον θα βλέπω τη Ρόζι όποτε θέλω. Από δω και πέρα θα την καλώ σε αυτή την έπαυλη και σε αυτό το σπίτι όποτε θέλω, οπότε καλό είναι να πεις στη Φοξ πως μπορεί να σταματήσει να με κατασκοπεύει!»

«Μπράβο!» αναφώνησε η λαίδη Μάριαν αγνοώντας τις σοκαρισμένες εκφράσεις των υπόλοιπων γυναικών. «Δεν είναι μαχήτρια, κύριε Κίρνι; Δεν τιμά τις γαλλικές της καταβολές;»

Η Βικτόρια, νιώθοντας απότομα εξαντλημένη από το ξέσπασμά της, περπάτησε προς την πόρτα, σταμάτησε και κοίταξε γύρω.

«Καληνύχτα, μαμά», είπε ήρεμα. «Σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη γιορτή. Καληνύχτα, θεία Λουίζα, θεία Μάριαν».

Η λαίδη Μάριαν ακολούθησε την ανιψιά της στην πόρτα, της έπιασε το χέρι και το ζούληξε.

«Τα εννοούσα όσα είπα», ψιθύρισε. «Αν αποφασίσεις να το σκάσεις και να χαράξεις τη δική σου πορεία, μπορείς να έρθεις μαζί μου στο Δουβλίνο. Και πες στη νεαρή σου φίλη, τη Ρόουζ, πως είναι επίσης ευπρόσδεκτη».

Ήταν καλοκαίρι του 1908 και η Ρόζι με τη Βικτόρια έκαναν τον περίπατό τους αγκαζέ στον περιφραγμένο κήπο που βρισκόταν πλάι στο σπίτι, περπατώντας στα χαλικωτά μονοπάτια που περνούσαν ανάμεσα στους κουρεμένους θάμνους από πυξάρι και γύρω από τα διακοσμητικά παρτέρια με λουλούδια που ήταν ξέχειλα από κόκκινες και κίτρινες ντάλιες. Από τη χρονιά που η Βικτόρια είχε ορθώσει το ανάστημά της στη μητέρα της για να βλέπει τη Ρόζι και εκτός τάξης, ο κήπος είχε γίνει το αγαπημένο τους μέρος για να περνούν τον χρόνο τους.

Εκείνη τη χρονιά ήταν που η Ρόζι ερωτεύτηκε τον Βαλεντάιν. Στο παρελθόν τον είχε δει μονάχα περιστασιακά και από απόσταση. Ήταν απλώς ο αδελφός της Βικτόριας και δεν του είχε δώσει ιδιαίτερη προσοχή. Ούτε εκείνος είχε φανεί να την έχει προσέξει. Συχνά περπατούσε μπροστά της και της έγνεφε μηχανικά, με τα χέρια του χαλαρά στις τσέπες και ένα απόμακρο βλέμμα στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς συνέβη – εκείνη τη στιγμή που ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει ελαφρά μες στο στήθος της και το πρόσωπό της να αναψοκοκκινίζει στη θέα του. Ακόμα και τότε εκείνος δεν την παρατήρησε. Στην αρχή χαιρόταν με την προφανή του αδιαφορία. Την άφηνε να τον κοιτάζει ελεύθερα, να θαυμάζει το ύψος του, τη λεπτή του κορμοστασιά, τον τρόπο που κινούνταν σαν πονηρός γάτος, το λεπτεπίλεπτο πιγούνι του και τον τρόπο που το φως έπαιζε πάνω στα ξανθά του μαλλιά, κάνοντάς τα να φαίνονται σκούρα σαν βρεγμένη άμμος κάποιες μέρες και χλομά σαν στάρι άλλες. Με τον καιρό, όμως, κουράστηκε να είναι αόρατη. Γιατί δεν την κοιτούσε;

Ήταν ένα ερώτημα με το οποίο πάλεψε τις μέρες εκείνου του καλοκαιριού, που ολοένα και λιγόστευαν. Όταν εκείνος έφυγε για το Δουβλίνο, ήλπιζε πως θα χανόταν από το μυαλό της. Αλλά δεν χάθηκε. Καταλάμβανε τις σκέψεις της με κάθε ευκαιρία, ταράζοντας τον ύπνο της τη νύχτα και καταστρέφοντας τη συγκέντρωσή της την ημέρα. Βρέθηκε να χαράζει το όνομά του στα σχολικά της τετράδια, να φροντίζει με αγάπη το «Β», στολίζοντάς το με λουλούδια, χωρίς συχνά να αντιλαμβάνεται την άγρια φωνή της λαίδης Λουίζας που της εφιστούσε την προσοχή. Ανυπομονούσε να μοιραστεί τα αισθήματά της με τη Βικτόρια, αλλά μια φωνούλα μέσα της τη μάλωνε ότι η Βικτόρια θα γελούσε. Και τη νύχτα, μια πιο αυστηρή φωνή την προειδοποιούσε ότι προσπαθούσε να φτάσει κάτι που ήταν τόσο απρόσιτο για εκείνη ώστε το μόνο που θα μπορούσε να συμβεί ήταν να καταλήξει στη δυστυχία.

Προσπάθησε σκληρά να διώξει μακριά όλες τις σκέψεις για εκείνον και παραλίγο να το επιτύχει μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, όταν σχεδόν έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον κάτω από την πύλη που οδηγούσε στους στάβλους. Η Ρόζι είχε πάει στην κουζίνα για να μεταφέρει ένα μήνυμα από τη μαμά της στην Μπρίντι και ο Βαλεντάιν πήγαινε να εξασκηθεί με το αγαπημένο του άλογο. Φορούσε παντελόνι ιππασίας και ένα τουίντ σακάκι, και ο άνεμος του ανακάτευε τα μαλλιά.

«Με συγχωρείς», μουρμούρισε η Ρόζι κάνοντας γρήγορα στην άκρη.

Σταμάτησε και της χαμογέλασε. Πόσο όμορφο χαμόγελο, σκέφτηκε εκείνη, με την καρδιά της να αναπηδά στη θέα του.

«Α, Ρόζι», είπε, «εδώ είσαι. Ήλπιζα να πέσω πάνω σου». Κρυφογέλασε. «Όχι κυριολεκτικά, φυσικά. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, βιαζόμουν να πάω τον Φαίδωνα για άσκηση. Μου έλειψε τόσο πολύ όσο ήμουν στο Δουβλίνο».

Η Ρόζι έγνεψε, ανίκανη να αρθρώσει λέξη. Στάθηκε να την κοιτάζει, με τα γαλανά του μάτια να αστραποβολούν καλοσύνη και ευχαρίστηση. Ένας ελαφρύς πανικός την κατέλαβε και γύρισε τρέχοντας προς την κουζίνα, με την καρδιά της να χτυπάει με γδούπο ως τα πλευρά της. Τον ένιωσε πίσω της να την κοιτάζει.

«Την επόμενη φορά να μην είσαι τόσο βιαστική, Ρόζι», της φώναξε.

Ευτυχώς, έμεινε στο σπίτι μονάχα μία εβδομάδα. Η Ρόζι βρισκόταν σε επιφυλακή συνεχώς, τρυπώνοντας πίσω από κάποιο δέντρο ή κάποιον τοίχο όταν τον έβλεπε να πλησιάζει, και όταν δεν μπορούσε να τον αποφύγει, απλώς έσκυβε το κεφάλι και περνούσε βιαστικά από μπροστά του, μουρμουρίζοντας πως τάχα θα αργούσε στο μάθημα. Γνώριζε, ασφαλώς, ότι εκείνος ήξερε πως τα μαθήματα είχαν σταματήσει για την περίοδο των γιορτών. Πόσο ανόητη ένιωσε που το ’βαζε στα πόδια και μόνο που τον έβλεπε! Εκείνη δεν ήταν που λαχταρούσε την προσοχή του ολόκληρο το καλοκαίρι; Και τώρα, που ήταν εδώ να την υποδεχθεί μ’ ένα πρόσχαρο χαμόγελο, εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να κρύβεται. Δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της να του μιλήσει γιατί φοβόταν πως θα πρόδιδε τα αισθήματά της. Για πόσο ανόητη θα την περνούσε! Αν συνέχιζε έτσι, ήταν βέβαιο πως θα τον έκανε να χάσει κάθε ενδιαφέρον για εκείνη. Κι όμως, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Τώρα ήταν και πάλι καλοκαίρι, και περπατούσαν μαζί με τη Βικτόρια στον κήπο. Όταν έφτασαν στην πέτρινη θολωτή σπηλιά, κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, κουβεντιάζοντας και γελώντας στη λιακάδα.

«Τι κουβεντιάζετε εσείς με τόση προσήλωση;»

Ο Βαλεντάιν εμφανίστηκε ξαφνικά και κινήθηκε προς το μέρος τους χαμογελώντας.

Το πρόσωπο της Ρόζι αναψοκοκκίνισε. Όλο της το είναι ήθελε να το σκάσει, αλλά ήταν παγιδευμένη. Στάθηκε ακριβώς μπροστά της και ήταν αναγκασμένη να τον κοι-τά-ζει προς τα πάνω. Με τη Βικτόρια θα μπορούσαν να είναι δίδυμοι, σκέφτηκε, αν εξαιρέσει κανείς τα δύο χρόνια διαφορά που είχαν – ο Βαλεντάιν μόλις είχε γίνει δεκαεπτά. Πετάχτηκε αναστατωμένη από το παγκάκι.

«Εγώ πρέπει να πηγαίνω», είπε. «Η μαμά θα αναρωτιέται πού βρίσκομαι».

«Τότε να σε συνοδεύσω», πρότεινε ο Βαλεντάιν.

Η Ρόζι δεν είχε άλλη επιλογή από το να του επιτρέψει να περπατήσει μαζί της. Όταν έκλεισε την πύλη του κήπου πίσω τους, την έπιασε αγκαζέ. Εκείνη προσπάθησε να μην τρέμει, δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα για το αναψοκοκκίνισμα που είχε απλωθεί σε όλο της το πρόσωπο. Στα δεκάξι της πλέον, είχε ψηλώσει – πολύ περισσότερο από τη Βικτόρια και σχεδόν στο ίδιο ύψος με τον Βαλεντάιν. Στη λευκή της επιδερμίδα υπήρχαν διάσπαρτες απαλές φακίδες εξαιτίας της αγάπης της για τον ήλιο, και παρότι ήταν λεπτή, ήταν εξαιρετικά δυνατή. Οι μαύρες της μπούκλες παρέμεναν ατίθασες, παρόλο που συχνά τις τραβούσε προς τα πίσω με φιόγκους ή τις παράχωνε κάτω από καπέλα. Δεν είχε ιδέα πόσο όμορφη ήταν, καθώς ένιωθε αλλόκοτη μπροστά στην ντελικάτη χάρη της Βικτόριας.

«Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα σε αφήσω να το βάλεις στα πόδια αυτή τη φορά», είπε.

Εκείνη κοκκίνισε.

«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς», είπε καρφώνοντας το βλέμμα της ευθεία μπροστά.

Εκείνος δεν είπε τίποτε, απλώς έσφιξε το χέρι του στο μπράτσο της καθώς την οδηγούσε στην μπροστινή πλευρά του Ένισμορ και μέσα από μια έκταση από πράσινο γρασίδι, πέρα από ένα δασύλλιο από οξιές, προς τον δεντρόφυτο δρόμο που περνούσε από την έπαυλη.

«Η Βικτόρια λέει πως θα γίνεις τραπεζίτης», έσπασε τη σιωπή η Ρόζι, αναζητώντας απεγνωσμένα κάτι για να χαλαρώσει την ένταση.

Ο Βαλεντάιν γέλασε.

«Είναι αισιόδοξη τότε. Δεν νομίζω πως θα τα πάω καλύτερα στα τραπεζικά απ’ ό,τι τα πήγα στα νομικά. Ο μπαμπάς όμως θα συνεχίσει να προσπαθεί να με κάνει έναν αξιοσέβαστο άντρα».

«Δεν είσαι αξιοσέβαστος, λοιπόν;»

«Όχι στα μάτια του μπαμπά. Ο Τόμας είναι ο αξιοσέβαστος. Αρίστευσε στο Ίτον και τα πηγαίνει καλά και στην Οξφόρδη, όπως αναμένεται από έναν πρωτότοκο γιο. Ο Τόμας δεν τα κάνει όλα μαντάρα».

«Ενώ εσύ τα κάνεις;»

«Ω, αρκετές φορές. Είναι θαύμα που έμεινα στο Ίτον τόσο πολύ. Ήμουν υπό επιτήρηση τον περισσότερο καιρό. Αν ο μπαμπάς δεν ήταν μέλος της Βουλής των Λόρδων, θα με είχαν πετάξει έξω χρόνια πριν. Και όσον αφορά τις πρόσφατες απόπειρές μου με τα νομικά», έκανε μια παύση κι αναστέναξε, «προσπάθησα να πω στον μπαμπά πως δεν θα πετύχαιναν ποτέ, αλλά αρνιόταν να με ακούσει».

Δίχως σκέψη, η Ρόζι έσκυψε να μαζέψει μια νεραγκούλα, την οποία άρχισε να στριφογυρίζει ανάμεσα στα δάχτυλά της όσο περπατούσε. Ο Βαλεντάιν ήταν εντυπωσιακά χαλαρός στην κουβέντα, κι εκείνη αναρωτήθηκε γιατί τον είχε αποφύγει τόσες φορές. Ένιωθε αρκετά ώριμη κάνοντας περίπατο με αυτόν τον όμορφο νεαρό.

«Και τι θα γίνει λοιπόν αν δεν είσαι καλός και στα τραπεζικά;» ρώτησε.

Είχαν φτάσει στον δρόμο που στριφογύριζε κάτω προς τις κεντρικές πύλες της έπαυλης. Τα δέντρα σχημάτιζαν ένα τόξο ψηλά, εμποδίζοντας τον απογευματινό ήλιο. Η Ρόζι είχε ένα υπέροχο συναίσθημα πως εκείνη και ο Βαλεντάιν ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο. Όταν έφτασαν στην πύλη, εκείνος επιβράδυνε το βήμα, κι αντί να την ανοίξει, σκαρφάλωσε και κάθισε στο πάνω κάγκελο. Εκείνη απλώς στηρίχτηκε πάνω της.

Μεσολάβησε μια στιγμή προτού μιλήσει και όταν το έκανε, τα λόγια του συνοδεύτηκαν από έναν αναστεναγμό.

«Ένας Θεός ξέρει. Βλέπεις, Ρόζι, είμαι ο δεύτερος γιος. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Όταν ο πατέρας σου είναι κόμης, εννοώ».

Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι.

«Σημαίνει ότι δεν θα κληρονομήσω το Ένισμορ, ούτε το κτήμα των Ένις, ή τον τίτλο του κόμη Ένις. Ο Τόμας έχει αυτό το δικαίωμα εκ γενετής και δεν του κρατώ κακία γι’ αυτό. Με στενοχωρεί όμως που δεν θα μπορώ να μείνω και να δουλέψω τη γη. Ο λόγος που απέτυχα στα νομικά, και κατά πάσα πιθανότητα θα αποτύχω και στα τραπεζικά, είναι πως δεν μπορώ να κλειστώ σ’ ένα μικρό, σκονισμένο γραφείο. Προσπάθησα σκληρά για χάρη του μπαμπά να το δοκιμάσω, αλλά η ψυχή μου μαραζώνει σ’ αυτούς τους χώρους. Πρέπει να μένω έξω στον καθαρό αέρα, όπου η νέα ζωή πάλλεται γύρω μου». Έκανε μια παύση για να πάρει βαθιά ανάσα. «Δυστυχώς, ως δεύτερος γιος αναμένεται να στραφώ στα νομικά, στα οικονομικά ή στην Εκκλησία».

Η Ρόζι τον κοίταξε.

«Γιατί όμως πρέπει να κάνεις ό,τι αναμένουν οι άλλοι από εσένα; Ασφαλώς και έχεις το δικαίωμα να επιλέξεις το δικό σου μέλλον».

Της απηύθηνε ένα ξεψυχισμένο χαμόγελο.

«Α, κάνεις λάθος, Ρόζι. Όταν γεννιέσαι σ’ αυτή τη ζωή, παραιτείσαι απ’ αυτό το δικαίωμα. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κανείς για όλα αυτά τα προνόμια».

Γέλασε ξαφνικά, αλλά ο ήχος ακούστηκε κούφιος στ’ αφτιά της Ρόζι.

«Οπότε οι επιλογές που μου απομένουν είναι ο στρατός ή να παντρευτώ μια πλούσια κληρονόμο και να συμβάλω στην περιουσία της οικογένειας Μπελ».

«Μια πλούσια σύζυγος δεν θα ήταν άσχημα τώρα», είπε η Ρόζι προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, «αρκεί να μην ήταν τόσο άσχημη».

«Νομίζω πως θα προτιμούσα ν’ αντικρίσω την ξιφολόγχη».

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Πουλιά τιτίβιζαν στα δέντρα και τα φύλλα θρόιζαν στο απαλό αεράκι.

«Είναι υπέροχα εδώ», είπε ο Βαλεντάιν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Μισώ την ιδέα πως πρέπει να φύγω από εδώ κάποτε. Εδώ ανήκω».

«Ξέρω τι εννοείς», είπε η Ρόζι εκφράζοντας για πρώτη φορά τις σκέψεις της μεγαλόφωνα. «Υποθέτω πως πρέπει να φύγω κι εγώ κάποια μέρα από εδώ, όταν η Βικτόρια πάει στο Δουβλίνο και βρει έναν σύζυγο».

Ο Βαλεντάιν έγνεψε.

«Μοιάζουμε εσύ κι εγώ, Ρόζι. Κανείς μας δεν επιτρέπεται να παραμείνει στο Ένισμορ».

Στάθηκαν σιωπηλοί για λίγο. Ένιωσε πως κι εκείνος δίσταζε όσο και η ίδια να φύγει. Θα μπορούσαν να μείνουν εκεί για πάντα αν δεν είχαν να παραμερίσουν για να περάσει ο βοσκός του κτήματος και οι άντρες του. Όταν οι άντρες πέρασαν, ο Βαλεντάιν έπιασε το χέρι της Ρόζι.

«Βλέπεις, δεν χρειάζεται να τρέχεις μακριά μου, Ρόζι Κιλίν. Δεν είμαι κάνα τέρας, αλλά απλώς ένας νεαρός άντρας που λαχταρά τη συντροφιά σου».

Χωρίς προειδοποίηση, έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο, κι έπειτα γύρισε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.

Η Ρόζι περπάτησε την υπόλοιπη διαδρομή μόνη, σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Είχε όντως μιλήσει με τον Βαλεντάιν. Της είχε πιάσει το μπράτσο και είχε περπατήσει μαζί της ως την πύλη. Της είχε πιάσει το χέρι. Και την είχε φιλήσει. Αναστέναξε προσπαθώντας να θυμηθεί κάθε λεπτομέρεια από τον περίπατο, κάθε του κίνηση, κάθε του έκφραση, κάθε του λέξη. Καθώς πλησίαζε στην αγροικία της, παράχωσε τις γλυκές αναμνήσεις σφιχτά μέσα στη δεκαεξάχρονη καρδιά της. Θα έβλεπε άραγε η οικογένειά της κάποια αλλαγή πάνω της; Θα συνειδητοποιούσαν πως δεν ήταν πλέον παιδί αλλά μια νεαρή γυναίκα στα πρόθυρα του πρώτου της έρωτα; Το πιθανότερο, όχι. Θα ήταν η ίδια παλιά Ρόζι στα μάτια τους. Στα δικά της όμως είχε περάσει ένα κατώφλι από το οποίο δεν θα επέστρεφε ποτέ.

Στις αρχές της άνοιξης του 1910 η Βικτόρια ασχολούνταν πυρετωδώς με τις προετοιμασίες για την πρώτη της Σεζόν. Σε λίγους μήνες θα γινόταν δεκαεπτά και θα ήταν έτοιμη να αναχωρήσει για το Δουβλίνο ώστε να εισέλθει επισήμως στην καλή κοινωνία. Για δύο μήνες θα επιδιδόταν σ’ έναν στρόβιλο από τσάγια και εξόδους και χοροεσπερίδες με άλλους νέους – όλοι τους εκτελώντας χρέη συνοδού, όλοι τους ελπίζοντας να κάνουν έναν καλό γάμο.

Ο μπαμπάς της επέμενε πως έπρεπε να περιμένει, παρότι η μαμά της ήθελε να πάει ήδη από την προηγούμενη χρονιά. Η Βικτόρια δέχτηκε με χαρά την καθυστέρηση. Ένα κομμάτι της ήταν ενθουσιασμένο που θα έφευγε και ένα
κομμάτι της ήταν τρομοκρατημένο. Βαθιά μέσα της όμως ήταν λυπημένη. Συνειδητοποιούσε πως, μόλις έφευγε, η ζωή της θα άλλαζε για τα καλά. Ήθελε να παραμείνει στη ζωή που είχε τώρα εκεί, στο Ένισμορ, μαζί με τη Ρόζι, για όσο μπορούσε. Σκέφτηκε ξανά τη μυστική ευχή που είχε κάνει στα δέκατα τρίτα της γενέθλια να μείνουν για πάντα μαζί με τη Ρόζι. Τι ανόητη που είχε φανεί.

Τώρα στριφογύριζε στο δωμάτιό της φορώντας μια γαλάζια τουαλέτα από σενίλ με ασημένιες χάντρες. Η τουαλέτα φαινόταν να επιπλέει γύρω από την αδύνατη σιλουέτα της. Η Ρόζι κάθισε στο κρεβάτι χαϊδεύοντας μια στοίβα από φουστάνια που δοκίμαζε η Βικτόρια. Ήταν εκθαμβωτικά – χρώματα και χάντρες και υλικά που όμοιά τους κανένα κορίτσι δεν μπορούσε να φανταστεί.

«Δεν είναι παραμυθένιο, Ρόζι; Έχεις δει ξανά κάτι σαν αυτό;»

«Θα είσαι το πιο όμορφο κορίτσι εκεί», είπε η Ρόζι. «Τα αγόρια θα τσαλαπατάνε ο ένας τον άλλον για έναν χορό μαζί σου».

«Το πιστεύεις;» ρώτησε η Βικτόρια κοκκινίζοντας.

Γύρισε στον καθρέφτη να δει πώς φαινόταν. Όπως το έκανε, έπιασε το βλέμμα της Ρόζι στην αντανάκλασή της πάνω από τον ώμο της. Η φίλη της είχε σκύψει το κεφάλι και φαινόταν να σκουπίζει τα δάκρυά της. Η Βικτόρια ένιωσε ξαφνικά να ντρέπεται. Πώς μπόρεσε να μην παρατηρήσει τη στενοχώρια της Ρόζι; Πήγε προς το μέρος της, κάθισε πλάι της στο κρεβάτι και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της.

«Συγχώρεσέ με, Ρόζι. Παρασύρθηκα».

Η Ρόζι έγνεψε.

«Ποιος θα μπορούσε να σε κατηγορήσει;»

Η Βικτόρια αναστέναξε.

«Εύχομαι ακόμη να μπορούσες να έρθεις μαζί μου. Θυμάσαι όλες τις φορές που επέμενα να έρθεις; Θα ήθελα τόσο πολύ να ήταν εφικτό».

Η Ρόζι την κοίταξε.

«Ήμασταν κι οι δύο αφελείς, Βικτόρια. Υπήρχε μια εποχή που ήθελα να το πιστέψω κι εγώ. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη με την ιδέα όσο κι εσύ. Ποιο κορίτσι σαν κι εμένα δεν θα ήθελε να συμμετέχει σε πολυτελή τσάγια κι εξόδους στην ακροθαλασσιά και σε μεγάλες χοροεσπερίδες;»

«Ξέρω. Συνειδητοποιώ όμως τώρα πόσο η επιμονή μου το έκανε ακόμη πιο οδυνηρό για εσένα. Υπήρξα εγωίστρια. Σε ήθελα μαζί μου». Έκανε μια παύση και κοίταξε τη Ρόζι. «Από την πρώτη εκείνη ημέρα που βούτηξες στη λίμνη και έπιασες το καραβάκι μου θαύμαζα τη γενναιότητά σου και ήθελα να σου μοιάσω περισσότερο. Η αλήθεια είναι πως νιώθω γενναία μόνο όταν είσαι κι εσύ κάπου γύρω».

Η Ρόζι χαμογέλασε.

«Ε, τώρα αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν εκεί όταν ύψωσες το ανάστημά σου στη μητέρα σου και επέμενες πως έπρεπε να παραμείνουμε φίλες και έξω από τη σχολική αίθουσα και πως δεν θα έφευγες για τη Σεζόν χωρίς εμένα. Και το ίδιο έκανες και μπροστά στις θείες σου. Δεν ξέρω αν εγώ θα είχα τη δύναμη».

Η Βικτόρια χαχάνισε.

«Έπρεπε να ’βλεπες τα πρόσωπά τους! Είχαν μείνει άναυδες από το σοκ, αν και η θεία Μάριαν γελούσε δυνατά!» Έκανε μια παύση. «Βέβαια, η μαμά ήξερε πως τελικά θα πήγαινα στη Σεζόν –και μόνη μου–, ήταν διατεθειμένη να περιμένει να έρθω στα συγκαλά μου. Υποθέτω λοιπόν ότι η υποχώρησή της να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί, παρότι φάνηκε σαν παραχώρηση εκείνη τη στιγμή, ήταν τελικά ένα καλό σχέδιο από μέρους της».

Τα κορίτσια βυθίστηκαν για λίγο στη σιωπή, η καθεμιά χαμένη στις σκέψεις της.

«Τι θα κάνεις, Ρόζι;» ρώτησε τελικά η Βικτόρια.

Το ερώτημα την είχε βασανίσει κάμποσο. Το δικό της μέλλον ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο – θα έπαιρνε μέρος στη Σεζόν, θα έβρισκε τον κατάλληλο σύζυγο και θα παντρευόταν. Προσπάθησε να μην παραδεχτεί τη μικρή σουβλιά πικρίας που ένιωθε κάθε φορά που τo σκεφτόταν αυτό, τον πραγματικό λόγο που πήγαινε στο Δουβλίνο. Αντ’ αυτού, συγκεντρωνόταν στον καταιγισμό των συναρπαστικών νέων περιπετειών που την πρόσμεναν – χοροεσπερίδες και έξοδοι και τσάγια και μια υπέροχη καινούργια γκαρνταρόμπα.

«Εννοώ, αφότου φύγω εγώ», συνέχισε.

Η Ρόζι κοίταξε πέρα μακριά.

«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Η μαμά μου πιστεύει πως δεν θα έχω πρόβλημα να βρω μια δουλειά ως δασκάλα ή γκουβερνάντα. Δεν καταλαβαίνει πως χωρίς την κατάλληλη πιστοποίηση δεν έχω καμιά ελπίδα στη διδασκαλία. Μπορεί να με πάρουν ως γκουβερνάντα κάπου, αλλά μόνο αν πάρω μια λαμπρή συστατική επιστολή από τη λαίδη Λουίζα. Και πολύ αμφιβάλλω αν αυτό συμβεί ποτέ».

«Της τη ζήτησες;»

«Όχι, αλλά υποθέτω ότι πρέπει. Δεν τρέφω καμιά ελπίδα όμως».

«Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω να την πείσεις».

Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι της.

«Νομίζω πως αυτό θα κάνει τα πράγματα χειρότερα». Σηκώθηκε. «Υπάρχει ένα πράγμα που όντως ξέρω, Βικτόρια, κι αυτό είναι ότι ποτέ δεν θα γίνω υπηρέτρια στο Ένισμορ ή οπουδήποτε αλλού. Θα κάνω οτιδήποτε άλλο χρειαστεί, αλλά όχι αυτό».

Αργότερα, η Βικτόρια παρατηρούσε από το παράθυρο του δωματίου της τη Ρόζι, καθώς προχωρούσε ανάμεσα στο γρασίδι προς τις πύλες του κτήματος των Ένις. Αντί για το γνωστό βέβαιο περπάτημα της φίλης της, οι ώμοι της ήταν γερτοί και το κεφάλι της σκυμμένο. Προσπάθησε να βάλει τον εαυτό της στη θέση της Ρόζι. Όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε όμως, ήξερε ότι δεν θα καταλάβαινε πώς ήταν να είσαι μια κόρη αγρότη που την έριξαν μέσα στον κόσμο των ευγενών κι έπειτα την εγκατέλειψαν. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της καθώς παρατηρούσε τη φιγούρα της Ρόζι να εξαφανίζεται και συνειδητοποίησε πόση ευθύνη έφερε για την κακοτυχία της φίλης της.

Τέλος 3ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi