ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39
Η Ρόζι καθόταν χαμένη στις σκέψεις της ενώ η μικρή Κέιτ συγκέντρωνε την προσοχή της οικογένειάς της με τα σκέρτσα της. Είχαν μαζευτεί στην κουζίνα. Τα τρία αδέλφια της, που είχαν ψηλώσει και οι ώμοι τους είχαν φαρδύνει, γελούσαν και αστειεύονταν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας μια σπάνια βραδιά στο σπίτι με όλα τα μέλη της οικογένειας, ενώ οι γονείς της, που αντιθέτως είχαν μικρύνει και είχαν ζαρώσει, κάθονταν μαζί στην παλιά ντιβανοκασέλα. Η φωτιά της τύρφης έκαιγε στο τζάκι, ζεσταίνοντάς τους παρά τη βραδινή ψύχρα.
Ήταν ένα ήρεμο, οικείο και ασφαλές μέρος, αλλά παρ’ όλα αυτά η Ρόζι ένιωθε κάπως αποξενωμένη. Όσο κι αν ήθελε να γυρίσει πίσω στην παλιά της ζωή, ήξερε πως ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε. Είχαν συμβεί πάρα πολλά από τότε που ένιωθε άνετα εκεί. Είχε πει στους γονείς της για τον Κάθαλ και, ενώ ένιωσε πως αποδοκίμαζαν τη συμβίωσή της μ’ έναν άντρα ο οποίος δεν ήταν σύζυγός της, δεν της άσκησαν καμιά κριτική. Ωστόσο, ήξερε πως τώρα την έβλεπαν διαφορετικά από πριν, και καθώς αναλογιζόταν τα χρόνια του παρελθόντος, συνειδητοποίησε ότι εκείνη η αίσθηση εκτοπισμού που ένιωθε είχε ξεκινήσει πολύ προτού η ίδια φύγει για το Δουβλίνο. Είχε ξεκινήσει την πρώτη μέρα που πήγε στο Μεγάλο Σπίτι για να παρακολουθήσει μαθήματα με τη Βικτόρια.
Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα της αγροικίας διέκοψε τις σκέψεις της. Η μαμά πήγε ν’ ανοίξει. Η Ρόζι δεν έδωσε σημασία. Γείτονες και φίλοι περνούσαν πού και πού τα βράδια για να μοιραστούν τα νέα τους ή ένα φλιτζάνι τσάι ή κάτι πιο δυνατό. Ξαφνικά, η μαμά ήρθε πίσω της και την ταρακούνησε από τον ώμο.
«Σε ζητούν, αγάπη μου».
«Ποιος είναι;»
«Πήγαινε να δεις», είπε η μητέρα της.
Η Ρόζι σηκώθηκε και πήγε στην ανοιχτή πόρτα. Κανένας δεν στεκόταν εκεί, οπότε βγήκε έξω και κοίταξε τριγύρω. Ένα λαμπερό, ολόγιομο φεγγάρι και τα φώτα από την ανοιχτή πόρτα της αγροικίας φώτιζαν την μπροστινή αυλή, η Ρόζι όμως εξακολουθούσε να μην μπορεί να δει τον επισκέπτη. Προχώρησε λίγα ακόμα βήματα.
«Ποιος είναι;» ρώτησε.
Τότε τον είδε. Στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της, αλλά θα τον αναγνώριζε οπουδήποτε. Η καρδιά της αναπήδησε και ένιωσε ένα κύμα συναισθημάτων να τη διαπερνά – έκπληξη, ενθουσιασμό, φόβο. Ήθελε να γυρίσει και να τρέξει πάλι στην ασφάλεια της αγροικίας, αλλά η μαμά έκλεισε την πόρτα πίσω της. Συνήλθε αργά, εισπνέοντας βαθιά και ηρεμώντας τα τρεμάμενα χέρια της.
«Βαλεντάιν;» είπε με τη φωνή της σταθερή. «Βαλεντάιν, εσύ είσαι;»
Γύρισε προς το μέρος της. Το κεφάλι του ήταν γερμένο και δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, αλλά από την άστατη ανάσα του καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοντοστάθηκε περιμένοντάς τον να μιλήσει.
«Ναι, Ρόζι, εγώ είμαι. Έρχεσαι να περπατήσουμε λίγο μαζί, σε παρακαλώ; Πρέπει να σου πω μερικά πράγματα».
Θυμήθηκε την τελευταία φορά που της είχε ζητήσει να περπατήσουν μαζί, αλλά τότε ήταν εντολή και όχι παράκληση όπως τώρα. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, μια αιωνιό-τητα πριν, όταν την είχε βρει κουλουριασμένη στον τοίχο του Μεγάλου Σπιτιού και τη συνόδευσε στον κήπο όπου ομολόγησαν τον έρωτά τους και δεσμεύτηκαν σ’ αυτόν. Δίχως να καταλάβει πώς το γνώριζε, η Ρόζι ήταν βέβαιη ότι ο περίπατός τους απόψε δεν θα τελείωνε τόσο γλυκά. Σφίχτηκε, προετοιμάζοντας τον εαυτό της για όσα επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν.
Άρχισαν να περπατούν πλάι πλάι σιωπηλά. Εκείνη σκόνταψε μια δυο φορές πάνω σε σκληρές πέτρες, αλλά έσπρωξε το χέρι του όταν αυτός προσπάθησε να την κρατήσει. Έπρεπε να διατηρεί μια απόσταση γιατί το ότι βρισκόταν σ’ αυτό το μέρος μαζί του της ξανάφερνε παλιές αναμνήσεις και παλιά τραύματα που την έκαναν επιφυλακτική. Όταν έφτασαν στην πύλη της φάρμας, ο Βαλεντάιν σταμάτησε και ακούμπησε εκεί. Το φεγγάρι φώτιζε έντονα το πρόσωπό του και αυτό που εκείνη είδε την τάραξε. Στα μάτια του υπήρχε θυμός ανάμεικτος με απόγνωση. Τι στην ευχή τού συνέβαινε;
«Αποπέμφθηκα ατιμωτικά από τον στρατό», είπε τελικά.
Το βλέμμα του την προκαλούσε να αντιδράσει. Η Ρόζι μόρφασε, αλλά είχε τη σύνεση να μην επιδοθεί σ’ έναν καταιγισμό ερωτήσεων. Αντ’ αυτού, περίμενε. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να τον καταδικάσει αμέσως, εκείνος συνέχισε την ιστορία του. Η Ρόζι δεν έσπασε τη σιωπή της, παρά μόνο όταν η αφήγηση έφτασε στον πυροβολισμό του Κάθαλ. Τότε ένα κύμα θυμού την κατέκλυσε.
«Αν θες να πεις ότι προσπάθησες να σώσεις τη ζωή του Κάθαλ για να με ευχαριστήσεις, και ότι είναι δικό μου σφάλμα, μην μπαίνεις στον κόπο».
Ο Βαλεντάιν κούνησε το κεφάλι του έντονα.
«Όχι!» ούρλιαξε. «Κατάλαβες λάθος. Δεν είναι καθόλου αυτό που θέλω να πω. Πώς μπόρεσες να διανοηθείς κάτι τέτοιο;» Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του και της θύμισε ένα μικρό αγoράκι που προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μια εσφαλμένη κατηγορία. «Το ίδιο θα έκανα για οποιονδήποτε», είπε, «απλώς έτυχε να είναι ο Κάθαλ». Έκανε μια παύση και συνέχισε, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Χαίρομαι όμως που ήταν εκείνος. Το γεγονός ότι δεν πέθανε εκεί σας έδωσε τη δυνατότητα να αποχαιρετιστείτε. Χαίρομαι ειλικρινά γι’ αυτό, Ρόζι».
Μην μπορώντας να συγκρατηθεί, η Ρόζι άρχισε να κλαίει και ο Βαλεντάιν την τράβηξε προς το μέρος του και την κράτησε κοντά του. Έμειναν μαζί για λίγο ώσπου αυτός άρχισε να περπατά, με το χέρι του ακόμα να την αγκαλιάζει. Αυτή τη φορά δεν το απώθησε.
«Τι είπε η οικογένειά σου;» τον ρώτησε.
Σήκωσε τους ώμους του.
«Ο μπαμπάς κι εγώ ήρθαμε σε ρήξη», είπε με πικρία. «Έκανε ένα ανάρμοστο σχόλιο για τη Βικτόρια, και όλα όσα κράταγα μέσα μου ξέσπασαν βίαια. Είναι πολύ μεγάλος υποκριτής, ιδιαίτερα όσον αφορά την υπόθεση Ιμέλντα». Έκανε μια παύση. «Θ’ άκουσες γι’ αυτή, έτσι δεν είναι;»
Η Ρόζι έγνεψε. Η Βικτόρια της είχε αποκαλύψει όσα είχαν συμβεί.
Ο Βαλεντάιν συνέχισε.
«Έχασα εντελώς τον έλεγχο. Τον χτύπησα. Ύστερα απ’ αυτό η ανακοίνωση της αποπομπής μου φαινόταν σχεδόν απογοητευτική. Δεν είμαι περήφανος για τη συμπεριφορά μου. Κανένας γιος δεν πρέπει να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, όποια κι αν είναι η πρόκληση». Σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει τη Ρόζι. «Όλοι με κοιτούσαν και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι έπρεπε να φύγω από εκεί και να ’ρθω να σε βρω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά ήξερα πως ήσουν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που θα μπορούσε να με βοηθήσει να βγάλω κάποια άκρη. Έτρεξα ως εδώ».
Η Ρόζι έσφιξε το χέρι του. Κατά έναν παράξενο τρόπο ήξερε ακριβώς τι εννοούσε. Ήθελε να του πει πως ένιωθε το ίδιο, αλλά συγκρατήθηκε. Άρχισαν να περπατούν ξανά, περνώντας από την κεντρική πύλη της έπαυλης των Ένις, κάτω στον δρόμο που περνούσε περιμετρικά. Ο Βαλεντάιν έμεινε για λίγο σιωπηλός. Έπειτα ξαφνικά κάτι μέσα του φάνηκε να χαλαρώνει κι ένας χείμαρρος από λέξεις ξεχύθηκε.
«Ήθελα να σου πω ξανά πως σ’ αγαπώ, Ρόζι. Φοβάμαι ότι δεν θα είμαι σε θέση να μείνω στο Ένισμορ και ίσως να μην μπορέσω να σε δω ξανά». Έβγαλε έναν φάκελο από την τσέπη του. «Και ήθελα να σου δώσω αυτό το γράμμα. Το έγραψα αφότου αποχωριστήκαμε στο Δουβλίνο και νόμιζα ότι θα πήγαινα στη Γαλλία. Ήθελα να βεβαιωθώ πως πραγματικά κατάλαβες γιατί έκανα ό,τι έκανα».
Η Ρόζι έσπρωξε τον φάκελο πίσω στα χέρια του. Η φωνή της ήταν εξαντλημένη καθώς μιλούσε.
«Τα έχουμε περάσει όλα αυτά ξανά. Αυτό το γράμμα δεν θα μου πει κάτι που δεν γνωρίζω ήδη. Η αλήθεια είναι ότι το καθήκον σου προς τη Σοφία και την οικογένειά σου ήταν πολύ πιο σημαντικό από την αγάπη σου για μένα. Εσύ παντρεύτηκες τη Σοφία κι εγώ έμεινα στο Δουβλίνο και ερωτεύτηκα τον Κάθαλ. Δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε».
Ο Βαλεντάιν την άρπαξε και την τράβηξε κοντά του.
«Δεν πρέπει να τελειώσει μ’ εμάς όμως, Ρόζι. Αποφάσισα επιτέλους να ζητήσω διαζύγιο από τη Σοφία. Εξάλλου, κανένας δεν είναι ευτυχισμένος σ’ αυτήν τη σχέση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει κι εκείνη να έχει μια καινούργια ζωή – και μια ευκαιρία στον έρωτα».
Πόσο γλυκά θα ακούγονταν αυτά τα λόγια στ’ αφτιά της Ρόζι αν τα είχε ξεστομίσει στο παρελθόν – στον χορό του «Μέτροπολ» στο Δουβλίνο ή όταν είχε έρθει στο Φόλεϊ Κορτ και την περίμενε στο κατώφλι! Πολλά όμως είχαν συμβεί από τότε. Είχε ερωτευτεί τον Κάθαλ. Και παρότι ο Κάθαλ είχε χαθεί, εκείνη θα συνέχιζε να τιμά τη μνήμη του.
«Όχι!» είπε. «Όχι, δεν θα ήταν σωστό να χτίσεις μια ζωή βασισμένη στη διάλυση της ζωής κάποιου άλλου. Το οφείλεις στη Σοφία και στον Τζούλιαν να μείνεις εδώ στο Ένισμορ και να τιμήσεις τους γαμήλιους όρκους σου». Έκανε μια παύση μασώντας ελαφρά τα λόγια της. «Και στο κάτω κάτω, εγώ την καρδιά μου την έδωσα στον Κάθαλ».
«Μα…» ψιθύρισε ο Βαλεντάιν, «ο Κάθαλ χάθηκε, Ρόζι. Εσύ έχεις ακόμα μια ζωή να ζήσεις».
Η Ρόζι έβαλε τα δάχτυλά της στα χείλη της.
«Σε αγάπησα κάποτε, Βαλεντάιν, και πιστεύω ότι κι εσύ με αγαπάς τώρα, αλλά πρέπει να το αφήσουμε εκεί».
«Λυπάμαι που σου κατέστρεψα τη ζωή, Ρόζι».
Η Ρόζι χαμογέλασε.
«Δεν μου κατέστρεψες τη ζωή, Βαλεντάιν, κατά κάποιον τρόπο την έσωσες. Πληγώθηκα, φυσικά, και έφυγα. Αλλά αν δεν ζούσα στο Δουβλίνο, δεν θα είχα ποτέ γνωρίσει και αγαπήσει τον Κάθαλ, ούτε θα είχα ανακαλύψει το συγγραφικό μου ταλέντο, ούτε και θα είχα εξελιχθεί από ένα αθώο νεαρό κορίτσι σε μια κατασταλαγμένη, πρακτική γυναίκα. Όλα έγιναν για καλό».
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και φιλήθηκαν –μ’ ένα τρυφερό, λυπημένο, ερωτικό και παθιασμένο φιλί– και με αυτόν τον τρόπο αποχαιρετίστηκαν.
Καθώς γυρνούσε στο σπίτι, το φεγγάρι γλίστρησε πίσω από μια μεγάλη συστάδα σύννεφα και την τύλιξε το σκοτάδι. Στην αρχή έκλαψε για τον εαυτό της και για τον Κάθαλ και για την αγάπη που μοιράστηκαν. Έκλαψε ακόμα για τον Βαλεντάιν και για το όνειρο που παραλίγο να γίνει δικό τους. Καθώς περπατούσε είχε την εντύπωση ότι είδε το πρόσωπο του Κάθαλ στο σκοτάδι και θυμήθηκε τα τελευταία του λόγια: «Μην αφήσεις τον θυμό και το πείσμα να σκληρύνουν την καρδιά σου. Να είσαι ανοιχτή να αγαπήσεις ξανά – αυτό μόνο μετράει στη ζωή».
Τέλος 39ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi