ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38

Οι σπόροι της διχόνοιας που φυτεύτηκαν κατά τη διάρ-κεια του καλοκαιριού ωρίμασαν και απλώθηκαν σε κάθε γωνιά του Ένισμορ. Καχυποψία, θυμός και πικρία τρύπωναν σε κάθε συζήτηση. Το φαγητό χαλούσε και το γάλα ξίνιζε σε ανησυχητικό βαθμό. Ακόμα και τα πουλιά έδειχναν να έχουν πάψει να κελαηδούν. Και παρότι ο καιρός ήταν ήπιος, μια ψύχρα που δεν έλεγε να φύγει βασίλευε στο σπίτι. Η λαίδη Ένις άρχισε να κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου της, αφήνοντας τον σύζυγό της να κοιμάται στο γραφείο του. Η λαίδη Λουίζα, έχοντας πρόσφατα αντιληφθεί κάποια υποχώρηση στον δισταγμό του αιδεσιμότατου Ουότσον να την παντρευτεί, είχε αρχίσει να πιέζει κάνοντας ολοένα και συχνότερες επισκέψεις στο πρεσβυτέριο. Η Σοφία περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στο παιδικό δωμάτιο μαζί με τον μικρό Τζούλιαν, ενώ ο λόρδος Ένις έβρισκε όσο το δυνατόν περισσότερες δικαιο-λογίες για να λείπει στο Λονδίνο. Η Βικτόρια περνούσε ατέλειωτες, μοναχικές μέρες στο δωμάτιό της, ζητώντας από τη Σελίν να της φέρνει εκεί το φαγητό της για να μην αντικρίζει την οικογένειά της στο καθιστικό. Κάθε αίσθηση κανονικότητας ξέφτιζε σαν παλιό ρούχο, ώσπου τελικά χάθηκε τελείως.

Σε αυτή την ατμόσφαιρα βρέθηκε ο Βαλεντάιν Μπελ ένα απόγευμα στα τέλη του Σεπτέμβρη, όταν εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας χωρίς να έχει ειδοποιήσει για την άφιξή του.

«Ο λόρδος Βαλεντάιν!» ούρλιαξε ο κύριος Μπερκ τρέχοντας προς το μέρος του. «Φοβάμαι πως δεν άκουσα το κουδούνι της πόρτας. Συγχωρέστε με».

Ο Βαλεντάιν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να σας συγχωρέσω, κύριε Μπερκ. Δεν ήθελα να προκαλέσω φασαρία, γι’ αυτό μπήκα από την κουζίνα».

Η κυρία Ο’Λίρι και οι άλλοι υπηρέτες ήρθαν μαζί με τον κύριο Μπερκ. Κοίταζαν επίμονα τον Βαλεντάιν, αναζητώντας κάποιο σημάδι τραυματισμού. Τι άλλο θα μπορούσε να τον είχε κάνει να γυρίσει σπίτι από τον στρατό τόσο σύντομα αφού ο πόλεμος μαινόταν ακόμη; Και πού ήταν η στολή του;

«Έχετε άδεια, αφέντη Βαλεντάιν;» είπε η κυρία Ο’Λίρι απευθυνόμενη σ’ εκείνον, όπως έκανε πάντα από τότε που ήταν παιδί. «Αχ, τι ευχάριστη έκπληξη θα είναι αυτή για την οικογένειά σας! Θα τους αναπτερώσει το ηθικό».

Ο Βαλεντάιν κούνησε το κεφάλι του.

«Όχι, όχι άδεια, κυρία Ο’Λίρι. Επέστρεψα στο σπίτι οριστικά».

Τον κοίταξαν με ανυπομονησία, αλλά δεν άκουσαν καμία εξήγηση. Ο Βαλεντάιν σήκωσε το σακίδιό του.

«Χαίρομαι που σας βλέπω ξανά», είπε κοφτά. «Τώρα πρέπει να πάω να βρω τον μπαμπά».

Ο Μπερκ συνήλθε.

«Ο λόρδος Ένις λείπει, λόρδε Βαλεντάιν, αλλά αναμένεται να επιστρέψει σε λίγες ημέρες. Η μαμά σας αναπαύεται στο δωμάτιό της, καθώς και η δεσποινίς Βικτόρια, ενώ η λαίδη Λουίζα λείπει σε επίσκεψη».

Έξυσε το κεφάλι του σαν να σκεφτόταν αν είχε ξεχάσει κανέναν.

«Και η σύζυγος και ο γιος μου;» ρώτησε ο Βαλεντάιν.

Το πρόσωπο του Μπερκ κοκκίνισε.

«Α, ναι, ασφαλώς. Έχουν βγει έξω για περίπατο».

Ο μπάτλερ γύρισε και έτρεξε στον διάδρομο.

«Δεν σας περιμέναμε. Φοβάμαι πως το δωμάτιό σας είναι λίγο ακατάστατο. Πρέπει να στείλω τη δεσποινίδα Κάναβαν ν’ ανάψει το τζάκι. Θα θέλατε να σας φέρω κάτι να φάτε;»

«Όχι, σε ευχαριστώ, Μπερκ. Υποθέτω πως θα έπρεπε να είχα ανακοινώσει την άφιξή μου. Νομίζω ότι θα πάω να δω την αδελφή μου πρώτα».

Ο κύριος Μπερκ τού έριξε ένα ανησυχητικό βλέμμα.

«Ξεκουράζεται, κύριε. Δεν είμαι σίγουρος πως είναι καλή ιδέα να την ενοχλήσετε».

«Ανοησίες», είπε ο Βαλεντάιν καθώς ανέβηκε δρασκελίζοντας τις σκάλες.

Η Βικτόρια έχασε το χρώμα της μόλις είδε τον αδελφό της. Άνοιξε απότομα την πόρτα χωρίς προειδοποίηση και δεν πρόλαβε να φορέσει τη ρόμπα της. Στεκόταν με το καθημερινό της φουστάνι, έχοντας συναίσθηση πως η πεταχτή της κοιλιά φούσκωνε από κάτω. Αυτόματα έφερε το χέρι της πάνω στην κοιλιά της.

«Βαλεντάιν! Ω Θεέ μου, Βαλεντάιν! Από πού ήρθες; Δεν μας είπαν τίποτα. Κανένας δεν σε περίμενε».

Ο Βαλεντάιν κοίταζε επίμονα την κοιλιά της με τα μάτια γουρλωμένα. Εκείνη νευρική, προσπάθησε να αποδιώξει κάθε σκέψη που της κατέκλυζε το μυαλό. Δεν ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτή τη στιγμή, περίμενε πως το παιδί της θα γεννιόταν πολύ προτού ο Βαλεντάιν επιστρέψει στο σπίτι. Περπάτησε προς το μέρος του και ήταν έτοιμη να τον φιλήσει στο μάγουλο όταν είδε μια επιφύλαξη στο βλέμμα του. Έκανε πίσω.

«Κάθισε, Βαλεντάιν», είπε ευγενικά. «Θα σου εξηγήσω τα πάντα».

Της έκανε νόημα με το χέρι του.

«Δεν χρειάζονται εξηγήσεις. Του Μπρένταν είναι;»

Η Βικτόρια έγνεψε ανακουφισμένη.

«Μπορείς να φανταστείς πόσο σόκαραν τα νέα την οικογένεια».

Ο Βαλεντάιν βυθίστηκε σε μια καρέκλα πλάι στο παράθυρο και αναστέναξε.

«Και τώρα φοβάμαι πως πρέπει να ετοιμαστούν για ένα ακόμα σοκ».

Η Βικτόρια περίμενε. Τι θα μπορούσε να εννοεί ο αδελφός της; Κάθισε απέναντί του και προετοιμάστηκε για όσα θα επακολουθούσαν. Εκείνος περίμενε λίγο προτού μιλήσει.

«Θυμάσαι την τελευταία φορά που σε είδα στο Δουβλίνο και σε προειδοποίησα ότι μπορεί να χρειαστώ τη βοήθειά σου στο μέλλον; Θυμάσαι που σου είπα ότι ήμασταν μονάχα οι δυο μας στην οικογένεια που ζήσαμε στην πραγματικότητα την εξέγερση και κατανοούσαμε πώς είχε η κατάσταση;» Έκανε μια παύση, σαν να προσπαθούσε να μαζέψει τις σκέψεις του. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε καθώς συνέχιζε. «Αποπέμφθηκα ατιμωτικά από τον στρατό. Ορίστε, το ’πα».

Κοίταξε επίμονα τη Βικτόρια σαν να την προκαλούσε ν’ απαντήσει. Το χέρι της πετάχτηκε στο στόμα της.

«Ω Θεέ μου, Βαλεντάιν!» κατάφερε να πει. «Γιατί;»

Tο βλέμμα του ηρέμησε και το σώμα του φάνηκε να χαλαρώνει με ανακούφιση. Την κατέκλυσε συμπόνια για τον αδελφό της. Πόσο δύσκολο πρέπει να ήταν γι’ αυτόν να το εξομολογηθεί! Πόσο θα πρέπει να βασανίστηκε ανησυχώντας για την αντίδρασή της. Καημένε Βαλεντάιν! Μα δεν ήξερε πόσο τον αγαπούσε;

«Μίλα μου γι’ αυτό», του ψιθύρισε απαλά.

Εκείνος έσκυψε μπροστά κι έβαλε το κεφάλι του στα χέρια του. Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή που η Βικτόρια έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να τον ακούσει.

«Δεν ήθελα ποτέ να είμαι στο Δουβλίνο», άρχισε. «Ήθελα να είμαι στην Εμπροσθοφυλακή για τους πραγματικούς εχθρούς της Αγγλίας, όχι εδώ στην πατρίδα να πολεμάω τους ίδιους μου τους συμπατριώτες. Έβαλα τα δυνατά μου για να ακολουθήσω τις εντολές, Βικτόρια. Πίστεψέ με, προσπάθησα. Όταν όμως είδα εκείνους τους νεαρούς Εθελοντές με τα παλιά σκουριασμένα τουφέκια τους και τις κουρελιασμένες στολές τους, δεν μπορούσα να σηκώσω το όπλο μου και να τους πυροβολήσω». Την κοίταξε με δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια του. «Είναι απλώς πιτσιρικάδες αντιμέτωποι με έναν καλά εκπαιδευμένο στρατό. Δεν είχαν καμία ελπίδα να νικήσουν κι όμως… κι όμως ήταν τόσο γενναίοι. Τέλος πάντων, έβαλα τα δυνατά μου για να αστοχούν οι βολές μου». Κρυφογέλασε. «Ήλπιζα οι σύντροφοί μου να πίστευαν πως ήμουν πραγματικά κακός στο σημάδι». Το γέλιο του ατονούσε όσο συνέχιζε. «Φαίνεται όμως ότι άρχισαν να με υποπτεύονται όλο και περισσότερο. Ένας από αυτούς με είδε να επισκέπτομαι το σπίτι του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα». Κοίταξε τη Βικτόρια. «Σου είπα γι’ αυτή την ατυχή επίσκεψη; Πήγα να βρω τη Ρόζι και φέρθηκα σαν ηλίθιος με περικεφαλαία. Με έβαλε στη θέση μου, βέβαια, αλλά ο στρατιώτης που με είδε ήξερε πως το σπίτι ανήκε στον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ και πως ο Κάθαλ εκπαίδευε τους Εθελοντές. Από τότε και στο εξής με παρακολουθούσαν στενά».

Η Βικτόρια κράτησε την ανάσα της. Ο ουρανός έξω από το παράθυρο γινόταν μουντός και το δωμάτιο σκοτείνιαζε, αλλά δεν τολμούσε να κουνηθεί για ν’ ανάψει μια λάμπα. Ο Βαλεντάιν βρέθηκε σύντομα στη σκιά· η Βικτόρια δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, αλλά ο ήχος της φωνής του πρόδιδε όλο του το συναίσθημα.

«Το χειρότερο ήρθε την ημέρα που ο Κάθαλ πέθανε. Οι αντάρτες είχαν παραδοθεί. Οι επικεφαλής τούς έδωσαν τον λόγο τους και βγήκαν έξω από τα κρησφύγετά τους κρατώντας λευκές σημαίες και παρέλασαν από την οδό Σάκβιλ ως το Κάστρο του Δουβλίνου. Ήταν ξεκάθαρο σε όλους μας ότι η εξέγερση είχε τελειώσει. Υποτίθεται πως έπρεπε να κατεβάσουμε τα όπλα μας. Εγώ έκανα περιπολία μαζί με τον λοχαγό μου, έναν μοχθηρό παλιάνθρωπο με δύστροπο χαρακτήρα, έξω από το Γενικό Ταχυδρομείο όπου οι τελευταίοι αντάρτες είχαν παγιδευτεί από τη φωτιά. Ξαφνικά, ο Κάθαλ ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας. Σταμάτησε και σήκωσε τα χέρια του ψηλά όταν του φωνάξαμε να μείνει ακίνητος. Μόλις όμως γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος μας, ο λοχαγός σήκωσε το τουφέκι του και το όπλισε. Ήξερα τότε τι επρόκειτο να κάνει. Άρπαξα το χέρι του, αλλά ήταν πολύ αργά. Είχε ήδη πυροβολήσει και ο Κάθαλ βρισκόταν στο έδαφος. Ήταν έτοιμος να πυροβολήσει ξανά, αλλά του χίμηξα. Τράβηξα το τουφέκι από τα χέρια του και τον χτύπησα δυνατά. Με έβρισε καθώς έπεφτε και έμεινε κουβαριασμένος στο πεζοδρόμιο, ενώ εγώ έσυρα τον Κάθαλ μακριά». Πήρε μια βαθιά ανάσα μαζεύοντας δύναμη για να ολοκληρώσει την ιστορία του. «Ύστερα από αυτό με έθεσαν σε περιορισμό στο στρατόπεδο και βρέθηκα υπό εξέταση. Κέρδισα λίγο χρόνο, μια και ήταν πολύ απασχολημένοι με τις δίκες των ανταρτών που είχαν παραδοθεί, και των πολιτών που είχαν συλληφθεί. Δεν είχα νέα τους μέχρι το προηγούμενο καλοκαίρι. Με κατηγορούσαν για παρέμβαση και επίθεση σε ανώτερο αξιωματικό, αποτυχία να φέρω εις πέρας τα καθήκοντά μου και –α, ο μπαμπάς θα το λατρέψει αυτό– δειλία να αντιμετωπίσω τον εχθρό. Υποθέτω πως είμαι τυχερός που γλίτωσα τη φυλακή. Ίσως ήταν η θέση του μπαμπά που με έσωσε – αν και δεν πιστεύω πως ήξερε τι συμβαίνει». Αναστέναξε. «Θα τα μάθει όλα πολύ σύντομα».

Η Βικτόρια σηκώθηκε και άναψε τις λάμπες.

«Τι θα κάνεις τώρα;» είπε.

Πέρασε τα χέρια του από τα μαλλιά του και της χάρισε ένα ειρωνικό μειδίαμα.

«Ποιος ξέρει;» είπε. «Δεν το βλέπω να σφάζουν τον μόσχο τον σιτευτό για χατίρι μου».

Προτού φύγει, η Βικτόρια πήγε σ’ ένα συρτάρι κι έβγαλε τον φάκελο που της είχε δώσει ο Βαλεντάιν για τη Ρόζι. Του τον έδωσε χαμογελώντας αχνά.

«Ορίστε, τώρα μπορείς να το δώσεις μόνος σου στη Ρόζι. Ό,τι κι αν έγινε, χαίρομαι που σ’ τον επιστρέφω, επειδή σημαίνει πως είσαι ακόμη ζωντανός».

Πλησίασε και φίλησε τον αδελφό της απαλά στο μάγουλο.

Δύο βράδια μετά την άφιξη του Βαλεντάιν, η λαίδη Ένις εγκατέλειψε την απομόνωση του δωματίου της για να πάρει το δείπνο της μαζί με την οικογένειά της. Μετά βίας έκρυβε την ανυπομονησία της να γίνει μάρτυρας της αντίδρασης του συζύγου της στα σοκαριστικά νέα του γιου τους. Δεν θα ήξερε τίποτε αν η Σάντι Κάναβαν, η οποία κρυφάκουγε έξω από το δωμάτιο της Βικτόριας όσο ο Βαλεντάιν εξομολογούνταν το μυστικό του, δεν είχε πάει κατευθείαν στη λαίδη Λουίζα με τα νέα. Η λαίδη Λουίζα, με τη σειρά της, αφηγήθηκε στη λαίδη Ένις τις τρομερές λεπτομέρειες το ίδιο κιόλας βράδυ – νέα που μετέφερε με εμφανή αγαλλίαση. Και ενώ η συμπεριφορά του Βαλεντάιν είχε προκαλέσει μεγάλη αμηχανία στη λαίδη Ένις, ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα πιο ολέθριο για ένα μέλος της Βουλής των Λόρδων από το να έχει έναν δειλό γιο.

Από τότε που έμαθε την αλήθεια για την Ιμέλντα, όλη η συσσωρευμένη πικρία της λαίδης Ένις για τον σύζυγό της είχε ξεχυθεί με τη μορφή έντονης οργής. Πώς τολμούσε να την ταπεινώνει φέρνοντας ένα μπάσταρδο στο σπίτι; Έτρεμε όταν σκεφτόταν πόσες προσωπικές στιγμές είχε μοιραστεί μ’ εκείνη τη γυναίκα, και όλο εκείνο τον καιρό η βρόμα γελούσε πίσω από την πλάτη της. Ποιος ήξερε τι λεπτομέρειες είχε μοιραστεί με τους υπηρέτες; Ναι, ο Έντουαρντ την άξιζε αυτή την ατίμωση.

Η λαίδη Ένις και η οικογένεια δεν είχαν προλάβει καλά καλά να πάρουν τις θέσεις τους στο τραπέζι του δείπνου, όταν χωρίς προειδοποίηση, όπως συνήθως, η λαίδη Μάριαν Μπελφλέρ και ο κύριος Σέιν Κίρνι όρμησαν μέσα, φέρνοντας μαζί τους ένα ρεύμα παγωμένου αέρα. Η λαίδη Μάριαν ήταν ντυμένη κομψά μ’ ένα σκούρο μπλε κοστούμι με γούνινα τελειώματα, ενώ ο κύριος Κίρνι φορούσε ένα κοστούμι με τρία κομμάτια, φτιαγμένο από ένα μάλλον έντονο κοκκινωπό και γκρι ριγέ ύφασμα, με λευκό στητό γιακά και κοκκινωπή μεταξωτή γραβάτα. Η λαίδη Ένις τούς χαιρέτησε με μαραζωμένο ύφος. Η εκνευριστική γυναίκα και ο φίλος της είχαν το ταλέντο να εμφανίζονται πάντοτε την πιο ακατάλληλη στιγμή. Τώρα θα γίνονταν κι εκείνοι κοινωνοί των νέων του Βαλεντάιν. Η λαίδη Ένις ανασήκωσε τους ώμους. Όπως και να ’χε, η παρουσία τους μπορούσε απλώς να μεγαλώσει την ταπείνωση του Έντουαρντ.

Έξω είχε σκοτεινιάσει και οι λάμπες γκαζιού σκορπούσαν μια χρυσή απόχρωση στο δωμάτιο. Η λαίδη Μάριαν κοίταξε γύρω.

«Γιατί, αγαπητέ Έντουαρντ, το σπίτι σου πρέπει να είναι το μόνο σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία χωρίς ηλεκτρικό;»

Ο κύριος Κίρνι χαμογέλασε καθώς τη συνόδευσε στην καρέκλα της.

«Οφείλεις να παραδεχτείς πως το γκάζι είναι κάπως γλαφυρό, αγαπητή μου».

Ο λόρδος Ένις, αγνοώντας τα σχόλια της αδελφής του, κοίταξε κατάματα τον γιο του.

«Λοιπόν, τι σε φέρνει σπίτι από το Δουβλίνο, Βαλεντάιν; Όταν έφτασα το μεσημέρι και ο Μπερκ ανέφερε ότι ήσουν εδώ, υπέθεσα ότι είχες άδεια, αλλά ο Μπερκ με διαβεβαίωσε πως γύρισες σπίτι μόνιμα».

Η ερώτησή του έμεινε να αιωρείται στον αέρα καθώς όλοι σταμάτησαν αμέσως να μιλούν. Η Βικτόρια έπιασε το χέρι του αδελφού της κάτω από το τραπέζι και το έσφιξε.

Ο Βαλεντάιν ανταπέδωσε το βλέμμα στον πατέρα του.

«Γιατί να μην απολαύσουμε το γεύμα μας πρώτα, μπαμπά; Κι ύστερα σου εξηγώ τα πάντα».

«Πολύ καλά», είπε ο λόρδος Ένις, με ουδέτερο τόνο στη φωνή, αλλά επιφυλακτικό βλέμμα.

Ο κύριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι, που ύστερα από απαίτηση της λαίδης Ένις είχαν πιεστεί ν’ αναλάβουν υπηρεσία στη θέση της Σάντι, βιάστηκαν να σερβίρουν το κύριο πιάτο. Ο κύριος Μπερκ σέρβιρε το κρασί και η οικογένεια άρχισε να τρώει και να πίνει, με την ανούσια ψιλοκουβέντα να καλύπτει ένα υπόγειο ρεύμα ανησυχίας.

Η λαίδη Μάριαν έστρεψε την προσοχή της στη Βικτόρια.

«Μπορώ να πω πως ανθίζεις, γλυκιά μου. Η κατάστασή σου φαίνεται να συμφωνεί μαζί σου, τι λες κι εσύ, Θία;» Η λαίδη Ένις έσφιξε τα χείλη της και δεν έδωσε απάντηση, ενώ η λαίδη Μάριαν συνέχισε: «Πίστευα πως βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου όταν έφυγε από το σπίτι μου. Μπορώ να πω πως ένιωσα μεγάλη ανακούφιση όταν ο Έντουαρντ μου είπε τον πραγματικό λόγο της ασθένειάς της. Άβολο, ίσως, αλλά ελάχιστα θανατηφόρο».

Η Σοφία, που είχε παρατηρήσει τις προηγούμενες στιχομυθίες σιωπηλή, προσπάθησε να στρέψει τη συζήτηση από την οικογένεια προς ένα άλλο, ασφαλέστερο θέμα.

«Πώς είναι τα πράγματα στο Δουβλίνο, λαίδη Μάριαν; Η Βικτόρια μου είπε πόσο φριχτά ήταν την ημέρα της εξέγερσης. Ελπίζω να είναι πιο ήρεμα τώρα».

Ο κύριος Κίρνι ύψωσε το ποτήρι του με τα περιποιημένα, γεμάτα κοσμήματα δάχτυλά του και έκανε ένα νεύμα προς τη Σοφία.

«Ναι, ήταν τρομερή η κατάσταση. Ευτυχώς, η λαίδη Μάριαν κι εγώ χάσαμε την περισσότερη φασαρία εκείνη την εβδομάδα. Λείπαμε σε επίσκεψη σε κάποιους φίλους στην ακτή. Όχι κάποιους που ξέρετε, ομολογώ». Έσκυψε πιο κοντά στο τραπέζι με συνωμοτικό ύφος. «Το ξέρατε ότι κάποιοι της δικής μας τάξης πήραν πραγματικά μέρος στην επανάσταση;»

Η λαίδη Ένις τού έριξε ένα δηκτικό βλέμμα.

«Η δική σας τάξη μπορεί να το έκανε όντως, κύριε Κίρνι, αλλά δεν γνωρίζω κανέναν από τον κύκλο μας που να συμμετείχε». Έκανε μια παύση για μια στιγμή και ύστερα συνέχισε εκνευρισμένη: «Νομίζω πως ακούσαμε αρκετά γι’ αυτή την απαίσια υπόθεση, Μάριαν. Ήταν μια αξιολύπητη απόπειρα του όχλου να καταστρέψει τον τρόπο ζωής μας. Δόξα τω Θεώ, ο στρατός τούς συνέθλιψε. Δεν θα μας διώξουν ποτέ!»

Τότε μίλησε ο Βαλεντάιν.

«Δεν θα ήμουν και τόσο σίγουρος, μαμά. Ο στρατός επικράτησε στο Δουβλίνο, όντως, αλλά τίποτα δεν έχει τελειώσει. Η υποστήριξη στους Εθελοντές και στον σκοπό τους έχει εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη τη χώρα. Υπάρχουν ακόμα μονάδες εκπαίδευσης Εθελοντών μέχρι κι εδώ, στη Δύση».

Ο λόρδος Ένις συνοφρυώθηκε.

«Αρκετά, Βαλεντάιν. Δεν χρειάζεται να συγχύζεις τη μητέρα σου. Εξάλλου, εμείς στο Ένισμορ δεν έχουμε κανέναν λόγο ν’ ανησυχούμε. Όλο αυτό περιορίζεται στις πόλεις».

«Όχι απ’ όσο ακούω, μπαμπά. Μια έπαυλη σαν κι αυτή κάηκε στην κομητεία του Κορκ. Είμαστε το σύμβολο όλων αυτών που αποστρέφονται οι αντάρτες. Εσύ και οι γειτονικοί γαιο-κτήμονες καλά θα κάνετε να είστε σ’ επιφυλακή!»

Η λαίδη Ένις αγριοκοίταξε τον γιο της.

«Ανοησίες, Βαλεντάιν. Δεν έχουμε εχθρούς στα κτήματά μας. Δες πόσο αφοσιωμένοι έχουν μείνει σ’ εμάς οι υπηρέτες μας – μια απόδειξη του πόσο μας σέβονται. Έτσι δεν είναι, κύριε Μπερκ;»

«Πράγματι, λαίδη μου», μουρμούρισε ο κύριος Μπερκ με το κεφάλι σκυφτό.

«Το απεχθές γεγονός στο Δουβλίνο παραλίγο να σας στρέψει, παιδιά, εναντίον μας», συνέχισε η λαίδη Ένις, «αλλά, δόξα τω Θεώ, επέλεξες να το αφήσεις και να έρθεις σπίτι, όπου ανήκεις. Θα δεις τελικά ότι ο τρόπος ζωής μας είναι το σωστό μονοπάτι και ότι είναι άσκοπο να μάχεσαι εναντίον του».

Τώρα όλοι είχαν σταματήσει να τρώνε, ενώ ακόμα και οι βιαστικές χειρονομίες του κυρίου Μπερκ και της κυρίας Μέρφι δεν μπορούσαν να διαλύσουν το σύννεφο που έχασκε πάνω από την ομήγυρη.

Ο Βαλεντάιν όμως δεν είχε τελειώσει.

«Αυτή είναι η γνώμη σου, μαμά, και είμαι σίγουρος ότι πιστεύεις κάθε λέξη που είπες. Δεν ήσουν όμως στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης και δεν έχεις ιδέα πώς ήταν τα πράγματα. Η Βικτόρια δεν “επέλεξε” να γυρίσει σπίτι. Αντιθέτως, έμεινε και φρόντιζε τραυματίες ώσπου κατέρρευσε από την εξάντληση. Οποιαδήποτε άλλη μητέρα θα ήταν υπερήφανη για την κόρη της, αλλά εσύ όχι. Ενοχλήθηκες που δεν ήρθε τρέχοντας στο σπίτι με τα πρώτα σημάδια κινδύνου, για να κρυφτεί εδώ, στο Ένισμορ».

Ο λόρδος Έντουαρντ γρύλισε.

«Ίσως να μην έπρεπε να έρθει στο σπίτι καθόλου. Δεν έχει κάνει τίποτε παραπάνω από το να φέρνει ατίμωση και να σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσά μας».

Ξαφνικά ο Βαλεντάιν πήδηξε πάνω και εν μέσω των ανοιχτών στομάτων της ομήγυρης τράβηξε τον πατέρα του από την καρέκλα του και βρέθηκαν να στέκονται πρόσωπο με πρόσωπο.

«Ζήτα συγγνώμη από τη Βικτόρια αυτή τη στιγμή, μπαμπά!» φώναξε.

Ο λόρδος Ένις κοίταξε τον γιο του με δυσπιστία. Ο κύ-ριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι πάγωσαν εκεί που βρίσκονταν, ενώ η λαίδη Μάριαν και ο κύριος Κίρνι κοίταζαν ψηλά με δέος. Η λαίδη Ένις γύρισε προς τη λαίδη Λουίζα θορυβημένη και άρπαξε τον καρπό της. Η λαίδη Λουίζα έριξε στην αδελφή της ένα βλέμμα απέχθειας και τράβηξε απότομα το χέρι της. Η Σοφία σηκώθηκε και προσπάθησε να τραβήξει τον Βαλεντάιν πίσω στην καρέκλα του, αλλά εκείνος δεν είχε τελειώσει.

«Είπα, ζήτα συγγνώμη. Πώς τολμάς να λες κάτι τέτοιο για την ίδια σου την κόρη;» Η οργή του Βαλεντάιν φούντωσε καθώς έφερε το πρόσωπό του πιο κοντά στου πατέρα του. «Δεν είσαι τίποτε άλλο παρά ένας υποκριτής. Η Βικτόρια μου είπε τα πάντα για το πώς έφερες την ίδια σου τη νόθα κόρη σ’ αυτό το σπίτι».

Ο λόρδος Ένις προσπάθησε να συνέλθει.

«Αρκετά ως εδώ, Βαλεντάιν!»

«Όχι, μπαμπά, δεν είναι αρκετά. Θέλεις να μάθεις γιατί επέστρεψα; Αποπέμφθηκα ατιμωτικά. Ναι, μπαμπά, ο στρατός με κατηγόρησε για δειλία». Ο Βαλεντάιν γέλασε περιφρονητικά. «Πάντοτε έλεγες ότι ήμουν δειλός και σκέτη αποτυχία, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, μπορώ να σου ομολογήσω τώρα πως αυτό δεν ήταν δειλία. Αρνήθηκα να σκοτώσω τους συμπα-τριώτες μου. Βρήκα το κουράγιο να υπερασπιστώ τις πεποιθήσεις μου και αρνούμαι να σου επιτρέψω πλέον να με στιγματίζεις ως μια κακή απομίμηση του αδελφού μου του Τόμας!»

Ο λόρδος Ένις όρμησε μπροστά και προσπάθησε να χτυπήσει τον Βαλεντάιν, αλλά ο γιος του ήταν πιο γρήγορος και εμπόδισε τη γροθιά του πατέρα του. Του έστριψε τον καρπό και τον έπιασε από το σαγόνι σπρώχνοντάς τον, με αποτέλεσμα αυτός να σκουντουφλήσει και να γαντζωθεί από την καρέκλα του για να μην πέσει στο πάτωμα. Ο Βαλεντάιν έμεινε να τον αγριοκοιτάζει, με την ανάσα του κομμένη. Ύστερα γύρισε και βγήκε γρήγορα έξω από το δωμάτιο βροντώντας την πόρτα πίσω του, ενώ η οικογένειά του τον κοίταζε συγκλονισμένη.

Κανένας δεν κινήθηκε για λίγα λεπτά. Ακόμα και οι υπηρέτες έμειναν ασάλευτοι, αβέβαιοι για το τι να κάνουν. Ξαφνικά, ο λόρδος Ένις άφησε την πλάτη της καρέκλας του και καμπούριασε τους ώμους, τρίβοντας το σαγόνι του. Η Σοφία έβγαλε μια κραυγή, έπιασε το μπράτσο της Βικτόριας και έτρεξαν μαζί προς την μπροστινή πόρτα φωνάζοντας τον Βαλεντάιν. Οι υπηρέτες πήραν τις θέσεις τους και, αφού καθάρισαν βιαστικά τα πιάτα που απέμεναν, έσπευσαν κάτω στην ιερότητα της κουζίνας. Η λαίδη Μάριαν σηκώθηκε και σέρβιρε ένα μπράντι στον λόρδο Ένις, ο οποίος το κατέβασε αμέσως.

«Έλα, αγαπημένε μου κύριε Κίρνι», είπε καθώς σέρβιρε μπράντι για εκείνη και τον σύντροφό της. «Καιρός να αποσυρθούμε, παρόλο που αμφιβάλλω αν θα κοιμηθώ ύστερα από τόση συγκίνηση».

«Ναι, όλο αυτό ήταν πολύ αγχωτικό», αναστέναξε ο κύριος Κίρνι.

Η λαίδη Λουίζα, κουνώντας το κεφάλι της με αποστροφή, σηκώθηκε και ακολούθησε το ζευγάρι πάνω στις σκάλες, αφήνοντας τον λόρδο και τη λαίδη Ένις να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο σκυθρωπά στις δύο άκρες του τραπεζιού.

Αργότερα εκείνη τη νύχτα, η λαίδη Ένις ξάπλωσε στο κρεβάτι αναλογιζόμενη τα γεγονότα της βραδιάς. Είχε ελπίσει η έμφαση να δινόταν στην ταπείνωση του Έντουαρντ για την ατιμωτική αποπομπή του Βαλεντάιν, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα προσδοκούσε. Δεν περίμενε καν ο σύζυγός της και ο γιος της να πιαστούν στα χέρια μπροστά στους υπηρέτες. Και την εξόργιζε το γεγονός ότι η νύφη της κι αυτός ο φριχτός σύντροφός της το διασκέδαζαν τόσο εμφανώς. Και πάλι όμως ο Έντουαρντ είχε λάβει την τιμωρία που του άξιζε και δεν είχε να ευχηθεί κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό.

Τέλος 38ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi