ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37
Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη η Βικτόρια καθόταν μόνη στον κήπο απολαμβάνοντας τις λιγοστές αχτίδες του φθινοπωρινού ήλιου. Χωρίς προειδοποίηση, ένα άγριο μπουρίνι φύσηξε από τα δέντρα, σκορπώντας τα φύλλα και ρίχνοντας τα λουλούδια στο έδαφος. Έκλεισε το βιβλίο της, μάζεψε το φουστάνι της και σηκώθηκε. Η πρώτη ενστικτώδης αντίδρασή της ήταν να τρέξει στο δάσος για να βρει καταφύγιο, αλλά αντ’ αυτού έμεινε να στέκεται με το βλέμμα της στραμμένο στον ουρανό, αφήνοντας τη βροχή να μουσκεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά της. Γέλασε δυνατά καθώς θυμήθηκε πώς χόρευαν με τη Ρόζι στη βροχή όταν ήταν παιδιά, αγνοώντας τις εντολές της λαίδης Λουίζας να πάνε μέσα. Ήθελε να χορέψει και τώρα, αλλά η σκέψη των αδιάκριτων βλεμμάτων των υπηρετών τη σταμάτησε.
Μέχρι να φτάσει στο υπνοδωμάτιό της είχε γίνει μούσκεμα, το νερό έσταζε από τα ρούχα της και άφηνε κηλίδες στο χαλί.
«Σελίν;» φώναξε. «Μπορείς να μου φέρεις μερικές πετσέτες; Έχω βραχεί πολύ». Ένας θόρυβος από τη διπλανή γκαρνταρόμπα την έκανε να στραφεί προς εκείνη την κατεύθυνση. «Σελίν, μπορείς να…»
Το στόμα της Βικτόριας έμεινε ορθάνοιχτο.
«Δεσποινίς Φοξ, τι κάνετε εδώ;»
Η Ιμέλντα Φοξ, φορώντας μία από τις τουαλέτες της Βικτόριας, στριφογυρνούσε μπροστά σε έναν καθρέφτη και κοίταζε το είδωλό της. Ξεκούμπωσε βιαστικά την πλάτη, σπρώχνοντας το φόρεμα άτσαλα κάτω προς τους μηρούς της και το έβγαλε. Χωρίς να κοιτάζει τη Βικτόρια, έπιασε το ρούχο κι άρχισε να το ισιώνει. Η Βικτόρια είδε πως τα χέρια της έτρεμαν.
«Τι κάνετε εδώ;» ρώτησε ξανά.
Η Ιμέντα γύρισε και την κοίταξε, με τα μάτια της να φλέγονται από περιφρόνηση.
«Ήθελα μόνο να δω αν μπορεί να φαρδύνει», είπε κοιτάζοντας επίμονα την κοιλιά της Βικτόριας. «Η μητέρα σας το πρότεινε. Γνωρίζει πως είμαι καλή στη βελόνα».
Η Βικτόρια κοίταξε το κρεβάτι πάνω στο οποίο υπήρχε μια στοίβα από φουστάνια της.
«Ανοησίες. Η μητέρα μου δεν πρότεινε κάτι τέτοιο. Εξάλλου, αυτά είναι τα καλοκαιρινά μου φορέματα. Δεν πρόκειται να τα φορέσω ξανά ώσπου να γεννηθεί το παιδί μου. Δεν θα υπήρχε λόγος να τα μεταποιήσω». Έκανε μια παύση. «Πού είναι η Σελίν;»
«Η Γαλλίδα; Είναι κάτω, στην κουζίνα, και πίνει τσάι όπως πάντα. Μια ξένη καλή-για-το-τίποτα».
Τα νεύρα της Βικτόριας τεντώθηκαν για λίγο. Η συνήθης ήρεμη στάση της εξαφανίστηκε και μια πρωτόγνωρη ταραχή την κατέλαβε. Τώρα την είχε πιάσει οργή.
«Πώς τολμάς να μιλάς για τη Σελίν κατ’ αυτόν τον τρόπο; Ζήτα συγγνώμη τώρα αμέσως!»
Η Ιμέλντα μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της και έκανε να φύγει σπρώχνοντάς την. Η Βικτόρια όμως έβαλε το χέρι της και τη σταμάτησε.
«Θα μείνεις εδώ μέχρι να δώσεις εξηγήσεις». Διέσχισε το δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα. «Δεν θα φύγεις από το δωμάτιο ώσπου να σου πω εγώ. Κάθισε!»
Ο θυμός της έκανε την Ιμέλντα να καθίσει σοκαρισμένη σε μια καρέκλα.
Το ξέφρενο καρδιοχτύπι της Βικτόριας άρχισε να υποχωρεί καθώς παρατηρούσε την Ιμέλντα. Εδώ και καιρό υποπτευόταν την υπηρέτρια της μητέρας της. Μπορούσε να νιώσει το μίσος της κάθε φορά που οι ματιές τους συναντιόνταν. Ο Μπρένταν είχε πει ότι η Ιμέλντα απεχθανόταν όλη την οικογένεια Μπελ, αλλά η Βικτόρια ένιωθε πάντοτε πως το περισσότερο μίσος στρεφόταν στην ίδια. Τώρα, καθώς κοιτούσε τα σκοτεινά, σκούρα μάτια αυτής της γυναίκας, το χλομό σκυθρωπό πρόσωπο, παρατηρούσε για πρώτη φορά πόσο είχε γεράσει. Πρέπει να είχε περάσει τα τριάντα, σκέφτηκε. Σταδιακά ο θυμός της άρχισε να καταλαγιάζει.
Ένας αναπάντεχος κρότος από κεραυνό τις ξάφνια-σε και γύρισαν κι οι δυο τους προς το παράθυρο. Βαριά, μαύ-ρα σύννεφα έχασκαν στον ουρανό καθώς το απόγευμα μέ-σα σε μια στιγμή γινόταν βράδυ. Η Ιμέλντα έκανε τον σταυ-ρό της.
«Είναι η κρίση του Θεού πάνω μας», μουρμούρισε.
«Γιατί με μισείς τόσο, Ιμέλντα;» ρώτησε η Βικτόρια.
Η Ιμέλντα δεν απάντησε.
«Δεν μπορείς να τ’ αρνηθείς». Η φωνή της Βικτόριας ήταν πιο ήρεμη τώρα. «Θα ήθελα να μάθω τι σου έχω κάνει».
Και πάλι η Ιμέλντα έμενε σιωπηλή.
Η Βικτόρια αναστέναξε.
«Αν θέλεις τα φουστάνια μου, μετά χαράς να τα πάρεις. Αμφιβάλλω αν θα έχω τέτοια λούσα στο μέλλον. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μου τα ζητήσεις. Δεν ήταν ανάγκη να προσπαθήσεις να τα κλέψεις».
«Δεν προσπάθησα να…» άρχισε η Ιμέλντα.
«Προσπάθησες, Ιμέλντα. Ας μη λέμε άλλα ψέματα».
Η Ιμέλντα έσκυψε το κεφάλι της. Ύστερα κοίταξε τη Βικτόρια, της οποίας το άλλοτε χλομό πρόσωπο είχε γίνει κα-τακόκκινο.
«Απλώς τα δοκίμαζα για να δω πώς φαίνονται πάνω μου», είπε με τη φωνή της να υψώνεται. «Δικαιωματικά μου ανήκουν. Οτιδήποτε έχεις εσύ θα έπρεπε να το έχω κι εγώ. Είμαι τόσο καλή όσο κι εσύ».
«Είμαι σίγουρη πως είσαι, Ιμέλντα», είπε η Βικτόρια ευγενικά, «αλλά ο Θεός όρισε να γεννηθούμε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες».
«Ν’ αφήσεις τον Θεό ήσυχο!»
«Το κατανοώ πως δεν είναι δίκαιο. Κανένας μας δεν θα ’πρεπε να κρίνεται από την οικογένειά του. Έτσι είναι ο κόσμος όμως. Και το να κλέβουν οι φτωχοί από τους πλού-σιους δεν είναι τρόπος για να αποκατασταθεί η αδικία».
«Οι πλούσιοι κλέβουν από τους φτωχούς κάθε μέρα της εβδομάδας».
«Ναι, και όσοι το πράττουν αυτό κάνουν λάθος. Ωστόσο αυτό δεν σε δικαιολογεί. Η Ρόζι γεννήθηκε κι αυτή φτωχή, αλλά απ’ όσο ξέρω, ποτέ δεν με έκλεψε και ποτέ δεν με φθόνησε». Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, η Βικτόρια συνειδητοποίησε ότι η Ρόζι την είχε όντως φθονήσει πολλές φορές. Βιάστηκε. «Κι ο Μπρένταν είχε κάθε λόγο να μας μισήσει –να με μισήσει– κι όμως με αγαπά. Αμφιβάλλω αν οι λόγοι της εχθρότητάς σου είναι σοβαρότεροι από αυτούς».
Χωρίς προειδοποίηση η Ιμέλντα άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ενώ οι λεπτοί της ώμοι τραντάζονταν πάνω κάτω. Ένα κύμα οίκτου κατέλαβε τη Βικτόρια. Πήγε εκεί που καθόταν η κοπέλα κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της. Η Ιμέλντα μαζεύτηκε και ζάρωσε σαν να μην ήταν συνηθισμένη στο ανθρώπινο άγγιγμα.
«Μην ανησυχείς, Ιμέλντα. Καταλαβαίνω ότι ήθελες να φορέσεις μερικά ωραία φορέματα. Και μπορείς να πάρεις όποια απ’ αυτά θέλεις. Το ροζ και το γαλάζιο θα δείχνουν υπέροχα πάνω σου. Και θα το κρατήσουμε μεταξύ μας. Δεν χρειάζεται να το μάθει κανένας».
Η Ιμέλντα σήκωσε το κεφάλι της προς τη Βικτόρια με τα μάτια γουρλωμένα και έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Αχ, δεν ήθελα τα φορέματα», είπε. «Ποτέ δεν ήταν τα φορέματα το θέμα».
«Τότε τι ήταν, Ιμέλντα;»
«Ήταν που σε έβλεπα να σε μεγαλώνει στα πούπουλα η οικογένειά σου, ειδικά ο μπαμπάς σου. Σε φύλαγε ως κόρη οφθαλμού. Ήσουν η μία και μοναδική του κόρη».
Η Ιμέλντα την κοίταξε καθώς δάκρυα γέμιζαν τα μάτια της. Φαινόταν να παλεύει να πει κάτι. Η Βικτόρια περίμενε.
«Μα δεν είσαι η μοναδική του κόρη. Είμαι κι εγώ!».
Προτού η Βικτόρια καταφέρει να μιλήσει, η Ιμέλντα βιάστηκε να συνεχίσει.
«Εκμεταλλεύτηκε τη μαμά μου όταν ήταν υπηρέτρια εδώ. Ύστερα την έδιωξε χωρίς να της δώσει δεκάρα. Εκείνη νόμιζε πως το λάθος ήταν όλο δικό της. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή της τιμωρώντας τον εαυτό της κι εμένα για την αμαρτία της. Ε, λοιπόν, δεν ήταν μόνο δική της η αμαρτία, ήταν και δική του».
«Τι;» Η Βικτόρια χλόμιασε και κάθισε στο κρεβάτι. «Σε παρακαλώ, μη λες τέτοια ψέματα, Ιμέλντα. Σου έδωσα αυτό που ήθελες».
Η Ιμέλντα μαζεύτηκε.
«Μόνο ο μπαμπάς σου μπορεί να μου δώσει αυτό που θέλω. Μπορεί να αναγνωρίσει ότι είμαι κόρη του. Αυτό ήθελα όλο κι όλο».
Όλη τη νύχτα η Βικτόρια τιναζόταν και στριφογύριζε. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως η υπηρέτρια είχε πει ψέματα μόνο και μόνο για να την πληγώσει, πράγμα που ταίριαζε ασφαλώς με το μοτίβο εξαπάτησης που εφάρμοζε. Κάτι όμως βαθιά μέσα της της έλεγε πως η υπηρέτρια είχε πει την αλήθεια. Προσπάθησε να ανακαλέσει στη μνήμη της το πρόσωπο της Ιμέλντα με λεπτομέρειες. Είχε άραγε κάποιες ομοιότητες με το δικό της; Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμιά ομοιότητα στη δομή, στα χρώματα ή στην έκφραση. Κατά έναν παράδοξο τρόπο ένιωσε απογοητευμένη. Πόσο συχνά είχε λαχταρήσει μιαν αδελφή όταν ήταν μικρή! Αργότερα η Ρόζι είχε γεμίσει αυτό το κενό και με το παραπάνω, αλλά και πάλι μια δική της αδελφή θα της έφερνε τόση χαρά!
Καθώς όμως η νύχτα σερνόταν, αυτές οι καλοπροαίρετες σκέψεις την εγκατέλειψαν και το αρχικό της σοκ για την ιστορία της Ιμέλντα επανήλθε. Σκεφτόταν τον πατέρα της. Άντρες σαν κι εκείνον συχνά είχαν τον τρόπο τους με τις υπηρέτριες και τις έκαναν ερωμένες τους – η Βικτόρια δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει το αντίθετο. Να φέρει όμως τη νόθα κόρη του να ζήσει στο ίδιο σπίτι, κάτω από τη μύτη όλης του της οικογένειας, πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Προσπάθησε να θυμηθεί αν υπήρχαν σημάδια μιας μυστικής σχέσης ανάμεσα στον πατέρα της και στην Ιμέλντα, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα. Στην πραγματικότητα, ο πατέρας της φερόταν στην Ιμέλντα όπως φερόταν και στο υπόλοιπο προσωπικό, σαν να ήταν αόρατη δηλαδή. Ήταν δυνατόν να μην την έχει αναγνωρίσει; Αν τα πεπρωμένα τους είχαν αντιστραφεί, άραγε θα αγνοούσε κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο που αγνοούσε την Ιμέλντα;
Μέχρι το πρωί είχε πάρει την απόφασή της να αντιμετωπίσει τον πατέρα της. Η μητέρα της όμως έκανε πρώτη την κρούση.
«Η Ιμέλντα Φοξ μού είπε πως την κατηγόρησες για κλοπή», είπε η λαίδη Ένις μόλις η Βικτόρια μπήκε στο δωμάτιο. «Αυτή η γυναίκα είναι στη δούλεψή μου χρόνια και την εμπιστεύομαι με κλειστά μάτια. Είναι ό,τι πλησιέστερο σε αγία υπάρχει μέσα σ’ αυτό το σπίτι».
Η Βικτόρια έμεινε άναυδη. Η επίθεση της μητέρας της την είχε αποσυντονίσει τελείως. Στάθηκε και την κοίταξε δύσπιστα με το στόμα ανοιχτό.
«Η κακομοίρα η γυναίκα είναι σκέτο ράκος», συνέχισε η μητέρα της. «Φοβάται πως θα απολυθεί. Ε, λοιπόν, δεν θα το επιτρέψω, Βικτόρια. Θα της ζητήσεις συγγνώμη αμέσως».
Η Βικτόρια δεν μπορούσε να κουνηθεί. Κοιτούσε μια τη μητέρα της και μια τον πατέρα της, ο οποίος, ως συνήθως, είχε το κεφάλι του χωμένο στην εφημερίδα. Η λαίδη Λουίζα ακούμπησε κάτω το πιρούνι της και την κοίταξε περιφρονητικά, ενώ η Σοφία συνέχισε να τρώει λες και τα πάντα ήταν φυσιολογικά. Η Βικτόρια είχε συνέλθει εδώ και ώρα από την πρωινή της ναυτία, αλλά τώρα η μυρωδιά του μπέικον και της καπνιστής ρέγκας τής έφερνε αναγούλα. Πάσχισε να συγκρατήσει τη χολή που ένιωσε να ανεβαίνει στον λαιμό της. Αντί να πάρει τη θέση της στο τραπέζι, γύρισε προς τη Σάντι Κάναβαν που άπλωνε τα πιάτα στον μπουφέ.
«Θα μας αφήσετε τώρα, δεσποινίς Κάναβαν, και κλείστε την πόρτα πίσω σας. Μην επιστρέψετε αν δεν σας καλέσουμε».
Η Σάντι κοίταξε εμβρόντητη τη Βικτόρια.
«Τώρα, δεσποινίς Κάναβαν!»
Η Σάντι ακούμπησε ένα πιάτο με γλυκά ψωμάκια πάνω στον μπουφέ και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο καθώς η λαίδη Ένις αγριοκοίταζε την κόρη της.
«Τι στην ευχή…» άρχισε.
Η Βικτόρια πήρε βαθιά ανάσα. Δεν είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τον πατέρα της ενώπιον όλων, αλλά η μητέρα της δεν της άφηνε άλλη επιλογή.
«Το ζήτημα με τα φορέματα είναι ασήμαντο, μαμά. Η Ιμέλντα μού είπε κάτι χθες το βράδυ το οποίο βρήκα σοκαριστικό. Στην αρχή δεν την πίστεψα, αλλά κατόπιν σκέψης είμαι πεπεισμένη ότι λέει την αλήθεια». Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον πατέρα της. «Μου είπε ότι αποπλάνησες τη μητέρα της η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια εδώ. Ισχυρίζεται ότι εσύ, μπαμπά, είσαι ο πατέρας της και ότι αυτή κι εγώ είμαστε αδελφές».
Αν ένας ξένος έμπαινε στην τραπεζαρία εκείνη τη στιγμή, ίσως να είχε υποθέσει πως αντίκριζε μια σύνθεση κέρινων ομοιωμάτων, με τις μορφές να στέκονται γύρω από το τραπέζι παγωμένες σε ένα ενσταντανέ προγεύματος – πιρούνια να αιωρούνται στον αέρα, σφιχτά δάχτυλα να κρατούν φλιτζάνια, στόματα ανοιγμένα διάπλατα. Μονάχα η νεαρή ξανθιά γυναίκα που στεκόταν στη μέση του δωματίου έδινε σημεία ζωής, με τον ιδρώτα να καλύπτει το μέτωπό της, το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα, τα χέρια της να είναι σφιγμένα στο πλάι σε γροθιές.
Η λαίδη Ένις συνήλθε πρώτη και σηκώθηκε όρθια με τέτοια φούρια που έκανε τις κινέζικες πορσελάνες να κροταλίσουν πάνω στο τραπέζι.
«Αυτό είναι εξωφρενικό, Βικτόρια! Η κατάστασή σου σ’ έχει φέρει στα όρια της τρέλας. Πρώτα κατηγορείς τη Φοξ για κλοπή και τώρα αυτό. Πώς τολμάς; Πάρ’ το πίσω τώρα αμέσως!»
Η Βικτόρια σταθεροποίησε την αναπνοή της και ύψωσε το ανάστημά της.
«Μπορεί να είμαι έγκυος, μαμά, αλλά το μυαλό μου δεν έχει κανένα πρόβλημα. Ξέρω τι άκουσα».
Η λαίδη Λουίζα κοιτούσε επίμονα μια τον λόρδο Ένις και μια την αδελφή της.
«Τότε γιατί να μην ακούσουμε τι έχει να πει η ενδιαφερόμενη; Γιατί δεν φωνάζουμε τη Φοξ; Κάλεσέ την αμέσως, Αλθία».
Η Βικτόρια κοίταξε προς τον πατέρα της, ο οποίος την την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Δεν τον είχε δει ποτέ της τόσο εξοργισμένο, έδειχνε έτοιμος να τη χτυπήσει. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε παρεξηγήσει όσα είχε πει η Ιμέλντα ή αν τα είχε φανταστεί. Η όψη της οργής στο πρόσωπό του όμως της έλεγε πως δεν ήταν της φαντασίας της.
Η Ιμέλντα Φοξ μπήκε στο δωμάτιο και υποκλίθηκε μπροστά στη λαίδη Ένις.
«Θέλετε να με δείτε, λαίδη μου;» είπε με πρόσωπο ανέκφραστο.
Η λαίδη Ένις έκανε μια απόπειρα να συμμαζευτεί.
«Η κόρη μου μας είπε για μια συζήτηση που είχε μαζί σου χθες βράδυ, Φοξ».
«Για τα φορέματα, λαίδη μου;»
Ο τόνος της Ιμέλντα ήταν αθώος, αλλά έριχνε πονηρές ματιές στη Βικτόρια καθώς μιλούσε.
Η λαίδη Ένις κούνησε τα χέρια της με απόγνωση.
«Όχι, όχι για τα φορέματα». Έκανε μια παύση και πήρε βαθιά ανάσα. «Μας λέει πως υποστήριξες ότι ο λόρδος Ένις είναι πατέρας σου. Κάτι για μια σχέση με τη μητέρα σου όταν ήταν υπηρέτρια εδώ. Ω, είναι τόσο ενοχλητικά όλα αυτά».
Η λαίδη Ένις, ανίκανη να συνεχίσει, κάθισε κάτω.
Η Ιμέλντα κοίταξε μια τη λαίδη Ένις, μια τη Βικτόρια και έκανε τον σταυρό της.
«Ο Θεός να σας συγχωρέσει, δεσποινίς Βικτόρια, που είπατε τέτοια φριχτά ψέματα!» Κοίταξε γύρω τους υπόλοιπους με μια έκφραση οδύνης. «Είμαι ένα φτωχό κορίτσι που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μοναστήρι. Ο μπαμπάς μου πέθανε προτού γεννηθώ». Έκανε μια παύση για να σκουπίσει τα δάκρυά της. «Σας παρακαλώ, μη με απολύσετε γι’ αυτά τα ψέματα, λαίδη μου».
Καθώς η Ιμέλντα μιλούσε, η Βικτόρια παρατηρούσε τον πατέρα της. Εκείνος κοιτούσε επίμονα την υπηρέτρια σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
Μόλις έφυγε η Ιμέλντα, η Βικτόρια στράφηκε προς τη μητέρα της.
«Λέει ψέματα, μαμά. Ξέρω πολύ καλά τι μου είπε».
Προτού η μητέρα της προλάβει ν’ απαντήσει, ο λόρδος Ένις σηκώθηκε όρθιος και γρύλισε προς τη Βικτόρια.
«Φύγε από μπροστά μου τώρα αμέσως! Αρκετό πόνο και ντροπή δεν προκάλεσες σ’ αυτό το σπίτι;»
Η Βικτόρια έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο, πασχίζοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ο πατέρας της δεν της είχε μιλήσει ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο. Η Σοφία ζήτησε συγγνώμη και έτρεξε πίσω της. Η λαίδη Ένις στράφηκε στην αδελφή της.
«Τι έχω κάνει λάθος, Λουίζα; Τι έχει μετατρέψει τη γλυκιά, υπάκουη κόρη μου σε αυτό το τέρας; Γιατί με τιμωρεί έτσι; Αν πίστευα τα γελοία ρητά των ντόπιων Ιρλανδών, θα έλεγα πως την έχει καταλάβει ο διάβολος».
Η λαίδη Λουίζα έριξε στον λόρδο Ένις ένα καχύποπτο βλέμμα.
«Ίσως η Βικτόρια να μη λέει ψέματα. Πώς αλλιώς θα της καρφωνόταν μια τέτοια ιστορία στο μυαλό; Υπάρχει κι ένα άλλο παλιό ρητό, Θία: δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά».
Ο λόρδος Ένις περίμενε ώσπου να βγει η Λουίζα από το δωμάτιο.
«Απόλυσε αυτή την υπηρέτρια αμέσως, Αλθία», είπε. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπόλοιποι υπηρέτες σύντομα θα ακούσουν τις κατηγορίες – δεν φαίνεται να τους ξεφεύγει τίποτε. Δεν θα ανεχτώ να γίνω αντικείμενο του κακεντρεχούς σχολιασμού τους. Όσο πιο σύντομα φύγει, τόσο πιο γρήγορα θα ξεχαστεί όλο αυτό. Μη μου φέρεις αντίρρηση σ’ αυτό, Αλθία».
Ο Άντονι Ουόλς μπήκε στην κουζίνα, έβαλε ένα φλιτζάνι τσάι και κάθισε στο τραπέζι.
«Λοιπόν, πάει κι αυτή».
Η κυρία Ο’Λίρι έκλεισε την πόρτα του φούρνου και σκούπισε τα χέρια της πάνω στην ποδιά της. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και κάθισε δίπλα του.
«Πώς φαινόταν; Είπε τίποτε;»
Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι.
«Ούτε λέξη. Κάθισε στην άμαξα πλάι μου, ακίνητη σαν άγαλμα. Σχεδόν δεν με κοίταζε ώσπου να φτάσουμε στην Κροσμολίνα. Ύστερα μου ζήτησε να την αφήσω στη μέση της πλατείας».
«Μα πού να πάει από κει;»
Ο Άντονι ανασήκωσε τους ώμους.
«Σου είπα, δεν έβγαλε λέξη. Αισθανόμουν φριχτά που άφηνα το κορίτσι μόνο του έτσι, έμοιαζε σαν χαμένο πρόβατο. Με αποχαιρέτησε όμως. Τι να έκανα;»
«Αχ, κακόμοιρη Ιμέλντα!» είπε η κυρία Ο’Λίρι. «Είναι να τη λυπάσαι. Δεν έχει οικογένεια απ’ όσο ξέρω. Ίσως το μοναστήρι να τη δεχτεί και πάλι πίσω».
«Ίσως και όχι. Σε αυτή την περίπτωση, θα έλεγα πως θα καταλήξει στο πτωχοκομείο».
Η κυρία Ο’Λίρι κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν θα το ήθελα αυτό ούτε για σκυλί, Άντονι. Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα μες στην καρδιά μου αυτό το κορίτσι, αλλά δεν θα ευχόμουν κάτι τέτοιο για εκείνη». Έκανε παύση και ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. «Ε, μπορεί να βρει δουλειά κάπου. Έχει μπόλικη εμπειρία, και είναι πολύ καλή στο ράψιμο».
«Δεν θα βρει δουλειά χωρίς συστατική επιστολή, και θα έλεγα πως αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα της δώσει ο λόρδος».
Το σπίτι ήταν ήσυχο όσο οι δυο τους κάθονταν στην κουζίνα.
«Δεν θα το πω αυτό μπροστά στη Σάντι», είπε η κυρία Ο’Λίρι γέρνοντας πάνω από τον Άντονι, «αλλιώς θα το μάθει όλο το χωριό, αλλά έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένη χθες βράδυ σκεφτόμουν τα προηγούμενα χρόνια, και, ξέρεις, πιστεύω ότι θυμάμαι τη μαμά της Ιμέλντα».
Ο Άντονι σήκωσε το ένα φρύδι.
«Ναι, ήταν ένα νεαρό κορίτσι που δούλευε εδώ, και το έλεγαν Μαίρη Φοξ. Πάνε τριάντα ή και παραπάνω χρόνια τώρα. Ήταν ένα χαριτωμένο μικρό κορίτσι. Θυμάμαι ότι την είχαν διώξει ταπεινωτικά ύστερα από λίγους μόλις μήνες. Όταν η Ιμέλντα ήρθε στη δουλειά εδώ, δεν το παρατήρησα καν. Το Φοξ είναι πολύ κοινό όνομα σε τούτα τα μέρη».
«Είναι, πράγματι», συμφώνησε ο Άντονι.
«Μα αν εκείνο το κορίτσι ήταν όντως η μητέρα της, γιατί στην ευχή ο λόρδος να πάρει την Ιμέλντα;»
Ο Άντονι άναψε την πίπα του.
«Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σ’ αυτό, κυρία Ο’Λίρι. Το πιθανότερο είναι να μη γνώριζε καν το όνομα της μητέρας της. Ξέρεις πώς γίνεται με τύπους σαν και του λόγου του – ένα ξεπέταγμα στον σανό τη μια βραδιά κι έπειτα πάνε για την επόμενη.
«Έχεις δίκιο σ’ αυτό. Ο Θεός να μας φυλάει. Η Μαίρη Φοξ δεν θα ήταν το πρώτο κορίτσι που εκδιώχθηκε εξαιτίας του αφεντικού της, και δεν θα είναι και το τελευταίο. Αυτά τα αθώα μωρά είναι που υποφέρουν. Αχ, την καημένη την Ιμέλντα! Εύχομαι τα πράγματα να ήταν καλύτερα για εκείνη».
Η κυρία Ο’Λίρι ήπιε και την τελευταία γουλιά τσάι και σηκώθηκε.
«Πρέπει να αρχίσω να ετοιμάζω το δείπνο. Παρ’ όλα όσα έχουν γίνει εδώ –πρώτα με τη δεσποινίδα Βικτόρια να μένει έγκυος και τώρα αυτή η τρομερή υπόθεση με την Ιμέλντα–, θα περίμενες να έχει κοπεί σε όλους τους η όρεξη».
Ο Άντονι σηκώθηκε και πίεσε με το δάχτυλό του την πίπα του.
«Ήρθαν πολλές άσχημες μέρες μαζεμένες. Λένε πως αυτά τα πράματα τριτώνουν. Μα την πίστη μου, να δεις που θα ’ρθουν κι άλλοι μπελάδες προτού καλά καλά τελειώσουν τούτοι».
Η κυρία Ο’Λίρι αναστέναξε.
«Ο Θεός ας μας φυλάει όλους μας, Άντονι».
Τέλος 37ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi