ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36

Στα τέλη του Ιουνίου, ο πυρετός της Βικτόριας είχε υποχωρήσει και ο γιατρός ανακοίνωσε πως ήταν αρκετά καλά για να σηκωθεί από το κρεβάτι και να αρχίσει να βγαίνει έξω στον κήπο για λίγες ώρες τη μέρα. Εκείνες τις στιγμές ειδοποιούσε τη Ρόζι και περνούσαν μαζί ευχάριστα μεσημέρια απολαμβάνοντας τη λιακάδα και τα λαμπερά χρώματα του κήπου.

«Είναι ακριβώς σαν τον παλιό καιρό, έτσι δεν είναι, Ρόζι;» ρώτησε η Βικτόρια πιάνοντας σφιχτά το χέρι της φίλης της καθώς κάθισαν μαζί στο αγαπημένο τους παγκάκι.

«Ναι, υπάρχουν πολλές αναμνήσεις σε αυτό το μέρος. Αλ-λά όλα μοιάζουν σαν να συνέβησαν πριν από μια αιωνιότητα».

Η Ρόζι κοίταξε γύρω στον κήπο. Παρά τα ανθισμένα λουλούδια, έδειχνε το ίδιο παρατημένος με τις ετοιμόρροπες πέτρες και το ακούρευτο γρασίδι στην πρόσοψη του σπιτιού. Τα πλαίσια από τα παρτέρια, που κάποτε ήταν ολόισια και ακριβή σαν ορθογώνια παραλληλόγραμμα σε βιβλίο γεωμετρίας, τώρα κείτονταν στραβά και ακανόνιστα. Οι φράχτες με τα πυξάρια ήταν ασύμμετροι και ατίθασα αγριόχορτα σκαρφάλωναν με θράσος πάνω στους πέτρινους τοίχους περιμετρικά, καταπνίγοντας τα τριαντάφυλλα.

«Είναι ο πόλεμος», είπε η Βικτόρια διαβάζοντας τις σκέψεις της Ρόζι. «Σχεδόν όλοι οι κηπουροί έφυγαν για να καταταγούν».

Η Ρόζι έγνεψε.

«Ναι, ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα».

Βυθίστηκαν στη σιωπή. Η Βικτόρια άφησε τον εαυτό της να φανταστεί τον Μπρένταν να κάθεται δίπλα της σ’ αυτόν τον κήπο, όπως την τελευταία βραδιά που τη φίλησε στο Δουβλίνο. Έδιωξε κάθε εικόνα που τον έδειχνε μονάχο, σ’ ένα παγωμένο, σκοτεινό κελί φυλακής.

«Λυπάμαι για τον Μπρένταν», είπε η Ρόζι.

«Πάλεψε γι’ αυτό που πίστευε», είπε η Βικτόρια κοιτάζοντας προς το όρος Νέφιν, που δέσποζε δυνατό και σκοτεινό πάνω από τη λίμνη. Γύρισε προς τη Ρόζι. «Το ξέρω ότι δεν πολυνοιαζόσουν για εκείνον, ούτε η οικογένειά μου ή κάποιος από το προσωπικό, αλλά κανένας σας δεν τον ήξερε όσο εγώ. Κάτω από όλη τη σκληρότητά του υπήρχε μια ευγενική ψυχή».

Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και η Ρόζι τής χάιδεψε απαλά το χέρι.

«Τον αγαπάς ακόμη, έτσι δεν είναι;»

Η Βικτόρια έγνεψε.

«Ο Κάθαλ μού είπε κάποτε πως η καρδιά σου, και όχι το μυαλό σου, θ’ αποφασίζει πάντοτε ποιον αγαπάς – και δεν μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά, όσο κι αν διαφωνείς μ’ αυτό».

Ένας μικροσκοπικός τρυποφράχτης πέταξε χαμηλά και πήδηξε πάνω σε μια πέτρινη υδρία δίπλα τους, και η Βικτόρια χαμογέλασε βλέποντας τα σκέρτσα του. Έριξε μια κλεφτή ματιά στη φίλη της. Καμιά τους δεν είχε αναφέρει τη βασανιστική εβδομάδα που είχαν περάσει μαζί στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Αυτό που είχε σημασία ήταν πως η φίλη της βρισκόταν μαζί της εδώ, στο Ένισμορ. Η Σελίν ήρθε για να βοηθήσει τη Βικτόρια να μπει μέσα. Η Βικτόρια σηκώθηκε με δυσκολία, φίλησε τη Ρόζι στο μάγουλο κι έφυγε, γέρνοντας πάνω στη Σελίν για να στηριχθεί. Παρότι δεν είχε πια πυρετό, οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει και χρειαζόταν βοήθεια για να κάνει οτιδήποτε. Ο γιατρός την είχε επιπλήξει όταν του μίλησε για τις μέρες και τις νύχτες που είχε περάσει στο νοσοκομείο της Ένωσης, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας του Πάσχα. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, είπε, που ήταν εξουθενωμένη.

Από τις αρχές του Ιουλίου, ωστόσο, παρόλο που η ενέργειά της είχε επιστρέψει, η Βικτόρια άρχισε να υποπτεύεται ότι συνέβαινε κάτι άλλο. Είχε ναυτία σχεδόν κάθε πρωί και με κόπο μπορούσε να καταπιεί την τροφή της. Η οσμή και μόνο έκανε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Ικέτεψε τη Σελίν να μην πει τίποτε στην οικογένειά της.

«Μα αν είστε άρρωστη, μαντμουαζέλ, ο γιατρός πρέπει να έρθει του ντε σουίτ».

«Ας μην τους ανησυχήσουμε ακόμη, Σελίν. Είμαι σίγουρη πως θα περάσει».

Καθώς οι καλοκαιρινές μέρες ξεγλιστρούσαν όμως, η Βικτόρια παραδέχτηκε τελικά πως ο πρότερος πυρετός δεν είχε σε τίποτε να κάνει με την τρέχουσα κατάστασή της. Ήταν έγκυος. Τα συναισθήματά της ταλαντεύονταν μεταξύ τρόμου και χαράς. Ανησυχούσε διαρκώς, κάνοντας στον εαυτό της τις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις. Κι αν ο πυρετός είχε βλάψει ένα αγέννητο παιδί; Τι θα έλεγε στην οικογένειά της; Τι θα γινόταν μ’ εκείνη στην κατάσταση αυτή; Σε ποιον μπορούσε να απευθυνθεί για βοήθεια; Κάποιες φορές ένιωθε ενθουσιασμένη σκεπτόμενη ότι θα είχε ένα κομμάτι του Μπρένταν να αγκαλιάζει και ν’ αγαπά, και φανταζόταν ότι κοίταζε ένα μικροσκοπικό προσωπάκι που έμοιαζε τόσο με το δικό του.

Η Σελίν κράτησε τον λόγο της, χωρίς να προδώσει το παραμικρό παρά την επίμονη ανάκριση της Σάντι.

«Είναι άρρωστη η δεσποινίς Βικτόρια; Δεν άγγιξε το πρωι-νό της πάλι σήμερα το πρωί. Και όταν της πήγα το πιάτο με το ψάρι το μεσημέρι, έτρεξε στο μπάνιο λες και την κυνηγούσε ο διάολος ο ίδιος. Κι όταν επέστρεψε, ήταν χλομή σαν πτώμα».

Η Σελίν απλώς ανασήκωσε τους ώμους και προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε.

Η Σάντι Κάναβαν, ωστόσο, ήταν λιγότερο επιφυλακτική από τη Σελίν, μια που δεν ήταν του χαρακτήρα της να αγνοεί τέτοιες σοκαριστικές εξελίξεις. Ένα βράδυ περίμενε μέχρι το προσωπικό να τελειώσει το δείπνο και έπειτα όρμησε ανακοινώνοντας τα νέα με δραματικό τρόπο για να ενισχύσει τις εντυπώσεις.

«Η δεσποινίς Βικτόρια είναι σε ενδιαφέρουσα».

Κάθισε πίσω και περίμενε να ακολουθήσουν τα αναπόφευκτα ανοιχτά στόματα και τα σταυροκοπήματα. Τα μάτια της Θέλμας γούρλωσαν και τα παχουλά λευκά της δάχτυλα πάγωσαν πάνω σε μια καράφα νερό. Η κυρία Μέρφι έβαλε το χέρι στο στόμα, ενώ ο κύριος Μπερκ κατάπιε μονομιάς το κρασί από το ποτήρι του. Το πρόσωπο της κυρίας Ο’Λίρι έγινε κατακόκκινο και η πίπα του Άντονι Ουόλς έπεσε από τα χέρια του. Κοίταξαν όλοι τη Σάντι έκπληκτοι.

«Ο Θεός να σε συγχωρέσει», είπε η κυρία Ο’Λίρι μόλις βρήκε τη φωνή της. «Έχεις πει κι έχεις πει πράγματα γι’ αυτή την οικογένεια στο παρελθόν, Σάντι Κάναβαν, αλλά δεν μπορώ να διανοηθώ πως έφτασες να πεις τέτοια ψέματα. Μπορεί να το περίμενα από την Ιμέλντα, ξέροντας πόσο απεχθάνεται τη δεσποινίδα Βικτόρια, αλλά εσύ… εσύ…»

Σταμάτησε έχοντας χάσει τα λόγια της.

«Μη με ανακατεύεις εμένα σ’ αυτό», είπε η Ιμέλντα.

Η Θέλμα βρήκε τη φωνή της.

«Και πού το ξέρεις, Σάντι; Νόμιζα πως τα κορίτσια που εγκυμονούν είχαν μεγάλες χοντρές κοιλιές, και η δεσποινίς Βικτόρια είναι λεπτή σαν στέκα».

Η Σάντι κάγχασε.

«Δεν θα είναι για πολύ, άκου που σου λέω». Κοίταξε γύρω τους άλλους. «Μην κατηγορείτε εμένα, εγώ απλώς σας λέω ό,τι είδα. Δεν έχει αγγίξει εδώ κι εβδομάδες το φαγητό της και φεύγει συνεχώς από το δωμάτιο τρέχοντας για να κάνει εμετό. Προσπάθησα να μιλήσω με τη Γαλλίδα, αλλά κάνει πως δεν με καταλαβαίνει».

«Πού είναι ο σύζυγος;» είπε η Θέλμα ακουμπώντας κάτω την καράφα με το νερό και δίνοντας στη Σάντι όλη της την προσοχή.

Η Σάντι κούνησε το κεφάλι.

«Αχ, βρε Θέλμα, τίποτα δεν σου έμαθε η μαμά σου; Ένα κορίτσι δεν χρειάζεται σύζυγο για να μείνει έγκυος. Οποιοσδήποτε άντρας κάνει».

Η Θέλμα έμεινε με το στόμα ανοιχτό και έγινε κατακόκ-κινη.

«Μα αυτό… αυτό θα ήταν ένα… ένα θανάσιμο αμάρτημα τότε».

«Θα έλεγα πως θα μπορούσα εύκολα να μαντέψω ποιανού είναι το παιδί», είπε η Ιμέλντα.

«Να κρατήσεις τις μαντεψιές για τον εαυτό σου», την αποπήρε η κυρία Ο’Λίρι. «Κι εμείς μπορούμε να κάνουμε μαντεψιές στον αιώνα τον άπαντα και να μην έχουμε καταλάβει γρι. Αν η Σάντι έχει δίκιο, και δεν λέω πως έχει, μόνο η δεσποινίς Βικτόρια το ξέρει με βεβαιότητα. Και, τέλος πάντων, δεν μας αφορά».

Ο κύριος Μπερκ σηκώθηκε με βαριά καρδιά. Οι ώμοι του έγερναν από την εξάντληση.

«Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω», είπε. «Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ζούσα για να γίνω μάρτυρας τέτοιας αυθάδειας από πλευράς του υπηρετικού προσωπικού. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλο σπίτι στην Ιρλανδία με τόσο ατίθασο προσωπικό όσο είναι μερικοί από εσάς. Η συμπεριφορά σας μου προκαλεί μεγάλη ντροπή». Κοίταξε τη Σάντι, τη Θέλμα και την Ιμέλντα με τη σειρά. «Αν δεν υπήρχε τρομακτική έλλειψη προσωπικού, θα σας είχα απολύσει όλες σας αυτήν κιόλας τη στιγμή. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας εκλιπαρήσω να κρατήσετε αυτή τη συζήτηση για τον εαυτό σας και να μην την αφήσετε να βγει έξω από αυτούς τους τοίχους».

Έγνεψε προς την κυρία Μέρφι και βγήκαν μαζί έξω από την αίθουσα υπηρεσίας. Ο Άντονι τους κοίταζε ενώ έφευγαν.

«Του βγάλατε την ψυχή του έρμου του ανθρώπου με τα καμώματά σας. Θα ’πρεπε να ντρέπεστε».

Η Θέλμα κοκκίνισε κι έτρεξε να χωθεί στην κουζίνα, ενώ η Σάντι ανασήκωσε τους ώμους και κατευθύνθηκε προς την πίσω σκάλα. Η κυρία Ο’Λίρι πετάχτηκε έξω από το δωμάτιο αφήνοντας τον Άντονι και την Ιμέλντα μόνους.

«Λοιπόν, κορίτσι», της είπε ο Άντονι, «η ευχή σου πραγματοποιήθηκε τώρα. Πάντοτε ήθελες να τιμωρηθεί η Βικτόρια με τον τρόπο που της αξίζει και να που τώρα συνέβη».

Η Ιμέλντα έσφιξε τα χείλη της σε μια λεπτή γραμμή.

«Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς, Άντονι».

Η Βικτόρια το ήξερε ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου ώσπου το μυστικό της να φανερωθεί. Δεν είχε αρχίσει ακόμη να φαίνεται και είπε στον εαυτό της πως θα ήταν σε θέση να κρύψει την κατάστασή της για άλλους τρεις μήνες. Μόλις έβρισκε το κουράγιο, θα το εμπιστευόταν στη Ρόζι και μαζί θα κατέστρωναν ένα σχέδιο για το μέλλον της. Η σκέψη την παρηγόρησε. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν με τον ομαλό τρόπο που είχε σχεδιάσει.

Η μητέρα της και η θεία Λουίζα την πλησίασαν ένα μεσημέρι ενώ καθόταν μόνη στον κήπο. Η σκυθρωπή έκφραση των προσώπων τους της έλεγε όσα χρειαζόταν να ξέρει. Αποφασιστικά, σηκώθηκε όρθια και περίμενε την επίθεση.

«Περπάτα, Βικτόρια», διέταξε η μητέρα της καθώς εκείνη και η λαίδη Λουίζα άρχισαν να βαδίζουν πλάι της, μία από κάθε πλευρά, κρατώντας από ένα πολύχρωμο παρασόλι. «Για τα μάτια των υπηρετών, που δίχως αμφιβολία μάς παρακολουθούν, θα χαμογελάς σαν να έχουμε μια ευχάριστη κουβέντα».

Η Βικτόρια δεν προσπάθησε να μιλήσει. Τι νόημα θα είχε; Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί το γεγονός ότι ήταν έγκυος. Έπρεπε να έχει συνειδητοποιήσει ότι τα μυστικά δεν έμεναν για πολύ κρυμμένα στο Ένισμορ.

«Η υπηρέτριά μου, η Φοξ, ήρθε και μου είπε κάποια πολύ ανησυχητικά νέα», άρχισε η λαίδη Ένις, με τα δάχτυλά της να σκάβουν τη σάρκα στο μπράτσο της Βικτόριας καθώς περπατούσαν. «Τώρα όμως ακούω ότι και η υπηρέτρια της Λουίζας είπε σ’ εκείνη το ίδιο πράγμα. Μπορούν να κάνουν και οι δυο τους λάθος, Βικτόρια; Αρνήσου το τώρα και μπορούμε να βάλουμε ένα τέλος σ’ αυτή την ανοησία».

Η Βικτόρια ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει με ταχύτητα στο πρόσωπό της. Ευχήθηκε έντονα να ήταν εκεί η Ρόζι, αλλά είχε πάει με τη μητέρα της για μια δουλειά στην Κροσμολίνα. Αν η Ιμέλντα και η Σάντι μιλούσαν για εκείνη, τότε σίγουρα η Ρόζι θα είχε ακούσει το κουτσομπολιό, όπως και όλοι οι άλλοι μες στο σπίτι. Η ντροπή άρχισε να φουντώνει μέσα της, αλλά την έπνιξε. Όχι, δεν θ’ άφηνε την ντροπή να επηρεάσει αυτό που είχε δημιουργήσει μαζί με τον Μπρένταν. Είχαν συλλάβει ένα παιδί από έρωτα – ένα παιδί που η ίδια τώρα έπρεπε να προστατεύσει και να το υπερασπιστεί. Κοίταξε μια τη μητέρα της και μια τη θεία Λουίζα.

«Αλήθεια είναι», είπε.

Η λαίδη Λουίζα έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, ενώ το χέρι της λαίδης Ένις έσφιξε με μια θανάσιμη λαβή το μπράτσο της Βικτόριας.

«Ελπίζω να μην άκουσα καλά», είπε η λαίδη Ένις με τρεμάμενη φωνή.

«Είπα, αλήθεια είναι, μαμά. Είμαι έγκυος».

Η λαίδη Ένις άφησε την κόρη της και κατέρρευσε στο πλησιέστερο παγκάκι, κάνοντας μανιασμένα αέρα με τη βεντάλια της. Κοίταξε προς την αδελφή της.

«Φέρε μου ένα ποτήρι νερό, Λουίζα. Φοβάμαι πως θα λιποθυμήσω».

Η λαίδη Λουίζα απλώς μούγκρισε και κάθισε δίπλα της.

«Δεν φεύγω ώσπου να το ξεκαθαρίσουμε αυτό εντελώς».

Η Βικτόρια στάθηκε κοιτώντας χαμηλά προς την πλευρά των δύο γυναικών. Για μια στιγμή τις είδε μόνο ως δύο αξιολύπητα πλάσματα, τα οποία έμεναν αγκιστρωμένα από απόγνωση σ’ έναν τρόπο ζωής που πέθαινε γοργά, και τις λυπήθηκε. Το συναίσθημα όμως αυτό πέρασε γρήγορα καθώς οπλίστηκε για όσα θα επακολουθούσαν.

«Και ο πατέρας;»

Η φωνή της μητέρας της ήταν δυνατή και έσπαγε σαν να βρισκόταν στα πρόθυρα υστερίας.

«Ο Μπρένταν Λιντς».

Η λαίδη Ένις έμεινε να κοιτάζει την κόρη της με ανοιχτό το στόμα. Η Βικτόρια αναρωτήθηκε αν η μητέρα της περίμενε να το αρνηθεί, να σκαρώσει μια ιστορία με κάποιον Άγγλο στρατιώτη τον οποίο είχε παντρευτεί μυστικά και ο οποίος είχε σκοτωθεί στην εξέγερση. Και πράγματι, σε στιγμές πανικού, η Βικτόρια είχε σκεφτεί ένα τέτοιο ψέμα για να το πει όταν θα έφτανε η ώρα. Είχε πει στον εαυτό της ότι το ψέμα θα λειτουργούσε ως προστασία για την οικογένειά της και για τον εαυτό της. Τώρα όμως, τώρα συνειδητοποιούσε πως ένα τέτοιο ψέμα ήταν προδοσία όχι μόνο απέναντι στον Μπρένταν αλλά και στην ίδια και το παιδί.

Η λαίδη Λουίζα την αγριοκοίταξε, κάθε επίφαση ευχάριστης συζήτησης για το καλό των υπηρετών είχε εξαφανιστεί.

«Παλιοξετσίπωτη!» ούρλιαξε. «Δεν είσαι καλύτερη από μια κοινή πόρνη». Γύρισε προς την αδελφή της. «Σου είπα πως θα είχε άσχημο τέλος. Ποιος ξέρει τι έκαναν μαζί με τη χωριατοπούλα στο Δουβλίνο!»

Η λαίδη Ένις σκούπισε τα μάτια της με το μαντίλι της.

«Αυτή η Κιλίν», είπε, «πάντοτε αυτή η Κιλίν. Μας καταράστηκε όλους από την πρώτη μέρα που ήρθε στο Ένισμορ».

«Η Ρόζι δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό», είπε η Βικτόρια, με τον θυμό της να φουντώνει. «Σπανίως την έβλεπα στο Δουβλίνο. Δεν ήξερε καν για τον Μπρένταν κι εμένα».

«Μ’ έναν λακέ! Πώς μπόρεσες να πέσεις σ’ αυτό το επίπεδο, Βικτόρια; Και πώς μπόρεσες να μας ντροπιάσεις έτσι;»

«Πού είναι αυτός;» ρώτησε η λαίδη Λουίζα. «Σκοπεύει να σε αποκαταστήσει;»

«Είναι στη φυλακή. Τον συνέλαβαν μετά την εξέγερση».

«Δόξα τω Θεώ!» είπε η λαίδη Ένις. «Αναμφίβολα θα μείνει εκεί ισόβια. Δεν θα ’ρθει να διεκδικήσει τον απόγονό του».

Το γεγονός της φυλάκισης του Μπρένταν φάνηκε να αναζωογονεί τη λαίδη Ένις.

«Σε αυτή την περίπτωση έχουμε χρόνο να καταστρώσουμε ένα σχέδιο – μια ιστορία που θα μας σώσει όλους από την ντροπή. Δεν θα είμαστε η πρώτη οικογένεια που πρέπει να το κάνει. Πρέπει όμως να βιαστούμε. Αυτά τα νέα δεν θα μείνουν στα όρια του Ένισμορ για πολύ ακόμη».

Προτού η Βικτόρια προλάβει ν’ απαντήσει, η λαίδη Λουί-ζα έκανε τα πράγματα χειρότερα.

«Δεν είναι δυνατόν να σκέφτεσαι να την αφήσεις να μείνει εδώ, Αλθία!»

«Τι άλλο προτείνεις να κάνουμε, Λουίζα; Θα μπορούσαμε να τη στείλουμε στην Ευρώπη, αλλά αυτό θα ήταν πολύ προφανές. Όχι, σκέφτομαι την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, μιας συζύγου αξιωματικού ίσως, που χήρεψε από αυτόν τον φριχτό πόλεμο. Θα ήταν πολύ πιο αληθοφανής».

Η λαίδη Λουίζα, με το πρόσωπο κατακόκκινο από τον θυμό, μίλησε.

«Κι εγώ, Αλθία; Θα μείνω στο Ένισμορ και θα γίνω γκουβερνάντα του μικρού Τζούλιαν και αυτού του μπάσταρδου; Ε, λοιπόν, δεν θα το κάνω. Δεν θα το κάνω!»

Καθώς η Λουίζα απομακρύνθηκε επιδεικτικά, η λαίδη Ένις έβγαλε ένα άγριο γέλιο.

«Καημένη Λουίζα!» είπε. «Πού αλλού έχει να πάει;»

Η Βικτόρια παρατήρησε τη μητέρα της να μαζεύει τη βεντάλια και το παρασόλι και να ετοιμάζεται να φύγει από τον κήπο. Ξαφνικά, άρπαξε το μπράτσο της μητέρας της, υποχρεώνοντάς τη να γυρίσει για να την αντικρίσει.

«Πώς τολμάς, μαμά;» άρχισε. «Πώς τολμάς να περιμένεις να πω ψέματα για το παιδί μου και ν’ αρνηθώ τον πατέρα του; Δεν θα το κάνω. Αρνούμαι να σκαρώσω κάποια γελοία ιστορία μόνο και μόνο για να σώσεις την υπόληψή σου. Δεν ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει και δεν θα φερθώ σαν να ντρέπομαι».

Η λαίδη Ένις συνήλθε από το σοκ που της προκάλεσε η επίθεση της Βικτόριας.

«Το κάνω αυτό για να σώσω τη δική σου φήμη, όχι τη δική μου, ανόητο, αχάριστο κορίτσι!»

Η Βικτόρια κούνησε το κεφάλι της.

«Όχι, μαμά. Τα πάντα τα κάνεις για το δικό σου καλό. Δεν νοιάζεσαι ποιον πληγώνεις ή ποιον ντροπιάζεις, αρκεί να εξυπηρετεί τους σκοπούς σου. Το έχω δει πάρα πολλές φορές, κι αυτή τη φορά δεν είναι διαφορετικά».

Η λαίδη Ένις πλησίασε πιο κοντά στην κόρη της και την κάρφωσε μ’ ένα άγριο βλέμμα. Όταν όμως η Βικτόρια κοίταξε μέσα στα μάτια της μητέρας της, δεν διέκρινε θυμό, όπως περίμενε, αλλά πανικό – το είδος της ξέφρενης ανησυχίας που βλέπει κανείς σε έναν λαγό που πιάνεται στην παγίδα.

«Μα τι θα πει ο κόσμος; Πώς θα τους αντικρίσω;»

Η φωνή της μητέρας της άρχισε να γίνεται στριγκή.

«Πραγματικά, δεν μ’ ενδιαφέρει, μαμά», είπε η Βικτόρια καθώς απομακρυνόταν, αφήνοντας τη μητέρα της να την κοιτάζει εμβρόντητη.

Αργότερα, το ίδιο βράδυ, η Βικτόρια στάθηκε στο παράθυρο του δωματίου της ακούγοντας τους γλάρους να την καλούν από τη λίμνη. Απόψε οι κραυγές τους ακούγονταν παραπονιάρικες. Αναρωτήθηκε πόσο θα υπέμενε την ατελείωτη σειρά των παρατεταμένων, ανάλαφρων βραδιών που έμελλε να έρθουν.

Τέλος 36ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi