ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35


Η Ρόζι κοιτούσε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ενώ η Βικτόρια κοιμόταν πλάι της. Όπως έφευγαν μακριά από τον θόρυβο και την κάπνα του Δουβλίνου, έτσι απομακρύνονταν και οι αναμνήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών και τη θέση τους έπαιρναν πιο ευγενικές σκέψεις, καταχωνιασμένες για καιρό. Καθώς προχωρούσαν, η Ρόζι ρουφούσε το τοπίο που άλλαζε, σαν ένας πλάνητας ο οποίος έσβηνε τη δίψα του. Η θέα τη γέμιζε με ευχαρίστηση – τα κίτρινα σχοίνα άπλωναν τον μανδύα τους πάνω από τα λιβάδια και τις πλαγιές, τα μπουμπουκιασμένα φούξια ετοιμάζονταν να ντύσουν τους θάμνους με πορφυρά χρώματα, και λεπτεπίλεπτα λευκά αστρολούλουδα κυμάτιζαν στα βαλτοτόπια.

Πιο δυτικά, οι αγρότες οδηγούσαν τα κάρα τους στην άκρη αυλακωμένων δρόμων για να τους αφήσουν να περάσουν. Σήκωναν τα καπέλα τους σε ένδειξη χαιρετισμού, με ένα χαμόγελο στα ταλαιπωρημένα τους πρόσωπα. Η καρδιά της Ρόζι πόνεσε καθώς σκέφτηκε τον μπαμπά της. Ο μπαμπάς της κι η ίδια ανήκαν σ’ εκείνο το μέρος και σ’ εκείνους τους ανθρώπους. Αυτό ήταν το σπίτι τους – ένα μέρος τόσο γεμάτο βάσανα που ο κατακτητής Όλιβερ Κρόμγουελ το παρομοίασε με την κόλαση, ένα μέρος με τόσο φτωχή γη που οι αγρότες χρησιμοποιούσαν φύκια για λίπασμα, ένα μέρος που υπέφερε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια του λιμού. Η Ρόζι λυπόταν που είχε εγκαταλείψει το σπίτι και την οικογένειά της.Η Ρόζι κοιτούσε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ενώ η Βικτόρια κοιμόταν πλάι της. Όπως έφευγαν μακριά από τον θόρυβο και την κάπνα του Δουβλίνου, έτσι απομακρύνονταν και οι αναμνήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών και τη θέση τους έπαιρναν πιο ευγενικές σκέψεις, καταχωνιασμένες για καιρό. Καθώς προχωρούσαν, η Ρόζι ρουφούσε το τοπίο που άλλαζε, σαν ένας πλάνητας ο οποίος έσβηνε τη δίψα του. Η θέα τη γέμιζε με ευχαρίστηση – τα κίτρινα σχοίνα άπλωναν τον μανδύα τους πάνω από τα λιβάδια και τις πλαγιές, τα μπουμπουκιασμένα φούξια ετοιμάζονταν να ντύσουν τους θάμνους με πορφυρά χρώματα, και λεπτεπίλεπτα λευκά αστρολούλουδα κυμάτιζαν στα βαλτοτόπια.

Η Βικτόρια μουρμούριζε ελαφρά στον ύπνο της και ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στον ώμο της Ρόζι. Η Ρόζι σκέπασε τη φίλη της με την κουβέρτα που είχε φέρει η Σελίν. Κάθονταν στο πίσω μέρος του αμαξιού μαζί, ενώ η Σελίν καθόταν μπροστά, δίπλα στον οδηγό, και η μικρή Κέιτ κοιμόταν στα πόδια της. Κανένας δεν είχε μιλήσει από τότε που είχαν φύγει από το Δουβλίνο. Η Ρόζι περιεργαζόταν το πίσω μέρος του κεφαλιού του οδηγού. Η καμαρωτή του στάση και ο τρόπος με τον οποίο το αεράκι ανακάτευε τα πυκνά του μαλλιά τής θύμιζαν τον Κάθαλ. Θυμήθηκε την πρώτη συνάντησή τους εκείνη τη βραδιά στη γέφυρα Ο’Κόνελ, όταν έδιωξε τις πόρνες που τη χλεύαζαν. Τότε κατάλαβε πως θα ήταν κάποιο ξεχωριστό πρόσωπο στη ζωή της.

Δεν ήθελε να σκέφτεται τον Κάθαλ γιατί ήταν πολύ οδυνηρό. Η εικόνα του όμως συνέχισε να εμφανίζεται μπροστά της, με τα μάτια του ν’ αναζητούν το πρόσωπό της. Θυμήθηκε τη νύχτα που τον λίκνιζε στην αγκαλιά της ενώ αυτός έκλαιγε με λυγμούς. Όταν ξύπνησαν το επόμενο πρωί, ήξεραν και οι δυο τους ότι είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους ένας άφατος δεσμός που δεν θα μπορούσε ποτέ να δοκιμαστεί. Ναι, είχε ψεγάδια, κι όμως τον είχε αγαπήσει χωρίς προκατάληψη. Δεν είχε ποτέ κρίνει τον εαυτό της ικανό για τόση αφοσίωση. Ασφαλώς δεν είχε νιώσει έτσι για τον Βαλεντάιν – αφού εκείνον τον έκρινε σκληρά με κάθε ευκαιρία και επέκρινε την αφοσίωσή του στην οικογένειά του, το καθήκον του και τις παραδόσεις. Ο Κάθαλ τη βοήθησε να καταλάβει ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πάντοτε να επιλέξουν πού θα δείξουν αφοσίωση – εκείνος επέλεξε την εξέγερση και τους νεαρούς Εθελοντές, επιθυμώντας να ρισκάρει τα πάντα, ακόμα και τη σχέση τους, γι’ αυτό. Είχε αντιληφθεί επίσης ότι οι νέοι Εθελοντές θυσίαζαν τη ζωή τους στον σκοπό που πίστευαν. Αναστέναξε. Δεχόταν τώρα πως η ζωή, οι άνθρωποι και η ίδια ήταν πολύ πιο περίπλοκοι απ’ όσο είχε ποτέ υπολογίσει.

Ήταν βράδυ όταν έφτασαν στο Ένισμορ. Δεν τους είχαν προειδοποιήσει για την άφιξή τους, οπότε κανένας δεν στεκόταν στα σκαλοπάτια για να τους υποδεχθεί. Η Ρόζι πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς θυμήθηκε τα πρώτα της χρόνια εκεί. Πόσο μεγαλειώδη φαίνονταν κάποτε όλα! Τώρα, καθώς κοίταζε τις ετοιμόρροπες πέτρες και το ακούρευτο χορτάρι πλάι στα μπροστινά σκαλοπάτια, συνειδητοποίησε ότι το σπίτι δεν της έκανε καμία εντύπωση. Αντιθέτως, το Ένισμορ έμοιαζε με έρημη, εγκαταλειμμένη γριά γυναίκα, η ομορφιά της οποίας είχε χαθεί προ πολλού.

Στον ήχο του αυτοκινήτου, ο κύριος Μπερκ άνοιξε με περιέργεια την πόρτα. Ο οδηγός κατέβηκε και βοήθησε τη Σελίν να βγει από το μπροστινό κάθισμα παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά του. Η Ρόζι ξύπνησε γλυκά τη Βικτόρια και με τη βοήθεια της Σελίν την έβγαλε έξω από το αμάξι, στηρίζοντάς την καθώς δυσκολευόταν να σταθεί στον χαλικόστρωτο δρόμο. Το πρόσωπο του κυρίου Μπερκ γέμισε ανησυχία μόλις είδε τη Βικτόρια. Έτρεξε προς το μέρος της και βάζοντας το χέρι του στη μέση της, την οδήγησε προς τα σκαλοπάτια. Η κυρία Μέρφι εμφανίστηκε και κοίταξε γύρω σαστισμένη.

«Αχ, κυρία Μέρφι!» είπε η Ρόζι. «Αυτή είναι η Σελίν, η υπηρέτρια της Βικτόριας που ήρθε μαζί της από το Δουβλίνο. Όπως βλέπετε, η Βικτόρια δεν είναι και τόσο καλά. Χθες κατέρρευσε από τον πυρετό, και η θεία της μου ζήτησε να τη φέρω σπίτι».

Η κυρία Μέρφι κοίταζε μια τη Ρόζι, μια τη Σελίν και μια το παιδί.

«Αυτή είναι η κόρη της Μπρίντι, κυρία Μέρφι», είπε η Ρόζι. «Την πάω σπίτι, στη μαμά».

Η Ρόζι δεν είχε καμιά διάθεση να μιλήσει για τη μοίρα της Μπρίντι. Θα τη μάθαιναν όλοι σύντομα. Μη θέλοντας να χασομερήσει, βιάστηκε να πάει πίσω στο αμάξι με την Κέιτ και τον οδηγό και να φύγει.

Ο οδηγός στάθμευσε στoν χώρο με το γρασίδι μπροστά από την πύλη της φάρμας των Κιλίν. Η Ρόζι πήρε την Κέιτ στην αγκαλιά της και τον ευχαρίστησε καθώς της έδωσε τη βαλίτσα της και έφυγε. Περπάτησε στην αγροικία και, όσο πλησίαζε, περίμενε να δει τον γέρο σκύλο τους, τον Ρόρι, να τρέχει να τη χαιρετήσει. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο Ρόρι θα είχε πεθάνει καιρό πριν. Ένιωσε τον λαιμό της να κλείνει. Καθώς πλησίασε την μπροστινή πόρτα όπου περίμενε η μαμά της, σπάραξε όταν είδε τη βαθιά θλίψη στα μάτια της. Χωρίς να πει λέξη, της έδωσε τη μικρή Κέιτ. Η μαμά πήρε το παιδί στην αγκαλιά της και το έσφιξε, ύστερα έκανε μεταβολή και περπάτησε πίσω στην αγροικία. Η Ρόζι σφίχτηκε. Το μαύρο στεφάνι που κρεμόταν στην μπροστινή πόρτα σήμαινε ότι το φέρετρο της Μπρίντι βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι. Συγκρατώντας τα δάκρυά της, ακολούθησε τη μαμά της και διάβηκε το κατώφλι.

Ο ουρανός ήταν φωτεινός, αλλά φυσούσε θυελλώδης άνεμος τη μέρα της κηδείας της Μπρίντι. Μια νυχτερινή βροχή είχε καθαρίσει το τοπίο, κάνοντας το πράσινο χρώμα του γρασιδιού να λάμπει και δίνοντας στα αγριολούλουδα ένα εκτυφλωτικά βαθύ χρώμα. Έξι νεκροπομποί –ο μπαμπάς της Ρόζι, τα τρία αδέλφια, μουδιασμένα μέσα στα χοντροκομμένα καινούργια τους κοστούμια, και οι δύο κοκκινοπρόσωποι θείοι της– κουβάλησαν το φέρετρο από την αγροικία. Μια μικρή πομπή από πενθούντες, η οικογένεια και γείτονες, περπατούσε πίσω του, βγήκε στον κεντρικό δρόμο και κατευθύνθηκε προς την Κροσμολίνα και την εκκλησία. Στον δρόμο άνθρωποι σταματούσαν και έσκυβαν τα κεφάλια, κάνοντας τον σταυρό τους καθώς περνούσε η νεκροπομπή. Η μαμά κρατούσε τη μικρή Κέιτ από το χέρι, ενώ η Ρόζι έπιανε σφιχτά το μπράτσο της μαμάς της, συνειδητοποιώντας πόσο μικρό και εύθραυστο φαινόταν.

Η εκκλησία της Αγίας Μπριγκίτας ήταν γεμάτη όταν μπήκαν. Η Ρόζι αναγνώρισε αγρότες και ιδιοκτήτες καταστημάτων, κορίτσια και αγόρια με τα οποία είχαν παίξει μαζί χρόνια πριν, τώρα ενήλικοι πλέον, κι ένα πλήθος από ηλικιωμένες, μαυροφορεμένες γυναίκες σταθερές παρουσίες σε κάθε λειτουργία στην οποία είχε παραστεί. Καθώς περπατούσε προς το ιερό, είδε την κυρία Ο’Λίρι να κλαίει σιωπηλά με το κεφάλι σκυφτό, γονατισμένη δίπλα στην κυρία Μέρφι και στο υπόλοιπο προσωπικό του Ένισμορ. Κοίταξε στον πάγκο μπροστά τους για να δει αν ήταν εκεί κάποιος από την οικογένεια Μπελ, αλλά η μόνη που είδε ήταν η Σοφία, η οποία είχε γονατίσει και προσευχόταν σιωπηλά με το κεφάλι της μέσα στα χέρια της.

Η Ρόζι ανακουφίστηκε όταν η λειτουργία τελείωσε. Η μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου δυνάμωσε καθώς οι άντρες μετέφεραν το φέρετρο από τον διάδρομο προς την πόρτα. Κοίταζε ευθεία μπροστά καθώς περπατούσε πίσω του, εξακολουθώντας να κρατά σφιχτά το χέρι της μητέρας της, ενώ οι μοιρολογίστρες συνέρρεαν από τους πάγκους. Είχε βρεθεί σ’ αυτή την εκκλησία πολλές φορές. Εκεί είχε βαφτιστεί, εκεί είχε λάβει την πρώτη της Κοινωνία και το πρώτο της Χρίσμα, εκεί είχε παρακολουθήσει βαφτίσεις και γάμους και κηδείες, καθώς και λειτουργίες τις Κυριακές και τις γιορτές. Κι όμως, ένιωθε σαν ξένη. Θρηνούσε το αθώο κορίτσι που δεν θα γινόταν ξανά.

Το νεκροταφείο της Αγίας Μπριγκίτας βρισκόταν στη σκιά μιας πράσινης πλαγιάς, πάνω στην οποία αγελάδες βοσκούσαν. Ένα άγαλμα της Αγίας Μπριγκίτας, της πιο γνωστής στην Ιρλανδία, βρισκόταν στο κέντρο του νεκροταφείου. Δίπλα του υπήρχε ένα ιερό πηγάδι όπου οι πιστοί έρχονταν να προσευχηθούν για ένα ιαματικό θαύμα. Μια μικρή τσαπουρνιά έστεκε στη μια πλευρά, καλυμμένη με πολύχρωμους φιόγκους, φτερά πουλιών και αποξηραμένα λουλούδια – όλα τους προσφορές στην Αγία. Η Ρόζι είχε μια αχνή ανάμνηση της μαμάς της να δένει μια κορδέλα από ανοιχτό κόκκινο βελούδο σε ένα κλαρί καθώς προσευχόταν για τη μεγαλύτερη κόρη της, τη Νόρα, που είχε πάθει πνευμονία και αργότερα πέθανε. Γύρισε και περπάτησε στο ανοιχτό μνήμα όπου αναπαυόταν η Νόρα, την οποία θα συντρόφευε τώρα η Μπρίντι.

Ο ιερέας διάβασε προσευχές μεγαλόφωνα, με τις σελίδες του ευχολογίου του να ανεμίζουν στο αεράκι. Ένας ένας τα μέλη του προσωπικού του Ένισμορ εμφανίστηκαν για να συλλυπηθούν την οικογένεια Κιλίν. Ο κύριος Μπερκ υποκλίθηκε σεμνά ενώ η κυρία Μέρφι έκλαιγε και ψέλλιζε πόσο αγαπούσε την Μπρίντι. Ο Άντονι Ουόλς αντάλλαξε μια χειραψία με τον μπαμπά. Η Θέλμα κοκκίνισε και είπε ελάχιστα, ενώ η Ιμέλντα άρθρωσε λίγες λέξεις. Η Σάντι έγνεψε ρίχνοντας πλάγιες ματιές στη Σελίν, που αγκάλιασε τη μαμά και φίλησε τη μικρή Κέιτ μουρμουρίζοντας στα γαλλικά.

Μετά το τέλος της κηδείας ήταν όλοι καλεσμένοι στην αγροικία των Κιλίν για φαγητό και ποτό, όπως ήταν το έθιμο. Η Ρόζι παρέδωσε τη μαμά στον μπαμπά και στάθηκε πίσω όσο οι μοιρολογίστρες συγκεντρώνονταν έξω από την πύλη του νεκροταφείου.

«Συγγνώμη, Ρόζι;»

Η Ρόζι γύρισε. Η Σοφία στεκόταν πλάι της, με το χέρι της τεντωμένο.

«Ήθελα να σου δώσω τα συλλυπητήριά μου», άρχισε με κάπως τυπικό ύφος. «Λυπάμαι που είμαι η μόνη από την οικογένεια Μπελ εδώ, αλλά ανησυχούν τόσο πολύ για την υγεία της Βικτόριας που δεν ήθελαν να την αφήσουν μόνη».

Η Ρόζι έγνεψε.

«Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Πώς είναι;»

Η Σοφία σκυθρώπιασε.

«Δεν υπάρχει αλλαγή. Φέρνουμε τον γιατρό καθημερινά από τότε που ήρθε σπίτι. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εκτελούμε τις οδηγίες του και να την παρακολουθούμε. Η Σελίν, ε, η υπηρέτρια της λαίδης Μάριαν, δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της, παρά μόνο για να παραστεί στην κηδεία σήμερα. Το κορίτσι δείχνει πολύ αφοσιωμένο σ’ εκείνη».

Οι γυναίκες κοιτάχτηκαν σαν να μην υπήρχαν άλλα να πουν, καμιά τους όμως δεν ήθελε να το ξεστομίσει. Η Ρόζι ένιωσε μια αδιόρατη δυσφορία.

«Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ που ήρθες», είπε αβέβαιη για το πώς έπρεπε ν’ απευθυνθεί στη σύζυγο του Βαλεντάιν. «Πολύ ευγενικό από μέρους σου. Θα έρθεις στο σπίτι;»

Η Ρόζι ανακουφίστηκε όταν η Σοφία κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Είσαι πολύ ευγενική, αλλά πρέπει να επιστρέψω. Ο γιος μου θα με ψάχνει. Πάντα τρώμε μεσημεριανό μαζί».

«Ασφαλώς».

Μια άβολη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους για άλλη μία φορά. Κάνοντας μεταβολή, η Σοφία απομακρύνθηκε γρήγορα κατηφορίζοντας στον δρόμο. Η Ρόζι περίμενε ώσπου να απομακρυνθεί αρκετά προτού επιστρέψει στην αγροικία των Κιλίν.

Αργότερα, εκείνο το βράδυ, το προσωπικό του Ένισμορ παρατάχθηκε στην αίθουσα της υπηρεσίας.

«Βάλε την τσαγιέρα στη φωτιά, Θέλμα, έλα, καλό μου κορίτσι».

Η κυρία Ο’Λίρι αναστέναξε καθώς μπήκε κουτσαίνοντας, κάθισε, έβγαλε το καπέλο της κι άρχισε να τρίβει τα μικροσκοπικά της πόδια.

«Οι κηδείες δεν είναι τόσο οδυνηρές όταν πρόκειται για γέρους σαν και του λόγου μας, αυτή είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων. Όταν όμως βλέπεις να θάβουν κάποια τόσο νέα όπως η Μπρίντι μας…» άφησε τα λόγια να αιωρούνται.

Το υπόλοιπο προσωπικό πήρε τις συνήθεις θέσεις του στο τραπέζι. Η κυρία Ο’Λίρι αναστέναξε ξανά.

«Και να βλέπεις εκείνο το έρμο το κοριτσάκι, την κόρη της, την Κέιτ, να ρίχνει το τριαντάφυλλο στο φέρετρο. Σου σχίζεται η καρδιά».

Κανένας δεν της απάντησε καθώς κάθονταν, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Η Θέλμα μπήκε μέσα και σέρβιρε το τσάι. Αν και ήταν πάντοτε τροφαντή, είχε πάρει παραπάνω βάρος τον τελευταίο χρόνο, με αποτέλεσμα τα λευκά της δάχτυλα να μοιάζουν με παχουλά ρολά από ζυμάρι τυλιγμένα στο χερούλι της τσαγιέρας. Μόλις τελείωσε το σερβίρισμα, κάθισε κάτω με τα αγελαδίσια μάτια της ορθάνοιχτα και ονειροπόλα.

«Τ’ αδέλφια της Ρόζι δεν έμοιαζαν πολύ ωραία έτσι όπως ήταν καλοντυμένα;»

Η κυρία Ο’Λίρι την αγριοκοίταξε.

«Μα θα πάψεις επιτέλους με τη χαζομάρα που σε δέρνει, Θέλμα; Δεν το κατάλαβες πως πήγαμε εκεί για να συλλυπηθούμε την οικογένεια της Μπρίντι και όχι για να χαζέψουμε ομορφόπαιδα;»

Η Θέλμα κοίταξε προκλητικά τη μαγείρισσα.

«Ε, δεν γινόταν να τους αγνοήσεις. Εξάλλου, είδα και τη Σάντι να τους κοιτάζει επίσης».

«Δεν τους κοίταζα», είπε η Σάντι. «Δεν έκανα κανένα σχόλιο γι’ αυτούς. Τέλος πάντων, εμένα μ’ ενδιέφερε περισσότερο αυτή η Γαλλίδα που έφερε μαζί της η Βικτόρια. Λίγο ψηλομύτα για τα γούστα μου. Το διανοείστε πως επέμενε να φάει με τη Βικτόρια πάνω αντί εδώ κάτω μ’ εμάς;» Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. «Τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια εδώ. Έπρεπε να είχα φύγει στην Αμερική μαζί με τα ξαδέλφια μου όταν είχα την ευκαιρία. Θα μπορούσα να ζω μέσα στα λούσα τώρα».

«Ή θα μπορούσες να κείτεσαι πνιγμένη στον βυθό του ωκεανού», πετάχτηκε η κυρία Ο’Λίρι.

Καθώς η σιωπή έπεσε και πάλι στη μικρή συντροφιά, ο Άντονι Ουόλς γέμισε την πίπα του με καπνό και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά.

«Είναι πολλές οι αλλαγές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια», είπε. «Τον αφέντη Τόμας νεκρό, τον αφέντη Βαλεντάιν να κατατάσσεται στον στρατό και τη δεσποινίδα Βικτόρια να φεύγει στο Δουβλίνο μόνο και μόνο για να γυρίσει άρρωστη με πυρετό. Και εδώ κάτω, η έρμη η Μπρίντι κι ο έρμος ο Σον έφυγαν, και ο Μπρένταν μπήκε φυλακή. Για να μην αναφερθώ στην εξέγερση στο Δουβλίνο».

«Αχ, σίγουρα τίποτα δεν μένει το ίδιο, κύριε Ουόλς», πετάχτηκε η κυρία Μέρφι.

«Και θα γίνεται όλο και χειρότερο από δω και πέρα, ακούστε με που σας λέω». Η Ιμέλντα ξαφνικά μίλησε. «Η εξέγερση το Πάσχα ήταν μονάχα η αρχή. Θα υπάρξουν προβλήματα σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της Ιρλανδίας, και η οικογένεια Μπελ και οι όμοιοί τους θα εκδιωχθούν και θα πάνε από κει που ήρθαν, με την ουρά στα σκέλια, αυτό θα γίνει».

Η ανάσα όλων γύρω από το τραπέζι κόπηκε ακούγοντας τα λόγια της Ιμέλντα.

«Μα την πίστη μου, θα ’λεγα πως η Ιμέλντα έχει δίκιο», είπε ο Άντονι τελικά. «Η κοινή γνώμη στρέφεται ενάντια στους Άγγλους από τότε που εκτέλεσαν τους επικεφαλής της εξέγερσης. Τώρα που οι απλοί Ιρλανδοί πήραν μια γεύση από επανάσταση, δεν θα το αφήσουν να περάσει έτσι».

Το προσωπικό κοίταξε προς τον κύριο Μπερκ, περιμένοντας την απόκρισή του, η οποία όμως αυτή τη φορά δεν ήρθε. Ο κύριος Μπερκ κοίταζε κάτω το φλιτζάνι του κουρασμένος και δεν έλεγε τίποτε.

Η κυρία Ο’Λίρι σηκώθηκε και πήρε μια καθαρή ποδιά από το ντουλάπι.

«Επανάσταση, ξε-επανάσταση», είπε, «αυτοί θα θέλουν το δείπνο τους».

Οι υπόλοιποι από το προσωπικό άδειασαν τα φλιτζάνια τους και σηκώθηκαν από το τραπέζι.

«Την είδατε τη Ρόζι;» είπε η Σάντι. «Θα ’λεγα πως τα περνά μια χαρά στο Δουβλίνο. Είδατε το φουστάνι που φορούσε; Η μαμά της είπε ότι έγραφε άρθρα για μια εφημερίδα εκεί, αλλά θα έλεγα πως υπάρχει και κάτι παραπάνω. Άκουσα μια φήμη ότι ζει εκεί μ’ έναν άντρα».

«Αρκετά με το κουτσομπολιό», την έκοψε η κυρία Μέρφι.

«Υποθέτω πως θα ’θελες να την έβλεπες πάλι εδώ κάτω να τρίβει με χέρια και με πόδια», είπε η Ιμέλντα ρίχνοντας στη Σάντι μια άγρια ματιά. «Γιατί δεν θα ’πρεπε ένα φτωχό κορίτσι της επαρχίας να καλοπιαστεί; Σίγουρα τα πήγε καλύτερα από εκείνη τη Βικτόρια που σύρθηκε σπίτι τη στιγμή που αρρώστησε. Πάντοτε το έλεγα ότι η οικογένεια Μπελ είναι αδύναμη. Και το περιστατικό αυτό δείχνει πως έχω δίκιο».

«Αρκετά!» φώναξε η κυρία Μέρφι.

Η Ιμέλντα όμως δεν είχε τελειώσει.

«Μόνο και μόνο επειδή του λόγου σας δεν έχετε το κουράγιο να φτιάξετε μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό σας, επικρίνετε οποιονδήποτε το κάνει. Λοιπόν, όπως λέει κι ο Άντονι, τα πράγματα αλλάζουν, και όταν οι ευγενείς φύγουν απ’ αυτή τη χώρα, πού θα πάτε να ζήσετε οι υπόλοιποι; Το μόνο που ξέρετε είναι πώς να πέφτετε στα γόνατα και να γλείφετε τις μπότες εκείνων που νομίζετε πως είναι καλύτεροί σας».

«Είπα, αρκετά, δεσποινίς Φοξ», είπε η κυρία Μέρφι ξανά. «Πώς τολμάς να μας προσβάλεις μ’ αυτόν τον τρόπο; Ζήτα συγγνώμη αυτή τη στιγμή».

«Α, θα έλεγα πως την έχει δηλητηριάσει η ζήλια», είπε η Σάντι. «Εύχεται να είχε γεννηθεί κι εκείνη ευγενής. Διαφορετικά γιατί να τους μισεί τόσο πολύ;»

«Και ο Μπρένταν τούς μισούσε!» είπε η Ιμέλντα με κατακόκκινο πρόσωπο.

«Όχι όλους», αντέτεινε η Σάντι. «Φέρθηκε πολύ ανόητα με μία απ’ αυτούς. Κι απ’ ό,τι ξέρουμε, συνέχισε μαζί της στο Δουβλίνο».

«Θα πάψεις επιτέλους; Έχουμε δουλειά να κάνουμε!» η κυρία Ο’Λίρι γύρισε με τα χέρια στη μέση. «Εγώ πάντως δεν ντρέπομαι για τη δουλειά που κάνω για την οικογένεια Μπελ, και ούτε οι υπόλοιποι από εσάς θα ’πρεπε. Υπάρχει αξιοπρέπεια σε μια μέρα σκληρής δουλειάς, όποια κι αν είναι αυτή. Κι όσο για σένα, δεσποινίς», γύρισε και αγριοκοίταξε την Ιμέλντα, «καλά θα έκανες να κοιτάς τα μούτρα σου. Αν η λαίδη Ένις σε άκουγε ποτέ να μιλάς έτσι, θα σε πέταγε έξω με τις κλοτσιές. Και τότε πού θα πήγαινες; Αμφιβάλλω αν θα σε έπαιρναν ξανά πίσω στο μοναστήρι, εκτός ίσως σαν δούλα».

Ο κύριος Μπερκ τελικά σηκώθηκε όρθιος.

«Καλά τα ᾽πατε, κυρία Ο’Λίρι». Γύρισε προς την Ιμέλντα. «Θα προσπαθήσω να παραβλέψω το ξέσπασμά σας, δεσποινίς Φοξ. Κανένας μας δεν είναι ο εαυτός του σήμερα μετά από την παρουσία μας σε μια τόσο θλιβερή περίσταση. Αν όμως ακούσω άλλη κριτική για την οικογένεια Μπελ, θα φροντίσω να απολυθείτε χωρίς προειδοποίηση και οι οφειλόμενοι μισθοί σας θα παρακρατηθούν. Έγινα σαφής;»

Η Ιμέλντα αγριοκοίταξε κι εκείνη τον κύριο Μπερκ με ένα σχεδόν αδιόρατο τράβηγμα του κεφαλιού της.

«Νομίζω πως θα το διασκεδάσουμε πολύ», ψιθύρισε η Σάντι στη Θέλμα καθώς ακολούθησαν μαζί με τους υπόλοιπους την κυρία Ο’Λίρι στην κουζίνα.

Τέλος 35ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi