ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34
Στις αρχές του Μάη οι δεκαπέντε που ηγήθηκαν της εξέγερσης οδηγήθηκαν στη φυλακή του Κιλμέναμ στο Δουβλίνο και εκτελέστηκαν. Εκατοντάδες άλλοι, που είχαν παραδοθεί, στάλθηκαν σε φυλακές στην Αγγλία και την Ουαλία. Καθώς τα φέρετρα των εκτελεσθέντων πέρασαν μέσα από τους δρόμους του Δουβλίνου, η κοινή γνώμη άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει, με τoν προηγούμενο χλευασμό να μετατρέπεται σταδιακά σε οργή. Η ταχύτατη και αυστηρή τιμωρία που επιβλήθηκε από την αγγλική κυβέρνηση είχε μετατρέψει σε μάρτυρες τους ποιητές και τους ονειροπόλους της Δευτέρας του Πάσχα.
Η Βικτόρια πηγαινοερχόταν στη δουλειά της ζαλισμένη. Η λαίδη Μάριαν είχε παρατηρήσει το χλομό πρόσωπο της ανιψιάς της και τους κυρτούς της ώμους και επέμενε να μείνει στο σπίτι και να ξεκουραστεί. Η Βικτόρια όμως αγνόησε τη συμβουλή της. Η μόνη υποχώρηση που μπορούσε να κάνει ήταν ν’ αφήσει τη Σελίν να τη συνοδεύει από και προς την Ένωση καθημερινά. Στη διαδρομή δεν αντάλλαζαν κουβέντα, αλλά η Βικτόρια εκτιμούσε τη στήριξη του χεριού της Σελίν καθώς την κρατούσε από τον αγκώνα. Μουδιασμένη, επαναλάμβανε τις κινήσεις της κάθε μέρα –δένοντας επίδεσμο σ’ ένα τραύμα, ελέγχοντας τον πυρετό κάποιου–, με τα χέρια της να κινούνται μηχανικά από τον έναν ασθενή στον άλλο. Το μυαλό της, ωστόσο, βρισκόταν κλειδωμένο σ’ ένα μέρος μακρινό, σ’ ένα σκοτεινό κελί φυλακής στην Ουαλία, όπου ο Μπρένταν Λιντς στεκόταν κοιτάζοντας πίσω από τα κάγκελα.Στις αρχές του Μάη οι δεκαπέντε που ηγήθηκαν της εξέγερσης οδηγήθηκαν στη φυλακή του Κιλμέναμ στο Δουβλίνο και εκτελέστηκαν. Εκατοντάδες άλλοι, που είχαν παραδοθεί, στάλθηκαν σε φυλακές στην Αγγλία και την Ουαλία. Καθώς τα φέρετρα των εκτελεσθέντων πέρασαν μέσα από τους δρόμους του Δουβλίνου, η κοινή γνώμη άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει, με τoν προηγούμενο χλευασμό να μετατρέπεται σταδιακά σε οργή. Η ταχύτατη και αυστηρή τιμωρία που επιβλήθηκε από την αγγλική κυβέρνηση είχε μετατρέψει σε μάρτυρες τους ποιητές και τους ονειροπόλους της Δευτέρας του Πάσχα.
Ένας νέος ιός έκανε την εμφάνισή του στις φτωχογειτονιές του Δουβλίνου. Ολοένα και περισσότεροι ασθενείς εμφανίζονταν με πυρετό και εμετούς. Η Βικτόρια και οι υπόλοιπες νοσοκόμες τούς φρόντιζαν όσο καλύτερα μπορούσαν. Οι γιατροί ανησυχούσαν με την ταχύτητα μετάδοσης του ιού και προειδοποιούσαν τις νοσοκόμες να διατηρούν τις υψηλότερες προδιαγραφές υγιεινής. Παρότι κάποια από τα κρούσματα κατέληξαν σε θάνατο, η Βικτόρια δεν συνειδητοποιούσε τον κίνδυνο. Και ήταν πολύ μουδιασμένη για να νιώσει τη θλίψη που σε άλλη περίπτωση θα ένιωθε καθώς κάλυπτε το πρόσωπο μιας μητέρας ή ενός βρέφους μ’ ένα λευκό σεντόνι.
Έτσι λοιπόν δεν ένιωσε καμία έκπληξη όταν η Μπρίντι, κρατώντας τη μικρή της κόρη, μπήκε τρεκλίζοντας στην αίθουσα αναμονής και κατέρρευσε σε μια καρέκλα. Στην αρχή δεν την αναγνώρισε. Τίποτα δεν έκανε την Μπρίντι να ξεχωρίζει από τις άλλες μητέρες με τα σκελετωμένα πρόσωπα και τα μωρά στην αγκαλιά, που είχαν γίνει συνηθισμένο θέα-μα κάθε πρωί. Όταν όμως την έλεγξε για πυρετό, κάτι στα μάτια της γυναίκας τής φάνηκε οικείο.
«Μπρίντι; Εσύ είσαι;»
Η γυναίκα έγνεψε καταβεβλημένη. Δεν έδειξε να αναγνωρίζει καν τη Βικτόρια.
«Το παιδί κοιτάξτε, δεσποινίς», είπε. «Μην ανησυχείτε για μένα».
Η Βικτόρια συνοφρυώθηκε. Μπορούσε να δει ότι μάνα και κόρη ήταν εξίσου άρρωστες. Χρειάζονταν και οι δυο τους νοσηλεία. Το πρόβλημα ήταν ότι οι θάλαμοι ήταν ήδη γεμάτοι. Αυτή όμως ήταν η αδελφή της Ρόζι. Η σκέψη διαπέρασε την ομίχλη που έπνιγε το μυαλό της Βικτόριας. Πρέπει να τους βοηθήσω. Δεν μπορώ ν’ αφήσω την αδελφή της Ρόζι να πεθάνει.
Οι γιατροί όμως, παρά τις προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν να σώσουν την Μπρίντι. Στο τέλος χρειάστηκε να τραβήξουν το παιδί από την αγκαλιά της προτού την καλύψουν μ’ ένα σεντόνι. Έστειλαν ειδοποίηση στον σύζυγό της στο Φόλεϊ Κορτ, αλλά δεν μπόρεσαν να τον βρουν πουθενά. Το παιδί παρέμεινε στο νοσοκομείο.
Εκείνο το βράδυ, η Βικτόρια κατευθύνθηκε προς την οδό Μουρ και τη Ρόζι. Η μπροστινή πόρτα ήταν ανοιχτή και η Βικτόρια σύρθηκε μέσα κρατώντας στο στήθος της τα νέα, σαν ένα άρρωστο βρέφος. Βρήκε τη Ρόζι μόνη της, καθισμένη σε μια καρέκλα στο χολ μπροστά στη σβηστή φωτιά, με τα μάτια καρφωμένα σε μια μακρινή εικόνα. Δεν κινήθηκε ούτε όταν η Βικτόρια κάθισε σε μια καρέκλα απέναντί της. Τις τύλιξε σιωπή. Αναμνήσεις από τις τελευταίες εβδομάδες γέμισαν το μυαλό της Βικτόριας – ο Κάθαλ να κείτεται πληγωμένος στο δωμάτιό του, η μέρα της κηδείας του αργότερα στο κοιμητήριο Γκλασνέβιν του Δουβλίνου, σ’ έναν τάφο αφιερωμένο στους επικεφαλής των επαναστατών, το χλομό και στωικό πρόσωπο της Ρόζι καθώς άφηνε ένα λευκό κρίνο πάνω στο φέρετρό του. Περίμενε τη φίλη της να της μιλήσει.
«Βικτόρια;» Η φωνή της Ρόζι ακούστηκε σαν ψίθυρος καθώς τελικά έστρεψε το βλέμμα της. «Δεν σε άκουσα που ήρθες».
Η Βικτόρια χαμογέλασε.
«Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Φαινόσουν βυθισμένη στις σκέψεις σου».
Η Ρόζι έγνεψε.
«Εκεί ζω αυτές τις μέρες. Στο μυαλό μου. Στις αναμνήσεις μου».
«Το ξέρω».
«Άσε με να σου φτιάξω λίγο τσάι».
Η Ρόζι έκανε να σηκωθεί.
«Όχι, άσε εμένα».
Η Βικτόρια χαιρόταν που είχε την ευκαιρία να καθυστερήσει τα νέα. Προσποιούνταν την απασχολημένη στην κουζίνα και, όταν δεν μπορούσε πια να χασομεράει άλλο εκεί, πήγε στο χολ. Λίγο χρώμα επέστρεψε στα μάγουλα της Ρόζι καθώς έπινε το τσάι της και ζωντάνεψε λίγο.
«Χαίρομαι που ήρθες». Κούνησε το χέρι της. «Είχα τόσες επισκέψεις. Ο Κάθαλ είχε περισσότερους φίλους απ’ όσους φανταζόμουν. Είναι όμως υπέροχο να έχω εδώ μια από τις δικές μου φίλες – την καλύτερή μου φίλη».
Η Βικτόρια ξεροκατάπιε. Αν η Ρόζι την είχε αναγνωρίσει ως την καλύτερή της φίλη οποιαδήποτε άλλη στιγμή, η καρδιά της θα είχε γεμίσει χαρά. Σήμερα όμως η καλύτερη φίλη της Ρόζι ήταν εδώ για να φέρει τα πιο φριχτά νέα. Άφησε κάτω το φλιτζάνι της και γονάτισε μπροστά στη Ρόζι, κρατώντας και τα δυο της χέρια.
«Ρόζι, θα έδινα τα πάντα για να μην είμαι εγώ ο άνθρωπος που θα σου έφερνε αυτά τα νέα. Ξέρω όμως ότι δεν είναι σωστό να τα μάθεις από κάποιον άλλο. Η κακόμοιρη η Μπρίντι πέθανε. Τη χτύπησε ο πυρετός που μαίνεται στην πόλη. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να τη σώσουμε, αλλά δεν είχε τη δύναμη να το παλέψει».Ένιωσε τα χέρια της Ρόζι να σκληραίνουν μες στα δικά της. «Η μικρή Κέιτ επιβίωσε», βιάστηκε να πει η Βικτόρια. «Την κρατούν στο νοσοκομείο. Τον Μάικο δεν τον βρίσκουν πουθενά».
Δεν είχε απομείνει κάτι άλλο να πει. Περίμενε τη Ρόζι να μιλήσει. Αντί γι’ αυτό, η φίλη της σηκώθηκε, περπάτησε προς το παράθυρο και κοίταξε την οδό Μουρ.
«Ο Κάθαλ άφησε αυτό το σπίτι σ’ εμένα», είπε με ανέκφραστη φωνή, «και αύριο θα πήγαινα να πάρω την Μπρίντι και την Κέιτ να τις φέρω εδώ. Δεν είχα σκοπό να αφήσω τον Μάικο να στέκεται εμπόδιο άλλο πια».
Έπεσε σιωπή ανάμεσά τους και πάλι. Τελικά η Ρόζι γύρισε από το παράθυρο.
«Πού είναι τώρα;» ρώτησε.
Η Βικτόρια άρχισε.
«Η Κέιτ; Είναι ακόμα στο νοσοκομείο».
«Η Μπρίντι».
«Η Μπρίντι; Α, κι εκείνη είναι στο νοσοκομείο».
«Πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι».
«Ναι, ασφαλώς. Η θεία μου προσφέρθηκε να τη στείλει με τρένο στο Μάγιο».
Η Ρόζι έγνεψε.
«Α, ναι. Θα ήθελε να ταφεί εκεί».
Δυο μέρες αργότερα, μια νεαρή νοσοκόμα συνόδευσε τη Βικτόρια στο σπίτι από την Ένωση επειδή είχε καταρρεύσει στο πάτωμα από την εξάντληση.
Η λαίδη Μάριαν τηλεφώνησε στη νύφη της στο Ένισμορ.
«Πρέπει να κανονίσουμε να μεταφερθεί στο σπίτι αμέσως, Θία» είπε. «Δεν μπορώ να έχω την ευθύνη της. Είναι πολύ άρρωστη».
Η Βικτόρια κρατούσε το χέρι της Σελίν όσο έμενε ξαπλωμένη στον καναπέ και άκουγε τη θεία της.
«Δεν μπορώ να πάω ξανά εκεί, Σελίν», ψιθύρισε. «Το υποσχέθηκα στον Μπρένταν. Εξάλλου, πρέπει να μείνω εδώ, κοντά στη Ρόζι. Θα με χρειάζεται τώρα».
Η Σελίν συνοφρυώθηκε.
«Ναι, βέβαια», είπε χαϊδεύοντας παρηγορητικά το χέρι της Βικτόριας.
Το επόμενο πρωί ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε μπροστά στο σπίτι στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Η καρδιά της Βικτό-ριας ράγισε. Είχε η μητέρα της φτάσει τόσο σύντομα; Μάζεψε όση δύναμη της είχε απομείνει και προσπάθησε να αντισταθεί. Δεν ήταν όμως η μητέρα της που μπήκε στο κάτω χολ. Άκουσε τη φωνή ενός άντρα να μιλάει στη θεία της κι ύστερα ένα θρόισμα που φανέρωνε δραστηριότητα καθώς η Σελίν μπήκε στο υπνοδωμάτιό της.
«Ντ’ ακόρ. Η θεία σου κανόνισε να σε πάει ένα αμάξι στο σπίτι. Πρέπει να μαζέψω μερικά πράγματα. Θα σε συνοδεύσω».
«Μα σου είπα, δεν μπορώ να πάω εκεί πίσω ξανά. Σε παρακαλώ, Σελίν».
Η υπηρέτρια, αγνοώντας τις παρακλήσεις της Βικτό-ριας, άρχισε να βγάζει ρούχα από τα συρτάρια και τις ντουλάπες και να τα στριμώχνει βιαστικά σε μια βαλίτσα. Μόλις τελείωσε, γύρισε προς τη Βικτόρια και την είδε να κλαίει γοερά. Την πλησίασε, γονάτισε μπροστά της και έπιασε τα χέρια της.
«Δεν συνειδητοποιείτε πόσο άρρωστη είστε, μαντ-μουαζέλ; Πρέπει να πάτε εκεί που μπορούν να σας φροντίσουν. Είναι ανάγκη να μείνετε στο Ένισμορ ώσπου να γίνετε καλά. Σας παρακαλώ, ελάτε!»
Σηκώθηκε και βοήθησε τη Βικτόρια να σταθεί στα πόδια της και ύστερα την οδήγησε κάτω και μέσα στον διάδρομο. Η λαίδη Μάριαν στάθηκε στην πόρτα του καθιστικού. Αγκάλιασε την ανιψιά της με δάκρυα να αιωρούνται από τα βλέφαρά της.
«Σου εύχομαι καλό ταξίδι».
Κάθε διάθεση διαμαρτυρίας εγκατέλειψε τη Βικτόρια.
«Γεια σου, θεία Μάριαν», είπε. «Σ’ ευχαριστώ για όλα».
Η Σελίν τη βοήθησε να κατέβει τα μπροστινά σκαλοπάτια όπου την περίμενε το αμάξι. Ο οδηγός πήρε τις βαλίτσες και τις έβαλε στο πορτμπαγκάζ. Καθώς η Βικτόρια τον περίμενε ν’ ανοίξει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, συνειδητοποίησε ότι κάποιος καθόταν στο μπροστινό κάθισμα. Κράτησε την ανάσα της καθώς η πόρτα άνοιξε και η Ρόζι βγήκε έξω δίνοντας τη νεαρή της ανιψιά στη Σελίν. Πλη-σίασε τη Βικτόρια, με τα χέρια της τεντωμένα κι ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Χωρίς να πει λέξη, η Βικτόρια ρίχτηκε στην αγκαλιά της Ρόζι.
«Πάμε πίσω στο Ένισμορ, Ρόζι», ψιθύρισε.
«Αχ, ναι, πάμε σπίτι».
Τέλος 34ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi