ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Τις επόμενες δύο μέρες το Δουβλίνο φλεγόταν. Καπνός έβγαινε από τα κτήρια στους παράδρομους καθώς ο Βρετανικός Στρατός προσπαθούσε να πυρπολήσει τους αντάρτες από τις σκεπές. Φλόγες τρεμόσβηναν και ύστερα γιγαντώνονταν. Οι πυροσβεστικές μονάδες της πόλης παρέμεναν στους σταθμούς τους για να μη ρισκάρουν να χάσουν τη ζωή τους από τις σφαίρες που εκτοξεύονταν στους δρόμους από τουφέκια και πολυβόλα. Οι ασυγκράτητες φλόγες υψώνονταν και περνούσαν από κτήριο σε κτήριο και από δρόμο σε δρόμο. Σύντομα, η οδός Σάκβιλ αποκλείστηκε, τα επιβλητικά της κτήρια άρχισαν να τρίζουν και να κροταλίζουν από την οργή της φωτιάς. Οι Δουβλινέζοι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τρέμουν και να κοιτάζουν με δέος το τρομερό θέαμα.
Μέχρι το Σάββατο τα χειρότερα είχαν περάσει. Τούβλα και σοβάδες από τα κατεστραμμένα κτήρια είχαν καλύψει τους δρόμους, ενώ παραμορφωμένα και λυγισμένα ατσάλινα δοκάρια έχασκαν σαν σκελετοί πάνω από τα συντρίμμια. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το ξενοδοχείο «Μέτροπολ», όπου κάποτε είχαν εκτυλιχθεί τόσες μεγαλοπρεπείς χαρούμενες χοροεσπερίδες. Κατά θαυμαστό τρόπο, το Γενικό Ταχυδρομείο, κεντρικό σημείο της εξέγερσης, έστεκε ακόμη. Σύννεφα καπνού ξεχύνονταν από αυτό καθώς οι αντάρτες ξέπλεναν τη σκεπή. Μέχρι το βράδυ όμως, οι φλόγες νίκησαν τις προσπάθειές τους και τελικά το κτήριο κυκλώθηκε και η σημαία της ιρλανδικής δημοκρατίας τυλίχτηκε στις φλόγες και έπεσε.Τις επόμενες δύο μέρες το Δουβλίνο φλεγόταν. Καπνός έβγαινε από τα κτήρια στους παράδρομους καθώς ο Βρετανικός Στρατός προσπαθούσε να πυρπολήσει τους αντάρτες από τις σκεπές. Φλόγες τρεμόσβηναν και ύστερα γιγαντώνονταν. Οι πυροσβεστικές μονάδες της πόλης παρέμεναν στους σταθμούς τους για να μη ρισκάρουν να χάσουν τη ζωή τους από τις σφαίρες που εκτοξεύονταν στους δρόμους από τουφέκια και πολυβόλα. Οι ασυγκράτητες φλόγες υψώνονταν και περνούσαν από κτήριο σε κτήριο και από δρόμο σε δρόμο. Σύντομα, η οδός Σάκβιλ αποκλείστηκε, τα επιβλητικά της κτήρια άρχισαν να τρίζουν και να κροταλίζουν από την οργή της φωτιάς. Οι Δουβλινέζοι το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τρέμουν και να κοιτάζουν με δέος το τρομερό θέαμα.
Η Ρόζι τα είχε παρακολουθήσει όλα από την οροφή του σπιτιού της οδού Μουρ. Ο Κάθαλ έφευγε κάθε πρωί και επέστρεφε εξουθενωμένος το βράδυ. Μιλούσαν ελάχιστα – οι αποδείξεις από τις φωτιές, τον καπνό και τον θόρυβο δεν άφηναν αμφιβολία για το τι συνέβαινε. Η Τζεραλντίν και η Νόρα Μπάτλερ μερικές φορές πήγαιναν να της κάνουν παρέα. Η διάθεση ήταν βαριά καθώς οι αδελφές μετέφεραν πληροφορίες για τους νεκρούς και τους τραυματίες. Οι αντάρτες πλήρωναν ένα τρομερό τίμημα, είπαν, αλλά πολλοί στρατιώτες είχαν επίσης σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Οι απώλειες δεν αφορούσαν μόνο τη μία πλευρά, έλεγαν, σε μια μικρή απόπειρα να φανούν αισιόδοξες.
Το Σάββατο το μεσημέρι η Ρόζι επιχείρησε να βγει στους δρόμους, παρά την επιμονή του Κάθαλ να μείνει μέσα. Μόλις έφτασε στα ερείπια του ξενοδοχείου «Μέτροπολ» στάθηκε ακίνητη στο πεζοδρόμιο. Περίμενε να νιώσει κάποιον θρίαμβο – αυτό το μέρος αντιπροσώπευε μία από τις χειρότερες ταπεινώσεις της ζωής της. Όπως όμως κοιτούσε τα απομεινάρια, ένιωσε σαν να αντίκριζε το πτώμα ενός παλιού εχθρού. Δεν υπήρχε τίποτε το θριαμβευτικό σ’ αυτό, μονάχα ένα κούφιο κενό εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει συναίσθημα. Προχώρησε στην οδό Σάκβιλ, περπατώντας ανάμεσα σε σωρούς από σάπια σκουπίδια, έντρομη στη θέα των μισοκαμένων σπιτιών, των σπασμένων γυαλιών και των βρομόνερων που κυλούσαν στις υδρορροές. Υπήρχε επίσης αίμα, που κηλίδωνε τα πεζοδρόμια και τους τοίχους, μια βουβή μαρτυρία για τη βία που είχε καταλάβει την πόλη. Προσευχήθηκε να ήταν καλά η Μπρίντι και η Κέιτ. Το Φόλεϊ Κορτ ήταν αρκετά μακριά από το κέντρο της πόλης, οπότε ήλπιζε να είχαν γλιτώσει τα χειρότερα.
Καθώς επέστρεφε στην οδό Σάκβιλ εκείνο το απόγευμα, είδε μια παράταξη ανταρτών, άοπλων και αποκαρδιωμένων, με τον αρχηγό τους να κουβαλάει μια λευκή σημαία. Είχαν παραδοθεί. Στάθηκε και τους παρατήρησε να προχωρούν, συνοδευόμενοι από στρατιώτες, στο Κάστρο του Δουβλίνου όπου θα τους συλλάμβαναν. Μια γυναίκα δίπλα της αναστέναξε.
«Α, είναι να τους λυπάσαι. Δεν ήμουν με το μέρος τους στην αρχή, αλλά οι μπαγάσες πάλεψαν με λύσσα».
Η Ρόζι έγνεψε. Αναγνώρισε μερικούς από τους νεαρούς που είχαν αγωνιστεί στη στέγη. Πίσω της, το Γενικό Ταχυδρομείο εξακολουθούσε να καίγεται και τ’ αποκαΐδια από τη σημαία της ιρλανδικής δημοκρατίας ανέμιζαν στον αέρα.
Μπροστά της έβλεπε το σπίτι του Κάθαλ όταν αντιλήφθηκε μια αναταραχή. Χωρίς να γνωρίζει το γιατί, άρχισε να τρέχει. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Το ένιωθε ως το μεδούλι της. Μόλις έφτασε στο σπίτι, μια αρμαθιά άνθρωποι παραμέρισαν και την άφησαν να περάσει. Εκεί στεκόταν ο Βαλεντάιν, με το κόκκινο σακάκι του να έχει σκουρύνει από έναν λεκέ φρέσκου αίματος. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από την ένταση. Κοίταξε κάτω. Στο πάτωμα κειτόταν ο Κάθαλ, ενώ αίμα ανάβλυζε από μια πληγή στο στήθος του. Γονάτισε πλάι του. Μόλις και μετά βίας ανέπνεε. Μια φωνή που δεν ήταν δική της άρχισε να κραυγάζει.
«Βοηθήστε με να τον βάλω μέσα. Για όνομα του Θεού! Θα αφήνατε τον άνθρωπο να πεθάνει στο ίδιο του το κατώφλι;»
Ακολούθησε ένας πάταγος από ποδοβολητά και χέρια τεντώθηκαν καθώς σήκωναν τον Κάθαλ και τον μετέφεραν μέσα, πάνω από τις σκάλες, στον διάδρομο. Τον ξάπλωσαν σ’ έναν καναπέ και στάθηκαν αμήχανα περιμένοντας τη Ρόζι να τους πει τι να κάνουν μετά. Ούρλιαξε να βγουν όλοι έξω, κι έφυγαν γρήγορα. Έμεινε μόνο ο Βαλεντάιν, σιω-πηλός και απεγνωσμένος. Δεν τον είχε δει ν’ ακολουθεί τους άντρες μέσα. Άρχισε να του λέει να φέρει νερό και επιδέσμους, αλλά ήξερε πως ήταν ανώφελο. Εκείνος κοιτούσε σαν να βρισκόταν σε σοκ. Έτσι έτρεξε εκείνη στο ντουλάπι με τα φάρμακα του Κάθαλ για να πάρει ό,τι χρειαζόταν. Καθώς περιποιούνταν την πληγή του, της ήρθε μια θολή εικόνα από τη βραδιά που είχε φροντίσει αυτός τις δικές της πληγές όταν ο Μάικο της επιτέθηκε. Πόσο ευγενικός και περιποιητικός ήταν! Το άγγιγμα των δαχτύλων του είχε μείνει πάνω στο δέρμα της πολλή ώρα μετά. Γύρισε προς τον Βαλεντάιν.
«Γιατί τον πυροβόλησες;» ούρλιαξε. «Για όνομα του Θεού, Βαλεντάιν, γιατί το έκανες αυτό;»
Ο Βαλεντάιν κούνησε το κεφάλι του σαν να ξυπνούσε από όνειρο.
«Δεν ήμουν εγώ, Ρόζι», έκλαψε. «Εγώ προσπάθησα να τον σώσω». Έκανε μια παύση ξεροκαταπίνοντας. «Έκανα περιπολία με τον λοχαγό μου όταν ο Κάθαλ ήρθε τρέχοντας από το Γενικό Ταχυδρομείο. Του φωνάξαμε κι οι δυο να μείνει ακίνητος, και εκείνος σταμάτησε και σήκωσε τα χέρια ψηλά. Αλλά… έτσι όπως γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μας ο λοχαγός ύψωσε το τουφέκι του. Ήξερα τι πήγαινε να κάνει και γι’ αυτό άρπαξα το μπράτσο του για να τον σταματήσω, αλλά ήταν πολύ αργά. Είχε ήδη πυροβολήσει». Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο του Βαλεντάιν. «Άρπαξα το τουφέκι προτού μπορέσει να ρίξει ξανά και χτύπησα τον μπάσταρδο. Ύστερα έσυρα τον Κάθαλ μακριά από κει». Κοίταξε τη Ρόζι, τα μάτια του την εκλιπαρούσαν. «Σε παρακαλώ, Ρόζι, σε παρακαλώ, πίστεψέ με. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παραπάνω».
Η Ρόζι πίστεψε μόνο ένα μέρος απ’ όσα έλεγε ο Βαλεντάιν. Ο Κάθαλ άρχισε να βογκά.
«Θα ’πρεπε να βρίσκεται στο νοσοκομείο!» ούρλιαξε. «Γιατί δεν τον πήγες;»
«Προσπάθησα αλλά δεν ήθελε. Επέμενε να τον φέρω στο σπίτι, σ’ εσένα».
«Χρειάζεται γιατρό. Δεν γνωρίζω τίποτε από ιατρική. Χρειάζεται γιατρό».
Ο Βαλεντάιν την κοίταξε με άγριο βλέμμα.
«Θα προσπαθήσω να βρω κάποιον», είπε, «αλλά θα πάω στη Βικτόρια πρώτα. Εκείνη θα ξέρει τι να κάνει».
Με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε. Η Ρόζι έφερε μπράντι και προσπάθησε να ρίξει μια στάλα στα χείλη του Κάθαλ. Ήταν λευκός σαν φάντασμα και όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν γυάλινα και κενά. Βόγκηξε ξανά από πόνο. Εκείνη σκέφτηκε τη μορφίνη που είχε κρύψει στο δωμάτιό της κατά τη διάρκεια του εθισμού του. Έτρεξε πάνω στις σκάλες και επιστρέφοντας με το φιαλίδιο του έδωσε μια μικροσκοπική δόση.
Γονάτισε πλάι του και πήρε το κεφάλι του στην αγκαλιά της.
«Κάθαλ, σε παρακαλώ, μη μ’ αφήσεις», ψιθύρισε.
Το σκοτάδι είχε πέσει όταν κάποιος τη χάιδεψε απαλά στον ώμο. Η Ρόζι τινάχτηκε. Μάλλον είχε αποκοιμηθεί. Σιγά σιγά, η γυναίκα που έσκυβε πάνω της άρχισε να γίνεται πιο ευδιάκριτη.
«Βικτόρια;» ψιθύρισε. «Βοήθησέ με».
Η Βικτόρια έγνεψε, παραμέρισε ευγενικά τη Ρόζι και καταπιάστηκε με την πληγή του Κάθαλ. Η Ρόζι κοίταζε καθώς η Βικτόρια την εξέταζε και την καθάριζε, την έδενε με μια γάζα και αντικαθιστούσε τους επιδέσμους.
«Πρέπει να ασκήσουμε πίεση στην πληγή», είπε στη Ρόζι. «Πρέπει να μπει στο νοσοκομείο. Ο Βαλεντάιν έψαχνε για γιατρό, αλλά του είπα να φέρει ασθενοφόρο. Ο Κάθαλ χρειάζεται επέμβαση το συντομότερο δυνατόν».
Αφού έκανε ό,τι μπορούσε, πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι. Άναψε δύο λάμπες, αλλά η φωτιά έσβησε και το δωμάτιο σκοτείνιασε. Κάθισε μες στη σιωπή όσο η Ρόζι αγκάλιαζε τον Κάθαλ ξανά, κρατώντας το χέρι της πάνω στην πληγή όπως τη συμβούλεψε η Βικτόρια. Ύστερα από ώρα, ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου να ουρλιάζει απέξω και μετά ποδοβολητά στις σκάλες. Αυτή τη φορά ο Κάθαλ δεν είχε καθόλου δύναμη. Δεν αντιστάθηκε καθώς τον τοποθέτησαν πάνω στο φορείο.
«Περιμένετε», είπε καθώς ήταν έτοιμοι να φύγουν.
Κοίταξε ψηλά προς τη Ρόζι. Εκείνη έσκυψε το αφτί της κοντά στα χείλη του.
«Δώσαμε μια καλή μάχη, έτσι δεν είναι, Ροϊσίν Νταβ;» ψιθύρισε.
Εκείνη έγνεψε, τα δάκρυά της κυλούσαν ανεξέλεγκτα.
«Ναι, δώσαμε, Κάθαλ».
Η ανάσα του άρχισε να κόβεται καθώς προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμόνια του για να μιλήσει κι άλλο.
«Προχώρησε μπροστά, αγάπη μου. Μην αφήνεις τον θυμό και το πείσμα να σκληρύνουν την καρδιά σου. Ανοίξου και πάλι στην αγάπη – αυτό είναι που μετράει στη ζωή».
Η Ρόζι δάγκωσε τα χείλη της και του έγνεψε μέσα από τα δάκρυά της.
«Σ’ αγαπώ, Ροϊσίν Νταβ».
Η Βικτόρια έμεινε με τη Ρόζι όλο το βράδυ. Πού και πού αποκοιμιόνταν, αλλά ο ύπνος τούς ξεγλιστρούσε. Δεν αντάλλαξαν λέξη μεταξύ τους. Κάθονταν σιωπηλές, σαν δυο παλιές φίλες που προσφέρουν παρηγοριά η μία στην άλλη, με έντονη τη συναίσθηση της παρουσίας τους. Καθώς ξημέρωνε, το σπίτι άρχισε να γεμίζει. Η Νόρα και η Τζεραλντίν Μπάτλερ έφτιαξαν τσάι ενώ κάποιοι άλλοι έφερναν νέα από τους αιχμαλώτους. Οι επικεφαλής είχαν μεταφερθεί στη φυλακή του Κιλμέναμ – δεκαπέντε απ’ αυτούς, συμπεριλαμβανομένων του Παντράιγκ Πιρς και του Τζέιμς Κόνολι, ηγέτες των Εθελοντών και της Ιρλανδικής Πολιτοφυλακής. Οι υπόλοιποι κρατούνταν ακόμη στο Κάστρο του Δουβλίνου, αλλά θα στέλνονταν σε φυλακές στην Αγγλία και την Ουαλία. Ένας άντρας κρυφογελούσε καθώς μιλούσε για την Κόνστανς Μάρκιεβιτς, την ακτιβίστρια κόμισσα από το Σλάιγκο, που φίλησε το όπλο της προτού το δώσει στον Βρετανό αξιωματικό. Ήταν μία από τις περίπου διακόσιες γυναίκες που είχαν πάρει μέρος στην ένοπλη σύρραξη.
Οι αναφορές για τα θύματα έρχονταν σωρηδόν και, παρότι οι αριθμοί δεν ήταν επιβεβαιωμένοι, ήταν ξεκάθαρο ότι οι πιο πολλοί πληγέντες ανήκαν στους πολίτες –διακόσιοι πενήντα νεκροί και πάνω από δύο χιλιάδες τραυματίες–, οι περισσότεροι εξαιτίας των αδιάκριτων πυροβολισμών και βομβαρδισμών του στρατού. Άλλες αναφορές αριθμούσαν τους νεκρούς αντάρτες στους εξήντα τέσσερις και τους νεκρούς του στρατού στους εκατόν δεκάξι, με άγνωστο αριθμό τραυματιών και στις δύο πλευρές. Η Ρόζι έδωσε ελάχιστη προσοχή στις αναφορές. Το μόνο θύμα που είχε σημασία γι’ αυτήν εκείνη τη στιγμή ήταν ο Κάθαλ.
Τα ξημερώματα η Βικτόρια έφυγε για να πάει στην Ένωση όπου είχε μεταφερθεί ο Κάθαλ. Γύρισε πίσω γρήγορα. Η έκφρασή της είπε στη Ρόζι όλα όσα έπρεπε να ξέρει. Ο Κάθαλ είχε φύγει. Η Ρόζι άρχισε να τρέμει και η Βικτόρια την τύλιξε μ’ ένα σάλι και της έδωσε τσάι. Οι υπόλοιποι επισκέπτες στάθηκαν γύρω της, μετατρέποντας την καρέκλα της σ’ ένα μικρό, απομονωμένο νησί καταμεσής του δωματίου.
«Βέβαια, αν το κακόμοιρο πλάσμα δεν είχε πεθάνει από σφαίρα», ψιθύρισε ένας άντρας, «θα τον περίμενε εκτέλεση στη φυλακή του Κιλμέναμ μαζί με τους υπόλοιπους».
«Αχ, ήταν υπέροχος άνθρωπος, πραγματικά», είπε ένας άλλος.
Το μεσημέρι η Βικτόρια έφυγε για να πάει στο σπίτι στην πλατεία Φιτζουίλιαμ και ν’ αλλάξει. Έπρεπε να είναι πίσω στην Ένωση στη μία η ώρα. Ρωτούσε επίμονα το πλήθος στο σπίτι της Ρόζι για πληροφορίες σχετικά με τα θύματα. Είχε επιζήσει ο Μπρένταν; Αν ναι, πού ήταν; Την τελευταία στιγμή αποφάσισε να πάει στον στρατώνα του Δουβλίνου αντί για την Ένωση και να βρει τον Βαλεντάιν.
Η πρώτη του ερώτηση ήταν για τον Κάθαλ. Η Βικτόρια κούνησε το κεφάλι.
«Καημένη Ρόζι», ψιθύρισε εκείνος.
«Έκανα ό,τι μπορούσα για εκείνον», είπε, «αλλά ακόμα κι όταν έφτασε το ασθενοφόρο, ήξερα πως ήταν πολύ αργά. Μόνο ένα θαύμα θα μπορούσε να τον είχε σώσει».
Στάθηκαν σιωπηλοί για μια στιγμή, με τα κεφάλια σκυμμένα από θλίψη.
Ύστερα από ώρα η Βικτόρια μίλησε.
«Βαλεντάιν, μπορείς να μου δώσεις έναν κατάλογο των αιχμαλώτων στο Κάστρο του Δουβλίνου;»
Την κοίταξε έκπληκτος.
«Ναι, υποθέτω πως ναι. Γιατί;»
«Πρέπει να μάθω αν σ’ αυτούς βρίσκεται και ο Μπρένταν».
«Α, φυσικά, έχεις δίκιο. Λυπάμαι, έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι θα ανησυχούσες γι’ αυτόν, αλλά με όλα όσα συμβαίνουν…»
«Σε παρακαλώ. Πρέπει να μάθω».
Ο Βαλεντάιν την άφησε κι εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα. Η Βικτόρια άρχισε να κουνιέται νευρικά όσο περίμενε. Ένα κομμάτι της ήθελε ν’ ακούσει ότι ο Μπρένταν βρισκόταν στη φυλακή και όχι ανάμεσα στα θύματα. Ήθελε να ξέρει πως ήταν ζωντανός. Ζωντανός όμως και στη φυλακή; Ήταν αυτό παρηγοριά;
Ο Βαλεντάιν επέστρεψε γρήγορα με ένα χαμόγελο να φωτίζει το χλομό του πρόσωπο.
«Έχω καλά νέα. Κρατείται στο Κάστρο». Το χαμόγελό του ατόνησε. «Κρίθηκε ένοχος για προδοσία, φυσικά, αλλά αμφιβάλλω αν θα τον εκτελέσουν. Θα σταλεί σε φυλακή στην ηπειρωτική χώρα, πιθανότατα στην Ουαλία».
«Υπάρχει καμιά πιθανότητα να τον δω;»
Ο Βαλεντάιν κούνησε το κεφάλι του.
«Όχι, δυστυχώς δεν έχω τη δύναμη να το κανονίσω αυτό. Σου υπόσχομαι όμως πως θα βρω πού τον έχουν στείλει και μπορείς να του γράψεις».
Η Βικτόρια έσκυψε το κεφάλι της.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε.
Ο Βαλεντάιν την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Ξέρω πόσα σημαίνει αυτός για σένα».
«Τον αγαπώ, Βαλεντάιν».
«Είμαι σίγουρος ότι το ξέρει».
Καθώς στράφηκε για να φύγει, ο Βαλεντάιν ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της με πολύ σοβαρό ύφος.
«Βικτόρια, συμβαίνουν κάποια πράγματα εδώ στον στρατώνα, για τα οποία πρέπει να σε προειδοποιήσω. Δεν μπορώ να προβλέψω το αποτέλεσμα προς το παρόν, αλλά θα ήθελα να υπολογίζω στη στήριξή σου όταν έρθει η ώρα. Είσαι η μόνη στην οικογένειά μας που ήταν πραγματικά εδώ κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, που είδε πώς ήταν τα πράγματα…»
Έσκυψε το κεφάλι.
«Τι συμβαίνει, Βαλεντάιν;»
Έμεινε να περιμένει καθώς εκείνος φαινόταν να παλεύει με μιαν απόφαση. Όταν την ξανακοίταξε, χαμογελούσε.
«Δεν είναι τίποτε. Δεν θα έπρεπε καν να το αναφέρω. Αρκετή αναστάτωση είχες αυτή την εβδομάδα. Τα νέα μου μπορούν να περιμένουν».
Έφυγε από τον στρατώνα και περπάτησε αργά προς την Ένωση. Οι σκέψεις της σκόνταφταν η μία πάνω στην άλλη. Ήταν περίεργη για τα νέα του Βαλεντάιν, αλλά σύντομα την απασχόλησε η σκέψη του Μπρένταν. Η Βικτόρια θα έπρεπε να νιώθει ευγνώμων που εκείνος είχε γλιτώσει. Η φυλακή όμως; Θα μπορούσαν να τον κλείσουν εκεί για χρόνια – πιθανόν εφ’ όρου ζωής. Τι θα έκανε τότε χωρίς αυτόν;
Τέλος 33ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi