ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32

Η Βικτόρια κοιμήθηκε ανήσυχα εκείνο το βράδυ και σηκώθηκε πριν ξημερώσει. Μόλις χάραζε, θα έφευγε για την Ένωση. Έπρεπε να βρει τον Μπρένταν. Η λαίδη Μάριαν και ο κύριος Κίρνι είχαν φύγει από το Δουβλίνο για το εορταστικό Σαββατοκύριακο προτού ξεσπάσει η εξέγερση και μονάχα η Σελίν είχε μείνει στο σπίτι. Η τρομαγμένη υπηρέτρια στεκόταν μπροστά της προσπαθώντας να την εμποδίσει να φύγει. Η Βικτόρια όμως την έσπρωξε και άνοιξε την μπροστινή πόρτα.

«Με χρειάζονται στην Ένωση», είπε αυστηρά. «Ενδέχεται να υπάρχουν τραυματίες».

Οι δρόμοι γύρω από την πλατεία Φιτζουίλιαμ ήταν ήσυχοι. Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά και υποσχόταν άλλη μια ζεστή μέρα. Η Βικτόρια περπατούσε αποφασιστικά προς το νοσοκομείο, με το κεφάλι ψηλά, επιδεικνύοντας μια αυτοπεποίθηση την οποία δεν ένιωθε πραγματικά. Όταν έφτασε στην Ένωση, τα πάντα έδειχναν φυσιολογικά απέξω, ακριβώς όπως τα είχε αφήσει τη βραδιά που τη συνόδευσε σπίτι ο Βαλεντάιν. Μόλις μπήκε, μια μεγαλύτερη σε ηλικία νοσοκόμα έτρεξε προς το μέρος της κουνώντας πέρα δώθε τα χέρια της.

«Βικτόρια, πόσο χαίρομαι που ήρθες! Οι αντάρτες έχουν καταλάβει όλα τα κτήρια, και πολλά από τα κορίτσια φοβούνται να κατέβουν εδώ. Δεν έχουμε σχεδόν καθόλου νοσηλευτικό προσωπικό. Κι έχουμε μονάχα λίγους γιατρούς – πολλοί από τους οποίους ήταν εκτός πόλης για τις διακοπές και δεν μπορούν να επιστρέψουν στο Δουβλίνο». Έκανε τον σταυρό της. «Δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρουμε όταν οι τραυματίες αρχίσουν να φτάνουν. Προσεύχομαι μονάχα στον Θεό όλα αυτά να τελειώσουν σύντομα».

Η Βικτόρια ήθελε να ψάξει τον Μπρένταν, αλλά δεν είχε την ευκαιρία. Ρίχτηκε αμέσως στη δουλειά. Είτε με εξέγερση είτε χωρίς αυτήν, οι φτωχοί του Δουβλίνου συνέρ-ρεαν αναζητώντας φροντίδα. Δούλευε όλο το πρωί χωρίς διακοπή. Το μεσημέρι κατάφερε να ξεγλιστρήσει σε μια πλαϊνή αυλή. Είδε κάποια αδιόρατη κίνηση σ’ ένα από τα παλιά κτήρια του πτωχοκομείου. Ήταν ένας νεαρός άντρας που άναβε τσιγάρο. Φορούσε πολιτικά, αλλά η Βικτόρια μάντεψε πως ανήκε στους Εθελοντές. Είχε ακουμπήσει ένα τουφέκι στα πόδια του. Τον πλησίασε αργά, με τα χέρια της απλωμένα μπροστά για να τον καθησυχάσει. Ήλπιζε πως η στολή της νοσοκόμας θα μείωνε την καχυποψία του.

«Απλώς ψάχνω κάποιον», ψιθύρισε καθώς εκείνος έσκυψε να πιάσει το όπλο του. «Τον Μπρένταν Λιντς. Μήπως τον ξέρεις;»

«Και τι τον θέλεις;»

Η χωριάτικη προφορά του την έκανε σχεδόν να χαμογελάσει. Μπορεί και να ήταν από το Μάγιο.

«Είμαι φίλη του. Άκουσα ότι ορισμένοι από τους Εθελοντές θα στέλνονταν ως φρουρά εδώ. Θέλω μόνο να τον δω. Να βεβαιωθώ πως είναι καλά».

Ήταν καχύποπτος, το έβλεπε. Ίσως έφταιγε η αριστοκρατική της προφορά. Πλησίασε πιο κοντά.

«Σε παρακαλώ, θέλω μόνο να μάθω».

Το πρόσωπό του μαλάκωσε.

«Ήταν εδώ χθες και ήταν καλά, μερικά παιδιά όμως μεταφέρθηκαν σήμερα το πρωί. Χρειάστηκαν ενισχύσεις κάτω στο Σεντ Στίβενς Γκριν και άλλα μέρη. Λυπάμαι, αλλά δεν ξέρω πού τον έστειλαν».

Η καρδιά της βούλιαξε.

Το πρόσωπο του αγοριού φωτίστηκε.

«Αν τον δω, ποιος να του πω ότι ρωτούσε για εκείνον;»

«Η Βικτόρια», ψιθύρισε.

Ως αργά το απόγευμα οι άνθρωποι έρχονταν στην Ένωση με ζωηρές αφηγήσεις τού τι συνέβαινε στην πόλη. Η Βικτόρια συνειδητοποίησε πως μερικά από όσα λέγονταν ήταν απλώς φήμες, αλλά τα άκουγε όλα με προσοχή. Τα στρατεύματα είχαν προφανώς αρχίσει να κινούνται στους δρόμους και είχαν ακουστεί κάποιοι πυροβολισμοί. Οι αντάρτες επίτασσαν σπίτια και πυροβολούσαν τους στρατιώτες από τις σκεπές. Ο κόσμος έτρεχε ν’ αγοράσει προμήθειες –ψωμί, γάλα, κρέας– προτού φτάσουν οι ενισχύσεις του στρατού. Ύστερα η μάχη θα άρχιζε για τα καλά, έλεγαν. Το Δουβλίνο ήταν ακόμη γεμάτο πλιατσικολόγους, αλλά αστυνομία δεν φαινόταν πουθενά. Η Βικτόρια μπορούσε να δει και μόνη της τις ζημιές από το πλιάτσικο – παιδιά που φορούσαν πολύ μεγάλα πανωφόρια, οι μητέρες τους με πολύ στενά καινούργια παπούτσια, μωρά σε ολοκαίνουργια καροτσάκια. Αναρωτήθηκε αν η Μπρίντι και ο Μάικο βρίσκονταν ανάμεσά τους, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν μπορούσε να φανταστεί την Μπρίντι να κλέβει, όσο απεγνωσμένη κι αν ήταν.

Το βράδυ ένιωθε πλέον εξουθενωμένη. Η επικεφαλής νοσοκόμα τής είπε να πάει σπίτι.

«Θα χρειαστείτε όλες σας τις δυνάμεις αύριο», είπε, «μόλις αρχίσουν να φτάνουν οι τραυματίες».

Η Βικτόρια έγνεψε. Βγήκε από τον θάλαμο και κατευθύνθηκε προς την μπροστινή πύλη και έξω στον δρόμο. Αμφιταλαντεύτηκε για το αν θα περπατούσε προς το Σεντ Στίβενς Γκριν. Ύστερα από το χτεσινό περιστατικό, όπου οι αντάρτες προσπάθησαν να επιτάξουν το αυτοκίνητο του Βαλεντάιν, η σκέψη να περάσει από εκεί την τρομοκρατούσε. Έπρεπε όμως να βρει τον Μπρένταν.

«Δεσποινίς Μπελ».

Η φωνή την ξάφνιασε. Είχε σχεδόν πέσει πάνω στον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Τον κοίταξε επίμονα. Έδειχνε πιο λεπτός απ’ ό,τι τον θυμόταν, το πρόσωπό του ήταν ταλαιπωρημένο και η πλάτη του ελαφρώς κυρτή.

«Μια κοπέλα σαν εσένα θα έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι της ασφαλής», είπε.

Προσπάθησε με κόπο να χαμογελάσει.

«Ακούγεσαι σαν τον μπαμπά μου».

Ο Κάθαλ τής ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Υποθέτω πως ναι. Η οικογένειά σας θα ανησυχεί για σας. Όπως και να ’χει, θα σας συνοδεύσω στο σπίτι σας».

«Δεν πάω στο σπίτι. Πηγαίνω στο Σεντ Στίβενς Γκριν. Πρέπει να βρω κάποιον».

«Τι; Γιατί;» Ο Κάθαλ την περιεργάστηκε και ένα βλέμμα κατανόησης φάνηκε στο πρόσωπό του. «Α, κατάλαβα. Εκείνος ο τυπάκος που ψάχνεις, ο Μπρένταν, κάνει περιφρούρηση εκεί».

Η Βικτόρια τον κοίταξε σοκαρισμένη.

«Πώς… πώς το ήξερες;»

«Γνωρίζω καλά τον Μπρένταν. Μου έχει μιλήσει για… τέλος πάντων, για πράγματα. Ήταν απογοητευμένος ο κακομοίρης όταν χωρίσατε». Άπλωσε το χέρι του για να σταματήσει τις διαμαρτυρίες της Βικτόριας. «Δεν με αφορά το τι συνέβη μεταξύ σας. Αυτό είναι δικό σας θέμα, αλλά θα είσαι ανόητο κορίτσι αν πας να τον ψάξεις τώρα».

Η Βικτόρια άρχισε να κλαίει.

«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», είπε. «Είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί του».

Το πρόσωπο του Κάθαλ πήρε ένα απόμακρο ύφος. Η φωνή του ήταν απαλή όταν μίλησε.

«Ε, βέβαια, δεν είναι ο έρωτας ένα από τα πιο ανόητα πράγματα και δεν είναι οι καρδιές μας τόσο ανόητες που ακολουθούν τις προσταγές του;»

Η Βικτόρια χαμογέλασε και έβαλε το χέρι της στο δικό του.

«Θα με βοηθήσεις να τον βρω, Κάθαλ;»

Ο Κάθαλ έγνεψε.

«Ναι. Όχι απόψε όμως. Πρέπει να επιστρέψω για μια βραδινή βάρδια. Δεν έχουμε σχεδόν καθόλου γιατρούς. Θα σε βρω εδώ, στην Ένωση, αύριο». Την έπιασε αγκαζέ. «Τώρα θα περπατήσουμε μαζί προς το σπίτι σου και θα μου υποσχεθείς ότι θα μπεις μέσα, θα κλειδώσεις την πόρτα και θα μείνεις εκεί απόψε».

«Το υπόσχομαι».

Η Ρόζι στεκόταν ακουμπώντας την πλάτη στην καμινάδα της σκεπής στο σπίτι της οδού Μουρ και κρατώντας ένα τουφέκι πάνω στα πόδια της. Το όπλο ανήκε σε έναν νεαρό Εθελοντή που βρισκόταν ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στη σκεπή, στοχεύοντας Βρετανούς στρατιώτες στον δρόμο. Της το έδωσε όταν του έφερε σάντουιτς και νερό και σύρθηκε πίσω από την καμινάδα να φάει το κολατσιό του. Οι αντάρτες είχαν καταλάβει τις σκεπές σε όλη την οδό Μουρ γκρεμίζοντας τους τοίχους των διπλανών σπιτιών για να δημιουργήσουν μια δίοδο από τη μια άκρη του τετραγώνου ως την άλλη, πάνω και κάτω και στις δύο πλευρές.

Η Ρόζι κρατούσε αφηρημένη το τουφέκι καθώς κοίταζε τους ανθρώπους κάτω να τρέχουν κατά μήκος της οδού Μουρ, ορισμένοι τραβολογώντας παιδιά, άλλοι κουβαλώντας ψωμί ή καλάθια με φαγητό. Έσκυβαν το κεφάλι βιαστικά μέσα κι έξω από πόρτες, διέσχιζαν τον δρόμο για να αποφύγουν στρατιώτες, και πού και πού τολμούσαν να ρίξουν μια ματιά πάνω στις σκεπές όπου βρίσκονταν οι αντάρτες σε αναμονή. Είδε έναν στρατιώτη να πέφτει και παρατήρησε τους συντρόφους του καθώς έσπευδαν για βοήθεια, τραβώντας τον στην ασφάλεια μιας κοντινής εισόδου. Αναρωτήθηκε πού να ήταν ο Βαλεντάιν. Δεν τον είχε συλλογιστεί για μήνες, αλλά τώρα, καθώς έβλεπε τους στρατιώτες, της ήταν αδύνατον να μη σκεφτεί το πρόσωπό του. Θα μπορούσε άραγε να τον χτυπήσει; Ίσως, είπε στον εαυτό της, αλλά μόνο για αυτοάμυνα.

Όλο το βράδυ ο μεταλλικός κρότος από τα συνεχή πυρά κατέκλυζε τ’ αφτιά της. Τώρα έξω ο θόρυβος ήταν μεγαλύτερος και πιο ανησυχητικός. Οι σειρήνες των ασθενοφόρων αντηχούσαν σε όλη την πόλη, ανάμεικτες με τους εκκωφαντικούς ήχους των τεθωρακισμένων αρμάτων. Τούβλα έφευγαν από τις παλιές καμινάδες, πέφτοντας με πάταγο στον δρόμο. Μια αδέσποτη σφαίρα έσπασε το τζάμι ενός κοντινού παραθύρου. Το κεφάλι ενός ηλικιωμένου άντρα πρόβαλε στο άνοιγμα εξαπολύοντας έναν χείμαρρο από βρισιές και προς τις δύο πλευρές, αντάρτες και στρατιώτες. Η Ρόζι άρχισε να βήχει. Ο καπνός είχε εγκλωβιστεί μες στον λαιμό της και η βαριά, υγρή ατμόσφαιρα τη δυσκόλευε ν’ αναπνεύσει. Ένιωσε ένα μικρό ρίγος. Όταν ο καιρός ήταν έτσι, η ανάμνηση της υγρής νύχτας στο Φόλεϊ Κορτ με τον Μάικο επανερχόταν.

Έδωσε το τουφέκι πίσω στον νεαρό άντρα και μπουσούλησε γύρω από την καμινάδα, προχωρώντας προσεκτικά πάνω στα κεραμίδια και μέσα στον φεγγίτη που οδηγούσε στη σοφίτα. Μια άγρια ζέστη τη χτύπησε μόλις βρέθηκε στη σκάλα και άρχισε να κατεβαίνει προς την κουζίνα. Το σπίτι ήταν γεμάτο ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν – μερικοί κατευθύνονταν προς την ταράτσα, άλλοι συγκεντρώνονταν στο καθιστικό για να μιλήσουν. Αναγνώρισε τους επικεφαλής των Εθελοντών, της Ιρλανδικής Πολιτοφυλακής και της Αδελφότητας, μέλη του Συνδέσμου, δημοσιογράφους από το Σπαθί – και όλοι τους προκαλούσαν μεγάλη αναταραχή. Σχολίαζαν το γεγονός ότι οι εντολές για την εξέγερση ανακλήθηκαν από έναν επικεφαλής των Εθελοντών εξαιτίας μιας σύγχυσης στη συνεννόηση. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των αντρών που έδωσαν το «παρών» ήταν αισθητά μειωμένος. Το σπίτι του Κάθαλ είχε γίνει ένα άτυπο αρχηγείο για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Έκοβε ψωμί για περισσότερα σάντουιτς τη στιγμή που ο Κάθαλ εμφανίστηκε πίσω της. Τον περιεργάστηκε ανήσυχα, όπως πάντα, αποτιμώντας την κατάσταση της υγείας του. Έδειχνε ταλαιπωρημένος. Η Ρόζι παράτησε το μαχαίρι, τον οδήγησε στο τραπέζι και τον έβαλε να καθίσει.

«Μείνε εδώ», είπε, «ώσπου να σου φέρω λίγο φαγητό».

Ο Κάθαλ βούλιαξε εξαντλημένος στην καρέκλα.

«Δεν μπορώ να μείνω για πολύ, αγάπη μου», είπε. «Πρέπει να βγω έξω να δω πώς πάνε τα παιδιά. Πέφτουν πολλά πυρά σε ολόκληρη την πόλη. Είναι καθήκον μου να πάω κοντά τους».

«Καθήκον σου είναι επίσης να σώζεις ζωές, Κάθαλ», είπε εκείνη. «Δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δύο. Δεν έχεις τη δύναμη γι’ αυτό».

Από τότε που είχε ξεκινήσει η εξέγερση, η Ρόζι ανησυχούσε για τον Κάθαλ διαρκώς. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε κάθε φορά που έβγαινε για να ελέγξει τους Εθελοντές. Τον είχε σχεδόν χάσει μία φορά, δεν άντεχε τη σκέψη να τον χάσει ξανά.

Ο Κάθαλ χαμογέλασε ξεψυχισμένα.

«Ε, δεν πρόκειται να καταδιώξω τον Βρετανικό Στρατό ολομόναχος. Αυτούς τους τύπους όμως τους εκπαίδευσα, Ρόζι, και πρέπει να σιγουρευτώ ότι τα πάνε καλά. Ανησυχώ γι’ αυτούς. Δεν μπορώ να τους εγκαταλείψω. Δεν θέλω να δω να παθαίνει κακό κανείς τους». Αναστέναξε και δάγκωσε το σάντουιτς που του είχε βάλει μπροστά του. «Κανένας μας δεν περίμενε ο αναθεματισμένος ο στρατός να εξαπολύσει τέτοια επίθεση. Δεν μπορούν να δουν πως έχουν απέναντί τους πιτσιρικάδες…»

«Καταλαβαίνω πως νιώθεις ευθύνη για εκείνους, Κάθαλ. Πραγματικά. Είσαι όμως μονάχα ένας άνθρωπος. Και πρωτίστως γιατρός».

Δεν πρόσθεσε: «Και στο κάτω κάτω, θα είσαι πιο αφαλής στο νοσοκομείο».

«Ναι, ήμουν γιατρός πρωτίστως, αλλά έχασα το δικαίω-μα να αποκαλώ τον εαυτό μου έτσι εδώ και πολύ καιρό».

Κατέβασε το κεφάλι του. Η Ρόζι έσκυψε και τον αγκά-λιασε.

«Πόσοι τραυματίες είναι στην Ένωση;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

«Τι; Όχι και τόσο πολλοί τώρα, αλλά η κατάσταση θα χειροτερέψει. Το νιώθω. Θα βγάλουν έξω το βαρύ πυροβολικό όπου να ’ναι. Και ο Πιρς και ο Κόνολι δεν πρόκειται να παραιτηθούν σύντομα. Έθεσαν έναν στόχο και τώρα πρέπει να ζήσουν μ’ αυτόν. Είναι γενναία αγόρια, όλη η παρέα τους».

Η Ρόζι δεν έδωσε απάντηση. Κάθισε δίπλα του και σιγόπινε το τσάι της. Η ίδια είχε καταταγεί στον Σύνδεσμο Γυναικών, το βοηθητικό στρατιωτικό σώμα, λίγους μήνες πριν, μαζί με τις αδελφές Μπάτλερ και άλλες γυναίκες. Είχε μάθει πώς να πυροβολεί με το τουφέκι και ήταν έτοιμη να το κάνει για την επανάσταση. Ο Κάθαλ είχε αρχίσει να την αποκαλεί «γλυκιά του αντάρτισσα» κι εκείνη γελούσε. Τώρα όμως που η εξέγερση είχε ξεκινήσει, δεν ήταν σίγουρη τι σκεφτόταν πραγματικά για το στοίχημα που είχαν βάλει οι επικεφαλής των ανταρτών, ειδικά με το μειωμένο ανθρώπινο δυναμικό που ήταν αποτέλεσμα επικοινωνιακού λάθους. Πολλά από τ’ αγόρια εκείνα θα σκοτώνονταν προτού καλά καλά τελειώσουν όλα. Μπορεί ακόμα κι ο Κάθαλ. Αναστέναξε. Άλλο πράγμα ήταν να μιλάς για την προθυμία να πληρώσεις το τίμημα, αλλά όταν αυτό μεταφράζεται σε λουτρά αίματος και θάνατο που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια σου, πρέπει ν’ αναρωτιέσαι αν τελικά αξίζει.

«Είδα τη νεαρή Βικτόρια σήμερα». Η φωνή του Κάθαλ διέκοψε τις σκέψεις της. «Είναι πέρα, στην Ένωση, σώζοντας ζωές, ενώ θα μπορούσε να μένει κλειδαμπαρωμένη στη σπιταρόνα της στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Χαρά στο κουράγιο της της κοπελίτσας, είναι γενναιότερη απ’ ό,τι νόμιζα».

Η Ρόζι ξεροκατάπιε. Δίσταζε να παινέψει τη Βικτόρια μεγαλόφωνα, αλλά μέσα της ένιωσε μια τρυφερή υπερηφάνεια για την παλιά της φίλη.

«Θέλει να της βρω τον Μπρένταν Λιντς. Λέει ότι είναι ανάγκη να τον δει. Είχαν έναν άσχημο καβγά. Λέει όμως πως τον αγαπά ακόμη».

Η Ρόζι ξέχασε τη στιγμιαία υπερηφάνεια που ένιωσε για τη Βικτόρια και θυμήθηκε τη διένεξη που είχαν για τον Μπρένταν. Τότε ήταν πεπεισμένη ότι η Βικτόρια απλώς χρησιμοποιούσε τον Μπρένταν. Πώς λοιπόν τα πράγματα είχαν φτάσει εκεί;

«Ο Μπρένταν σίγουρα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποκύψει στη γοητεία της», είπε μεγαλόφωνα.

Ο Κάθαλ γέλασε.

«Θα έλεγα πως ο ένας γοήτευσε τον άλλον. Ο έρωτας είναι παράξενο πράγμα, Ρόζι – όπως εσύ κι εγώ γνωρίζουμε. Τέλος πάντων, σκοπεύω να βρω τον τύπο αύριο βράδυ και να τον πάω στο σπίτι της – η θεία της λείπει μαζί με τον μορφονιό της, υποθέτω».

Η Ρόζι πετάχτηκε όρθια.

«Όχι! Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό, Κάθαλ. Για όλους σας. Δεν οφείλεις τίποτα στη Βικτόρια Μπελ».

«Είναι φίλη σου, Ρόζι».

«Δεν θα τη βοηθήσω να χειραγωγήσει άλλον έναν άνθρωπο προκειμένου να της κάνει τα χατίρια».

«Είναι αποφασισμένη και επιμένει να τον βρει, ό,τι κι αν κάνω εγώ. Προτιμώ να είμαι εκεί για να προστατέψω και τους δυο τους». Ο Κάθαλ σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι του πάνω στο μπράτσο της Ρόζι. «Είναι απλώς ένα κοριτσάκι, Ροϊσίν Νταβ, όπως εσύ, αλλά είναι αθώα, δεν έχει γεννηθεί επαναστάτρια σαν κι εσένα».

Η Ρόζι σούφρωσε τα χείλη της. Ήταν θυμωμένη μαζί του, αλλά ήξερε ότι εκείνος θα έκανε αυτό που ήθελε.

«Απλώς δεν κατανοώ τις προτεραιότητές σου, Κάθαλ».

Εκείνος την κοίταξε μ’ ένα ίχνος θλίψης στα μάτια του.

«Αχ, Ρόζι, τώρα μιλάει μονάχα το πείσμα σου. Η αγάπη θα έπρεπε να είναι πάντοτε η προτεραιότητά μας – είναι το μόνο πράγμα στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε».

Πήρε το χέρι της. Εκείνη τον κοίταξε, με δάκρυα να τσού-ζουν τα μάτια της.

«Η δική μου προτεραιότητα είσαι εσύ, Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Εσένα αγαπώ».

«Μα το ξέρω, Ρόζι. Κι εγώ σ’ αγαπώ, γλυκιά μου. Ας μην επικρίνουμε λοιπόν τη Βικτόρια για την αγάπη της για τον Μπρένταν».

Όταν έφυγε, η Ρόζι κάθισε και πάλι στο τραπέζι χαμένη στις σκέψεις της, αδιάφορη για τη βοή των ανθρώπων που δεν έπαυαν να μπαίνουν και να βγαίνουν από την κουζίνα. Είχε υπάρξει κακιά και εγωίστρια, και ντρεπόταν για τον εαυτό της. Ίσως η Βικτόρια να είχε δίκιο όταν της είπε πως ήταν καιρός να σταματήσει να κατηγορεί όλους τους άλλους για τα προβλήματά της. Ίσως είχε βιαστεί να κρίνει τη φίλη της όσον αφορά τον Μπρένταν. Αναστέναξε. Είχε επιτρέψει σε μια τέτοια μικροψυχία να καταστρέψει τη φιλία της με τη Βικτόρια, αλλά δεν έπρεπε να την αφήσει να καταστρέψει τη σχέση της με τον Κάθαλ. Ήταν καιρός να διώξει αυτά τα συναισθήματα προτού την καταστρέψουν ολοκληρωτικά.

Σηκώθηκε, έφτιαξε άλλη μια παρτίδα σάντουιτς και τα πήγε πάνω στη σκεπή, όπου άλλος ένας νεαρός αντάρτης αντιμετώπιζε γενναία το ενδεχόμενο να πληρώσει το ύστατο τίμημα γι’ αυτό που πίστευε – την αγάπη για την πατρίδα του.

Όταν ο ήλιος ανέτειλε την Τετάρτη, οι κάτοικοι του Δουβλίνου σηκώθηκαν και σύρθηκαν στα παράθυρά τους. Αυτό που αντίκρισαν προκάλεσε ανακούφιση σε ορισμένους και φόβο σε κάποιους άλλους. Οι βρετανικές στρατιωτικές ενισχύσεις είχαν φτάσει. Ένα τάγμα από ταλαιπωρημένους στρατιώτες, ορισμένοι σχεδόν αμούστακα σχολιαρόπαιδα, περπατούσαν με βαριά βήματα στην οδό Σάκβιλ κάτω από έναν καταιγισμό από σφαίρες που έριχναν οι αντάρτες από τις σκεπές. Τα πυρά των τουφεκιών των ανταρτών σύντομα ενώθηκαν με τα πυρά από τα πυροβόλα. Το μεσημέρι, ο ήχος των κανονιών αντηχούσε από τον ποταμό Λίφι, καθώς ένα κανονιο-φόρο πλοίο χτυπούσε το Λίμπερτι Χολ, το οποίο είχε καταληφθεί από αντάρτες. Τα πυρά εξαπολύονταν πίσω από τα παράθυρα του ξενοδο-χείου «Σέλμπουρν», μ’ έναν καταιγισμό από σφαίρες να περνά πάνω από τους αντάρτες που είχαν σκάψει χαντάκια στο Σεντ Στίβενς Γκριν.

Κι όμως, για πολλούς Δουβλινέζους η σκηνή έμοιαζε περισσότερο με παράσταση παρά με πόλεμο. Ελάχιστοι είχαν πάρει την απειλή για μια εξέγερση στα σοβαρά, παρά το γεγονός ότι οι Εθελοντές ασκούνταν ανοιχτά στους δρόμους του Δουβλίνου για εβδομάδες. Πώς μπορούσε ένα ετερόκλητο τσούρμο από ποιητές, δασκάλους, υπαλλήλους και χωριατόπαιδα να μεταμορφωθεί εν μία νυκτί σε στρατευμένους πολίτες ικανούς να αντισταθούν στον Βρετανικό Στρατό; Στην καλύτερη περίπτωση κάτι τέτοιο ήταν δονκιχωτικό και στη χειρότερη θανατηφόρο. Κι έτσι, πολλοί Δουβλινέζοι απολάμβαναν τη μεσημεριανή λιακάδα στα σκαλοπάτια των σπιτιών τους ή στους κήπους τους, και χάζευαν τις συμπλοκές σαν να έβλεπαν εορταστική παρέλαση. Η σχετικά εύκολη πρόσβασή τους στους δρόμους τη Δευτέρα και την Τρίτη τούς είχε οδηγήσει σε μια κατάσταση άρνησης. Ακόμα και το περιστασιακό θέαμα του νεκρού σώματος ενός άτυχου πολίτη που κειτόταν στον δρόμο δεν κατάφερνε να τους αφυπνίσει.

Την Τετάρτη το βράδυ, ωστόσο, η ατμόσφαιρα έγινε πιο δυσοίωνη. Πυρά εξαπολύονταν σε όλη την πόλη. Οι σειρήνες των ασθενοφόρων που μετέφεραν τους τραυμα-τίες ούρλιαζαν στη διαδρομή για τα νοσοκομεία. Οι ήχοι των βρετανικών πολυβόλων και των βομβαρδισμών έφταναν σ’ ένα εκκωφαντικό κρεσέντο. Οι προμήθειες του φαγητού εξαντλούνταν και κόσμος έβγαινε στα κλεφτά στους δρόμους αναζητώντας ψωμί και γάλα και προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποφύγουν την ανταλλαγή πυρών. Πολλούς τους σταματούσαν και τους γύριζαν οι στρατιώτες σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την απαγόρευση της κυκλοφορίας. Οι αντάρτες στο Ταχυδρομείο έμεναν στις θέσεις τους πίσω από παράθυρα οχυρωμένα με σακιά άμμο, ανταποδίδοντας τα πυρά στον στρατό.

Μέσα σ’ αυτόν τον αυξανόμενο κίνδυνο η Βικτόρια προχωρούσε βιαστικά μαζί με τον Κάθαλ από την Ένωση στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Το νοσοκομείο βρισκόταν σε αναταραχή καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, καθώς ολοένα και περισσότεροι τραυματίες έφταναν με τ’ ασθενοφόρα. Ορισμένοι ήταν στρατιώτες, άλλοι αντάρτες, αλλά οι περισσότεροι ήταν πολίτες. Όλοι τους ήταν βαριά τραυματισμένοι. Οι ελάχιστοι γιατροί που ήταν παρόντες έπρεπε να παίρνουν αποφάσεις ζωής και θανάτου για το ποιος έπρεπε να χειρουργηθεί. Εργάζονταν πυρετωδώς για να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες, ενώ τα φώτα τρεμόπαιζαν σε κάθε κανονιοβολισμό. Η Βικτόρια κλήθηκε στη χειρουργική αίθουσα για να βοηθήσει, παρότι είχε μηδαμινή εμπειρία. Με την έλλειψη προσωπικού δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Αρχικά ένιωσε σαν να ήθελε να κάνει εμετό με την ποσότητα του αίματος που έβλεπε και μύριζε, αλλά έπαιρνε βαθιές αναπνοές και πιεζόταν να συγκεντρωθεί σε αυτό που έπρεπε να κάνει. Με το που ένιωθε ανακούφιση, της έφερναν άλλον ασθενή. Έσωσαν τρεις τέσσερις, αλλά έχασαν τον τελευταίο. Δεν ήξερε αν ήταν στρατιώτης, αντάρτης ή πολίτης, αλλά δεν είχε σημασία. Περιδιάβαινε έξω από τη χειρουργική αίθουσα σε μια παραζάλη.

Είχε σκοτεινιάσει όταν έφυγε από το νοσοκομείο και στάθηκε να εισπνεύσει το ζεστό βραδινό αεράκι. Συνειδητοποίησε ότι δεν είχε σκεφτεί καθόλου τον Μπρένταν ή τον Βαλεντάιν, εκτός από τη στιγμή που είδε έναν τραυματισμένο άντρα. Τώρα η αγωνία την κατέκλυσε ξανά. Θα συμφωνούσε άραγε ο Μπρένταν να τη δει; Ως απάντηση στις σκέψεις της, ο Κάθαλ εμφανίστηκε δίπλα της.

«Λυπάμαι που άργησα τόσο», είπε, «αλλά δυσκολεύτηκα φριχτά να βγάλω τον Μπρένταν έξω από το Σεντ Στίβενς Γκριν. Ο στρατός έχει κλειδαμπαρωθεί στο ξενοδοχείο “Σέλμπουρν” και βομβαρδίζει με σφαίρες τα παιδιά».

Η Βικτόρια έμεινε με το στόμα ανοιχτό και έβαλε το χέρι της στο μπράτσο του. Εκείνος το τίναξε από πάνω του.

«Είμαστε καλά», είπε, «αλλά δεν έχουμε πολύ χρόνο. Το αγόρι σου, ο Μπρένταν, είναι στην πλατεία Φιτζουίλιαμ. Η υπηρέτρια τον έβαλε μέσα. Σε περιμένει. Έλα τώρα».

Μια έντονη ανακούφιση την κατέκλυσε.

«Δόξα τω Θεώ», ψιθύρισε.

Ο θόρυβος από τους πυροβολισμούς τής τρυπούσε τ’ αφτιά καθώς πλησίαζαν στο Σεντ Στίβενς Γκριν. Το ξενοδοχείο «Σέλμπουρν», το οποίο ήταν απέναντι από το Γκριν, έλαμπε από τις φλόγες των πυρών. Κάθε τόσο, μια σφαίρα έβρισκε τον στόχο της και μια κραυγή διαπερνούσε το σκοτάδι. Η Βικτόρια τινάχτηκε και κρατήθηκε πιο σφιχτά από τον Κάθαλ. Την οδήγησε κάνοντας τον κύκλο ανάμεσα σε σωρούς από αυτοκίνητα και κάρα και κομμάτια ξυλείας, και προχωρώντας προς την πλατεία Φιτζουίλιαμ. Εκεί οι σκοτεινοί δρόμοι ήταν ήσυχοι, αλλά δεν έμοιαζαν λιγότερο δυσοίωνοι. Ο Κάθαλ στάθηκε για να βεβαιωθεί ότι έφτασε στην μπροστινή πόρτα κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Ο Μπρένταν τη συνάντησε στον διάδρομο.

«Μπρένταν», ψιθύρισε. «Ω Μπρένταν, δόξα τω Θεώ, είσαι ζωντανός».

«Ναι, μέχρι στιγμής».

Για μια παρατεταμένη στιγμή έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Τον έβλεπε να παλεύει με τον θυμό που εμφανώς ένιωθε ακόμη γι’ αυτήν. Καθώς όμως τον κοιτούσε, η σκληρότητα στα μάτια του εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από ένα απαλό απόμακρο βλέμμα. Ήταν η ίδια μεταμόρφωση που συνέβαινε κάθε φορά που έπιανε το βιολί του να παίξει. Άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και τον πλησίασε περισσότερο.

«Λυπάμαι για όσα σου είπα, Μπρένταν, σχετικά με την εξέγερση…»

Ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της για να την κάνει να σωπάσει.

«Αρκετά μ’ αυτά τώρα, αγάπη μου. Είπες μονάχα την αλήθεια. Φοβάσαι για τον αδελφό σου και την οικογένειά σου και το σπίτι σου. Αν ήμουν στη θέση σου, σίγουρα θα ένιωθα το ίδιο. Σ’ αγαπώ ακόμη, και αν μ’ αγαπάς κι εσύ, αυτό είναι το μόνο που μετράει».

«Σ’ αγαπώ, Μπρένταν, σ’ αγαπώ».

Βούτηξε τα χείλη του στα μαλλιά της. Έζεχνε ιδρώτα και σκόνη, αλλά δεν την ένοιαζε. Τον τράβηξε πιο κοντά της. Τα χείλη του κινήθηκαν από το μέτωπό της στα μάγουλά της, κι έπειτα συνάντησαν το στόμα της. Το φιλί του ήταν πεινασμένο και άγριο.

Ένιωσε ένα ρίγος φόβου να τη διατρέχει. Δεν τον είχε δει ποτέ τόσο σφοδρό, ούτε καν τις παλιές μέρες στο Ένισμορ, όταν την απεχθανόταν για την ευγενική της καταγωγή. Υπήρχε μια βιάση στη φωνή του την οποία δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει. Τελικά άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του.

«Ας πάμε πάνω».

Όταν έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω τους, ο Μπρένταν την έπιασε από τους ώμους και τη φίλησε τόσο μανιασμένα που ξαφνικά χρειάστηκε να τον σπρώξει για ν’ ανακτήσει την ανάσα της. Είχε απόλυτη συναίσθηση, όπως κι εκείνος, πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που έμεναν πραγματικά μόνοι. Κάθισε στο κρεβάτι και χτύπησε απαλά το κάλυμμα.

«Κάθισε εδώ», της είπε.

Εκείνος ξεκούμπωσε και έβγαλε το σακάκι της στολής του, χαλάρωσε τον γιακά του πουκαμίσου του και γύρισε τα μανίκια του ως τους αγκώνες. Εκείνη προσπάθησε να αγνοή-σει μια ξαφνική παρόρμηση να ακουμπήσει τις σκούρες τρίχες που έβλεπε να ξεπετάγονται από τα χέρια του. Ακούμπησε την πλάτη του στο μαξιλάρι. Τύλιξε το μπράτσο του γύρω της και καθώς εκείνη ξάπλωσε δίπλα του άρχισαν να μιλούν.

«Πρέπει να αγωνιστώ, Βικτόρια, το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν είναι τόσο για τον εαυτό μου, όσο για την οικογένειά μου – τον παππού μου, τη μητέρα μου και οποιονδήποτε σαν κι αυτούς. Πρέπει ν’ αποκτήσουμε μια ελεύθερη χώρα όπου θα μπορούμε να είμαστε όλοι ίσοι. Πρέπει να είμαστε σε θέση να φτιάξουμε τους δικούς μας νόμους έτσι ώστε όλοι, ακόμα και οι πιο φτωχοί από εμάς, να μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες για μια αξιοπρεπή ζωή. Ποτέ δεν ήταν δίκαιο που άνθρωποι σαν την οικογένειά σου είχαν όλο τον πλούτο. Όλη η γη που έχουν κλάπηκε από τους Ιρλανδούς και έφτιαξαν νόμους εναντίον μας ώστε να μην μπορέσουμε ποτέ να μορφωθούμε ή να αποκτήσουμε ιδιοκτησία ή…»

«Τα πράγματα όμως καλυτερεύουν, Μπρένταν, το βλέπεις αυτό».

Αναστέναξε.

«Ναι, το βλέπω. Πρέπει να περιμένουμε όμως για άλλα οκτακόσια χρόνια;»

«Είναι βέβαιο πως ο Νόμος περί Αυτοδιάθεσης θα εφαρμοστεί αμέσως μόλις τελειώσει ο πόλεμος».

«Α, δεν θα εμπιστευόμουν τη βρετανική κυβέρνηση από τη στιγμή που μπορώ να τη ρίξω. Μας είπαν ψέματα και θα το κάνουν ξανά».

Η Βικτόρια του χτύπησε το μπράτσο, αφήνοντας επιτέλους τα δάχτυλά της να χαϊδέψουν τις μικροσκοπικές τρίχες που φύτρωναν εκεί. Δεν υπήρχε θυμός στη φωνή της τώρα. Αντιθέτως, είχε μια δόση θλίψης. Η καρδιά της πονούσε για εκείνον. Μίλησε ευγενικά.

«Μα έχεις τόσο λίγους μαχητές και ελάχιστα όπλα και προμήθειες. Περιμένεις πραγματικά ότι θα νικήσετε τον Βρετανικό Στρατό;»

Εκείνος χαμογέλασε.

«Α, μα έτσι είναι με τους αντάρτες, Βικτόρια. Οι πράξεις τους πάντοτε βασίζονται περισσότερο στην ελπίδα παρά στην πραγματικότητα. Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι κανένα από τα παιδιά δεν πιστεύει ότι θα κερδίσουμε, αλλά θα αγωνιστούν με όλη τους την καρδιά παρ’ όλα αυτά. Και σίγουρα τελικά το πάθος και ο σωστός σκοπός μπορούν να νικήσουν οποιονδήποτε στρατό». Έκανε παύση και κοίταξε απευθείας στα μάτια της. «Μπορεί να μην κερδίσουμε αυτόν τον γύρο. Θα έχουμε όμως κάνει μια αρχή. Και υπάρχουν κι άλλα παιδιά που θα μας ακολουθήσουν. Και τελικά όλοι οι Ιρλανδοί θα είναι πίσω μας. Και μια μέρα θα αποκτήσουμε μια ελεύθερη Ιρλανδία».

«Και μόλις τελειώσουν όλα αυτά θα είμαστε μαζί. Δεν θα επιστρέψω ξανά στο Ένισμορ, ούτε σ’ εκείνον τον τρόπο ζωής. Ανήκω σ’ εσένα».

Ύστερα ξάπλωσαν μαζί. Η Βικτόρια αναστέναξε καθώς τα χέρια του αγκάλιασαν το σώμα της. Ήταν ακόμα τόσο τραχιά και σκληρά όσο όταν τα είχε πρωταγγίξει, κι όμως τα ένιωθε απαλά πάνω στο δέρμα της. Μουρμούριζε λόγια στα ιρλανδικά καθώς άρχισε να της βγάζει αργά τα ρούχα και να τη φιλά σ’ όλο της το σώμα απ’ άκρη σ’ άκρη. Εκείνη τράβηξε λυσσασμένα τα ρούχα του ώσπου έμεινε εντελώς γυμνός μπροστά της. Όλες οι φαντασιώσεις που τη στοίχειωναν τότε στο Ένισμορ την κατέκλυσαν ξανά, απελευθερωμένες, καθώς τον παρότρυνε να κάνει έρωτα μαζί της. Καθώς το σώμα της έψαχνε να βρει τον ρυθμό του δικού του, ένιωθε ένα γλυκόπικρο μείγμα έκστασης και θλίψης. Το νέφος του κινδύνου που αιωρούνταν από πάνω τους αύξανε τη σπουδαιότητα της ένωσής τους, αλλά όταν τελείωσαν, μια βαθιά και βαριά θλίψη διαπέρασε την ψυχή της.

Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν ο ένας πλάι στον άλλον, χαμένοι στα όνειρα για το αύριο.

Τέλος 32ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi