ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
Η κάρτα για την πασχαλινή κούρσα στο Φεριχάους Ρέισκορς απεικόνιζε τους Ιρλανδικούς Εθνικούς Αγώνες και ήταν το αποκορύφωμα της αγωνιστικής σεζόν. Πλήθη συνέρρεαν στον χώρο. Λόρδοι και λαίδες κινούνταν χαλαρά ανάμεσα σε αγρότες και εργάτες. Γυναίκες με εορταστικά καπέλα και μεταξωτά φουστάνια, άντρες με φράκα και σκληρά, μάλλινα επανωφόρια, Άγγλοι στρατιώτες με στολή και αναβάτες με μεταξωτές κορδέλες ιππασίας σε μια πανδαισία χρωμάτων, όλοι τριγυρνούσαν ανέμελα θαυμάζοντας ο ένας τον άλλον. Οι πράκτορες στοιχημάτων στέκονταν σε πλατφόρμες κραυγάζοντας τις πιθανότητες, με τις φωνές τους να αντηχούν πάνω από τη μουσική και την κλαγγή των οπλών έξω από το γήπεδο. Η μυρωδιά της τύρφης και του ιδρώτα των αλόγων ανακατευόταν με τα μεθυστικά αρώματα των παρφουμαρισμένων γυναικών εν μέσω θριαμβευτικών ιαχών και ξέφρενων γέλιων. Και πάνω απ’ όλους τους εορτασμούς, ο ήλιος έκαιγε ζεστός σαν να ’ταν καλοκαίρι.
Η Βικτόρια διέσχιζε το πλήθος πηγαίνοντας προς το κουβούκλιο της οικογένειάς της. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα ένιωθε ενθουσιασμένη με το θέαμα, αλλά μια ομίχλη θλίψης την κυρίευε. Τη συνόδευε από τότε που ο Μπρένταν έφυγε. Πήγαινε καθημερινά στη δουλειά της σε μια ζάλη, με τα συναισθήματά της ισοπεδωμένα σαν βουβές νότες στο πιάνο. Η θεία Μάριαν προσπάθησε μάταια να τη σύρει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά τελικά παραιτήθηκε συγχυσμένη. Ο μόνος λόγος που η Βικτόρια είχε επιχειρήσει να πάει στην κούρσα εκείνη τη μέρα ήταν επειδή αυτή ήταν μια ευκαιρία να δει την οικογένειά της και ιδιαίτερα τον αγαπημένο της πατέρα.Η κάρτα για την πασχαλινή κούρσα στο Φεριχάους Ρέισκορς απεικόνιζε τους Ιρλανδικούς Εθνικούς Αγώνες και ήταν το αποκορύφωμα της αγωνιστικής σεζόν. Πλήθη συνέρρεαν στον χώρο. Λόρδοι και λαίδες κινούνταν χαλαρά ανάμεσα σε αγρότες και εργάτες. Γυναίκες με εορταστικά καπέλα και μεταξωτά φουστάνια, άντρες με φράκα και σκληρά, μάλλινα επανωφόρια, Άγγλοι στρατιώτες με στολή και αναβάτες με μεταξωτές κορδέλες ιππασίας σε μια πανδαισία χρωμάτων, όλοι τριγυρνούσαν ανέμελα θαυμάζοντας ο ένας τον άλλον. Οι πράκτορες στοιχημάτων στέκονταν σε πλατφόρμες κραυγάζοντας τις πιθανότητες, με τις φωνές τους να αντηχούν πάνω από τη μουσική και την κλαγγή των οπλών έξω από το γήπεδο. Η μυρωδιά της τύρφης και του ιδρώτα των αλόγων ανακατευόταν με τα μεθυστικά αρώματα των παρφουμαρισμένων γυναικών εν μέσω θριαμβευτικών ιαχών και ξέφρενων γέλιων. Και πάνω απ’ όλους τους εορτασμούς, ο ήλιος έκαιγε ζεστός σαν να ’ταν καλοκαίρι.
«Λατρεμένη μου Βικτόρια! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Τι καλά που φαίνεσαι!»
Ο λόρδος Ένις έκλεισε την κόρη του στην αγκαλιά του πιο ενθουσιασμένος απ’ όσο τον θυμόταν ποτέ. Η Βικτόρια του χαμογέλασε.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, μπαμπά. Μου έλειψες».
Συγκράτησε τα δάκρυά της καθώς κοιτούσε τον πατέρα της. Το κορμί του ήταν πιο λεπτό απ’ ό,τι το θυμόταν, τα μάτια του πιο γκρίζα, και ρυτίδες χαράκωναν το πρόσωπό του. Είχε γεράσει πολύ μέσα σ’ έναν χρόνο και η Βικτόρια φοβήθηκε μήπως ήταν άρρωστος.
«Έλα, η μαμά σου σε περιμένει».
Η Βικτόρια άφησε τον πατέρα της να την οδηγήσει σ’ ένα ιδιωτικό κουβούκλιο στο ψηλότερο σημείο του υπόστεγου. Η μητέρα της, η θεία Λουίζα και η Σοφία κάθονταν στη σειρά σαν πλουμιστά πουλιά, με τα μεγάλα, φτερωτά καπέλα τους και τα μεταξωτά και μπροκάρ φορέματά τους. Η Σοφία σηκώθηκε να την αγκαλιάσει ενώ η μητέρα και η θεία της παρέμειναν καθισμένες, κι έτσι η Βικτόρια χρειάστηκε να σκύψει για να φιλήσει την καθεμιά τους στο μάγουλο. Η μητέρα της χτύπησε απαλά την καρέκλα δίπλα της.
«Κάθισε, Βικτόρια. Θέλω ν’ ακούσω όλα όσα κάνεις με κάθε λεπτομέρεια».
Η Βικτόρια και η Σοφία αντάλλαξαν ματιές και χαμογέλασαν. Ο λόρδος Ένις ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για να βάλει ένα στοίχημα σε μια κούρσα.
«Οι εθνικοί αγώνες ακολουθούν αμέσως μετά», είπε. «Έχω ένα άλογο που τρέχει, στο οποίο έχω δώσει το όνομα του Τζούλιαν. Ευχηθείτε του καλή τύχη. Θα υπάρξει ανταγωνισμός από ένα άλογο του οποίου ιδιοκτήτης είναι ένας Αμερικανός φίλος. Δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τους Αμερικανούς να κερδίσουν, έτσι δεν είναι; Με το συμπάθιο, φυσικά, Σοφία».
Ήταν κατενθουσιασμένος καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια. Μια αίσθηση εγκατάλειψης κατέκλυσε τη Βικτόρια βλέποντας τον πατέρα της να απομακρύνεται. Κοίταξε γύρω για τον αδελφό της.
«Είναι εδώ ο Βαλεντάιν;» ρώτησε.
Η έκφραση της Σοφίας έμεινε απαθής, αλλά μίλησε η λαίδη Ένις.
«Θεωρώ ότι βρίσκεται κάπου εδώ γύρω με το σύνταγμά του. Ωστόσο, ο λόγος που δεν αναζητά τους γονείς –και φυσικά τη σύζυγό του– μου διαφεύγει. Τουλάχιστον όμως δεν πασχίζει να βγει από κάποιο λασπωμένο χαντάκι στη Γαλλία».
Η Βικτόρια έσκασε ένα βεβιασμένο χαμόγελο στα χείλη της.
«Λοιπόν, μαμά, πες μου όλα τα νέα από το Ένισμορ. Πεθαίνω να μάθω τα πάντα».
Για την επόμενη ώρα η συζήτηση κύλησε εύκολα, από τις περιγραφές των κατορθωμάτων του Τζούλιαν μέχρι τα κουτσομπολιά για γείτονες και γνωστούς, τις φθίνουσες προδιαγραφές του προσωπικού και τον επερχόμενο γάμο του κυρίου Μπερκ και της κυρίας Μέρφι. Σε μια προσπάθεια να αναβάλει την αναπόφευκτη ανάκριση της μητέρας της, η Βικτόρια κράτησε την κουβέντα κάνοντας όσο περισσότερες ερωτήσεις μπορούσε να σκαρφιστεί. Ξαφνικά ξέμεινε από ιδέες και η μητέρα της επιτέθηκε.
«Μας είπες ψέματα, Βικτόρια. Ο πατέρας σου κι εγώ συναντήσαμε τον δόκτορα Κάλεν σήμερα στο πρωινό και μας είπε ότι δεν πηγαίνεις στην κλινική του εδώ και σχεδόν έναν χρόνο. Φαντάσου πόσο ντροπιαστικό ήταν για εμάς να μας καταλάβει εξαπίνης. Σε παρακαλώ να δώσεις εξηγήσεις».
Η Βικτόρια ξεροκατάπιε.
«Αλήθεια είναι, μαμά. Έφυγα από την κλινική του για να δουλέψω στο Νοσοκομείο της Ένωσης στο νότιο Δουβλίνο. Βρήκα τη δουλειά εκεί πιο ενδιαφέρουσα. Ήθελα να σας το πω, αλλά φοβόμουν ότι θα σας αναστατώσω». Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Το απολαμβάνω πάρα πολύ και μαθαίνω πολλά πράγματα για τη νοσηλευτική».
Έκανε παύση και ήλπιζε ότι είχε πει αρκετά για να ικανοποιήσει τη μητέρα της. Δεν επρόκειτο ασφαλώς να της πει ότι η Ένωση εξυπηρετούσε τους φτωχούς του Δουβλίνου, ότι οι συνθήκες εργασίας ήταν απαράδεκτες και ότι σε καθημερινή βάση ήταν εκτεθειμένη σε αρκετές μολύνσεις και ασθένειες.
Η μητέρα της σούφρωσε τα χείλη της σε μια λεπτή γραμμή αποδοκιμασίας.
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί άφησες την ασφάλεια της κλινικής του δόκτορα Κάλεν όπου σε περιέβαλλαν άνθρωποι της τάξης μας, μόνο και μόνο για να μάθεις περισσότερα για τη νοσηλευτική. Σε τι θα σε ωφελήσει; Όταν ο πόλεμος λήξει, θα παραιτηθείς και θα επιστρέψεις στο Ένισμορ. Ασφαλώς δεν σχεδιάζεις να κάνεις καριέρα».
Η Βικτόρια άνοιξε το στόμα της να πει ότι δεν είχε σκοπό να επιστρέψει στο Ένισμορ, αλλά τα λόγια της θα πνίγονταν από τους βρυχηθμούς του πλήθους γύρω τους καθώς ο Εθνικός Αγώνας ξεκινούσε. Η κούρσα κάλυπτε περίπου τριάμισι μίλια και τα άλογα έπρεπε να πηδήξουν είκοσι πέντε εμπόδια σε όλη τη διαδρομή. Το άλογο του πατέρα της, ο Τζούλιαν, έτρεξε καλά, αλλά ήρθε πολύ κοντά με το άλογο του Αμερικανού, που το έλεγαν Πέμπτη Λεωφόρο. Ένα άλογο που λεγόταν Κάθε Είδος κατάφερε τελικά να νικήσει. Ο Τζούλιαν ξεπέρασε την Πέμπτη Λεωφόρο, αλλά κανένα από τα δύο άλογα δεν κέρδισε. Η Βικτόρια απογοητεύτηκε για λογαριασμό του πατέρα της, αλλά αισθανόταν σίγουρη ότι θα αισθανόταν τουλάχιστον ευχαριστημένος που είχε κατατροπώσει το αμερικάνικο άλογο.
Εκείνο το μεσημέρι, μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών, εμψυχωμένοι από την επίδραση του αλκοόλ, ανέβηκε τα σκαλοπάτια κοντά στο σημείο όπου καθόταν η οικογένεια Μπελ. Η Βικτόρια τους κοίταξε τεντώνοντας τον λαιμό της για να δει αν ο Βαλεντάιν βρισκόταν ανάμεσά τους. Έστησε αφτί μόλις άκουσε ένα μέρος από τη συζήτησή τους.
«Έντεκα η ώρα σήμερα το πρωί», είπε ένας στρατιώτης, «παρέλασαν θρασύτατα μέσα στην πόλη και κατέλαβαν το Γενικό Ταχυδρομείο. Εκείνος ο τύπος, ο Πιρς, βγήκε μπροστά και διάβασε μια προκήρυξη για την ελεύθερη Ιρλανδία, και ύστερα κατέβασαν τη βρετανική σημαία και ύψωσαν μια ιρλανδική. Είναι απίστευτο».
«Άκουσα πως οι ντόπιοι τούς χλεύασαν», είπε ένας άλλος. «Ένα μάτσο ανόητοι είναι η φάρα τους. Δεν θα έχουν καμία βοήθεια από τους Δουβλινέζους, να μου το θυμάσαι».
«Καταραμένος μπελάς, θα ’λεγα», πετάχτηκε ένας τρίτος στρατιώτης. «Έχουνε καταλάβει τα Δικαστήρια, την Ένωση και άλλα κτήρια ακόμα. Προσπάθησαν να εισβάλουν στο Κάστρο του Δουβλίνου, αλλά τους απώθησαν». Αναστέναξε. «Έχουν προκαλέσει τέτοιο πρόβλημα, όμως, που μας κάλεσαν πίσω στις φρουρές μας. Εγώ, πάντως, δεν είμαι χαρούμενος μ’ αυτό».
Οι στρατιώτες εξακολούθησαν να γκρινιάζουν μεταξύ τους, αλλά η Βικτόρια είχε σταματήσει ν’ ακούει. Ένα ξαφνικό άγχος διαπέρασε την ομίχλη της ψυχής της. Η εξέγερση είχε ξεκινήσει. Έπρεπε να επιστρέψει στο Δουβλίνο αμέσως και να βρει τον Μπρένταν. Δεν την ένοιαζε που είχαν χωρίσει με τόσο κακούς όρους. Τον αγαπούσε και είχε ανάγκη να είναι μαζί του. Προσευχήθηκε να μην είχε πάθει κακό. Σε κατάσταση παροξυσμού, κοίταξε ολόγυρα – πώς θα γύριζε πίσω; Πού ήταν ο Βαλεντάιν; Η λαίδη Ένις και η Σοφία την κοίταζαν επίμονα.
«Τι στην ευχή σ’ έπιασε, Βικτόρια;» ρώτησε η μητέρα της. «Νιώθεις αδιαθεσία;»
Η Βικτόρια στράφηκε προς τη μητέρα της.
«Αδιαθεσία; Ναι, μαμά, ναι. Αισθάνομαι ότι θα λιποθυμήσω. Πρέπει να πάω στο σπίτι».
«Θα έρθεις μαζί μας, λοιπόν. Νομίζω πως είμαστε όλοι έτοιμοι να φύγουμε. Θα είμαστε πίσω στο Ένισμορ σε λίγες ώρες και θα μπορέσεις να ξεκουραστείς μερικές μέρες».
«Όχι!» η Βικτόρια συνειδητοποίησε πως είχε φωνάξει πολύ δυνατά. Ο κόσμος γύρισε και την κοίταξε. «Όχι!» είπε ξανά προσπαθώντας να ελέγξει την τρεμάμενη φωνή της. «Όχι στο Ένισμορ. Πρέπει να επιστρέψω στο Δουβλίνο».
«Μα γιατί;» επέμεινε η λαίδη Ένις. «Τι είναι τόσο επείγον;»
«Γίνεται εξέγερση! Δεν άκουσες τους στρατιώτες;»
Το πρόσωπο της λαίδης Ένις χλόμιασε.
«Εξέγερση;» Σηκώθηκε όρθια. «Πού είναι ο Έντουαρντ; Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Κι εσύ επίσης, Βικτόρια».
Η Βικτόρια ήταν έτοιμη να διαμαρτυρηθεί, αλλά τότε εμφανίστηκε ο Βαλεντάιν. Πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο της και γύρισε με σοβαρό ύφος προς την οικογένειά του.
«Μητέρα», είπε, «θεία Λουίζα, ελπίζω να είστε και οι δυο σας καλά». Προτού μπορέσουν ν’ απαντήσουν, πήρε το χέρι της Σοφίας και τη φίλησε στο μάγουλο. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Σοφία. Είναι καλά ο Τζούλιαν;»
Η Σοφία έγνεψε ενώ η λαίδη Ένις και η λαίδη Λουίζα κάθονταν σιωπηλές, προφανώς περιμένοντας να πει κάτι παραπάνω ο Βαλεντάιν.
Η Βικτόρια έσπασε τη σιωπή.
«Βαλεντάιν. Χαίρομαι που σε βλέπω. Σε παρακαλώ. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Πρέπει να πάω στο Δουβλίνο αμέσως. Γίνεται εξέγερση και πρέπει να βρω… υπάρχει κάποιος που πρέπει να βρω για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά».
Το πρόσωπο του Βαλεντάιν χλόμιασε. Προφανώς δεν είχε μάθει ακόμα τα νέα. Περίμενε να περάσει η σύγχυσή του και προσευχήθηκε. Κοίταξε τη μητέρα του και τη θεία του, άφησε το βλέμμα του να κοντοσταθεί για λίγο στη Σοφία, κι έπειτα στράφηκε πάλι προς εκείνη. Στο τέλος μίλησε.
«Και βέβαια. Έλα μαζί μου. Έχω πρόσβαση σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο. Θα σε πάω στην πόλη αν καταφέρουμε να περάσουμε. Είσαι έτοιμη να φύγουμε τώρα;»
«Ναι», απάντησε η Βικτόρια. «Ω, σ’ ευχαριστώ πολύ, Βα-λε-ν-τάιν!»
Στράφηκε προς τη μητέρα της, τη θεία της και τη Σοφία.
«Λυπάμαι. Θα σας τα εξηγήσω όλα αργότερα. Πείτε, σας παρακαλώ, αντίο από μέρους μου στον μπαμπά».
Με τα λόγια αυτά πήρε τον Βαλεντάιν αγκαζέ και κινήθηκαν, ανάμεσα στα πλήθη, προς την άκρη του κτήματος όπου ήταν σταθμευμένο το αμάξι. Εκείνη βολεύτηκε στη θέση του συνοδηγού κι εκείνος έπιασε το τιμόνι.
«Δουβλίνο, λοιπόν», είπε.
Καθώς οδηγούσαν, το άγχος της Βικτόριας επιβεβαιώθηκε. Πού ήταν ο Μπρένταν; Είχε πάρει μέρος στην εξέγερση; Ήξερε την απάντηση φυσικά. Το πιθανότερο ήταν να πρωτοστατούσε σ’ όλο αυτό το μακελειό. Αρχικά ένιωσε θυμό. Γιατί στην ευχή ο Μπρένταν και οι σύντροφοί του έπρεπε να είναι τόσο πεισματάρηδες; Ο θυμός της όμως άρχισε να κοπάζει κοιτάζοντας το λαμπερό πρόσωπο του Βαλεντάιν ο οποίος μιλούσε για τον σκοπό της επανάστασης. «Μια ελεύθερη Ιρλανδία, Βικτόρια», είπε, «μπορείς να φανταστείς τι θα σημαίνει αυτό;» Υπήρξε εγωίστρια, συνειδητοποίησε, που ανησυχούσε μόνο για το τι θα σήμαινε αυτό για την ίδια. Ο Μπρένταν μπορεί να σκοτωνόταν. Αν η επανάσταση εξαπλωνόταν, το Ένισμορ μπορεί να καταστρεφόταν και οι γονείς της να διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Άρχισε να τρέμει από φόβο και κοίταξε τον αδελφό της.
«Τι θα κάνουμε, Βαλεντάιν;» είπε.
Ο Βαλεντάιν ανασήκωσε τους ώμους.
«Εφόσον ξεκίνησε, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά». Ξαφνικά χτύπησε τη γροθιά του στο τιμόνι, αιφνιδιάζοντάς την. «Καταριέμαι τον στρατό που καθυστέρησε την επιστράτευσή μου. Κανονικά, τώρα θα έπρεπε να πολεμάω στη Γαλλία – να πολεμάω έναν πραγματικό εχθρό, όχι τους ίδιους μου τους συμπολίτες». Την κοίταξε, κι εκείνη είδε τα δάκρυα σύγχυσης στα μάτια του. «Πες μου, Βικτόρια, πώς είναι δυνατόν να στρέψω το όπλο ενάντια σε άλλους Ιρλανδούς;»
Η Βικτόρια τον κοίταξε ανήσυχη.
«Επειδή θα σκοτώσουν εκείνοι εσένα αν δεν το κάνεις».
Τα προάστια της πόλης ήταν απόκοσμα ήσυχα. Δεν υπήρχαν στρατιώτες στους δρόμους, ούτε μέλη της μητροπολιτικής αστυνομίας. Η Βικτόρια κοίταζε αριστερά και δεξιά. Τινάχτηκε μόλις αντίκρισε ένα νεκρό άλογο στην άκρη του δρόμου.
«Κάποιος από τους Λογχοφόρους», είπε ο Βαλεντάιν αναφερόμενος στο βρετανικό έφιππο τάγμα. «Μάλλον έδιναν μάχη εδώ νωρίτερα».
«Μπορούμε να περάσουμε μπροστά από την Ένωση;» τον ρώτησε. «Θέλω να δω τι συμβαίνει εκεί. Πρέπει να πάω να δουλέψω εκεί το πρωί».
«Θα σε συμβούλευα να μείνεις στο σπίτι ώσπου να τελειώσει όλο αυτό», είπε ο Βαλεντάιν. «Οι δρόμοι δεν θα είναι ασφαλείς για κανέναν».
«Δεν γίνεται να περάσουμε να δούμε, σε παρακαλώ;»
Πέρασαν αργά μπροστά από την Ένωση. Το κτήριο του νοσοκομείου ήταν ήσυχο, όπως και όλα τα παλιά κτήρια του πτωχοκομείου που το περιέβαλλαν. Το φως λιγόστευε, αλλά η Βικτόρια μπορούσε να διακρίνει άντρες να κινούνται πίσω από τα βρόμικα παράθυρα. Να ’ταν κάποιος απ’ αυτούς ο Μπρένταν; Τα νέα ότι είχαν προηγηθεί μικρές συμπλοκές αναπτέρωναν τις ελπίδες της, αλλά ανησυχούσε για το τι θα γινόταν όταν ο στρατός ανασυντασσόταν και ξεκινούσε να χτυπά. Άρχισε να τρέμει.
Καθώς οδηγούσαν μέσα στο κέντρο της πόλης, είδαν τις σφαλιστές βιτρίνες των καταστημάτων σ’ όλο το μήκος της οδού Σάκβιλ. Σπασμένα γυαλιά, πεταμένες κούτες, παλιά ρούχα και άλλα συντρίμμια κάλυπταν το πεζοδρόμιο. Η Βικτόρια έβγαλε μια κραυγή.
«Πλιατσικολόγοι», είπε ο Βαλεντάιν. «Δεν είναι ν’ απορείς που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. Δεν υπάρχει κανένας αστυνομικός εδώ γύρω».
Καθώς μιλούσε, κάποιοι από εκείνους που είχαν ξεμείνει τους περιεργάζονταν. Ένα κορίτσι με ξινισμένη έκφραση, που φορούσε πολλά παλτά, ένα τεράστιο καπέλο με φτερά, και κρατούσε από δύο τσάντες σε κάθε χέρι, έκανε μια άσεμνη χειρονομία προς το μέρος τους καθώς περνούσαν.
«Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις», είπε ο Βαλεντάιν. «Πολλοί από αυτούς δεν έχουν σχεδόν τίποτα».
Η Βικτόρια σκέφτηκε την Μπρίντι και έγνεψε.
Το αυτοκίνητο πέρασε αργά μπροστά από το Γενικό Ταχυδρομείο όπου είχαν ξεκινήσει οι εξεγέρσεις. Σακιά με άμμο έφραζαν τα παράθυρα και μια ιρλανδική σημαία ανέμιζε από τη σκεπή, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν ήσυχα. Αντίγραφα της διακήρυξης για μια ελεύθερη Ιρλανδία, τα οποία είχε αναφέρει ο στρατιώτης στην κούρσα, ήταν κολλημένα σε κάθε σημείο και κτήριο.
Στο Σεντ Στίβενς Γκριν, μια ομάδα αντρών, ορισμένοι φορώντας μόνο ένα φυσεκλίκι πάνω από τα καθημερινά τους ρούχα αντί για στολή, φύλαγαν περιμετρικά την περιοχή, με τα τουφέκια τους οπλισμένα. Η Βικτόρια εντόπισε ορισμένες γυναίκες ανάμεσά τους. Αναγνώρισε μία από αυτές, τη Νόρα Μπάτλερ, την αδελφή της Τζεραλντίν. Αναρωτήθηκε αν βρισκόταν και η Ρόζι εκεί. Ξαφνικά δύο αντάρτες πετάχτηκαν μπροστά τους, ανεμίζοντας τα τουφέκια και κάνοντάς τους σινιάλο να σταματήσουν. Ο Βαλεντάιν, όμως, πάτησε γκάζι και πέρασε από δίπλα τους.
«Θέλουν το αυτοκίνητο για οδόφραγμα», είπε δείχνοντας έναν αυτοσχέδιο φράχτη από αυτοκίνητα και κάρα που περιέβαλαν το πάρκο.
Καθώς πέρασαν με ταχύτητα, οι άντρες χαμήλωσαν τα τουφέκια τους. Η Βικτόρια είδε με την άκρη του ματιού της τα πρόσωπά τους. Ήταν αγόρια, ούτε καν άντρες, σκέφτηκε, δεν μπορεί να ήταν παραπάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρονών. Πού να ήταν ο Μπρένταν;
Δεν υπήρχε κανένα σημάδι από τον στρατό. Ήταν προφανές, απ’ ό,τι είχε ακούσει στους αγώνες, ότι είχαν όλοι πιαστεί απροετοίμαστοι.
Σαν να διάβασε τις σκέψεις της, ο Βαλεντάιν γύρισε προς το μέρος της με μια σοβαρή έκφραση.
«Είναι ήσυχα τώρα, αλλά, άκου με που σου λέω, αύριο ή μεθαύριο τα πράγματα θα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο στρατός θα κληθεί για ενισχύσεις και θα βγάλουν το βαρύ πυροβολικό. Αυτοί οι κακομοίρηδες εκεί στο Ταχυδρομείο, κι όπου αλλού βρίσκονται, δεν έχουν καμία ελπίδα».
Συνέχισαν να οδηγούν μες στη σιωπή. Όταν τελικά έφτασαν στην πλατεία Φιτζουίλιαμ, τη βοήθησε να βγει από το αυτοκίνητο. Εκείνη κράτησε το μπράτσο του, μη θέλοντας ν’ αφήσει την παρηγοριά της παρουσίας του.
Πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του.
«Να προσέχεις, Βικτόρια. Θα περιμένω εδώ ώσπου να μπεις μέσα. Σε παρακαλώ, μείνε εδώ και βεβαιώσου ότι έχεις κλειδώσει και αμπαρώσει όλες τις πόρτες».
Η Βικτόρια χαμογέλασε. Ήταν και πάλι ο μεγάλος της αδελφός, ο ιπποτικός προστάτης των παιδικών τους χρόνων.
«Πρόσεχε, Βαλεντάιν», ψιθύρισε καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο.
Τέλος 31ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi