ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30


Η Ρόζι ξύπνησε από τον ήχο των αναφιλητών που ερχόταν από το κάτω δωμάτιο. Ήταν στα μέσα της νύχτας και πίστεψε πως σίγουρα ονειρευόταν. Γύρισε πλευρό και τράβηξε τα σκεπάσματα ως τ’ αφτιά της, αλλά ο ήχος επέμενε. Δεν ήταν όνειρο, συνειδητοποίησε, ήταν ο Κάθαλ.

Τις μέρες που ακολούθησαν την επίσκεψη του Βαλε-ντάιν, η Ρόζι παρατήρησε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του Κάθαλ. Η χαρακτηριστική ευδιαθεσία του είχε μειωθεί, αφήνοντας πίσω της μια ανεπαίσθητη ευγένεια. Της μιλούσε σαν να μην τη γνώριζε. Οι αποκαλύψεις του Βαλεντάιν είχαν υψώσει έναν τοίχο ανάμεσά τους. Από εκείνη την πρώτη νύχτα, όταν ο Κάθαλ τής είχε εξηγήσει τι είχε συμβεί με την Έμερ, δεν της είχε μιλήσει ξανά.Η Ρόζι ξύπνησε από τον ήχο των αναφιλητών που ερχόταν από το κάτω δωμάτιο. Ήταν στα μέσα της νύχτας και πίστεψε πως σίγουρα ονειρευόταν. Γύρισε πλευρό και τράβηξε τα σκεπάσματα ως τ’ αφτιά της, αλλά ο ήχος επέμενε. Δεν ήταν όνειρο, συνειδητοποίησε, ήταν ο Κάθαλ.

Η Ρόζι ήθελε απεγνωσμένα να μιλήσει γι’ αυτό με την ελπίδα πως θα τον βοηθούσε, αλλά κάθε φορά που άγγιζε το θέμα εκείνος την έκοβε. Σκέφτηκε ότι άμα του μιλούσε για το δικό της παρελθόν, ίσως να του άνοιγε τον δρόμο για να κάνει το ίδιο. Παρότι όμως άκουγε με προσοχή την ιστορία της ζωής της στο Ένισμορ, την ταπείνωσή της στα χέρια της λαίδης Μάριαν και την προδοσία του Βαλεντάιν, εκείνος παρέμενε σιωπηλός.

Γύρω από τα γραφεία του Σπαθιού άρχισαν οι ψίθυροι. Ο Κάθαλ φαινόταν να έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τους Εθελοντές. Έχανε συναντήσεις, και όταν εμφανιζόταν, ο κόσμος έλεγε πως η διάθεσή του κυμαινόταν κάπου ανάμεσα στην ευφορία για την εξέγερση και σε δεινές προβλέψεις για ήττα. Οι Εθελοντές, έλεγαν, που πραγματικά λάτρευαν τον Κάθαλ, ένιωθαν μπερδεμένοι και αποκαρδιωμένοι από την απρόβλεπτη στάση του. Τα νέα αυτά ανησύχησαν τη Ρόζι. Συνειδητοποίησε ότι οι κατηγορίες του Βαλεντάιν είχαν ξυπνήσει οδυνηρές αναμνήσεις στον Κάθαλ, και κατάλαβε γιατί είχε βυθιστεί σε μελαγχολία. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά, το ένιωθε βαθιά στο μεδούλι της.

Ένα απόγευμα που εκείνος έλειπε από το σπίτι, γλίστρησε στο υπνοδωμάτιό του. Δεν ήξερε για τι ακριβώς έψαχνε, αλλά ήταν αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο πίσω από τη συμπεριφορά του. Προσπάθησε να απωθήσει την ενοχή που την τύλιγε καθώς ακροπατούσε στο δωμάτιο. Πρόδιδε την εμπιστοσύνη που είχε θεμελιώσει τη σχέση τους από τη στιγμή που εκείνη είχε μετακομίσει στην οδό Μουρ. Δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο δωμάτιό της και ήταν αυτονόητο ότι κι εκείνη δεν θα έμπαινε ποτέ στο δικό του. Το δωμάτιο του καθενός προστατευόταν από ένα ιερό σύμφωνο ιδιωτικότητας, έξω από το οποίο η φιλία τους μπορούσε να ανθίσει ελεύθερα.

Σοκαρίστηκε όταν είδε το άστρωτο κρεβάτι, τη στοίβα με τα άπλυτα ρούχα στο πάτωμα και τη σειρά από άδεια ποτήρια ουίσκι στο κομοδίνο. Το δωμάτιο μύριζε ταγκό ιδρώτα και αλκοόλ. Μπήκε στον πειρασμό ν’ ανοίξει τα παράθυρα για να το αερίσει, αλλά δεν τόλμησε. Τέτοια εξαθλίωση δεν ταίριαζε στον Κάθαλ που ήξερε – εκείνον που πάντα εμφανιζόταν λαμπερός και φρεσκοπλυμένος, που προτιμούσε καθαρά, καλοσιδερωμένα σεντόνια και μύριζε ακριβό σαπούνι και καπνό. Άνοιξε ένα ντουλάπι και βρήκε έναν σωρό από μπουκάλια, βάζα και φιαλίδια. Θεώρησε πως ήταν διάφορα φάρμακα που του είχαν μείνει από τις μέρες που έκανε την πρακτική του ως γιατρός. Προσπάθησε να διαβάσει τις ετικέτες, αλλά οι περισσότερες ήταν γραμμένες στα λατινικά. Διάλεξε μερικά και ήταν έτοιμη να κλείσει την πόρτα του ντουλαπιού όταν μια ετικέτα τής τράβηξε την προσοχή. Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Μορφίνη! Η Ρόζι βούλιαξε σε μια κοντινή καρέκλα κρατώντας το φιαλίδιο με τρεμάμενα χέρια. Μεμιάς έμαθε την αλήθεια. Ένιωσε οίκτο καθώς σκέφτηκε πόσο μεγάλη απόγνωση τον είχε οδηγήσει σ’ αυτή την άβυσσο.

«Αχ, Κάθαλ, όχι!» ψιθύρισε δυνατά.

Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα τον παρατηρούσε στενά αναζητώντας σημάδια εθισμού. Υπήρχαν όλα – ευφορία, σύγχυση, διάσπαση προσοχής, κόπωση. Μα πώς της είχαν διαφύγει; Για μια στιγμή καταράστηκε τον Βαλεντάιν, αλλά σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε τη ματαιότητα των σκέψεών της. Έμενε ξάγρυπνη τις νύχτες διερωτώμενη πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Η Βικτόρια ήρθε αμέσως στο μυαλό της. Ήταν νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο της Ένωσης. Σίγουρα θα ήξερε τι χρειαζόταν. Η σκέψη όμως την εγκατέλειψε όσο γρήγορα της ήρθε. Πώς θα μπορούσε να πέσει στο έλεος της Βικτόριας ύστερα από τα σκληρά λόγια που είχαν ανταλλάξει; Ήξερε ακόμα ότι αν αναζητούσε εξωτερική βοήθεια θα ήταν σαν να προδίδει τον άφατο όρκο εμπιστοσύνης που είχαν με τον Κάθαλ ότι οι προσωπικές τους ζωές θα παρέμεναν ιδιωτικές. Τελικά συνειδητοποίησε πως οποιαδήποτε βοήθεια έπρεπε να έρθει από την ίδια.

Διάβασε ό,τι μπορούσε να βρει σχετικά με τον εθισμό στη μορφίνη – μελετώντας φακέλους στα γραφεία της εφημερίδας και στη βιβλιοθήκη. Πήγε ακόμα και στον γιατρό με ψεύτικο όνομα και ζήτησε τη συμβουλή του. Όσα έμαθε την τρομοκράτησαν. Άρχισε να καταλαβαίνει πόσο αμείλικτος και παραλυτικός ήταν ο εθισμός και πόσο σχεδόν αδύνατον ήταν να τον ξεπεράσει κανείς. Για να τον βοηθήσει, σκέφτηκε, έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη μαζί του. Η αντίδρασή του ήταν αυτό που φοβόταν.

«Για τ’ όνομα του Θεού, πού τα έμαθες αυτά; Η φαντασία σου καλπάζει, κορίτσι μου!»

«Δεν είναι η φαντασία μου. Τα διάβασα, κι εσύ εμφανίζεις όλα τα συμπτώματα».

«Α, ώστε έγινες και γιατρός τώρα, έτσι;»

«Όχι, αλλά καταλαβαίνω τι βλέπω».

Κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι.

«Αρκετά, Ρόζι!»

«Σε παρακαλώ, Κάθαλ. Ήθελα να σε βοηθήσω».

«Κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει».

Η καρδιά της πονούσε για εκείνον καθώς τον έβλεπε να βγαίνει αγέρωχα από το δωμάτιο. Δεν τόλμησε να του πει πως είχε βρει τη μορφίνη και είχε όλες τις αποδείξεις που χρειαζόταν. Λοιπόν, αφού δεν την άκουγε, θα έπιανε τον ταύρο από τα κέρατα και θα χτυπούσε το πρόβλημα κατευθείαν στη ρίζα του. Περίμενε ώσπου ν’ ακούσει την μπροστινή πόρτα να κλείνει πίσω του και πήγε αμέσως στο δωμάτιό του. Αυτή τη φορά ήταν εύκολο να βρει τη μορφίνη. Έχωσε δυο φιαλίδια μες στην τσέπη της και έφυγε. Αργότερα το ίδιο βράδυ τον άκουσε να βαράει τα πάντα στο δωμάτιό του κι έπειτα να βροντάει την μπροστινή πόρτα καθώς έβγαινε από το σπίτι. Το επόμενο πρωινό δεν της είπε τίποτα, παρότι η Ρόζι υποπτευόταν πως ήξερε ότι τα είχε πάρει εκείνη. Προσπάθησε να μη σκέφτεται πόσο εύκολο θα ήταν για τον Κάθαλ να πάρει κι άλλα από την Ένωση. Όπως και να ’χει, σκέφτηκε, δεν θα παραιτηθώ έτσι εύκολα. Περίμενε μερικές ημέρες, επέστρεψε στο δωμάτιό του και πήρε άλλα δύο φιαλίδια. Την τρίτη φορά που προσπάθησε η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

Πόσο ειρωνικό είναι, σκέφτηκε, που όταν δεν έχεις πού αλλού να στραφείς, στρέφεσαι στον Θεό. Τα τελευταία χρόνια το μόνο που έκανε ήταν να καταριέται τον Θεό για τα προβλήματά της, αλλά τώρα προσευχήθηκε για συγχώρεση και του ζήτησε να θεραπεύσει τον Κάθαλ. Έκλαιγε καθώς, τη μια νύχτα μετά την άλλη, άναβε κεριά στον καθεδρικό ναό και έσκυβε το κεφάλι για να προσευχηθεί. Αρχικά παρατήρησε τα συμπτώματα του Κάθαλ να επιδεινώνονται. Οι σπασμοί του έγιναν ανεξέλεγκτοι και είχε κρίσεις εμετού που εναλλάσσονταν με ρίγη και ιδρώτα. Άραγε γελούσε ο Θεός μαζί της; Αν ήταν έτσι, δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει, σκεφτόταν. Το θράσος ήταν δικό της που ζητούσε ένα θαύμα ύστερα απ’ όλα αυτά για τα οποία τον είχε κατηγορήσει! Μετά από λίγο καιρό ωστόσο συνειδητοποίησε ότι εκείνα τα νέα συμπτώματα ήταν σημάδια απεξάρτησης και έπεσε στα γόνατα και τον ευχαρίστησε.

Κατά τη διάρκεια εκείνων των τρομερών ημερών ήταν που η Ρόζι τελικά παραδέχτηκε στον εαυτό της πόσα σήμαινε αυτός ο άντρας για εκείνη. Ο φόβος της πως θα τον έχανε ήταν ακατανίκητος. Κατάλαβε πως δεν την ενδιέφερε μόνο η φιλία και η προστασία του, αλλά είχε φτάσει να τον αγαπά. Παρά τις φαντασιώσεις της ότι έκανε έρωτα μαζί του και τη ζήλια της όποτε έφερνε γυναίκες στο σπίτι, αυτή η συνειδητοποίηση την αιφνιδίασε. Νόμιζε ότι ήξερε πώς ήταν ο έρωτας με τον Βαλεντάιν – μια γλυκιά, παθιασμένη λαχτάρα. Αυτός ο έρωτας όμως ήταν διαφορετικός. Πέρα από τη φυσική έλξη που πριν από την αρρώστια του γινόταν ολοένα και πιο εμφανής μεταξύ τους, αυτός ο έρωτας εκφραζόταν ως ακλόνητη αφοσίωση, που βασιζόταν σε αμοιβαίο σεβασμό και ενδιαφέρον, και μια επιθυμία να ξεπεράσει τον εαυτό του ο καθένας και να βάλει το καλό του άλλου πάνω από το δικό του. Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι ήταν ικανή για τόση ανιδιοτέλεια. Και καθώς σκεφτόταν τον πόνο του Κάθαλ, συνειδητοποίησε ότι, ενώ η ζωή της είχε συχνά υπάρξει οδυνηρή, δεν είχε ποτέ της υποφέρει με τον τρόπο που υπέφερε εκείνος.

Τώρα, καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι ακούγοντας τα αναφιλητά του, την κυρίευε μια απεγνωσμένη ανάγκη να τον παρηγορήσει. Έπρεπε να πάει σ’ εκείνον. Δεν την ένοιαζε η συμφωνία της ιδιωτικότητάς τους. Τον είχε ανάγκη. Προτού προλάβει ν’ αλλάξει γνώμη, ξεγλίστρησε από το κρεβάτι και έβαλε τη ρόμπα της. Κρατώντας τη σφιχτά, βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε ακροπατώντας τα σκαλοπάτια. Η πόρτα του δωματίου του ήταν ξεκλείδωτη. Σύρθηκε μέσα και την έκλεισε απαλά πίσω της. Της πήρε ώρα να προσαρμοστεί στο σκοτάδι. Πλησίασε το κρεβάτι στις μύτες των ποδιών της και έσκυψε πάνω του. Εκείνος εξακολουθούσε να κλαίει με αναφιλητά, χωρίς να έχει αντιληφθεί την παρουσία της. Ξάπλωσε πλάι του σιωπηλά και τον τύλιξε στην αγκαλιά της.

Εκείνος μουρμούριζε ακατάληπτα λόγια καθώς τον αγκάλιαζε, ενώ κάπου κάπου προσπαθούσε να την κρατήσει σφιχτά με τα αδύναμα χέρια του αρπάζοντας τα μπράτσα της για λίγο, προτού γλιστρήσουν και πάλι από την αδυναμία. Η Ρόζι τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Είχε αρκετή δύναμη και για τους δυο τους. Εκείνος αποκοιμιόταν και ξυπνούσε κάθε τόσο, φωνάζοντας σαν να πάλευε με φανταστικούς δαίμονες. Κάθε φορά που ηρεμούσε, τον φιλούσε απαλά στο μέτωπο. Έφερε το σώμα της πιο κοντά στο δικό του, παραδεχόμενη στον εαυτό της πως δεν είχε έρθει μόνο για να βρει παρηγοριά αλλά και να την αναζητήσει. Μέχρι πρότινος δεν είχε συναίσθηση πόσο μόνη ένιωθε χωρίς τον παλιό Κάθαλ. Ξάπλωσαν μαζί εκείνη τη βραδιά, νιώθοντας και οι δυο την ίδια λαχτάρα για ζεστή παρηγοριά από ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα που ζούσε και ανέπνεε στο πλευρό τους.

Ύστερα από εκείνη την πρώτη νύχτα η Ρόζι άρχισε να πηγαίνει στο δωμάτιο του Κάθαλ πιο συχνά. Έφευγε πάντοτε το ξημέρωμα. Έφτασε να βλέπει το κρεβάτι του ως ένα μυστικό μέρος θεραπείας και γαλήνης. Ξάπλωνε πλάι του ψιθυρίζοντας παρηγορητικά λόγια, όσο εκείνος γαντζωνόταν πάνω της, την έσπρωχνε και ξαναγαντζωνόταν πάνω της.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο Κάθαλ δεν έλεγε τίποτα για τις βραδινές της επισκέψεις. Η Ρόζι υπέθεσε πως τις θεω-ρούσε όνειρο. Καθώς όμως εκείνος άρχισε να γιατρεύε-ται, συνειδητοποίησε πως είχε σταματήσει να τις θεωρεί απλώς ένα όνειρο. Ενώ εξακολουθούσε να μην κάνει αναφορά, μπορούσε να μαντέψει από τον τρόπο που την κοίταζε – με περιέργεια, δισταγμό, σπίθες πάθους στα μάτια του. Κι όταν την άγγιζε, άφηνε το χέρι του να χασομερήσει παραπάνω από το συνηθισμένο προτού το τραβήξει απότομα.

Τις επόμενες εβδομάδες, η υγεία του συνέχισε να βελτιώ-νεται. Δεν ακούγονταν πλέον αναφιλητά από το δωμάτιό του και η Ρόζι σταμάτησε τις βραδινές της επισκέψεις. Παρότι ένιωθε ενθουσιασμένη που εκείνος ήταν και πάλι καλά, ένα μέρος της λυπόταν που δεν την είχε πια ανάγκη να τον παρηγορήσει. Λυπόταν, επίσης, που τώρα απαρνιόταν την ανακούφιση που έφερναν εκείνες οι επισκέψεις στην ίδια. Είχε συμβιβαστεί με την απώλεια, όταν ένα βράδυ εκείνος χτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου της. Όταν την άνοιξε, στεκόταν μπροστά της, χαμογελώντας, με τα χέρια τεντωμένα. Χωρίς να πει λέξη, την οδήγησε κάτω στο δωμάτιό του.

Η καρδιά της φτερούγισε στο στήθος της καθώς εκείνος την τράβηξε στο κρεβάτι. Χωρίς να καθυστερήσει, την πήρε στην αγκαλιά του. Μολονότι δεν μπορούσε να αντισταθεί, ήξερε τι θα συνέβαινε και είχε τρομοκρατηθεί. Δεν είχε ποτέ πριν κάνει έρωτα με έναν άντρα, αν και είχε μια γενική αντίληψη για τέτοια ζητήματα από βιβλία που είχε διαβάσει και από όσα είχε ακούσει από τα αλλόκοτα, ωμά ζευγαρώματα της Μπρίντι και του Μάικο. Δεν ήταν όμως η άγνοιά της που την τρομοκρατούσε, αλλά η γνώση πως ολόκληρη η ζωή της έμελλε να αλλάξει. Ύστερα απ’ αυτή τη νύχτα, δεν θα ήταν πια κορίτσι αλλά γυναίκα.

Μέχρι τώρα, όποτε φανταζόταν τον εαυτό της να κάνει έρωτα, ήταν πάντοτε με τον Βαλεντάιν σε ένα ειδυλλιακό μέρος – στα δάση κοντά στο νεραϊδόκαστρο, στα μεταξωτά σεντόνια του κρεβατιού του στο Ένισμορ ή ως λαθρεπιβάτες σ’ ένα πλοίο για την Αμερική. Ήταν όμορφες, παιδιάστικες φαντασιώσεις. Τώρα όμως, εδώ σ’ αυτό το δωμάτιο, εδώ σ’ αυτό το κρεβάτι, με τον Κάθαλ γυμνό στο πλευρό της, την κοφτή αναπνοή του και τα μπράτσα του να την αγκαλιάζουν, δεν υπήρχε καμιά φαντασίωση. Έδιωξε μακριά την εικόνα του ιερέα της παλιάς της ενορίας να μιλάει για την αγνότητα. Ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει αυτό το στάδιο της αγνότητας. Ήταν έτοιμη να δώσει το δώρο αυτό στον Κάθαλ.

Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά καθώς τον πλη-σίασε περισσότερο. Τον άφησε να βγάλει το νυχτικό της. Η ευγένειά του της θύμισε τη νύχτα που καθάρισε και έδεσε τις πληγές της από τον Μάικο. Σταδιακά ο τρόμος της υποχώρησε καθώς μια θερμότητα κατέκλυσε το σώμα της. Άρχισε να τον αγγίζει, διστακτικά στην αρχή και ύστερα με θάρρος. Θυμήθηκε πόσο συχνά είχε κρυφοκοιτάξει τους φαρδιούς του ώμους, τα μυώδη του μπράτσα και τα μακριά του πόδια, διερωτώμενη τι αίσθηση θα είχε αν τον άγγιζε. Τώρα τον χάιδευε σαν λαίμαργο παιδί, τα χέρια της ταξίδευαν πάνω στους ώμους του και κάτω από τον κορμό του στους γλουτούς και τους μηρούς του. Καθώς το έκανε αυτό, ο Κάθαλ κραύγασε, έβγαλε έναν άγριο λυγμό και την τράβηξε τόσο σφιχτά πάνω του που της κόπηκε η ανάσα.

Αυθαίρετοι φόβοι προσπάθησαν να εισβάλουν στο μυαλό της –μήπως καταδίκαζε τον εαυτό της στην κόλαση για τη θανάσιμη αμαρτία της, τι θα έλεγε η μαμά της αν το μάθαινε, τι θα γινόταν αν έμενε έγκυος– αλλά έλιωσαν μες στην άγρια φλόγα που άναψε ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Κάθαλ. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε σημασία. Ήταν ανήμπορη μπροστά σε όσα συνέβαιναν στο σώμα της. Το μυαλό της λοιπόν άδειαζε, ήταν ελεύθερη να αφήσει όλες της τις αισθήσεις να εμπλακούν ολοκληρωτικά με αυτόν τον άντρα τον οποίο αγαπούσε και εμπιστευόταν ολόψυχα. Κι οι δυο τους κραύγασαν μόλις μπήκε μέσα της. Εκείνη πλησίασε περισσότερο, πασχίζοντας να τον κατακτήσει όπως κατέκτησε κι εκείνος αυτήν. Κινήθηκαν μαζί, γραπώνοντας ο ένας τον άλλο σε μια κοινή ανάγκη για οικειότητα και απελευθέρωση.

Αργότερα εκείνη ξάπλωσε στην αγκαλιά του, με το κεφάλι της στο στήθος του, ακούγοντας το ρυθμικό χτύπημα της καρδιάς του. Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Είχε δώσει στον Κάθαλ το πιο πολύτιμο δώρο, και το είχε κάνει με ευχαρίστηση.

Από τότε κι έπειτα κάθε προσποίηση πως η σχέση τους ήταν μια απλή φιλία εξαφανίστηκε κι ενέδωσαν στη χαλαρή οικειότητα των εραστών.

Τέλος 30ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi