ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
«Έλα, έλα, Βικτόρια», είπε ο λόρδος Ένις, σπρώχνοντάς την ευγενικά. «Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείτε να παίζετε όλη τη μέρα. Εσύ και η μικρή Ρόουζ πρέπει να αφοσιωθείτε στα μαθήματά σας. Θα λαμβάνω αναφορά για τη διαγωγή σας από τη λαίδη Λουίζα και αν σας τσακώσει να μην είστε επιμελείς, θα πρέπει να στείλω τη Ρόουζ πίσω στη φάρμα της». ο ίδιο βράδυ, η Βικτόρια Μπελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Ρόζι θα ερχόταν να αρχίσει μαθήματα μαζί της την επόμενη μέρα. Τι πλάκα που θα είχε να είναι μαζί με τη νέα της φιλενάδα στην τάξη! Είχε ευχαριστήσει τον μπαμπά της ξανά και ξανά που επέτρεψε στη Ρόζι να έρθει, τυλίγοντας τα χέρια της στον λαιμό του και φιλώντας τον κάθε φορά που τον έβλεπε.
«Αχ, όχι, μπαμπά!» του είπε η Βικτόρια πανικοβλημένη. «Θα είμαι καλό παιδί, το υπόσχομαι».
Η λαίδη Ένις, ωστόσο, είχε ένα διαφορετικό, πιο ανησυχητικό μήνυμα για την κόρη της.
«Συναίνεσα σ’ αυτή τη συμφωνία επειδή ο πατέρας σου επέμενε», είπε, «αλλά περιορίζεται εντός της σχολικής αίθουσας και μόνο. Σου απαγορεύεται να βλέπεις αυτό το κορίτσι και να μιλάς μαζί του πέρα από την ώρα του μαθήματος. Δεν θα επιτρέψω να σε διαφθείρει η χωριάτικη επιρροή της. Είναι κατανοητό αυτό, Βικτόρια;»
Η Βικτόρια έγνεψε καταφατικά, αν και δεν είχε καταλάβει καθόλου. Δεν ήξερε καν τι σήμαινε η λέξη «διαφθείρει». Το μόνο που ήξερε ήταν πως για κάποιον λόγο η μαμά της αντιπαθούσε τη Ρόζι, παρότι δεν την είχε συναντήσει ποτέ.
Μέχρι το επόμενο πρωινό, ο ενθουσιασμός της Βικτόριας είχε μεγαλώσει κι όλες οι προειδοποιήσεις είχαν ξεχαστεί. Κατάπιε το πρωινό της σχεδόν αμάσητο στη βιάση της να πάει στη σχολική αίθουσα. Όρμησε μες στο μεγάλο, αποπνικτικό δωμάτιο που μύριζε κλεισούρα σαν παλιά κουρέλια και, βλέποντας τη Ρόζι να στέκεται ήσυχη στη μακρινή πόρτα, έτρεξε καταπάνω της, τσιρίζοντας από χαρά. Την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε μπροστά.
«Έλα να κάτσεις δίπλα μου, Ρόζι», είπε δείχνοντας δύο ξύλινα θρανία το ένα πλάι στο άλλο με ασορτί καρέκλες.
Μες στον ενθουσιασμό της, η Βικτόρια δεν παρατήρησε το χλομό πρόσωπο και το σκυμμένο κεφάλι της Ρόζι. Δεν της περνούσε καν από το μυαλό πως η καινούργια της φιλενάδα δεν μπορούσε να συμμεριστεί τη χαρά της. Σκαρφάλωσε στην καρέκλα της, ισιώνοντας το ροζ φουστάνι της από βατίστα και τη λευκή ποδιά, και χτύπησε απαλά την καρέκλα δίπλα της. Διστακτικά, η Ρόζι γλίστρισε πάνω, την τράβηξε προς το θρανίο και περίμενε.
«Ηρέμησε, Βικτόρια, σε παρακαλώ».
Η λαίδη Λουίζα, με ένα ναυτικό φόρεμα από σερζ, στάθηκε όρθια δίπλα σ’ έναν μαυροπίνακα κι ένα καβαλέτο, με μια έκφραση τόσο βλοσυρή που θύμιζε ξινόγαλο. Όταν η Βικτόρια ηρέμησε, άρχισε να περπατάει νευρικά πάνω κάτω μπροστά από τα κορίτσια. Κοίταξε τη Ρόζι.
«Θα μου απευθύνεσαι αποκαλώντας με “λαίδη μου”».
Η Ρόζι ξεροκατάπιε.
«Μάλιστα, λαίδη μου».
«Θα μου μιλάς μόνο όταν σου απευθύνω τον λόγο. Αν έχεις κάποια ερώτηση, μπορείς να σηκώσεις το χέρι σου, αλλά αν σε αγνοήσω, τότε θα το κατεβάσεις πάλι».
«Μάλιστα», μουρμούρισε η Ρόζι.
«Μάλιστα τι;»
«Μάλιστα, λαίδη μου».
«Τώρα, όσον αφορά το φουστάνι σου», συνέχισε η λαίδη Λουίζα ρουθουνίζοντας μέσα από τη μακριά, λεπτή της μύτη, «μας κάνει, υποθέτω, αλλά για τ’ όνομα του Θεού, ζήτα από τη μητέρα σου να αφαιρέσει αυτή την απαίσια κορδέλα. Και ζήτα της μια ποδιά σε περίπτωση που πιτσιλιστείς ή λεκιαστείς με μελάνι».
Το πρόσωπο της Ρόζι έγινε κατακόκκινο.
«Μάλιστα, λαίδη μου».
Η λαίδη Λουίζα μετέφερε το βλέμμα της από τη Ρόζι στη Βικτόρια.
«Δεν θέλω χάχανα από καμιά σας, ούτε σκανταλιές. Είστε εδώ για να μάθετε, και δυστυχώς έτυχε σ’ εμένα να είμαι αυτή που πρέπει να βάλει λίγη γνώση στα κεφάλια σας. Εσύ», είπε γνέφοντας προς τη Ρόζι, «υποπτεύομαι πως δεν έμαθες σχεδόν τίποτε σ’ εκείνο το σχολείο για αλητάκια που πήγαινες στο χωριό. Για να δω πόσο ελλιπής είναι η μόρφωσή σου».
Πέρασαν όλο το υπόλοιπο πρωινό με ασκήσεις ορθογραφίας και αριθμητικής, με τη λαίδη Λουίζα να κοπανά έναν μακρύ χάρακα που κρατούσε γραπωμένο στα κοκαλιάρικα δάχτυλά της. Έπειτα έδωσε σε κάθε κορίτσι από ένα βιβλίο και τους υπέδειξε να διαβάσουν δυνατά αποσπάσματα εναλλάξ. Το στομάχι της Βικτόριας ανακατεύτηκε. Απεχθανόταν να διαβάζει δυνατά και ντρεπόταν που η Ρόζι έπρεπε να ακούσει πόσο κόμπιαζε στον λόγο της. Από τη νευρικότητά της κολλούσε ακόμα περισσότερο από το συνηθισμένο. Μόλις τελείωσε, κάθισε πίσω συγκλονισμένη καθώς η Ρόζι διέτρεχε απαλά την παράγραφο χωρίς ούτε ένα λάθος. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χειροκρότημά της όταν η Ρόζι τελείωσε.
«Ω, μπράβο, Ρόζι!» είπε.
«Σιωπή, Βικτόρια», είπε η λαίδη Λουίζα.
Η Σάντι σέρβιρε το μεσημεριανό στις έντεκα η ώρα. Η Ρόζι, που δεν είχε όρεξη για πρωινό νωρίτερα εκείνη τη μέρα, τώρα καταβρόχθιζε τα μικρά σάντουιτς με ζαμπόν που είχε μπροστά της ενώ η Βικτόρια κάπως διστακτικά τα δικά της. Η Ρόζι κατέβασε βιαστικά το γάλα της και κοπάνησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι με έναν αναστεναγμό.
«Ησυχία, παρακαλώ», πετάχτηκε η λαίδη Λουίζα καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. «Έχω πονοκέφαλο».
«Συγγνώμη, κυρία, ε, λαίδη μου», είπε η Ρόζι.
Η Βικτόρια πετάχτηκε από το τραπέζι και άρπαξε το χέρι της Ρόζι.
«Πάμε να σου δείξω τα παιχνίδια μου».
Βρίσκονταν ακόμη στη σχολική αίθουσα, συλλογίστηκε, οπότε δεν έσπαγε τους κανόνες της μαμάς. Τράβηξε τη Ρόζι προς το μεγάλο ντουλάπι στη γωνία του δωματίου.
«Θέλεις να δεις τις κούκλες μου;»
Για την επόμενη μισή ώρα η Βικτόρια έβγαζε κάθε κούκλα από το ντουλάπι, λέγοντας στη Ρόζι τα ονόματά τους και πότε τις απέκτησε. Κατέβασε ένα κουτί που περιείχε κάθε λογής ρούχα για κούκλες – φορέματα και καπέλα και φουλάρια από τα πιο εκλεκτά υλικά.
«Έλα, ας τις ντύσουμε. Αχ, είναι τόσο διασκεδαστικό να έχω κάποιον να παίζω, Ρόζι».
Η Ρόζι χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνο το πρωί.
Το παιδικό ρολόι σήμανε μεσημέρι και η λαίδη Λουίζα επέστρεψε.
Η Ρόζι ψιθύρισε στη Βικτόρια:
«Μπορούμε να βγούμε έξω για ένα λεπτό; Είναι τόσο αποπνικτικά εδώ μέσα».
Η Βικτόρια κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν επιτρέπεται», της απάντησε.
Η λαίδη Λουίζα, που είχε εμφανώς αναρρώσει από τον πονοκέφαλό της, χτύπησε τον μαυροπίακα για να τραβήξει την προσοχή τους.
«Τώρα θα κάνουμε λίγη προφορική εξάσκηση στα γαλλικά, εντάξει;» ανακοίνωσε. «Μπορείς να συμμετάσχεις, αν θέλεις», πρόσθεσε κοιτάζοντας τη Ρόζι.
Η Ρόζι κοκκίνισε και βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στην καρέκλα της. Η Βικτόρια, από την άλλη, χτύπησε παλαμάκια χαρούμενη. Τώρα ήρθε η σειρά της να κάνει επίδειξη στη Ρόζι. Φλυάρησε κάμποσο με τη λαίδη Λουίζα, χαμογελώντας πλατιά προς τη Ρόζι όταν τελείωσε. Βλέποντας το ανήσυχο πρόσωπο της Ρόζι, η Βικτόρια έγειρε πάνω της.
«Μην ανησυχείς, Ρόζι, θα σε μάθω γαλλικά. Κι εσύ μπορείς να με βοηθήσεις με την ανάγνωση».
Ακολούθησε μία ώρα μάθημα αγωγής και τρόπων καλής συμπεριφοράς. Τα κορίτσια χαχάνιζαν καθώς περπατούσαν στην αίθουσα, η καθεμιά ισορροπώντας ένα βιβλίο στο κεφάλι της.
Όταν πήγε τρεις, η Ρόζι κατευθύνθηκε προς τις πίσω σκάλες. Η Βικτόρια σηκώθηκε να την ακολουθήσει. Μόνο που το εκκωφαντικό χτύπημα των χεριών της λαίδης Λουίζας τις σταμάτησε.
«Δεν έχω δει ποτέ ξανά τόσο αποκρουστικούς τρόπους. Επιστρέψτε στα θρανία σας αυτή τη στιγμή και περιμένετε ώσπου να σας δώσω την άδεια να φύγετε. Εσύ θα ’πρεπε να ξέρεις, Βικτόρια. Περίμενε να το πω στον πατέρα σου και θα δεις».
«Σε παρακαλώ, μην το πεις, θεία Λουίζα, γιατί θα διώξει τη Ρόζι».
«Τότε καλά θα κάνεις να θυμάσαι τους τρόπους σου στο μέλλον. Μπορείτε να φύγετε μόνο όταν το πω εγώ, και ήσυχα παρακαλώ. Χωρίς τρεχοβολητά».
Αγνοώντας την εντολή της, η Ρόζι σηκώθηκε και έτρεξε στο πίσω μέρος της σχολικής αίθουσας, κατευθυνόμενη προς τη σκάλα υπηρεσίας. Η Βικτόρια, που δεν τόλμησε να σαλέψει, τη φώναξε αλλά εκείνη δεν γύρισε. Το πρόσωπο της Βικτόριας σκοτείνιασε. Γιατί έφυγε τόσο βιαστικά η Ρόζι; Δεν την αποχαιρέτησε καν. Μήπως η Ρόζι δεν τη συμπαθούσε; Αυτή η σκέψη δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της. Η λαίδη Λουίζα τελικά την αποδέσμευσε κι εκείνη συγκράτησε τα δάκρυά της καθώς πλησίασε το ντουλάπι με τα παιχνίδια. Μη δίνοντας σημασία στη στοίβα με τις κούκλες που κείτονταν στο πάτωμα, τεντώθηκε και τράβηξε το γαλανόλευκο καραβάκι που είχε σώσει η Ρόζι και το έσφιξε στην αγκαλιά της.
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, ύστερα από το οικογενειακό δείπνο, αφού καθάρισαν και έπλυναν τα πιάτα και έτριψαν την κουζίνα, το προσωπικό του σπιτιού μαζεύτηκε στο δωμάτιο της υπηρεσίας για το δικό τους δείπνο. Κάθισαν σ’ ένα μακρύ, φθαρμένο ξύλινο τραπέζι, οι άντρες στη μία πλευρά, οι γυναίκες στην άλλη, σε διάταξη ανάλογα με τη βαθμίδα τους, με τον κύριο Μπερκ, τον μπάτλερ, να ηγείται στην κεφαλή του τραπεζιού. Στο τραπέζι υπήρχαν δίσκοι με περισσεύματα
φαγητού. Απόψε υπήρχαν περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως γιατί ο λόρδος Ένις κλήθηκε ξαφνικά στο Λονδίνο και η λαίδη Ένις και η λαίδη Λουίζα έφαγαν ελάχιστα. Η μυρωδιά από ψητό βοδινό, πικάντικα λουκάνικα και ζεστό βουτυράτο ψωμί αναμειγνυόταν με τις μυρωδιές από το λουλάκι και τα καθαριστικά υγρά από την κουζίνα. Η Θέλμα, μια μεγαλόσωμη χωριατοπούλα και η νεότερη από τις υπηρέτριες, σέρβιρε νερό, ενώ ο κύριος Μπερκ έβαζε αγέλαστος κρασί σε βαριά ποτήρια για τον εαυτό του, την οικονόμο και τη μαγείρισσα.
«Πού είναι η κυρία Κάναβαν;» ρώτησε ο κύριος Μπερκ, επισημαίνοντας την άδεια καρέκλα δίπλα στην Ιμέλντα Φοξ, την υπηρέτρια της λαίδης Ένις.
«Η λαίδη Λουίζα την κάλεσε μόλις ετοιμαζόμασταν να καθίσουμε», είπε η κυρία Μέρφι, η οικονόμος. «Προφανώς δεν ένιωθε καλά και ήθελε λίγο φρέσκο νερό».
«Δεν είναι ν’ απορεί κανείς. Είχε να τα βγάλει πέρα με τη Ρόζι Κιλίν σήμερα καθώς και με τη δεσποινίδα Βικτόρια. Η Σάντι είπε πως η Ρόζι ήδη εξευτελίστηκε με τον τρόπο που καταβρόχθισε το μεσημεριανό σαν λιμασμένη κατσίκα», η κυρία Ο’Λίρι κοίταξε προς την Μπρίντι που καθόταν δίπλα της. «Η μαμά σου δεν τη δίδαξε καθόλου τρόπους;»
Η Μπρίντι δεν είπε τίποτε.
Ήταν μια ζεστή νύχτα του Σεπτέμβρη. Η κυρία Ο’Λίρι άνοιξε τα πάνω κουμπιά της μπλούζας της και έκανε αέρα με το αριστερό της χέρι.
«Ψήνομαι από τη ζέστη», αναστέναξε. «Σον, αγόρι μου», είπε κάνοντας νόημα στον νεότερο από τους δύο λακέδες, «θα πας επιτέλους να ανοίξεις την πόρτα της κουζίνας να πάρουμε λίγο αέρα;»
«Θα πάω, μαμά, αλλά εκείνη η κοπριά από τα άλογα θα βρομοκοπήσει τον τόπο».
Η κυρία Ο’Λίρι ήταν μια ψηλή, βαρυκόκαλη γυναίκα, που ξεπερνούσε σε ύψος όλο το υπόλοιπο προσωπικό, εκτός από τον κύριο Μπερκ. Η επιβλητική της κορμοστασιά, ωστόσο, ήταν στερεωμένη πάνω σε εξαιρετικά μικρά και ντελικάτα πόδια, τα οποία αναδείκνυε και στριφογυρνούσε κοκέτικα καθώς καθόταν στο πλάι της καρέκλας της τεντώνοντας τις γάμπες της μπροστά της.
«Έλα, σώπαινε», είπε. «Κάνε ό,τι σου λέω, αλλιώς θα βγάλω εντελώς την μπλούζα μου και θα σου δώσω μια παράσταση που θα σου μείνει αξέχαστη».
Η Θέλμα χαχάνισε καθώς ξαναγέμιζε την κανάτα με νερό.
Το δωμάτιο της υπηρεσίας, που ενωνόταν με την κουζίνα, ήταν ένα μακρύ, στενό δωμάτιο με πέτρινο πάτωμα και χαμηλό ταβάνι, χωρίς εξωτερικά παράθυρα. Το μοναδικό παράθυρο βρισκόταν στον εσωτερικό τοίχο που χώριζε το δωμάτιο της υπηρεσίας από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του κυρίου Μπερκ, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον μπάτλερ να παρατηρεί το προσωπικό ακόμη και στον ελεύθερο χρόνο τους. Η καπνιά από τα χρόνια μαγειρέματος στη διπλανή κουζίνα είχε προσδώσει στον άλλοτε λευκοβαμμένο τοίχο ένα μουντό γκρίζο χρώμα της πέτρας. Η ζέστη από τoν φούρνο της κουζίνας και ο ατμός από τα κατσαρολικά που έβραζαν έκαναν την ατμόσφαιρα σχεδόν αφόρητη, ιδιαίτερα τις ζεστές ημέρες.
Ο Σον είχε δίκιο για τη μυρωδιά από την κοπριά των αλόγων. Πλανήθηκε από τους στάβλους μέσα από την κουζίνα ως το δωμάτιο της υπηρεσίας, μόλις άνοιξε την πόρτα. Η κυρία Ο’Λίρι πετάρισε τα μάτια της και ήπιε μια γουλιά κρασί.
«Ας προσευχηθούμε», είπε ο κύριος Μπερκ σκύβοντας το κεφάλι.
Ο κύριος Μπερκ ήταν μέλος της Εκκλησίας της Ιρλανδίας, όπως και η οικογένεια Μπελ. Οι υπόλοιποι υπηρέτες ήταν καθολικοί. Έτσι, πριν από τα γεύματα λέγονταν προσευχές της Εκκλησίας της Ιρλανδίας, με τον κύριο Μπερκ να ψάλλει δυνατά, ενώ οι υπόλοιποι υπηρέτες μουρμούριζαν όλοι μαζί με τα μάτια τους κλειστά.
Ο κύριος Μπερκ είχε μόλις ξεκινήσει την προσευχή του όταν η Σάντι όρμησε στο δωμάτιο, με τα μπουκλάκια της να χοροπηδούν γύρω από τη σκούφια της.
«Με συγχωρείτε που άργησα», είπε. «Του λόγου της ήταν σε κατάσταση απόγνωσης».
Ο κύριος Μπερκ σήκωσε το χέρι του και η Σάντι έσκυψε το κεφάλι της και μουρμούρισε την προσευχή. Ύστερα κάθισε κάτω, ανάμεσα στην Ιμέλντα Φοξ και την Μπρίντι Κιλίν.
Όταν τελείωσε, ο κύριος Μπερκ καθάρισε τον λαιμό του και έριξε προς τη Σάντι ένα αυστηρό βλέμμα.
«Θα δείχνετε σεβασμό, δεσποινίς Κάναβαν. Δεν θα αναφέρεστε στη λαίδη Λουίζα ως “του λόγου της”».
Ο κύριος Μπερκ ήταν ένας ψηλός, κοκαλιάρης άντρας μ’ ένα βλοσυρό πρόσωπο νεκροθάφτη, και έπαιρνε σοβαρά το καθήκον του να επιχειρεί να συνετίσει τους συχνά ατίθασους υπηρέτες.
«Α, ναι, κύριε Μπερκ. Περιμένετε όμως και θα σας πω…»
«Όχι κουτσομπολιά, δεσποινίς Κάναβαν. Γνωρίζετε τους κανόνες».
Η Σάντι ήταν ατρόμητη.
«Του λόγου της, ε… η λαίδη Λουίζα λέει πως η Ρόζι είναι σκληρόπετση σαν γογγύλι και πως οι τρόποι της είναι σοκαριστικοί. Έπρεπε να βλέπατε το πρόσωπό της. Κόκκινη σαν γάλος είχε γίνει». Κοίταξε δηκτικά την Μπρίντι. «Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα, Μπρίντι;»
Η Μπρίντι την κοίταξε και σήκωσε τους ώμους.
Μια άβολη σιωπή ακολούθησε ώσπου ο Άντονι Ουόλς χτύπησε τον μικρό του μηρό και χαμογέλασε διάπλατα.
«Λοιπόν, περισσότερη δύναμη στη μικρή Ρόζι!» είπε. «Μα την πίστη μου, δεν θα ήθελα να είμαι εγώ εκείνος που θα ’πρεπε να αντικρίζει αυτή τη νυφίτσα την γκουβερνάντα κάθε πρωί, σας το λέω».
Ο Μπρένταν Λιντς, ο μαυρομάλλης και μεγαλύτερος από τους δύο λακέδες, άφησε ένα κατσούφιασμα να του χαλάσει το όμορφο πρόσωπό του.
«Απλώς τη χρησιμοποιούν, όπως κάνουν και με όλους μας. Όταν τελειώσουν με ό,τι κάνουν, θα την πετάξουν σαν σακί σκουπίδια, και τι θα κάνει τότε; Καταραμένοι ευγενείς! Τους αξίζει να καούν στην κόλαση».
«Μη βλαστημάς, Μπρένταν», είπε κοφτά η Ιμέλντα Φοξ.
Ο κύριος Μπερκ σηκώθηκε.
«Αρκετά», φώναξε. «Φτάνει πια η κουβέντα γι’ αυτό το ζήτημα».
Τους επόμενους μήνες η Ρόζι τραβολογιόταν στο Μεγάλο Σπίτι κάθε πρωί, τρέμοντας στην ιδέα ότι η κάθε μέρα θα της έφερνε νέες ταπεινώσεις. Η λαίδη Λουίζα πάσχιζε να της βρει ψεγάδια και δεν έχανε ευκαιρία να της ασκεί κριτική για την προφορά της, τους ανάγωγους τρόπους ή την άγνοιά της. Παλιότερα, όλοι είχαν πάντα να λένε πόσο έξυπνη ήταν η Ρόζι, αλλά τώρα ένιωθε την αυτοπεποίθησή της να χάνεται, λες και είχε κάποια σπάνια ασθένεια.
Η Βικτόρια φαινόταν να μην αντιλαμβάνεται την πάλη της. Η Ρόζι δεν την κατηγορούσε. Πώς μπορούσε ένα κορίτσι σαν κι εκείνη να καταλάβει; Είχε μεγαλώσει μες στα πλούτη, σ’ έναν κόσμο με ασφάλεια και σιγουριά. Η Ρόζι ήθελε να τη μισήσει, αλλά το κορίτσι ήταν τόσο ευγενικό και καλότροπο που δεν μπορούσε. Εξάλλου, η Βικτόρια ήταν πολύ χαρούμενη που την είχε φιλενάδα και γι’ αυτό έτρεχε καταπάνω της κάθε πρωί και της έδινε μια ενθουσιώδη αγκαλιά σχεδόν συνθλίβοντάς την.
Στο σπίτι, η μαμά δεν σταματούσε να υπενθυμίζει στη Ρόζι πόσο καλή τύχη είχε που ήταν σε θέση να λαμβάνει την ίδια μόρφωση με μια ευγενή.
«Πέφτω στα γόνατα κάθε βράδυ, Ρόζι», λέει, «και ευχαριστώ τον Θεό για την ευλογία που Εκείνος μας χάρισε. Είναι θαύμα ισάξιο με τους ασθενείς που πάνε και γιατρεύονται στη Λούρδη. Σίγουρα δεν υπάρχει ούτε ένα κορίτσι στην κομητεία Μάγιο που δεν θα χοροπηδούσε από χαρά με την ευκαιρία που δόθηκε σ’ εσένα. Δίκιο δεν έχω, Τζον;»
Ο Τζον Κιλίν κοίταξε τη φωτιά αποφεύγοντας το βλέμμα της γυναίκας του και έγνεψε καταφατικά.
Η Ρόζι υπέθεσε ότι η μητέρα της είχε δίκιο. Η συνειδητοποίηση αυτή όμως ελάχιστα κάλυπτε το κενό της μοναξιάς που ήταν βαθιά θαμμένη μέσα της. Κάθε μέρα, όταν περνούσε τον δρόμο που χώριζε τη φάρμα από την έπαυλη των Ένις, ένιωθε ολοένα και περισσότερο ότι έμπαινε σε ξένη χώρα. Πάλεψε να κατανοήσει αυτό το συναίσθημα. Ίδιο δεν ήταν το γρασίδι που φύτρωνε και στις δύο πλευρές του δρόμου; Ίδιος δεν ήταν ο ήλιος που έλαμπε από ψηλά, η ίδια βροχή δεν ξεδιψούσε τη γη και τα ίδια λουλούδια δεν άνθιζαν; Κι όμως, κάθε μέρα ήταν σαν να περνούσε ένα χάσμα προς έναν άλλο κόσμο όπου, παρά την πλούσια βλάστησή της, η γη φαινόταν τεχνητή και περιορισμένη, σαν παιδί καταπιεσμένο που έδειχνε την καλύτερη διαγωγή του – ένα μέρος όπου κανένα ατίθασο χορτάρι και αγριολούλουδο δεν φύτρωνε απρόσκλητο, κανένα αγριοκούνελο και αλεπού δεν τρεχοβολούσε και δεν έσκαβε λαγούμια και δεν γεννούσε μωρά, και κανένα φιλικό σκυλί δεν έτρεχε να τη συναντήσει.
Τελικά, η Ρόζι συνειδητοποίησε ότι, αν ήταν να ευδοκιμήσει σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο, έπρεπε να πιέσει τον εαυτό της να προσαρμοστεί, και για να προσαρμοστεί έπρεπε να προσπαθήσει να τον καταλάβει, και για να τον καταλάβει έπρεπε να γίνει σαν τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτόν. Έτσι αποφάσισε να υπομείνει τα καρφιά της λαίδης Λουίζας και ταυτόχρονα να μάθει όλα όσα μπορούσε – όχι μόνο από τα βιβλία, αλλά και πράγματα που δεν βρίσκονταν σε βιβλία, όπως πώς οι ευγενείς περπατούσαν και μιλούσαν και έτρωγαν και ντύνονταν.
Συνέχισε να αριστεύει στην ανάγνωση, χαρούμενη με τα καινούργια βιβλία που της είχε συστήσει η λαίδη Λουίζα. Τα γαλλικά της έγιναν υποφερτά χάρη στη βοήθεια της Βικτό-ριας. Της επιτρεπόταν να κάνει μαθήματα πιάνου με έναν δάσκαλο μαζί με τη Βικτόρια και διασκέδαζαν να παίζουν μαζί ως ντουέτο. Οι τρόποι της στο τραπέζι βελτιώθηκαν, γεγονός που γινόταν αφορμή για χλευασμό από τους αδελφούς της. Άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την εμφάνισή της, επιμένοντας να φοράει φιόγκους για να δένει πίσω τις ατίθασες μαύρες μπούκλες της, και μια καθαρή ποδιά κάθε μέρα, την οποία έπλενε και σιδέρωνε μόνη της. Ακόμα και η άρθρωσή της άλλαξε. Υιοθέτησε τον επιτονισμό και τον τρόπο έκφρασης της Βικτόριας και η προφορά της μαλάκωσε.
Η ίδια η Ρόζι δεν είχε συναίσθηση αυτών των αλλαγών, αλλά η μαμά της και η αδελφή της τις επισήμαναν και τις αντιμετώπισαν πολύ διαφορετικά.
«Η Ρόζι μας μεταμορφώνεται σε σωστή κυρία», είπε η μαμά ένα βράδυ.
Η Μπρίντι κάγχασε.
«Δεν ξέρω ποια νομίζει ότι είναι. Σου είπα ότι θα το πάρει πάνω της. Το επόμενο βήμα είναι ν’ αρχίσει να νιώθει ντροπή για την καταγωγή της. Θα είναι πολύ σπουδαία για να πατήσει το πόδι της σ’ αυτό το σπίτι».
«Η Ρόζι μας δεν θα ξεχάσει ποτέ την οικογένειά της», είπε η μαμά.
Κάτι φαινόταν να σπάει μέσα στην Μπρίντι.
«Γιατί στη Ρόζι μας δίνονται ευκαιρίες που εγώ δεν είχα ποτέ;» ρώτησε. «Ήμουν καλό κορίτσι σ’ όλη μου τη ζωή. Δεν σας νοιάστηκα και δεν δούλεψα σκληρά στο Ένισμορ; Παραμένω όμως ακόμα μια απλή καμαριέρα, που καθαρίζει τις στάχτες από τα τζάκια κάθε πρωί και αδειάζει τους χυλούς από τα πιάτα και τρίβει τα πατώματα. Κι αυτή η κατάσταση δεν δείχνει να τελειώνει ποτέ. Πέρα από το ενδεχόμενο η Ιμέλντα ή η Σάντι να παντρευτούν ή να απολυθούν, δεν υπάρχει για μένα πιθανότητα ν’ ανέβω ψηλότερα. Δούλα θα μείνω για το υπόλοιπο της ζωής μου!» Η Μπρίντι έκανε παύση για να πάρει ανάσα. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της καθώς κοίταζε τη μαμά. «Τι σε νοιάζει εσένα όμως για τα δικά μου προβλήματα; Εσύ τη μόνη που σκέφτεσαι είναι η Ρόζι. Η Ρόζι αυτό, η Ρόζι εκείνο, και δεν είναι σπουδαίο πόσο ομορφαίνει η Ρόζι, και τι λαμπρό μέλλον θα έχει η Ρόζι. Μου έρχεται εμετός».
Η μαμά κοίταξε το λεπτό ωχρό πρόσωπο της κόρης της, με τους στενούς ώμους και τα άγρια χέρια. Την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά.
«Λυπάμαι, αγάπη μου. Ξέρω πως πέρασες δύσκολα. Και ο μπαμπάς σου κι εγώ είμαστε ευγνώμονες που είσαι τόσο καλή κόρη. Δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε κάτι καλύτερο. Τώρα πήγαινε για ύπνο. Θα σου φέρω μια κούπα ζεστό γάλα. Το πρωί θα νιώθεις καλύτερα».
Η επίδραση της φιλίας της Ρόζι στη Βικτόρια, παρότι λιγότερο εμφανής, δεν ήταν λιγότερο βαθιά. Παρέμεινε υπάκουη στις εντολές της μαμάς της να περιορίσει τη συναναστροφή με τη Ρόζι στη σχολική αίθουσα. Η Βικτόρια υπήρξε πάντα ένα υπάκουο παιδί, μολονότι αυτό είχε να κάνει περισσότερο με τον φόβο για τη δυσαρέσκεια της μαμάς της παρά με την πραγματική της φύση. Πάσχιζε κάθε μέρα να κερδίσει έστω κι ένα μικρό χαμόγελο ή νεύμα αποδοχής από τη μητέρα της, αλλά σπανίως τα κατάφερνε. Αν δεν είχε και την ευγένεια του μπαμπά της, θα ήταν ένα πολύ μοναχικό παιδί.
Τώρα εκείνο το κενό συμπληρώθηκε με τη νέα της φιλία. Η ανησυχία της την πρώτη μέρα ότι η Ρόζι δεν ήθελε να γίνει φίλη της είχε εξανεμιστεί. Κατά τη διάρκεια του καθημερινού μεσημεριανού, όταν η θεία Λουίζα έβγαινε από τη σχολική αίθουσα για να ξεκουραστεί, η Βικτόρια βομβάρδιζε τη Ρόζι με ερωτήσεις.
«Πώς είναι να μένεις σε φάρμα, Ρόζι; Έχεις αρμέξει ποτέ αγελάδα; Πόσους υπηρέτες έχετε; Πώς είναι να τρως μαζί με την οικογένειά σου; Τι είδος φαγητού τρώτε – είναι το ίδιο με το δικό μας; Η μαμά σου σε αγαπάει;»
Η Ρόζι απαντούσε υπομονετικά και η Βικτόρια άρχισε να σχηματίζει μια εικόνα από τον κόσμο της φίλης της και να συνειδητοποιεί πως ήταν πολύ διαφορετικός από τον δικό της. Πόσο λαχταρούσε να ζήσει στην αγροικία που περιέγραφε η Ρόζι με μια φασαριόζικη και αγαπημένη οικογένεια, και μια μητέρα που σπάνια την κατσάδιαζε όταν ξεχνούσε τους τρόπους της και που πάντοτε τη φιλούσε για καληνύχτα!
«Μαμά, γιατί πρέπει να συμπεριφέρομαι σαν κυρία όλη την ώρα; Η Ρόζι δεν είναι ανάγκη να το κάνει».
Η λαίδη Ένις έριξε στην κόρη της ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Το κορίτσι κι εκείνη κάθονταν σοβαρές μαζί στο παιδικό δωμάτιο σε μια από εκείνες τις ασυνήθιστες απογευματινές επισκέψεις της.
«Επειδή είσαι κυρία, Βικτόρια, ή τουλάχιστον θα γίνεις μόλις μπεις στην κοινωνία».
«Κι άμα δεν θέλω να μπω στην κοινωνία, μαμά;»
«Ανοησίες, κορίτσι μου, δεν έχεις επιλογή. Είσαι η κόρη ενός κόμη. Είναι καθήκον σου».
Η Βικτόρια συνοφρυώθηκε.
«Δεν μου αρέσει το καθήκον», είπε.
«Σταμάτα να συνοφρυώνεσαι, Βικτόρια, θα χαλάσεις την ομορφιά σου. Και δεν έχει σημασία αν σου αρέσει το καθήκον ή όχι, θα κάνεις ό,τι αναμένεται από εσένα να κάνεις, πάει και τελείωσε».
«Μα…»
«Αρκετά, Βικτόρια!»
Η λαίδη Ένις σηκώθηκε από την καρέκλα της και κοίταξε την κόρη της.
«Αυτό το φριχτό κορίτσι σού βάζει ιδέες στο μυαλό, έτσι δεν είναι; Προειδοποίησα τον πατέρα σου πως θα συνέβαινε αυτό».
Η Βικτόρια άρχισε να χοροπηδάει γεμάτη ανησυχία.
«Όχι, μαμά, η Ρόζι δεν έκανε τίποτε. Πραγματικά δεν έκανε. Αυτές είναι δικές μου σκέψεις, από το δικό μου το κεφάλι».
«Ξεφορτώσου τες, λοιπόν».
Η μαμά της είχε εξαφανιστεί από το δωμάτιο, αφήνοντας ένα παγωμένο ρεύμα πίσω της. Η Βικτόρια άρχισε να τρέμει. Το είχε παρατραβήξει. Κι αν η μαμά ζητούσε από τον μπαμπά να διώξει τη Ρόζι; Συνειδητοποιούσε ότι η Ρόζι με χαρά θα επέστρεφε στον δικό της κόσμο, αλλά η ίδια δεν θα ήταν σε θέση να αντέξει τη ζωή στο Ένισμορ χωρίς εκείνη. Γιατί είχε πει εκείνα τα πράγματα στη μαμά; Θα έπρεπε να είχε σκεφτεί πως θα τη δυσαρεστούσε. Έπρεπε να είναι προσεκτική στο μέλλον. Δεν θα μπορούσε να διακινδυνεύσει να διώξουν τη Ρόζι. Αποφάσισε να κρατήσει τις σκέψεις εκείνες μόνο για τον εαυτό της. Από δω και στο εξής θα ήταν η τέλεια κόρη, όπως προσδοκούσε η μαμά της.
Αργότερα, εκείνο το βράδυ, η λαίδη Ένις καθόταν συλλογισμένη μπροστά στον καθρέφτη της ενώ η υπηρέτριά της, η Ιμέλντα Φοξ, της βούρτσιζε τα μαλλιά. Χωρίς να την κοιτάζει, άρχισε να μιλά.
«Φοξ, θέλω να έχεις τον νου σου στην κόρη μου».
Η Ιμέλντα Φοξ είχε έρθει στο Ένισμορ από ένα μοναστήρι αρκετά χρόνια πριν, έχοντας αποτύχει ως μοναχή. Το προσωπικό την υποδέχτηκε αμέσως με καχυποψία. Τα μαύρα της μαλλιά, τα έντονα γκρίζα μάτια, η χιονάτη επιδερμίδα της, που δεν είχε δει ποτέ το φως του ήλιου, και ο αθόρυβος τρόπος που γλιστρούσε μέσα κι έξω από τα δωμάτια τους έκαναν όλους να τη βλέπουν σαν ένα μυστηριώδες, σκοτεινό φάντασμα. Οι πάντες σοκαρίστηκαν όταν η λαίδη Ένις επέλεξε εκείνη για να γίνει η προσωπική της υπηρέτρια. Αυτό που δεν συνειδητοποιούσαν ήταν ότι η λαίδη Ένις ορθά έκρινε πως η Ιμέλντα Φοξ θα είχε τις λιγότερες πιθανότητες να μεταφέρει ιστορίες στο προσωπικό. Την εμπιστευόταν ανεπιφύλακτα.
Τα μάτια της υπηρέτριας άνοιξαν διάπλατα από πε-ριέργεια.
«Λαίδη μου;»
«Είχα μια εξαιρετικά ανησυχητική συζήτηση μαζί της το απόγευμα. Επέδειξε μια απείθεια που δεν την έχω ξαναδεί σ’ εκείνη. Είμαι σίγουρη ότι φταίει η επιρροή εκείνης… εκείνου του κοριτσιού!»
«Εννοείτε τη Ρόζι Κιλίν, κυρία; Μα σίγουρα η λαίδη Λουί-ζα είναι πιο κατάλληλη από εμένα για να την προσέχει».
«Όχι, Φοξ. Φοβάμαι πως η αγαπημένη μου αδελφή δεν είναι πάντοτε αθώα μαζί μου όσον αφορά τέτοια ζητήματα. Βλέπει τη σχολική αίθουσα ως την επικράτειά της. Είχα την ελπίδα ότι θα είχε ήδη κάνει την κατάσταση τόσο δυσάρεστη για το κορίτσι των Κιλίν που θα είχε φύγει από μόνη της. Όπως φαίνεται όμως, δεν ισχύει αυτό».
Η Φοξ σήκωσε τους ώμους της.
«Αυτές οι χωριατοπούλες σε εκπλήσσουν καμιά φορά, κυρία», είπε. «Συχνά έχουν περισσότερο τσαγανό απ’ ό,τι θα περίμενες».
«Θα παρακολουθείς τις κινήσεις της Βικτόριας έξω από τη σχολική αίθουσα. Θέλω να ξέρω αν με ξεγελά και περνά χρόνο μ’ εκείνο το κορίτσι».
«Θα βάλω τα δυνατά μου, κυρία».
Η Ιμέλντα Φοξ τελείωσε με το βούρτσισμα των μαλλιών της κυρίας της και τη βοήθησε να βάλει το νυχτικό της. Η έκφρασή της δεν πρόδιδε καθόλου συναίσθημα. Μόνο όταν έκλεισε την πόρτα του δωματίου της λαίδης Ένις και κατέβηκε τις σκάλες ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο λεπτό της ωχρό πρόσωπο.
Τέλος δεύτερου κεφαλαίου.
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi