ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Η Ρόζι κοίταζε από το παράθυρο την καλυμμένη με χιόνι οδό Μουρ. Ήταν η πρώτη μέρα μετά τα Χριστούγεννα, η γιορτή του Αγίου Στεφάνου, και ο άλλοτε πολύβουος δρόμος ήταν σχεδόν άδειος. Τα φανταχτερά καρότσια με τα λουλούδια και τα φρούτα ήταν καλυμμένα με μουσαμάδες, πάνω στους οποίους είχε στοιβαχτεί το χιόνι σε άθικτους λοφίσκους. Οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούσαν στη σιωπηλή πόλη καθώς το παλιό ρολόι του τζακιού σήμανε πέντε φορές στην αίθουσα υποδοχής. Γύρισε από το παράθυρο. Ο Κάθαλ είχε βγει έξω για ένα θέλημα και το σπίτι ήταν ήσυχο. Η βραδινή φωτιά έλαμπε ενώ αναμμένα κόκκινα κεριά έριχναν σκιές γύρω στο δωμάτιο. Το γήινο άρωμα των κουκουναριών και το στυφό άρωμα των αγριοπούρναρων ενώνονταν με την επίμονη ευωδιά της ψητής χήνας της προηγούμενης μέρας.
Ο Κάθαλ είχε φέρει τη χήνα στη Ρόζι για να τη μαγειρέψει για το χριστουγεννιάτικο δείπνο. Εκείνη την είχε ετοιμάσει και καρυκεύσει με τον τρόπο που το έκανε η μαμά της και τη σέρβιρε με νόστιμα λαχανικά, συνοδεύοντάς τη με πουτίγκα δαμάσκηνο και τράιφλ με σέρι. Ο Κάθαλ είχε ενθουσιαστεί με το γεύμα. Είχε καλέσει τον Παντράιγκ Πιρς, τον δάσκαλο και ποιητή που ήταν επικεφαλής των Εθελοντών, και έναν αριθμό νεαρών Εθελοντών που βρίσκονταν μακριά από τα σπίτια τους. Προς έκπληξη της Ρόζι, ανάμεσά τους βρισκόταν κι ο Μπρένταν Λιντς, και μόλις ξεπέρασε το σοκ της τον καλωσόρισε μαζί με τους υπόλοιπους. Σαν να είχαν μια σιωπηρή συμφωνία, δεν αντάλλαξαν λέξη για το Ένισμορ.
Αργότερα η Ρόζι πήρε τα φαγητά που περίσσεψαν και μερικά δώρα και τα πήγε στο Φόλεϊ Κορτ. Προετοιμάστηκε για τη συνάντηση με τον Μάικο – την πρώτη ύστερα από τη βραδιά που της είχε επιτεθεί. Αρνήθηκε να αφήσει την παρουσία του να μπει εμπόδιο στην προσπάθειά της να κάνει τα Χριστούγεννα λίγο πιο φωτεινά για την Μπρίντι και την Κέιτ. Ήταν σκυθρωπός και σιωπηλός, και παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια. Το δωμάτιο ήταν εξαιρετικά κρύο και γύρω από το περβάζι του παραθύρου είχε μαζευτεί πάγος. Η Ρόζι ήταν χαρούμενη που είχε φέρει μάλλινες κουβέρτες, καθώς και φαγητό. Όταν επέστρεψε στην οδό Μουρ, ξέσπασε σε κλάματα. Αργότερα αποφάσισε ότι θα τιτλοφορούσε το επόμενο άρθρο της «Φτωχά Χριστούγεννα στο Δουβλίνο».
Καθώς έφερνε ξανά στον νου της την επίσκεψη, έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται το σπίτι της. Την ημέρα του Αγίου Στεφάνου οι νεαροί άντρες του χωριού ντύνονταν με φανταχτερά κοστούμια και κουβαλούσαν έναν στύλο με γιρλάντες πάνω στον οποίο υπήρχε ένα καλάθι με το ομοίωμα ενός νεκρού τρυποφράχτη. Οι «Τρυποφράχτες», όπως ήταν γνωστοί, χτυπούσαν σε κάθε σπίτι και ζητούσαν «κατιτί για τον τρυποφράχτη». Η μαμά τούς έδινε πάντοτε μήλα και γλυκά, και η Ρόζι στεκόταν στην πόρτα κοιτάζοντάς τους καθώς χόρευαν φεύγοντας, σαν πολύχρωμα πουλιά πάνω στο χιόνι.
Ενώ η Ρόζι ήταν χαμένη στις σκέψεις της, δεν αντιλήφθηκε άλλο ένα πλουμιστό πλάσμα που πλησίαζε στο σπίτι της. Ο Βαλεντάιν Μπελ, με την πορφυρή στολή του να ξεχωρίζει πάνω στο λευκό, καλυμμένο από χιόνι πεζοδρόμιο, δρασκέλιζε αποφασιστικά την οδό Μουρ. Όταν χτύπησε το κουδούνι δυνατά κι επίμονα, η Ρόζι υπέθεσε ότι ο Κάθαλ είχε ξεχάσει το κλειδί του. Χαμογέλασε και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα φωνάζοντας.
«Έρχομαι, Κάθαλ. Εσύ θα ξέχναγες και το κεφάλι σου αν δεν ήταν κολλημένο πάνω σου!»
Όταν άνοιξε την πόρτα, έμεινε παγωμένη στη θέση της. Ο Βαλεντάιν στεκόταν εκεί και την αγριοκοίταζε. Με κόπο η Ρόζι επιστράτευσε τη σπιρτάδα της.
«Νόμιζα ότι ήσουν στη Γαλλία», είπε.
«Προφανώς όχι».
Ο τόνος της φωνής του ταίριαζε με το συνοφρύωμα. Τι στην ευχή τού συνέβαινε; Έμεινε ν’ αναρωτιέται. Δεν τον είχε δει ποτέ έτσι – θυμωμένο, ανυπόμονο και αλαζόνα. Με δυσκολία τον αναγνώριζε.
«Τι θέλεις;» ρώτησε εκείνη στον ίδιο τόνο με τον δικό του.
«Πρέπει να σου μιλήσω».
Καθώς η Ρόζι προσπάθησε να κλείσει την πόρτα, εκείνος έβαλε το πόδι του μπροστά για να την κρατήσει ανοιχτή.
«Είσαι μόνη σου;» ρώτησε.
Εκνευρισμένη του έγνεψε καταφατικά.
«Τότε, σε παρακαλώ, άσε με να περάσω, Ρόζι. Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθεις».
Είδε πως έτρεμε. Φορούσε μονάχα τη στολή του, χωρίς πανωφόρι, σε αντίθεση με τον Κάθαλ. Οι ελάχιστοι περαστικοί στον δρόμο είχαν αρχίσει να τους κοιτάνε. Συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κρατάει έναν Βρετανό στρατιώτη να ξεροσταλιάζει στο κατώφλι της. Άνοιξε την πόρτα και τον έβαλε μέσα.
«Σου δίνω πέντε λεπτά για να πεις ό,τι έχεις να πεις. Ύστερα πρέπει να μου υποσχεθείς πως θα φύγεις».
Ένα αδιόρατο βλέμμα μετάνοιας πέρασε από το πρόσωπό του.
«Γιατί δεν είσαι στη Γαλλία;» τον ρώτησε καθώς εκείνος την ακολουθούσε ανεβαίνοντας τις σκάλες.
Ο Βαλεντάιν ανασήκωσε τους ώμους.
«Η μονάδα μου αργεί να σαλπάρει και φαίνεται πως είμαι τελευταίος στον κατάλογο».
Μπήκαν στο καθιστικό. Ο Βαλεντάιν κοίταξε γύρω, χαζεύοντας την ευχάριστη φωτιά και τη διακόσμηση. Η Ρόζι δεν του πρόσφερε ούτε κάθισμα ούτε ποτό. Την πλήγωνε που του φερόταν τόσο σκληρά, αλλά ήξερε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Στάθηκε αντίκρυ του.
«Τώρα πες τι έχεις να πεις και γρήγορα».
Μεσολάβησε μια στιγμή προτού μιλήσει. Στάθηκε στητός, πρόταξε το στέρνο του και άρχισε.
«Από τότε που βρίσκομαι στο Δουβλίνο, ανησυχώ για σένα». Η Ρόζι άνοιξε το στόμα της για να τον διακόψει, αλλά εκείνος την εμπόδισε με το χέρι του. «Ανεξάρτητα απ’ ό,τι νομίζεις, Ρόζι, εξακολουθώ να νοιάζομαι για σένα πάρα πολύ. Η Βικτόρια είπε ότι δεν ήξερε πού μένεις, γι’ αυτό έκανα μόνος μου έρευνες. Ανακάλυψα ότι έμενες σε αυτό το σπίτι μ’ έναν άντρα ονόματι Κάθαλ Ο’Μάλεϊ».
«Πολύ σωστά και δεν έχω καμιά πρόθεση να μετακομίσω. Μπορείς λοιπόν να φύγεις τώρα».
«Ίσως αλλάξεις γνώμη αν ακούσεις τι έχω να σου πω. Έκανα την έρευνά μου γι’ αυτόν τον άντρα και ανακάλυψα κάποια πολύ ανησυχητικά πράγματα. Είναι επικίνδυνος άνθρωπος, Ρόζι, και πρέπει να φύγεις μακριά του αμέσως».
«Ένας στρατιώτης είναι, που εκπαιδεύει τους Ιρλανδούς Εθελοντές. Αυτό δεν τον κάνει δα και επικίνδυνο, για όνομα του Θεού».
«Το ότι είναι δολοφόνος, όμως, τον κάνει».
Τα λόγια του τη χτύπησαν σαν έκρηξη που ακολουθείται από μια εκκωφαντική σιωπή. Η Ρόζι έμεινε να τον κοιτάει κατάπληκτη. Εκείνος συνέχισε να μιλάει, με λόγια κοφτά και αποδοκιμαστικά.
«Έχω έγκυρες πληροφορίες ότι σκότωσε μια γυναίκα στο Ουέστπορτ. Ήταν καταρτισμένος γιατρός και αφότου έχασε την άδειά του, στράφηκε στη μορφίνη. Είναι δολοφόνος και διακινητής ναρκωτικών, και πρέπει να φύγεις μακριά του αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Θέλω να μαζέψεις τα πράγματά σου και να έρθεις μαζί μου».
Η Ρόζι τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό όταν άκουσε έναν βήχα από το κατώφλι. Γύρισε πίσω. Εκεί στεκόταν ο Κάθαλ. Ο Βαλεντάιν ακολούθησε το βλέμμα της.
«Ποιος στο διάολο είσαι εσύ;»
Η φωνή του Κάθαλ πρόδιδε ψυχρή οργή.
Όρμησε στο δωμάτιο, με το δεξί του χέρι τεντωμένο και τη γροθιά του σφιγμένη σαν να ήταν έτοιμος να χτυπήσει τον επισκέπτη. Νιώθοντας τον κίνδυνο, η Ρόζι μπήκε μπροστά στον Βαλεντάιν.
Ο Βαλεντάιν στάθηκε ευθυτενής.
«Ανθυπολοχαγός Βαλεντάιν Μπελ της Ιρλανδικής Φρουράς. Είμαι εδώ για να απομακρύνω τη Ρόζι με ασφάλεια».
Το σαγόνι του Κάθαλ τεντώθηκε. Κοίταξε τη Ρόζι και για μια στιγμή εκείνη νόμιζε πως θα την έσπρωχνε πέρα και θα χτυπούσε τον Βαλεντάιν. Εκείνος φάνηκε να παλεύει με τον εαυτό του προτού κάνει πίσω και τον αγριοκοιτάξει.
«Ο Μπελ, είπαμε; Από το Ένισμορ, λοιπόν».
Η απάθεια στα λόγια του εξακολουθούσε να μην καλύπτει τον θυμό του.
«Ο ίδιος».
Η Ρόζι βρήκε τη φωνή της.
«Κάθαλ! Ξεστομίζει φριχτές κατηγορίες εναντίον σου. Δεν γίνεται να αληθεύουν, ασφαλώς».
Ο Κάθαλ πήγε προς τον μπουφέ, παίρνοντας λίγο χρόνο για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Έβαλε ένα ουίσκι, ήπιε μια γουλιά και γύρισε προς το μέρος της.
«Δεν συνηθίζω να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου σε Βρετανούς στρατιώτες, αλλά για χάρη σου, Ρόζι, θα το κάνω». Έκανε μια παύση και πήρε βαθιά ανάσα. «Είναι αλήθεια πως σκότωσα μια γυναίκα στο Ουέσπορτ». Αγνόησε το ουρλιαχτό της Ρόζι. «Εκείνη η γυναίκα ήταν η σύζυγός μου. Είχε μια πάρα πολύ δύσκολη γέννα στο παιδί μας. Χρειαζόταν καισαρική τομή. Επέμεινα να τη χειρουργήσω μόνος μου, παρότι δεν ήμουν επαρκώς καταρτισμένος για να το κάνω. Και οι δυο τους πέθαναν πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι». Μίλησε δίχως συναίσθημα, σαν να διάβαζε μια αναφορά. «Κατηγόρησα τον εαυτό μου. Άρχισα να παίρνω μορφίνη, για να καταπραΰνω την ενοχή και να πνίξω την ανάμνηση. Και παρότι δεν έχασα ποτέ την άδειά μου, σταμάτησα να ασκώ την ιατρική».
«Μα γιατί δεν μου μίλησες γι’ αυτό, Κάθαλ;» ψιθύρισε η Ρόζι.
«Γιατί να το έκανα; Έχω προσπαθήσει να ξεχάσω αυτήν την περίοδο της ζωής μου».
Ο Βαλεντάιν μίλησε, κρύβοντας μετά βίας τον θρίαμβο στη φωνή του.
«Βλέπεις; Σου έλεγα την αλήθεια, Ρόζι».
«Ναι, όντως», είπε ο Κάθαλ. «Και δεν θα σε κατηγορήσω αν θελήσεις να φύγεις μαζί του».
Η Ρόζι κοίταξε μια τον έναν άντρα και μια τον άλλο. Δεν ήξερε με ποιον ήταν περισσότερο θυμωμένη – με τον Κάθαλ που το κράτησε μυστικό από εκείνη ή με τον Βαλεντάιν που της το είπε.
«Αυτό έκανες στην Ένωση; Χειρουργούσες;» ρώτησε τον Κάθαλ.
Εκείνος έγνεψε.
«Ναι, έχουν τρομερή ανάγκη από γιατρούς εκεί. Μου πήρε λίγο χρόνο για να ξαναβρώ τον ρυθμό μου, αλλά δεν έχω σκοτώσει κανέναν πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι ακόμη».
Άφησε ένα ειρωνικό γέλιο.
Μια ξαφνική οργή κατέκλυσε τη Ρόζι. Έσπρωξε τον Βαλεντάιν προς τα πίσω, χτυπώντας τις γροθιές της στο στήθος του.
«Φύγε από δω τώρα, Βαλεντάιν Μπελ, και να μην ξαναγυρίσεις! Το μόνο που κάνατε όλοι οι Μπελ ήταν να μου καταστρέψετε τη ζωή. Φύγε!»
Η Ρόζι έσπρωξε τον Βαλεντάιν προς την πόρτα. Εκείνος την κοίταξε ανήσυχος, ενώ μεγάλο μέρος της προηγούμενης ύβρης του είχε εξαφανιστεί. Έκανε μια υπόκλιση.
«Όπως επιθυμείς, Ρόζι».
Όταν ο Βαλεντάιν έφυγε, η Ρόζι και ο Κάθαλ κάθισαν σιωπηλοί δίπλα στη φωτιά ακούγοντας το τικ τακ του ρολογιού πάνω στο τζάκι.
Το σκοτάδι είχε πέσει εκείνο το βράδυ όταν ο Κάθαλ τελικά άρχισε να μιλάει. Μίλησε ήρεμα, σαν να παραμιλούσε.
«Το όνομά της ήταν Έμερ», άρχισε.
Η Ρόζι ξύπνησε από τον λήθαργό της και κάθισε στητή στην καρέκλα της.
«Ήταν το πιο αξιαγάπητο κορίτσι που είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Είχε ένα μεταδοτικό γέλιο. Ήμουν πολύ σοβαρός τύπος τότε, δεν γελούσα και τόσο, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ όταν εκείνη ήταν μαζί μου. Αχ, της άρεσαν πολύ τ’ αστεία! Μου έκανε πλάκες και ύστερα δεν σταματούσε να γελά. Μπορώ ακόμη ν’ ακούσω τον ήχο του γέλιου της – έμοιαζε με καταρράκτη». Σταμάτησε και ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι που είχε μπροστά του στο τραπέζι. «Είχε πρόσωπο αγγέλου, αλλά μπορούσε να γίνει διάολος σωστός όταν το ήθελε. Ήταν πεισματάρα και ατρόμητη και ισχυρογνώμων. Δεν έδινε δεκάρα για το τι θα πει ο κόσμος γι’ αυτήν».
Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, σαν να θυμόταν ένα παλιό περιστατικό.
Η Ρόζι περίμενε.
«Τη γνώρισα στο Λονδίνο όπου σπούδαζα ιατρική. Ο μπαμπάς της ήταν ένας από τους καθηγητές μου. Εκείνη όμως ήταν Ιρλανδή, γέννημα-θρέμμα Δουβλινέζα. Έκανε σαν παιδάκι όταν επέστρεψε στην Ιρλανδία μαζί μου και είδε τη δύση για πρώτη φορά. Με έστειλαν σε μια αγροτική περιοχή μίλια μακριά από την πόλη του Γκόλγουεϊ. Νόμιζα πως θα έπληττε, αλλά χαιρόταν με το καθετί – τα βουνά, τους βάλτους, τον άγριο Ατλαντικό. Είδα τα πάντα μέσα από νέα μάτια, τα μάτια της».
Η Ρόζι χαμογέλασε με κόπο καθώς φαντάστηκε εκείνο το κορίτσι να ερωτεύεται τη δύση της Ιρλανδίας.
«Ήμασταν πολύ χαρούμενοι που είχαμε ο ένας τον άλλον, μα νιώσαμε πανευτυχείς όταν μάθαμε ότι θα κάνουμε παιδί». Ο Κάθαλ ξύπνησε και έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Ρόζι για πρώτη φορά. «Σου είπα ότι παρά το θάρρος της είχε έναν παράλογο φόβο για τα νοσοκομεία; Παράξενο δεν είναι για κόρη και σύζυγο γιατρού;»
Η Ρόζι κούνησε καταφατικά το κεφάλι μες στο σκοτάδι.
«Όλα πήγαιναν αρκετά καλά στην αρχή. Προσλάβαμε μια μαία και περιμέναμε πότε θα έρθει η ώρα να γεννήσει. Όταν όμως ήρθε εκείνη η ώρα, ήταν προφανές πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε περάσει ήδη μία ημέρα και μία νύχτα και ακόμη δεν υπήρχε κανένα σημάδι από το παιδί. Τότε σιγουρεύτηκα πως είχε ανάγκη από καισαρική και αρνιόταν να με αφήσει να την πάω στο μεγάλο νοσοκομείο στο Γκόλγουεϊ. Οπότε αποφάσισα να κάνω την επέμβαση μόνος μου, με τη μαία βοηθό μου».
Έβγαλε μια αναπάντεχη κραυγή, που ξάφνιασε τη Ρόζι.
«Αχ, μα γιατί σκέφτηκα πως θα μπορούσα να το κάνω; Τι αλαζονικός βλάκας! Θα ’πρεπε να πρόσεχα. Ήμουν έμπειρος χειρουργός, αλλά δεν είχα κάνει καισαρική ποτέ πριν. Γιατί δεν την πήγα στο νοσοκομείο παρά τις διαμαρτυρίες της; Γιατί περίμενα τόσο πολύ; Θα έπρεπε να είχα δράσει νωρίτερα. Την άφησα με τις ωδίνες του τοκετού για πάρα πολύ».
Η Ρόζι συγκρατούσε τα δάκρυά της καθώς άκουγε. Το πένθος του ήταν σκληρό και δεν υπήρχε τίποτε που μπορούσε να πει για να τον βοηθήσει. Ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά της. Πήγε να σηκωθεί, νομίζοντας ότι τελείωνε την ιστορία του, αλλά εκείνος δεν είχε τελειώσει. Το χειρότερο έμελλε να έρθει.
«Το παιδί ήταν ζωντανό όταν το έβγαλα», ξεστόμισε ανάμεσα σε λυγμούς. «Το ακούμπησα πάνω στο στήθος της κι εκείνη το κοίταξε και χαμογέλασε μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελό της. Κι ύστερα έσβησε. Και… και μέσα λίγα λεπτά το παιδί έσβησε κι αυτό».
Η Ρόζι έκλαιγε φανερά πλέον μαζί με τον Κάθαλ. Εκείνος είχε ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει. Δεν χρειαζόταν να της εξηγήσει για τον εθισμό του στη μορφίνη και πώς είχε χάσει τον εαυτό του. Η ενοχή του τον είχε συντρίψει. Ήθελε να του πει πως δεν έφταιγε εκείνος, πως όσα είχε κάνει ήταν από αγάπη για την Έμερ, και ότι το είχε κάνει για καλό. Η συγχώρεσή της δεν είχε σημασία – εκείνος έπρεπε να συγχωρήσει τον εαυτό του.
Η Ρόζι σηκώθηκε, πήγε προς το μέρος του και κάθισε στην άκρη της καρέκλας του. Τον αγκάλιασε και άρχισε να τον λικνίζει καθώς εκείνος σπάραζε, με το κεφάλι του χωμένο στο στήθος της. Οι σκέψεις της στράφηκαν στον Βαλεντάιν. Θα μπορούσε ποτέ να τον συγχωρέσει που ανέστησε τον πόνο του Κάθαλ;
Τέλος 28ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi