ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
Ένα πρωινό, όχι πολύ καιρό μετά την επίσκεψη του Βαλεντάιν, η Βικτόρια έφτασε στην Ένωση, κάτω από τα συνήθη καχύποπτα βλέμματα των συναδέλφων της. Παρότι δούλευε σκληρά, ήξερε ότι οι άλλες νοσοκόμες δεν την είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Παρόλο που δεν είχε πει τίποτα για το παρελθόν της, η προφορά της και η συμπεριφορά της την έκαναν να ξεχωρίζει από αυτές – καθώς και το γεγονός ότι δούλευε χωρίς αμοιβή. Αν ήταν μια παντρεμένη γυναίκα της ίδιας τάξης με αυτές, ίσως να το προσπερνούσαν –άλλη μια πλούσια κυρία που αποφάσισε να «κάνει καλό»–, αλλά ως νεαρή ελεύθερη γυναίκα υπέθεταν ότι προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Είχε προσπαθήσει σκληρά να είναι εργατική, να μένει πιο πολλές ώρες από τις περισσότερες, να δέχεται κάθε δουλειά όσο δυσάρεστη κι αν ήταν, δείχνοντας σεβασμό στις άλλες νοσοκόμες και στους ασθενείς. Εξακολουθούσαν όμως να τη βλέπουν με καχυποψία.
Εκείνο το πρωινό δεν ήταν διαφορετικό. Η επικεφαλής νοσοκόμα τής απηύθηνε ένα νεύμα με σφιγμένα χείλη κι απομακρύνθηκε. Η Βικτόρια αναστέναξε και πήγε να δει τις υποχρεώσεις της, ευγνώμων που η αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου ήταν, ως συνήθως, γεμάτη με ασθενείς. Όσο ήταν απασχολημένη, δεν ανησυχούσε για τον Βαλεντάιν, ούτε έπιανε τον εαυτό της να ονειροπολεί τον Μπρένταν. Ήταν έτοιμη να πάρει τη θερμοκρασία από άλλη μια σκυθρωπή νεαρή μητέρα, με ρουφηγμένα μάτια, που καιγόταν στον πυρετό, όταν οι επικεφαλής νοσοκόμες ήρθαν να τη βρουν. Ένα πρωινό, όχι πολύ καιρό μετά την επίσκεψη του Βαλεντάιν, η Βικτόρια έφτασε στην Ένωση, κάτω από τα συνήθη καχύποπτα βλέμματα των συναδέλφων της. Παρότι δούλευε σκληρά, ήξερε ότι οι άλλες νοσοκόμες δεν την είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Παρόλο που δεν είχε πει τίποτα για το παρελθόν της, η προφορά της και η συμπεριφορά της την έκαναν να ξεχωρίζει από αυτές – καθώς και το γεγονός ότι δούλευε χωρίς αμοιβή. Αν ήταν μια παντρεμένη γυναίκα της ίδιας τάξης με αυτές, ίσως να το προσπερνούσαν –άλλη μια πλούσια κυρία που αποφάσισε να «κάνει καλό»–, αλλά ως νεαρή ελεύθερη γυναίκα υπέθεταν ότι προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Είχε προσπαθήσει σκληρά να είναι εργατική, να μένει πιο πολλές ώρες από τις περισσότερες, να δέχεται κάθε δουλειά όσο δυσάρεστη κι αν ήταν, δείχνοντας σεβασμό στις άλλες νοσοκόμες και στους ασθενείς. Εξακολουθούσαν όμως να τη βλέπουν με καχυποψία.
«Δεσποινίς Μπελ, σας χρειάζομαι να με βοηθήσετε στη χειρουργική αίθουσα. Τώρα αμέσως».
Η φωνή της ήταν κοφτή. Η Βικτόρια ξεροκατάπιε.
«Μα δεν έχω σχετική εμπειρία, αδελφή», άρχισε να λέει. «Σίγουρα θα χρειάζονται κάποιον με εμπειρία».
Η επικεφαλής νοσοκόμα την κοίταξε αυστηρά.
«Μην αμφισβητείτε την κρίση μου, δεσποινίς Μπελ. Έχουμε έλλειψη προσωπικού, και από τις διαθέσιμες νοσοκόμες είστε η καλύτερη επιλογή. Πηγαίνετε τώρα. Σας περιμένουν».
Η Βικτόρια βρισκόταν σε παραζάλη καθώς έσπευδε προς τη χειρουργική αίθουσα. Ένα κομμάτι της ήταν ενθουσιασμένο που η επικεφαλής νοσοκόμα είχε δείξει τόση εμπιστοσύνη σ’ εκείνη –σήμαινε πως η δουλειά της ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητική–, αλλά ένα άλλο κομμάτι της ήταν τρομοκρατημένο. Ανοιγόκλεισε θαμπωμένη τα μάτια καθώς μπήκε στην αίθουσα. Δυνατά φώτα φώτιζαν πάνω στο κρεβάτι έναν ασθενή, ο οποίος ήταν περιστοιχισμένος από μια ομάδα μασκοφορεμένων γιατρών και νοσοκόμων. Πήγε αμέσως σ’ έναν νιπτήρα να πλυθεί ενώ μια άλλη νοσοκόμα τη βοήθησε με τη χειρουργική της μάσκα και την ποδιά. Η οσμή του αίματος ανάμεικτη με αντισηπτικό σχεδόν της έφερε εμετό, αλλά με λίγη προσπάθεια συγκρατήθηκε. Άρχισε να τρέμει καθώς κινήθηκε σιγά σιγά στο πλάι της νοσοκόμας που τη βοήθησε να ντυθεί. Η νοσοκόμα γύρισε και της χαμογέλασε.
«Μην ανησυχείς. Θα είσαι μια χαρά. Απλώς δίνε μου τα εργαλεία που σου ζητώ».
Η Βικτόρια έγνεψε. Καθώς η επέμβαση προχωρούσε, η έντασή της χαλάρωσε. Παρατηρούσε με θαυμασμό τον χειρουργό να κόβει τη σάρκα του ασθενή, να εξετάζει τα όργανά του και να αφαιρεί κάτι που φαινόταν να είναι ένας μικρός όγκος. Ύστερα έραψε επιδέξια την τομή και έγνεψε στις νοσοκόμες. Η Βικτόρια είχε εντυπωσιαστεί όχι μόνο με την προφανή αυτοπεποίθηση του χειρουργού, αλλά και από την ευγένεια με την οποία είχε εξετάσει το σώμα του ασθενή. Είχε μια ψηλή, επιβλητική κορμοστασιά, και παρότι δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του πίσω από τη μάσκα, ήταν σίγουρη ότι ήταν ευγενικό. Όταν η επέμβαση τελείωσε, περπάτησε προς το μέρος της και σταμάτησε.
«Μπράβο, νεαρή μου κυρία», είπε. Η φωνή του ήταν ζεστή και αβρή.
Η Βικτόρια κοκκίνισε.
«Σας ευχαριστώ, σερ».
Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και γέλασε.
«Α, δεν έχω χριστεί ακόμη ιππότης, δεσποινίς. Το “κύριε Ο’Μάλεϊ” μου κάνει μια χαρά».
Η Βικτόρια τον κοίταξε. Αναγνώρισε την προφορά του που έδειχνε ότι προερχόταν από την κομητεία Μάγιο. Και αναγνώρισε τ’ όνομά του. Ήταν δυνατόν να είναι ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ – ο άντρας τον οποίο είχε δει στο έργο στο Άμπεϊ, ο άντρας με τον οποίο λεγόταν πως μένει η Ρόζι; Είπε στον εαυτό της πως ήταν απλώς σύμπτωση. Εξάλλου το Ο’Μάλεϊ δεν ήταν κοινό όνομα; Συνέχισε τη δουλειά της βγάζοντας τη μάσκα της και την ποδιά, και πλένοντας τα χέρια της. Όταν βγήκε έξω στον διάδρομο, όμως, κοκάλωσε. Ήταν όντως εκείνος. Δεν έκανε λάθος. Είχε βγάλει τη μάσκα του και την ποδιά του και κουβέντιαζε με τις νοσοκόμες. Αναγνώρισε το όμορφο πρόσωπο, τους φαρδιούς ώμους και τα ατημέλητα μαλλιά. Ενστικτωδώς, έσκυψε το κεφάλι και πέρασε βιαστικά από μπροστά του για να επιστρέψει στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου.
Όλη την επόμενη εβδομάδα δεν μπορούσε να βγάλει τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ από το μυαλό της. Στην αρχή, δεν μπορούσε να καταλάβει την εμμονή της μαζί του. Γιατί νοιαζόταν για εκείνον τον άντρα; Ήταν φίλος της Ρόζι, όχι δικός της. Το μυαλό της έπρεπε να βρίσκεται στον Μπρένταν ή στον Βαλεντάιν –και ήταν–, αλλά μια στο τόσο η εικόνα του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ διέκοπτε τις σκέψεις της. Καθώς το σκεφτόταν, συνειδητοποίησε ότι αυτός αντιπροσώπευε τη μόνη σύνδεσή της με τη Ρόζι. Της έλειπε απελπιστικά η φίλη της. Όλος ο θυμός από την τελευταία τους συνάντηση είχε εξανεμιστεί και ανυπομονούσε να τη δει, να της μιλήσει, να μοιραστούν μυστικά, όπως είχαν κάνει τόσα χρόνια πριν. Αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ.
Δεν χρειαζόταν να περιμένει πολύ. Ένα βράδυ, καθώς έβγαινε από την Ένωση και περπατούσε κάτω από την αψιδωτή πύλη, εμφανίστηκε δίπλα της.
«Εσύ δεν είσαι η κοπέλα που μας βοήθησε στην επέμβαση την προηγούμενη εβδομάδα;» ρώτησε.
Η Βικτόρια έγνεψε. Συνέχισε να περπατάει χωρίς να διακόπτει τον βηματισμό της. Εκείνος την ακολουθούσε.
«Δεν έμαθα ποτέ το όνομά σου. Ήθελα να σε ζητήσω ξανά την επόμενη φορά που θα έχουμε έλλειψη προσωπικού. Ήσουν πολύ πιο αποδοτική από τα περισσότερα κορίτσια που μας έχουν στείλει».
Εκείνη τον κοίταξε.
«Βικτόρια Μπελ», είπε.
Περίμενε να δει αν το όνομά της του θύμιζε κάτι. Προφανώς όχι.
«Και από πού έρχεσαι, δεσποινίς Μπελ;»
«Από την κομητεία Μάγιο», απάντησε.
Εκείνος έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και γέλασε.
«Ε, βέβαια, θα έπρεπε να είχα μαντέψει πως επρόκειτο για ένα κορίτσι από το Μάγιο, έτσι δεν είναι; Είναι δύσκολο να τις κερδίσεις». Σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει. «Κάθαλ Ο’Μάλεϊ, ένας άντρας από την κομητεία Μάγιο, στις υπηρεσίες σας, δεσποινίς».
Η Βικτόρια πήρε βαθιά ανάσα. Θα γινόταν ή τώρα ή ποτέ.
«Νομίζω ότι ξέρεις μια φίλη μου από την κομητεία Μάγιο. Το όνομά της είναι Ρόζι Κιλίν. Βέβαια, το όνομά της είναι Ροϊσίν στην πραγματικότητα, αλλά εγώ πάντοτε τη φώναζα Ρόζι».
Την κοίταξε εμβρόντητος.
«Τη Ρόζι; Ξέρεις τη Ρόζι; Μα νόμιζα πως δεν είχε καθόλου φίλους στο Δουβλίνο, εκτός από εμένα, βέβαια, και την αδελφή της την Μπρίντι».
Η Βικτόρια ξεθάρρεψε.
«Μεγαλώσαμε μαζί στο Ένισμορ», είπε. «Μπορεί να το ξέρεις το μέρος. Τέλος πάντων, ήμασταν πολύ καλές φίλες στην παιδική μας ηλικία, τώρα όμως…» δίστασε, «ε, χαθήκαμε και έχω να τη δω εδώ και έναν χρόνο. Άκουσα πως εσύ και αυτή ζείτε μαζί».
Η Βικτόρια προσπάθησε να ακουστεί χαλαρή, αλλά ήξερε πως δεν το είχε πετύχει. Η ένταση στη φωνή της ήταν προφανής. Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ την έπιασε από το μπράτσο.
«Μπορούμε να καθίσουμε κάπου και να μιλήσουμε γι’ αυτό;»
Κάθισαν μαζί σ’ ένα παγκάκι, όχι μακριά από την Ένωση. Είχε σουρουπώσει, αλλά η Βικτόρια μπορούσε να δει το πρόσωπό του αρκετά καθαρά. Ήταν πράγματι όμορφος άντρας. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που η Ρόζι γοητεύτηκε από εκείνον. Ύστερα από πίεση του Κάθαλ, του είπε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το πώς γνωρίστηκαν με τη Ρόζι. Παρέλειψε καθετί που θεωρούσε ότι μπορεί να έφερνε σε δύσκολη θέση τη φίλη της.
«Και όταν ήρθα στο Δουβλίνο, πήγα στο σπίτι της Μπρίντι για να τη βρω», είπε τελειώνοντας, «αλλά δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί μου. Είχαμε έναν καβγά και δεν την έχω δει από τότε. Ήλπιζα ότι εσύ θα μπορούσες να της δώσεις ένα μήνυμα από μένα. Πες της ότι μου λείπει και ότι ανυπομονώ να τη δω ξανά».
Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ την είχε ακούσει σιωπηλός. Τώρα είχε στηρίξει την πλάτη του στο παγκάκι και άφησε έναν μακρύ αναστεναγμό. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Πρόσφερε ένα και στη Βικτόρια, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Περίμενε.
«Για δες λοιπόν τι κρυψίνους που είναι η Ροϊσίν Νταβ», είπε με ξαφνιασμένο ύφος.
«Σας παρακαλώ, κύριε Ο’Μάλεϊ, δεν θέλω να θυμώσει μαζί μου που σας τα είπα όλα αυτά. Δεν ήξερα πόσα γνωρίζατε».
Εκείνος τη χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
«Μην ανησυχείτε, δεσποινίς Μπελ. Θα είμαι τόσο διακριτικός όσο ένας διπλωμάτης». Ρούφηξε το τσιγάρο του κι έπειτα έσβησε τη γόπα κάτω από την μπότα του και σηκώθηκε. «Χάρηκα που σας γνώρισα, δεσποινίς Μπελ, και χάρηκα που έμαθα ότι η Ρόζι έχει μια φίλη σαν κι εσάς στο Δουβλίνο. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να τη φέρω εδώ. Την ξέρετε τη Ρόζι όμως εξίσου καλά, αν όχι καλύτερα από εμένα. Μπορεί να φανεί πεισματάρα σαν γαϊδούρι στον βάλτο. Καληνύχτα, τώρα».
«Καληνύχτα, κύριε Ο’Μάλεϊ», μουρμούρισε.
Κάθισε στο παγκάκι και τον κοίταζε ενώ απομακρυνόταν στο σούρουπο. Στο τέλος σηκώθηκε και τίναξε τα ρούχα της. Λοιπόν, αυτό ήταν. Είχε αφήσει το μέλλον της με τη Ρόζι στα χέρια του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Ήλπιζε ότι θα μπορούσε να την πείσει. Όπως όμως είχε πει κι εκείνος, η Ρόζι ήταν πεισματάρα. Δεν είχε νόημα να τρέφει πολλές ελπίδες.
Η Ρόζι είχε μετακομίσει στο σπίτι του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ την επόμενη ημέρα από την επίθεση του Μάικο. Είχε ξυπνήσει το επόμενο πρωί αφότου είχε φτάσει στο κατώφλι του και είχε επιστρέψει στο Φόλεϊ Κορτ για να πάρει τα υπάρχοντά της. Η Μπρίντι ήταν μόνη της με τη μικρή Κέιτ. Παρατηρούσε σιωπηλά την Κέιτ όσο εκείνη πετούσε τα ρούχα της σε μια τσάντα μαζί με τα άλλα ελάχιστα προσωπικά της αντικείμενα. Στο τέλος η Ρόζι στάθηκε μπροστά στην αδελφή της.
«Πρέπει να φύγω, Μπρίντι».
Η Μπρίντι έγνεψε.
«Το ξέρω πως πρέπει».
Η Ρόζι δεν είχε πει τίποτα για το περιστατικό με τον Μάικο, αλλά της ήταν ξεκάθαρο ότι η Μπρίντι κατάλαβε. Πλησίασε και πήρε τα χέρια της αδελφής της στα δικά της. Η Μπρίντι είχε γίνει κάτισχνη και είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Η φτώχεια και οι άθλιες συνθήκες ζωής είχαν ρουφήξει όλη τη ζωή από μέσα της. Πού ήταν εκείνο το δυνατό, δυναμικό κορίτσι που άκουγε στο όνομα Μπρίντι; Η Ρόζι κατάπινε τα δάκρυά της καθώς μιλούσε.
«Έχω αφήσει τη διεύθυνση όπου θα βρίσκομαι σε περίπτωση που τη χρειαστείς. Και θα σου στέλνω χρήματα όσο πιο συχνά μπορώ». Αναστέναξε. «Εύχομαι να μπορούσα να σε πάρω μαζί με την Κέιτ μακριά από αυτό το κολαστήριο, αλλά…»
Η Μπρίντι έγνεψε.
«Ε, έλα τώρα, σταμάτα, Ρόζι. Το ξέρεις πολύ καλά, όπως κι εγώ, πως ο Μάικο δεν θα μας άφηνε ποτέ να φύγουμε. Αν φεύγαμε, θα μας κυνηγούσε και θα μας έφερνε πίσω. Και στο κάτω κάτω, όπως έλεγε πάντα η μαμά, όπως έστρωσα θα κοιμηθώ».
Η Ρόζι έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να πεθάνει ο Μάικο Ντελάνι. Αν ήταν άντρας, θα τον είχε πνίξει με τα ίδια της τα χέρια. Δάγκωσε τα χείλη της και έγνεψε. Αφήνοντας τα χέρια της αδελφής της προχώρησε, γονάτισε και πήρε τη μικρή Κέιτ στην αγκαλιά της.
«Όσο πάει και καλυτερεύεις, μπράβο το κορίτσι μου».
Το παιδί την κοίταξε με μάτια διάπλατα, που έμοιαζαν τόσο με της μαμάς της, κάνοντας τη Ρόζι να νιώσει και πάλι έναν κόμπο στον λαιμό. Σηκώθηκε γρήγορα, μάζεψε την τσάντα της και βγήκε από το δωμάτιο.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ εκείνο το απόγευμα, ανακάλυψε ότι είχε ετοιμάσει το υπνοδωμάτιο του τρίτου ορόφου για εκείνη. Πάνω στο κρεβάτι βρίσκονταν καθαρά σεντόνια και κουβέρτες και μια κανάτα νερό. Το δωμάτιο ήταν σφουγγαρισμένο και το παράθυρο ανοιχτό για να αεριστεί. Και πάνω σε μια μικρή συρταριέρα βρισκόταν ένα βάζο με φρεσκοκομμένα λουλούδια. Κάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, μπήκαν σε μια ρουτίνα. Ο καθένας ερχόταν κι έφευγε όποτε ήθελε. Εκείνος συνήθως είχε φύγει την ώρα που η Ρόζι σηκωνόταν το πρωί, και συχνά δεν ήταν σπίτι όταν εκείνη επέστρεφε το βράδυ. Της είχε δώσει ένα κλειδί για το υπνοδωμάτιό της, και κάθε βράδυ το κλείδωνε σαν να κλείδωνε απέξω τον κόσμο. Ωστόσο, έπιασε τον εαυτό της να αφουγκράζεται το κλειδί του στην πόρτα και τα βήματά του στη σκάλα προτού πέσει για ύπνο.
Μερικές φορές έφερνε στο σπίτι μαζί του παρέα. Συχνά άκουγε αντρικές φωνές από το καθιστικό. Άλλες φορές άκουγε το βραχνό γέλιο μιας γυναίκας να φτάνει από το δωμάτιό του ακριβώς κάτω από το δικό της. Η γυναίκα τής τράβηξε την προσοχή, παρότι παραδέχτηκε στον εαυτό της πως δεν την αφορούσε. Καθώς ήταν ξαπλωμένη, αναρωτιόταν πώς θα έμοιαζε εκείνη η γυναίκα και ήταν περίεργη για τη σχέση της με τον Κάθαλ. Ήταν άραγε πόρνη, μια απλή γνωστή ή μήπως κάποια από το παρελθόν του για την οποία νοιαζόταν; Η σκέψη ότι ο Κάθαλ μπορεί να είχε ερωτικό παρελθόν, για το οποίο δεν γνώριζε τίποτα, της προκάλεσε ένα σκίρτημα ζήλιας που τρύπωσε μέσα της προτού εκείνη προλάβει να το αποδιώξει. Αυτή δεν ήταν που είχε νιώσει προσβεβλημένη όταν την κάλεσε να μείνει στο σπίτι του; Αυτή δεν είχε θέσει τους «κανόνες» ιδιωτικότητάς τους και επέμενε να κλειδώνει την πόρτα της κάθε βράδυ; Κι όμως, όσο ο καιρός περνούσε, δεν μπορούσε να αρνηθεί την αυξανόμενη έλξη που ένιωθε για τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ.
Ήξερε ότι είχε γίνει βασικό θέμα κουτσομπολιού στα γραφεία του Σπαθιού και στα μέλη του Γαελικού Συνδέσμου. Η παλιά Ρόζι θα είχε πεθάνει από ντροπή από έναν τέτοιο σχολιασμό όποτε περνούσε μπροστά από τους συναδέλφους της, έχοντας συναίσθηση της ξαφνικής διακοπής της συζήτησης που προκαλούσε η εμφάνισή της. Τώρα όμως κρατούσε το κεφάλι ψηλά, χαμογελούσε και τους χαιρετούσε, και όπως συμβαίνει συχνά όταν το κουτσομπολιό δεν βρίσκει τροφή, σύντομα εξανεμίστηκε. Πήγαινε στη δουλειά της με τόση επιμέλεια όπως πάντα και αποκτούσε ένα διαρκώς διευρυνόμενο κοινό για τις στήλες της. Για την ώρα, ήταν ικανοποιημένη.
Με τον καιρό άρχισε να νιώθει τόσο άνετα με τον Κάθαλ που συχνά τον καλούσε να μοιραστούν μαζί ένα γεύμα το οποίο μαγείρευε. Εκείνα τα βράδια εμφανιζόταν νωρίς στο τραπέζι της κουζίνας, έδειχνε ευχαριστημένος και ήταν γεμάτος φιλοφρονήσεις. Μετά το δείπνο, καθώς κάθονταν στη φωτιά για χαλαρή κουβέντα, η Ρόζι είχε μια αίσθηση ικανοποίησης μαζί με μια αδιόρατη προσμονή. Όσο εκείνος μιλούσε, δεν μπορούσε παρά να χαθεί σε φαντασιώσεις, καθώς οραματιζόταν την αίσθηση των χεριών του πάνω στο σώμα της, ή πώς θα ήταν ξαπλωμένη γυμνή μαζί του, με τα μακριά πόδια του τυλιγμένα γύρω από τα δικά της. Με δυσκολία επανέφερε τον εαυτό της στη συζήτηση, γνέφοντας όποτε ήταν απαραίτητο και κάνοντας μερικές ερωτήσεις πού και πού.
Τα αισθήματα αυτά την αιφνιδίασαν. Οι μόνες φαντα-σιώσεις που είχε ποτέ αφορούσαν τον Βαλεντάιν. Μπορούσαν τόσο εύκολα να μεταφερθούν τώρα στον Κάθαλ; Κι όμως ένιωθε πως αυτό είναι διαφορετικό. Οι σκέψεις της για τον Βαλεντάιν ήταν αιθέριες, ακόμα και παιδιάστικες, ενώ ο Κάθαλ ήταν ένας άντρας με σάρκα και οστά και βρισκόταν εδώ, δίπλα της, κάθε μέρα.
Αναρωτήθηκε αν εκείνος φανταζόταν παρόμοια πράγματα. Σίγουρα ένιωθε πως δεν έκανε λάθος όταν παρατήρησε πώς τα χέρια του άγγιζαν παρατεταμένα τα δικά της όταν του έδινε ένα πιάτο, ή όταν γυρνώντας ξαφνικά τον έπιανε να την κοιτάζει. Και πάλι όμως, είπε στον εαυτό της, είχαν κάνει μια συμφωνία, και δεν θα ήταν εκείνη που θα την αθετούσε.
Όσο ευρείας θεματολογίας κι αν ήταν οι συζητήσεις τους, ήταν κι οι δυο τους πολύ προσεκτικοί ώστε να μη θίξουν προσωπικά ζητήματα. Η Ρόζι δεν ρώτησε ποτέ για το παρελθόν του ή για το πώς περνούσε τον καιρό του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ούτε κι εκείνος της είχε κάνει τέτοιου είδους ερωτήσεις. Κι αυτό θα συνεχιζόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η τυχαία συνάντηση του Κάθαλ με τη Βικτόρια στο νοσοκομείο της Ένωσης. Όλα συνέβησαν εκείνη τη βραδιά που η Ρόζι είχε κάνει βραστό, είχε ψήσει ψωμί σόδας και είχε καλέσει τον Κάθαλ για δείπνο.
«Γνώρισα μια φίλη σου σήμερα», άρχισε να λέει μόλις βολεύτηκαν δίπλα στη φωτιά, στο καθιστικό.
Προειδοποιητικά καμπανάκια άρχισαν να χτυπάνε στο μυαλό της Ρόζι. Μπορεί απλώς ν’ αναφερόταν σε μία από τις αδελφές Μπάτλερ ή σε κάποιο άλλο μέλος του Συνδέσμου, αλλά το παρελθόν της δεν ήταν και τόσο μακρινό.
«Ποια ήταν αυτή;» ρώτησε όσο πιο χαλαρά μπορούσε.
«Η Βικτόρια Μπελ», απάντησε εκείνος. «Υπέροχο κορίτσι. Μου είπε να σου πω ότι της λείπεις πολύ και ότι θα ήθελε πολύ να γίνετε φίλες ξανά».
Ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του και τέντωσε τα πόδια του μπροστά στη φωτιά.
Το μυαλό της Ρόζι άρχισε να τρέχει. Η Βικτόρια; Πού στην ευχή τη συνάντησε; Τι να του είπε άραγε για το παρελθόν τους; Τι του είπε για τον Βαλεντάιν; Μήπως του είπε για το πώς η Ρόζι είχε προσπαθήσει να περάσει στην καλή κοινωνία; Κάθε φορά που μια νέα σκέψη έμπαινε στο μυαλό της, ο πανικός της μεγάλωνε.
«Τη γνώρισα στο νοσοκομείο της Ένωσης. Δουλεύει εκεί».
«Και τι έκανες εσύ εκεί;» προσπάθησε να αλλάξει θέμα.
«Α, απλώς κάτι δουλειές. Τέλος πάντων, είναι υπέροχο κορίτσι. Μεγάλωσε στο Ένισμορ».
Η Ρόζι έγνεψε και δεν είπε τίποτα. Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της.
Ο Κάθαλ ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του.
«Μου είπε πως και οι δυο σας μεγαλώσατε εκεί».
«Έκανα μαθήματα μαζί της, αυτό είναι όλο».
Εκείνος χαμογέλασε.
«Οπότε, αυτό ασφαλώς εξηγεί τον ωραίο τρόπο που μιλάς και τους ευγενικούς σου τρόπους. Ποτέ δεν σε πέρασα πραγματικά για κόρη φτωχού αγρότη».
Η Ρόζι ανασήκωσε τους ώμους.
«Τι άλλο σου είπε;»
«Όχι και πολλά, πέρα από το ότι οι δυο σας ήσασταν πολύ καλές φίλες κάποτε».
«Α, ναι, αυτά είναι όλα πλέον παρελθόν».
Τώρα ήταν η σειρά του Κάθαλ ν’ ανασηκώσει τους ώμους του.
«Εγώ είμαι απλώς ο αγγελιαφόρος».
Αργότερα εκείνη τη νύχτα, η Ρόζι έμενε ξύπνια στο κρεβάτι. Γιατί δεν την άφηναν όλοι τους ήσυχη; Η ζωή στο Ένισμορ με τη Βικτόρια και τον Βαλεντάιν είχε τελειώσει. Είχε φτιάξει μια νέα ζωή για την ίδια εδώ, στο Δουβλίνο. Παρακαλούσε τον Θεό να την αφήσει να τη ζήσει χωρίς καμιά παρέμβαση. Αυτή όμως ήταν η Ιρλανδία, σκέφτηκε, και το παρελθόν δεν ήταν ποτέ μακρινό.
Τέλος 27ου κεφαλαίου
Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:
1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard
2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi