ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

Το φθινόπωρο του 1915, η Βικτόρια επέστρεψε στο σπίτι ένα βράδυ μετά την Ένωση και βρήκε τον αδελφό της να την περιμένει στο καθιστικό.

«Βαλεντάιν!» αναφώνησε έκπληκτη καθώς έτρεξε προς το μέρος του. Δάκρυα γέμιζαν τα μάτια της. «Βαλεντάιν, δεν το πιστεύω!»Το φθινόπωρο του 1915, η Βικτόρια επέστρεψε στο σπίτι ένα βράδυ μετά την Ένωση και βρήκε τον αδελφό της να την περιμένει στο καθιστικό.

Τον αγκάλιασε σφιχτά και ύστερα έκανε πίσω, για να τον περιεργαστεί.

«Δεν έχεις τραυματιστεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Πες μου ότι δεν είναι αυτός ο λόγος που είσαι εδώ».

Ο Βαλεντάιν γέλασε.

«Όχι, αδελφούλα, δεν έχω τραυματιστεί. Ντρέπομαι που το λέω αλλά δεν έχω δει δράση ακόμη. Το τάγμα μου βρισκόταν σ’ εκπαιδευτική άσκηση στην Αγγλία. Έχουν προγραμματίσει να σαλπάρουμε για τη Γαλλία σύντομα». Έκανε μια παύση και συνοφρυώθηκε. «Ελπίζω η σειρά μου να έρθει γρήγορα. Κατατάχτηκα για να πολεμήσω τον εχθρό, όχι για να κάθομαι στο στρατόπεδο εδώ, στο Δουβλίνο».

Η Βικτόρια είχε την κρυφή ελπίδα πως ο πόλεμος θα τελείωνε προτού εκείνος χρειαστεί να φύγει, αλλά δεν τολμούσε να του το πει. Αντ’ αυτού, ρώτησε:

«Πήγες στο σπίτι; Η μαμά και ο μπαμπάς ξέρουν ότι έχεις επιστρέψει στην Ιρλανδία; Και η Σοφία; Ο Τζούλιαν;»

Ο Βαλεντάιν κούνησε το κεφάλι.

«Έκανα στάση να δω την αγαπημένη μου αδελφή πρώτα. Πρέπει να πάω πάνω στο Μάγιο αύριο. Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω! Μου έλειψες».

«Κι εμένα, Βαλεντάιν».

Ο Βαλεντάιν την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στον καναπέ. Ήταν μόνοι στο δωμάτιο – η λαίδη Μάριαν και ο κύριος Κίρνι είχαν πάει περίπατο στην παραλία. Η Σελίν μπήκε και σέρβιρε τσάι, χαμογέλασε κι έφυγε.

«Δείχνεις καλά, Βικτόρια. Κουρασμένη αλλά καλά. Πώς σου φέρονται στην κλινική;»

Η Βικτόρια για μια στιγμή σάστισε. Την κλινική; Τότε συνειδητοποίησε ότι ο αδελφός της δεν είχε τρόπο να πληροφορηθεί πού δούλευε τώρα. Δεν είχε μιλήσει στους γονείς της για την αλλαγή και είχε πει ψέματα στον δόκτορα Κάλεν ότι επέστρεψε στο σπίτι της.

«Δεν δουλεύω πλέον στην κλινική», είπε περήφανα. «Είμαι εθελόντρια νοσοκόμα στην Ένωση του Νότιου Δουβλίνου. Είναι ένα δημόσιο νοσοκομείο όπου φροντίζουν τους φτωχούς και…»

«Το γνωρίζω φυσικά», είπε ο Βαλεντάιν. «Τι υπέροχο αυτό για σένα! Δεν είχα ιδέα ότι το είχες μέσα σου».

Η Βικτόρια χαμογέλασε.

«Ούτε κι εγώ».

Ήπιαν αργά το τσάι τους σε φιλική σιωπή. Τότε ο Βαλεντάιν ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι του και γύρισε προς το μέρος της με σοβαρή έκφραση.

«Υπάρχει κι άλλος λόγος που έχω έρθει στο Δουβλίνο. Πρέπει να δω τη Ρόζι. Ζει ακόμη εκεί με την αδελφή της; Σκοπεύω να την επισκεφθώ απόψε».

«Όχι!» ξεστόμισε η Βικτόρια προτού καν προλάβει να συγκρατηθεί. Βλέποντας την εμβρόντητη έκφρασή του, βιάστηκε. «Εννοώ, όχι, δεν μένει με την Μπρίντι πια. Πήγα εκεί να τη δω κι εγώ, και ο άντρας της Μπρίντι μού είπε πως είχε μετακομίσει. Δεν είπε όμως πού», είπε ψέματα.

Ο Βαλεντάιν περιεργάστηκε το πρόσωπό της.

«Μάλιστα. Είπε μήπως πού δουλεύει;»

Το πρόσωπο της Βικτόριας μαλάκωσε. Απεχθανόταν να λέει ψέματα στον αδελφό της.

«Τον ρώτησα, όντως, αλλά εκείνος δεν είχε ιδέα. Και η Μπρίντι δεν ήταν εκεί».

«Πήγε πίσω στο Μάγιο;»

«Δεν νομίζω. Θα το είχα μάθει».

Ο Βαλεντάιν σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο.

«Μα δεν ανησυχείς γι’ αυτήν; Ήταν η καλύτερή σου φίλη. Δεν μπορείς να δεχτείς ασφαλώς ότι χάθηκε κάπου στο Δουβλίνο! Κι αν είναι άρρωστη ή αν έχει κάποιο πρόβλημα; Πρέπει να τη βρούμε». Δίστασε για μια στιγμή, αλλά έπειτα γύρισε να κοιτάξει τη Βικτόρια. «Θα πάω στο σπίτι της Μπρίντι απόψε. Σίγουρα θα έχει κάποιες πληροφορίες. Πρέπει να ξέρει πού βρίσκεται η αδελφή της».

Η Βικτόρια ξεροκατάπιε. Σκέψεις πλημμύρισαν το κεφάλι της. Να έλεγε στον αδελφό της ό,τι είχε πει η Τζεραλντίν Μπάτλερ για τη Ρόζι και τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ; Κι αν πήγαινε να τη βρει και ανακάλυπτε ότι ζει μ’ έναν άντρα;

Ο Βαλεντάιν προχώρησε προς την πόρτα.

«Θα έρθεις μαζί μου ή να πάω μόνος μου;»

Η Βικτόρια σηκώθηκε όρθια και οπλίστηκε με θάρρος.

«Όχι, Βαλεντάιν, δεν θα έρθω μαζί σου. Και νομίζω πως ούτε κι εσύ πρέπει να πας». Το ύφος της ήταν όσο αυστηρό γινόταν. «Κάθισε κάτω. Πρέπει να σου μιλήσω».

Ο Βαλεντάιν ήταν τόσο σοκαρισμένος που κάθισε αμέσως σε μία από τις λεπτεπίλεπτες καρέκλες της λαίδης Μάριαν. Το πρόσωπό του χλόμιασε.

«Η Ρόζι ήταν ερωτευμένη μαζί σου, Βαλεντάιν», άρχισε η Βικτόρια, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς τι θα έλεγε, αλλά προσευχόταν στον Θεό να την καθοδηγήσει. «Πάντοτε ήταν, νομίζω ότι το γνωρίζεις αυτό». Ο Βαλεντάιν έσκυψε το κεφάλι. «Την πλήγωσες πολύ όταν έφυγες για την Αμερική και ακόμα περισσότερο όταν παντρεύτηκες τη Σοφία. Γιατί νομίζεις πως το ’σκασε από το Ένισμορ χωρίς καμιά προειδοποίηση; Προσπαθούσε να σε ξεχάσει – να μας ξεχάσει όλους. Και ύστερα εσύ είχες το θράσος να εμφανιστείς στο ξενοδοχείο “Μέτροπολ” και να της ζητήσεις να χορέψετε. Πώς μπόρεσες να γίνεις τόσο σκληρός;» Η φωνή της Βικτόριας άρχισε να γίνεται στριγκή. Όλος ο παλιός θυμός που είχε νιώσει για τον τρόπο που η οικογένειά της είχε φερθεί στη Ρόζι την κατέκλυσε ξανά εκείνη τη νύχτα. «Ήξερες πώς ένιωθε για εσένα και παρ’ όλα αυτά έπαιξες μαζί της. Την πλήγωσες πολύ και δεν θα σε αφήσω να το κάνεις ξανά. Μείνε μακριά της. Δεν σε αφορά πλέον».

Ο Βαλεντάιν την κοίταξε επίμονα. Έδειχνε σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

«Προσπάθησα να της εξηγήσω τα πάντα την τελευταία φορά που την είδα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβε πραγματικά», μουρμούρισε.

«Να εξηγήσεις; Δεν υπάρχει κάτι να εξηγήσεις. Είσαι παντρεμένος τώρα και πατέρας. Όλες οι εξηγήσεις του κόσμου δεν μπορούν να τ’ αντιστρέψουν αυτά. Άσ’ την ήσυχη, Βαλεντάιν».

«Μα…» ο Βαλεντάιν άρχισε να μιλά, αλλά τα λόγια του αργόσβησαν.

Η Βικτόρια άρχισε να τρέμει, η καρδιά της χοροπηδούσε ως τον λαιμό της. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, βοήθησέ με να τον πείσω, σκέφτηκε. Σε παρακαλώ, μην αφήσεις τη Ρόζι να υποστεί άλλη ταπείνωση. Φαντάστηκε την έκφραση στο πρόσωπο της Ρόζι αν ο Βαλεντάιν πήγαινε στην οδό Μουρ και την έβρισκε να ζει με τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Περίμενε.

«Έχεις δίκιο», είπε εκείνος κοιτάζοντάς τη σαν να ’βρισκε ξαφνικά τις αισθήσεις του. «Υπήρξα εγωιστής».

Έπαιζε το καπέλο του καθώς μιλούσε, χωρίς να την κοιτάζει στα μάτια, σαν ένα μικρό αγόρι που το έπιασαν να κάνει σκανταλιά. Η Βικτόρια ένιωσε ένα κύμα οίκτου γι’ αυτόν.

«Ήθελα μονάχα να σκέφτεται καλά πράγματα για εμένα», συνέχισε. «Δεν σταμάτησα να σκέφτομαι ότι η παρουσία μου μπορεί να άνοιγε παλιές πληγές που ήταν καλύτερο να μείνουν άθικτες». Σηκώθηκε και έψαξε στην τσέπη του, έβγαλε έναν φάκελο και της τον έδωσε. «Αν… αν δεν γυρίσω από τον πόλεμο, θα της δώσεις, σε παρακαλώ, αυτό; Θέλω να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνει γιατί έκανα όσα έκανα».

Κοίταξε χαμηλά, τον φάκελο, και ύστερα ψηλά, το πρόσωπο του αδελφού της, μ’ ένα ξεψυχισμένο χαμόγελο.

«Και βέβαια θα γυρίσεις, Βαλεντάιν».

«Σε παρακαλώ μόνο να με βεβαιώσεις ότι θα το πάρει σε περίπτωση που δεν… Βλέπεις, εξακολουθώ να θέλω να σκέφτεται καλά πράγματα για μένα, ακόμη κι αν είμαι νεκρός».

Η Βικτόρια τον τράβηξε κοντά της σε μια σφιχτή αγκαλιά.

«Δεν πρόκειται να πεθάνεις, Βαλεντάιν, ούτε καν να το σκέφτεσαι αυτό».

Όταν έφυγε, η Βικτόρια περιεργάστηκε τον φάκελο στα χέρια της. Τι μπορεί να ήθελε να πει ο Βαλεντάιν στη Ρόζι που δεν το ήξερε ήδη; Ε, λοιπόν, δεν είχε σημασία. Δεν θα χρειαζόταν ποτέ να το δώσει στη Ρόζι. Ο Βαλεντάιν θα επιζούσε από τον πόλεμο. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να σκεφτεί κάτι διαφορετικό.

Η απρόσμενη επίσκεψη του Βαλεντάιν στο σπίτι ξύπνησε τους κατοίκους του Ένισμορ από τον λήθαργό τους. Στον ήχο της άμαξας, ο λόρδος και η λαίδη Ένις έτρεξαν στην μπροστινή πόρτα, ακολουθούμενοι από τη Σοφία που κουβαλούσε τον Τζούλιαν και τη λαίδη Λουίζα που ερχόταν πιο πίσω. Στάθηκαν να κοιτάζουν εξεταστικά πίσω από τις κουρτίνες της βροχής που σηκώνονταν και έπεφταν κατά κύματα πάνω στον δρόμο. Ο κύριος Μπερκ πρόβαλε κουβαλώντας μια τεράστια ομπρέλα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της άμαξας.

«Καλώς ορίσατε, λόρδε μου!» βροντοφώναξε καθώς ο Βαλεντάιν κατέβαινε. «Καλώς ορίσατε στο σπίτι».

Ο Βαλεντάιν παραμέρισε την ομπρέλα και στάθηκε χαμογελαστός, με το κεφάλι του γερμένο πίσω και τη βροχή να μουσκεύει τη στολή του.

«Σ’ ευχαριστώ, Μπερκ. Χαίρομαι που γύρισα σπίτι. Μου έλειψε».

Στεκόταν εισπνέοντας τις οικείες, πλούσιες, νοτισμένες μυρωδιές από τη μουσκεμένη γη, τα δεμάτια της κομμένης τύρφης και τα αχνιστά τομάρια των βρεγμένων ζώων.

«Μπαμπά, μπαμπά!»

Ο Τζούλιαν ξεγλίστρησε από την αγκαλιά της μητέρας του και περπάτησε τρεκλίζοντας προς τον Βαλεντάιν, με τα σκούρα μάτια του να λάμπουν.

Ο Βαλεντάιν σήκωσε το παιδί και το στριφογύρισε ολόγυρα, κάνοντάς το να τσιρίζει.

«Για δες, αγοράκι μου γλυκό, πόσο μεγάλωσες!»

Κουβαλώντας τον Τζούλιαν, περπάτησε προς την οικογένειά του που στεκόταν παραταγμένη στα μπροστινά σκαλιά. Φίλησε τη μητέρα του και τη θεία του στο μάγουλο, έκανε μια χειραψία με τον πατέρα του και τράβηξε τη Σοφία προς το μέρος του σε μια ζεστή αγκαλιά. Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί του βιαστικά κι ύστερα του πήρε τον Τζούλιαν.

«Θεέ μου, είστε κι οι δυο μούσκεμα!» γέλασε. «Ελάτε μέσα, προτού πεθάνετε από το κρύο».

Ο Μπερκ τούς ακολούθησε στον διάδρομο, κουβαλώντας τις τσάντες του Βαλεντάιν.

«Βάλ’ τες κάτω, Μπερκ. Πού είναι ο λακές;»

«Δεν έχουμε λακέδες πλέον», είπε η λαίδη Λουίζα.

«Τότε θα τις πάω πάνω μόνος μου», είπε ο Βαλεντάιν κεφάτα, τραβολογώντας τις τσάντες του από τον προσβεβλημένο κύριο Μπερκ.

Ο λόρδος Ένις τού έκλεισε το μάτι.

«Πράγματι, Μπερκ. Πρέπει να φυλάξεις δυνάμεις για τον επερχόμενο γάμο σου». Στράφηκε προς τον γιο του καθώς ο κύριος Μπερκ κοκκίνισε. «Ο κύριος Μπερκ και η κυρία Μέρφι αρραβωνιάστηκαν, Βαλεντάιν. Δεν είναι υπέροχα νέα;»

Ο Βαλεντάιν χαμογέλασε πλατιά.

«Είναι πράγματι, μπαμπά. Συγχαρητήρια, κύριε Μπερκ, και σ’ εσάς, κυρία Μέρφι».

Η οικονόμος, που είχε εμφανιστεί στον διάδρομο, κοκκίνισε περισσότερο κι από τον κύριο Μπερκ, καθώς έγνεφε ευχαριστώ.

Το δείπνο ήταν πολύ ζωηρό. Όλοι βομβάρδιζαν τον Βαλεντάιν με ερωτήσεις.

«Πόσο θα μείνεις;»

«Πότε φεύγεις για το μέτωπο;»

«Πώς τον βλέπεις τον μικρό Τζούλιαν; Δεν μεγάλωσε;»

Και τότε έφτασε η αναπόφευκτη ερώτηση από τη λαίδη Ένις.

«Έχεις δει τη Βικτόρια;»

«Ναι, έκανα μια στάση να τη δω στο σπίτι της θείας Μάριαν χτες. Φαίνεται πολύ καλά».

Η λαίδη Ένις ανασήκωσε τους ώμους.

«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί επιλέγει να μένει στο Δουβλίνο».

«Απ’ ό,τι θυμάμαι, αγαπημένη μου αδελφή, εσύ ήσουν που την έστειλες εκεί», είπε η λαίδη Λουίζα.

«Νόμιζα πως θα είχε πάρει το μάθημά της και τώρα θα ικέτευε να γυρίσει σπίτι. Όπως όμως έχουν τα πράγματα, σπανίως γράφει, πόσω μάλλον μας επισκέπτεται».

«Φαντάζομαι πως τα πηγαίνει έξοχα με τον κύριο Κάλεν», πετάχτηκε ο λόρδος Ένις. «Φάνηκε πολύ ενθουσιασμένη με την προοπτική όταν την άφησα. Υποθέτω πως θα μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί του για να δω πώς τα πάει».

«Δεν νομίζω ότι αυτό είναι απαραίτητο, μπαμπά», είπε αμέσως ο Βαλεντάιν. «Η Βικτόρια ίσως θεωρήσει ότι γίνεσαι αδιάκριτος. Εξάλλου, σ’ εμένα φάνηκε πάρα πολύ ικανοποιημένη».

Ο λόρδος Ένις έγνεψε.

«Έχεις δίκιο. Τέλος πάντων, θα πάμε όλοι στην Κούρσα του Ρέισχαουζ στο Δουβλίνο αυτό το Πάσχα για τους Εθνικούς Ιρλανδικούς Αγώνες. Έχω ένα άλογο που τρέχει. Θα είναι ιδανική στιγμή για μια οικογενειακή επανένωση».

Ο Βαλεντάιν έγνεψε και σηκώθηκε.

«Σταμάτησε να βρέχει, Σοφία. Πάμε τον Τζούλιαν μια βόλτα στον κήπο προτού πέσει για ύπνο; Μπορούμε να του δείξουμε το υπέροχο ουράνιο τόξο που βλέπω ακόμα από δω πάνω στη λίμνη».

Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν έξω από το παράθυρο το θολό τόξο από φωτεινά χρώματα που είχε κατέβει από τον ουρανό.

«Λένε ότι είναι σημάδι καλής τύχης», μουρμούρισε ο λόρδος Ένις. «Ένας Θεός ξέρει πόσο το χρειαζόμαστε».

Όταν η Σοφία πήγε να ετοιμάσει τον Τζούλιαν για τη βόλτα του, ο Βαλεντάιν ακολούθησε τον πατέρα του στη βιβλιοθήκη όπου μοιράστηκαν ένα μπράντι.

«Ακούγεσαι κάπως στενοχωρημένος, μπαμπά. Είσαι καλά;»

Ο λόρδος Ένις κοίταξε το ποτήρι του ανήσυχος.

«Φοβάμαι ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά, Βαλεντάιν. Όπως ξέρεις, οι τιμές των ζώων και της σοδειάς πέφτουν εδώ και κάμποσο καιρό. Τα χρέη του κτήματος συσσωρεύονται και οι τράπεζες δεν είναι έτοιμες να δανείσουν κεφάλαιο κίνησης, όπως έκαναν στο παρελθόν. Και το σπίτι έχει τα χάλια του και θέλει επισκευές. Η στέγη στάζει περισσότερο από ποτέ και η πρόσοψη έχει αρχίσει να καταρρέει».

«Τι μπορούμε να κάνουμε όμως, μπαμπά;»

«Σκεφτόμουν πως ίσως πρέπει να πουλήσουμε λίγη από τη γη». Βιάστηκε να συνεχίσει προτού τον διακόψει ο Βαλεντάιν. «Ο Νόμος του Γουάιντχαμ για την εξαγορά γης από τους αγρότες τροποποιήθηκε έτσι ώστε η κυβέρνηση να προσφέρει σημαντικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες να πουλήσουν. Ο Τζον Κιλίν με προσέγγισε πολλές φορές για να αγοράσει τη μισθωμένη φάρμα του. Μπορεί να πάρει ένα κρατικό δάνειο και δίνει ένα δίκαιο ποσό. Είναι καλός άνθρωπος και…»

«Όχι, μπαμπά, δεν μπορεί να το λες σοβαρά! Δεν μπορείς να πουλήσεις το κτήμα των Ένις! Πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος! Μπορώ να μιλήσω στη Σοφία – σίγουρα δεν θα θέλει να δει την κληρονομιά του Τζούλιαν να καταστρέφεται».

Ο λόρδος Ένις έσφιξε τα χείλη του σε μια λεπτή γραμμή.

«Δεν θα καταδεχτείς κάτι τέτοιο. Δεν θα ντροπιάσω την οικογένειά μας ζητιανεύοντας αμερικάνικο χρήμα». Έκανε μια παύση κι ύστερα έριξε στον Βαλεντάιν ένα ψυχρό βλέμμα. «Ίσως αν επέλεγες να μείνεις εδώ αντί να καταταγείς στον στρατό, να βρίσκαμε έναν τρόπο να τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά μαζί. Όπως έχουν όμως τα πράγματα, εγώ απέμεινα να πρέπει να επωμιστώ το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος».

Αν ο Βαλεντάιν είχε δώσει μεγαλύτερη προσοχή, θα είχε δει την απόγνωση στο βλέμμα του λόρδου Ένις και την κούραση στους ώμους του. Εκείνη τη στιγμή όμως, ο νεαρός άντρας απλώς ανασήκωσε τους ώμους του αμήχανα, λέγοντας με την έκφρασή του ότι όλα αυτά τα είχε ξανακούσει.

«Λυπάμαι που πιστεύεις ότι σε απογοήτευσα επειδή κατατάχτηκα στον στρατό, μπαμπά, αλλά θεωρώ ότι ήταν καθήκον μου».

Ο πατέρας του τον αγριοκοίταξε.

«Και με το καθήκον σου απέναντι σε αυτή την οικογένεια τι γίνεται;»

Ο Βαλεντάιν τον αγριοκοίταξε κι εκείνος.

«Ω, νομίζω πως το καθήκον μου προς αυτή την οικογένεια το έχω κάνει και με το παραπάνω».

Ο λόρδος Ένις ήταν έτοιμος να αμφισβητήσει τα λόγια του Βαλεντάιν, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Τζούλιαν όρμησε μέσα στη βιβλιοθήκη ακολουθούμενος από τη Σοφία. Ο Βαλεντάιν άνοιξε την αγκαλιά του και το παιδί βούτηξε μέσα της.

«Πάμε να δούμε το ουράνιο τόξο, Τζούλιαν», είπε. «Υποτίθεται ότι φέρνει καλή τύχη σε όποιον κάνει μια ευχή σ’ αυτό. Πρέπει όμως να την πιστεύεις για να γίνει πραγματικότητα. Κατάλαβες;»

Κάτω από τη σκάλα, το προσωπικό της κουζίνας θαύμαζε το ουράνιο τόξο από την ανοιχτή πόρτα.

«Ένα σημάδι καλής τύχης», είπε η κυρία Ο’Λίρι. «Ο νεαρός αφέντης Βαλεντάιν έφερε την τύχη μαζί του».

«Ας το ελπίσουμε», είπε ο Άντονι Ουόλς ρουφώντας την πίπα του. «Όλη την έχουμε λίγο ανάγκη, όπως έχουν τα πράγματα».

«Ήλπιζα πως ήρθε σπίτι για να μας πει πως ο πόλεμος τελείωσε», συνέχισε η κυρία Ο’Λίρι. «Φαίνεται όμως πως είναι μονάχα η αρχή».

«Α, ναι, και δεν θα ’χουμε καμία βοήθεια εμείς εδώ», είπε η Σάντι σκυθρωπά. «Δεν θα μείνει άντρας σε ακτίνα χιλιομέτρων που να ψάχνει δουλειά ως λακές. Έχουν φύγει όλοι στο Δουβλίνο, για να καταταγούν είτε στον στρατό είτε στους Εθελοντές, όπως ο Μπρένταν».

Η Ιμέλντα παράτησε το μαντάρισμα.

«Ο Μπρένταν και οι υπόλοιποι σαν κι αυτόν είναι χαζοί αν νομίζουν πως μπορούν να νικήσουν τον Βρετανικό Στρατό. Είναι απλώς θερμοκέφαλοι, όλο το σινάφι τους».

«Εγώ δεν θα ήμουν και τόσο βέβαιος, Ιμέλντα», είπε ο Άντονι. «Απ’ ό,τι ακούω, έχουν γερή υποστήριξη από κάποιους πλούσιους προτεστάντες στο Δουβλίνο – με τον κύριο Γέιτς και τη λαίδη Γκρέγκορι ανάμεσά τους».

Η Ιμέλντα κατσούφιασε.

«Ε, βέβαια, όλοι οι τεμπέληδες πλούσιοι που ψάχνουν πώς να περάσουν την ώρα τους. Όταν φτάσει η στιγμή, θα πάρουν το μέρος των Βρετανών, όπως ακριβώς έκαναν πάντα. Κοίτα πώς φέρθηκε η Βικτόρια στον Μπρένταν μας. Κι ακόμα χειρότερα, κοίτα πώς σταύρωσαν τη Ρόζι όταν έμαθαν ποια ήταν. Το αίμα νερό δεν γίνεται». Τελείωσε τη βελονιά στη ραφή και δάγκωσε με θόρυβο την κλωστή. «Εξάλλου», συνέχισε, «αμφιβάλλω αν θα έχει μεγάλη διαφορά για εμάς το αν θα εξεγερθούν ή όχι. Εμείς θα εξακολουθήσουμε να είμαστε κολλημένοι εδώ, και το καταραμένο το Ένισμορ να καταρρέει πάνω μας».

Κάθισαν, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του, καθώς το ρολόι της κουζίνας σήμανε τέσσερις. Έξω η βροχή άρχισε και πάλι να πέφτει. Η κυρία Ο’Λίρι ήπιε την τελευταία γουλιά από το τσάι της.

«Πάει, λοιπόν, και το ουράνιο τόξο και μαζί του και η καλή τύχη».

Τέλος 26ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi