KΕΦΑΛΑΙΟ 24

Tο 1915 ανέτειλε, και μαζί του η αισιοδοξία της Ρόζι για το μέλλον. Είχε προσαρμοστεί καλά στον ρόλο της ως γραμματέας του Συνδέσμου, και τώρα έβλεπε τη δουλειά της τυπωμένη στο Σπαθί. Είχε πάρει την πρόταση του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ στα σοβαρά και είχε γράψει για τους φτωχούς του Δουβλίνου. Διστακτικά παρουσίασε στον αρχισυντάκτη το πρώτο της άρθρο, ένα κομμάτι για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι φτωχοί κατά τη διάρκεια της Ανταπεργίας, και το υπέγραψε ως «Ροϊσίν Νταβ». Στεκόταν αγχωμένη δίπλα του όσο εκείνος το διάβαζε, συνοφρυωνόταν και το ξαναδιάβαζε. Τελικά την κοίταξε με έκπληξη.

«Μόνη σου το έγραψες αυτό;» τη ρώτησε.

Η Ρόζι έγνεψε.

«Έχεις κι άλλα;»

«Όχι. Μπορώ όμως να γράψω κι άλλα».

Στο τέλος ο αρχισυντάκτης συμφώνησε πως έπρεπε να γράφει ένα άρθρο τον μήνα. Η Ρόζι γέμισε υπερηφάνεια όταν είδε το πρώτο άρθρο της τυπωμένο και υπογεγραμμένο με το συγγραφικό της ψευδώνυμο «Ροϊσίν Νταβ». Έτρεξε σπίτι να το δείξει στην Μπρίντι, που το διάβασε με δάκρυα στα μάτια. Ευχήθηκε να μπορούσε να το δείξει και στον Βαλεντάιν, αλλά σύντομα έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της.

Ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ ήταν όλος καμάρι.

«Μπράβο σου, Ροϊσίν Νταβ!» της φώναξε τη μέρα που το άρθρο έκανε την εμφάνισή του. «Το ήξερα πως είχες ταλέντο».

Ήταν πολύ μεγαλόσωμος για να στριμωχτεί στον μικρό της χώρο, γι’ αυτό στεκόταν έξω από το γραφειάκι της κοιτάζοντας κλεφτά σαν γίγαντας σε παραμύθι. Η Ρόζι κοκκίνισε καθώς τον κοίταξε. Η βροντερή φωνή του τράβηξε την προσοχή των άλλων στα εξωτερικά γραφεία. Ο αρχισυντάκτης του Σπαθιού τής έκλεισε το μάτι από το γραφείο του.

«Σας ευχαριστώ, κύριε Ο’Μάλεϊ… ε, Κάθαλ. Καλοσύνη σου που το λες αυτό».

Προσπάθησε να ασχοληθεί με τα χαρτιά που είχε στο τραπέζι, αλλά εκείνος δεν υποχωρούσε τόσο εύκολα.

«Θα έλεγα πως αυτό σηκώνει εορτασμό. Έλα μαζί μου τώρα στου Τόνερς να σε κεράσω ένα ποτό».

«Μα είναι καταμεσήμερο», έκανε η Ρόζι σαστισμένη.

Εκείνος γέλασε δυνατά.

«Μπορείς να πιεις μια κούπα τσάι αν δεν κάνεις κέφι για αλκοόλ τόσο νωρίς».

«Όχι, εννοώ, δεν μπορώ να φύγω. Δουλεύω μέχρι τις πέντε».

Ο Κάθαλ όμως ήταν ανυποχώρητος.

«Πάρε το παλτό σου», είπε απλώνοντας το χέρι του για να την πάρει αγκαζέ. «Μόλις κέρδισες λίγες ώρες άδεια».

Λίγη ώρα αργότερα έμπαιναν στου Τόνερς στην οδό Μπάγκοτ. Η παμπ ήταν γνωστό σημείο συνάντησης, όπου σύχναζαν συγγραφείς και δημοσιογράφοι. Η Ρόζι δεν θα είχε πατήσει ποτέ το πόδι της σ’ αυτό το μέρος μόνη. Όχι όμως και ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ. Ήταν προφανώς τακτικός θαμώνας εκεί, αν έκρινε από τον εγκάρδιο χαιρετισμό του μπάρμαν όταν μπήκαν. Ήταν ένα μικρό, σκοτεινό και ευωδιαστό μέρος, με πέτρινο πάτωμα, μακρύ μπαρ με χάλκινους κρουνούς και ένα σημείο με φαγώσιμα στη μια άκρη. Ο μπάρμαν τούς οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο –έναν μικρό ιδιωτικό χώρο που έκλεινε με πόρτα–, το μέρος όπου ένας άντρας θα έφερνε την ερωμένη του ή οι πολιτικοί θα καταπιάνονταν σε μια χαμηλόφωνη συζήτηση. Η Ρόζι αναρωτήθηκε αν ο μπάρμαν νόμιζε ότι ο Κάθαλ κι εκείνη ήταν εραστές, και το γεγονός πως έκανε μια τέτοια σκέψη τη σόκαρε. Πήρε βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει.

Ο Κάθαλ παρήγγειλε μαύρη μπίρα για τον εαυτό του κι ένα ποτήρι σέρι για τη Ρόζι. Καθώς περίμεναν τα ποτά τους, κάθισαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον από τις δυο πλευρές του άγριου ξύλινου τραπεζιού. Η Ρόζι ένιωσε ξανά το πρόσωπό της να κοκκινίζει με το αδιάκριτο βλέμμα του. Χάρηκε όταν ο μπάρμαν διέκοψε τη σιωπή για να τους αφήσει τα ποτά μπροστά τους.

«Σλάιντε», είπε ο Κάθαλ.

«Στην υγειά σου», απάντησε εκείνη.

Η Ρόζι σκέφτηκε τις μέρες που της δενόταν η γλώσσα μπροστά στον Βαλεντάιν. Τότε όμως ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Τώρα πια ήταν μεγάλη γυναίκα. Δεν ήταν ανάγκη να κάνει σαν ερωτοχτυπημένο κοριτσόπουλο. Πήρε βαθιά ανάσα.

«Μίλα μου για σένα, Κάθαλ», άρχισε. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι είσαι από το Ουέστπορτ και ότι εκπαιδεύεις τους Ιρλανδούς Εθελοντές».

Ο Κάθαλ χαμογέλασε.

«Αυτό είναι όλο κι όλο, Ροϊσίν Νταβ. Δεν υπάρχει κάτι παραπάνω να πω».

Η Ρόζι τού ανταπέδωσε το χαμόγελο.

«Βάζω στοίχημα πως υπάρχουν πολλά παραπάνω να πεις».

«Θα έλεγα το ίδιο για σένα, δεσποινίς Κιλίν».

«Α, μα εγώ σε ρώτησα πρώτη».

Ο Κάθαλ στράγγιξε το ποτήρι του και παρήγγειλε άλλη μια μπίρα. Η Ρόζι έπινε το δικό της ποτό αργά. Μπορούσε να δει πως τακτοποιούσε τις σκέψεις του στη σειρά. Είναι κρυψίνους, μάλιστα, σκέφτηκε. Αποφασίζει ποια από τα μυστικά του θα μου αποκαλύψει και ποια θα κρατήσει για τον εαυτό του.

«Γεννήθηκα στο Ουέστπορτ όπου ο μπαμπάς μου ήταν γιατρός», άρχισε. «Είχα μια άριστη καθολική ανατροφή. Μικρός μπλεκόμουν συνεχώς σε μπελάδες λόγω της οξύθυμης φύσης μου. Με έδιωξαν από μερικά σχολεία, έπειτα μ’ έστειλαν στον στρατό. Στο τέλος ο μπαμπάς μου με αποκλήρωσε και ήρθα στο Δουβλίνο. Έβγαλα μερικά χρήματα από δουλειές του ποδαριού – αρκετά για να αγοράσω ένα σπίτι στην οδό Μουρ, δίπλα από εκεί όπου δουλεύεις». Ακούμπησε πίσω και τη χάζευε με τα διαυγή πράσινα μάτια του. «Αυτή είναι η ιστορία όλη κι όλη. Είπα πως δεν υπήρχαν και πολλά να πω».

Η Ρόζι δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να εξοργιστεί μαζί του. Στο τέλος γέλασε.

Γέλασε κι εκείνος μαζί της, δείχνοντας ανακουφισμένος.

«Δεν είναι πολλά, αλλά είναι όλα αλήθεια», είπε χασκογελώντας σαν σχολιαρόπαιδο.

Η Ρόζι κούνησε το κεφάλι της, τέλειωσε το ποτό της και δέχτηκε ένα ποτήρι ακόμα. Συνειδητοποίησε ότι δεν θα της έλεγε τίποτε άλλο.

«Και τώρα θα μου πεις εσύ;» άρχισε.

Η Ρόζι σήκωσε το χέρι της.

«Α, όλα κι όλα, κύριε Ο’Μάλεϊ. Όσα μου είπες εσύ, τόσα θα σου πω κι εγώ. Και μια και δεν μου είπες τίποτε μέχρι στιγμής, δεν θα σου πω τίποτε ούτε εγώ».

Ξέσπασε σε γέλια.

«Ξέρεις να παζαρεύεις, Ροϊσίν Νταβ».

Καθώς τελείωναν τα ποτά τους, η έκφραση του Κάθαλ σοβάρεψε.

«Υπάρχει κάτι ακόμα για το οποίο θα ’θελα να σου μιλήσω, Ροϊσίν».

Η Ρόζι περίμενε. Και πάλι ο Κάθαλ φάνηκε να τακτο-ποιεί τις σκέψεις του.

«Μην το πάρεις στραβά, αλλά το σκεφτόμουν πολύ από τότε που είδα πού μένεις».

Η ραχοκοκαλιά της Ρόζι ρίγησε.

«Ξέρω πως σου είπα ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεσαι για τίποτε, και το πιστεύω. Αλλά… είναι μια εντελώς φριχτή φτωχογειτονιά, και δεν είναι ασφαλές για ένα κορίτσι σαν εσένα να περπατά σ’ εκείνο το μέρος μόνο του κάθε βράδυ».

Η Ρόζι σηκώθηκε για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

«Μπορώ να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου. Το κάνω εδώ και πολύ καιρό. Δεν είμαι κανένα χαζό κοριτσόπουλο από την επαρχία που πετάει στα σύννεφα». Ο Κάθαλ ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της. Εκείνη το άφησε να μείνει εκεί. «Και ποτέ δεν είπα ότι ντρέπομαι γι’ αυτό! Εκεί μένει η οικογένειά μου κι εκεί ανήκω».

«Δεν ανήκεις εκεί», είπε εκείνος. «Προτού όμως πεις οτιδήποτε άλλο, θέλω να σκεφτείς την πρότασή μου. Όπως σου είπα, έχω ένα σπίτι στην οδό Μουρ. Χρειάζομαι μονάχα τον πρώτο και τον δεύτερο όροφο. Υπάρχει άπλετος άδειος χώρος στον τρίτο όροφο. Θα μπορούσες να μείνεις εκεί δωρεάν». Έκανε παύση και χαμογέλασε πλατιά. «Και υπόσχομαι να φερθώ σαν παπαδοπαίδι, ώστε να μην έχεις να φοβηθείς τίποτε από μένα. Δεν περιμένω κάτι σε αντάλλαγμα».

Μια σειρά από συναισθήματα διαπέρασαν τη Ρόζι καθώς τον άκουγε – ντροπή, ακολουθούμενη από θυμό, ακολουθούμενη από οργή. Πώς τολμούσε εκείνος ο άντρας να της κάνει μια τέτοια πρόταση; Για τι είδους γυναίκα την είχε περάσει; Έντονο χρώμα κάλυψε τα μάγουλά της – αυτή τη φορά όχι από ντροπή αλλά από οργή. Άνοιξε το στόμα της, αλλά δεν βγήκαν λέξεις.

Εκείνος έσφιξε το μπράτσο της πιο δυνατά.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι, Ροϊσίν, ότι άμα σε σεβόμουν δεν θα σου πρότεινα ποτέ κάτι τέτοιο. Είναι όμως από τον σεβασμό μου προς εσένα που το κάνω. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχεις κανέναν λόγο να πιστέψεις πως δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα κάθαρμα που θέλει να σ’ εκμεταλλευτεί. Σε ικετεύω όμως να πιστέψεις ότι οι προθέσεις μου είναι έντιμες. Έχεις τον λόγο μου».

Η Ρόζι έσπρωξε το χέρι του και σηκώθηκε όρθια.

«Τον λόγο σου;» είπε κλαίγοντας. «Ούτε καν σε ξέρω. Τι καλό έχει ο λόγος σου να μου πει;» Μιλούσε βιαστικά καθώς φορούσε το παλτό της. «Δεν μ’ έχουν προσβάλει περισσότερο στη ζωή μου, κύριε Ο’Μάλεϊ. Δεν θέλω να ξανακούσω κάτι άλλο από εσάς για το θέμα αυτό. Για την ακρίβεια, από δω και μπρος θα σας ήμουν ευγνώμων αν δεν μου ξαναμιλούσατε ποτέ!»

Με αυτά τα λόγια τράβηξε την πόρτα του δωματίου και όρμησε έξω, με τον Κάθαλ να ’χει μείνει να την κοιτάζει.

Η Ρόζι ίσως και να μη μιλούσε ξανά με τον Κάθαλ Ο’Μάλεϊ αν στις αρχές της άνοιξης του 1915 δεν μεσολαβούσε ένα περιστατικό – κάτι που φοβόταν από καιρό, αλλά προσευχόταν να μη συμβεί ποτέ.

Ήταν μια ασυνήθιστα ζεστή νύχτα για Μάιο μήνα. Ούτε μια τόση δα αύρα αέρα δεν τάραζε την υγρή ατμόσφαιρα που έπεφτε βαριά στο Δουβλίνο σαν χέρι από μολύβι, με τα μακριά, νοτισμένα του δάχτυλα να περνούν μέσα από τις χαραμάδες που υπήρχαν στις σαπισμένες κάσες των παραθύρων στα σπίτια της πόλης. Η Ρόζι ιδροκοπούσε μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους καθώς γυρνούσε σπίτι από τα γραφεία του Συνδέσμου. Οι γυναίκες του νούμερου έξι του Φόλεϊ Κορτ κάθονταν ως συνήθως στα μπροστινά σκαλοπάτια, κάνοντας αέρα προς το μέρος τους και φέρνοντας γύρα ένα μπουκάλι τζιν. Την αγριοκοίταξαν όπως έκαναν κάθε βράδυ, αλλά δεν είπαν τίποτα. Εκείνη τους έγνεψε και ανέβηκε τα σκαλιά για να πάει στην μπροστινή πόρτα.

Η νοτερή ζέστη τη χτύπησε με το που μπήκε στο υγρό, αποπνικτικό κτήριο και άρχισε να ασθμαίνει. Θα ήταν μια μεγάλη, άβολη νύχτα, σκέφτηκε, και για άλλη μια φορά καταράστηκε τη μοίρα της που την είχε πετάξει εκεί. Σκέφτηκε, όπως έκανε κάθε φορά που επέστρεφε στο Φόλεϊ Κορτ, την προσφορά του Κάθαλ Ο’Μάλεϊ για φιλοξενία, και για άλλη μια φορά την απέρριψε. Κάτι τέτοιο το απέκλειε. Ήλπιζε ότι με τα επιπλέον χρήματα που κέρδιζε από τα άρθρα της θα είχε σύντομα αρκετά για να πείσει την Μπρίντι να αφήσει τον Μάικο και να φύγει μαζί της από αυτό το αχούρι. Μέχρι τότε έπρεπε να περιμένει.

Το δωμάτιο ήταν άδειο και σκοτεινό. Στην αρχή αναρωτήθηκε πού βρισκόταν η Μπρίντι, αλλά μετά θυμήθηκε πως η αδελφή της είχε πάει την Κέιτ στο νοσοκομείο λόγω ενός από τους συχνούς πυρετούς που είχε το παιδί. Με κόπο άναψε ένα κερί, έβγαλε το σακάκι της κι έπειτα πήρε έναν κουβά για να μαζέψει νερό από την αυλή. Το νερό ήταν χλια-ρό και μες στη σκουριά, αλλά πλέον το είχε συνηθίσει. Σκόπευε να λούσει τα μαλλιά της, ώσπου όμως να επιστρέψει στο πάνω πάτωμα εξαντλήθηκε. Άφησε τον κουβά και πήγε πίσω από ένα παραβάν από μπαμπού για να γδυθεί. Είχε αγοράσει το παραβάν τότε που δούλευε στον φούρνο. Χρειαζόταν λίγο ιδιωτικό χώρο σ’ εκείνο το στριμωγμένο μέρος. Είχε επίσης αγοράσει ένα λεπτό στρώμα κι ένα μαξιλάρι, τα οποία είχε τοποθετήσει στο πάτωμα σε μια γωνιά πίσω από το παραβάν. Της περνούσε από το μυαλό μερικές φορές ότι ζούσε τη ζωή της αυτές τις μέρες περιορισμένη σε πολύ μικρά μέρη – το γωνιακό δωματιάκι στα γραφεία του Συνδέσμου και αυτόν τον στριμωγμένο χώρο στο πάτωμα, πίσω από το παραβάν.

Γδύθηκε και ξάπλωσε πάνω στο στρώμα με το λεπτό της φουστάνι. Σύντομα το στρώμα ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα της και το φουστάνι της είχε ποτίσει κι αυτό. Αναστέναξε. Άρχιζε να βυθίζεται στον ύπνο όταν άνοιξε η πόρτα. Θα επέστρεψε η Μπρίντι μαζί με το παιδί, σκέφτηκε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να σηκωθεί να δει. Από τον δυνατό βήχα και τις βρισιές κατάλαβε πως δεν ήταν η Μπρίντι, αλλά ο Μάικο που επέστρεψε σπίτι. Η Ρόζι σφίχτηκε και έμεινε ακίνητη. Οι βρισιές δυνάμωσαν όταν ο Μάικο συνειδητο-ποίη-σε ότι η Μπρίντι δεν ήταν εκεί. Η Ρόζι τον άκουσε που κάθισε βαριά στην καρέκλα και ρεύτηκε καθώς κατέβασε λαίμαργα μια μπίρα. Περίμενε ν’ ακούσει το χτύπημα του σώματός του καθώς θα έπεφτε στο στρώμα όπου κοιμόνταν μαζί με την Μπρίντι. Δεν σάλευε όμως. Προσευχήθηκε να μη συνειδητοποιούσε πως εκείνη βρισκόταν εκεί.

«Ρόζι, Ρόζι, που ’ν’ τηνα τη Ρόζι;»

Εκείνη τινάχτηκε στο άκουσμα της γαλίφικης φωνής του. Μάλλον την είχε πάρει ο ύπνος. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι συνέβαινε. Ο Μάικο είχε γονατίσει στο πάτωμα και έγερνε πάνω της. Η μυρωδιά της σαπίλας στην ανάσα του της έφερνε αναγούλα. Έμεινε ακίνητη, ξαπλωμένη στο σκοτάδι, ελπίζοντας πως θα τον ξεγελούσε ότι κοιμόταν.

«Αυτή η πουτάνα, η Μπρίντι, δεν είναι στο κρεβάτι της», συνέχισε, «και κανένας άντρας δεν πρέπει να κοιμάται σε παγωμένο κρεβάτι». Έγειρε πιο κοντά της. «Άφησε όμως τη γλυκιά της αδελφούλα εδώ για μένα, έτσι δεν είναι;»

Πανικός κυρίευσε τη Ρόζι. Ατέλειωτα βράδια είχε προσποιηθεί ότι κοιμόταν ακούγοντας τον Μάικο να γρυλίζει και να βογκά από οίστρο καθώς κακοποιούσε την αδελφή της ύστερα από μια νύχτα μεθυσιού. Είχε κάνει πολλά χυδαία σχόλια στη Ρόζι, αλλά δόξα τω Θεώ δεν την είχε αγγίξει ποτέ. Η Μπρίντι ήταν πάντοτε εκεί και εκτόνωνε τις ανάγκες του πάνω της. Η Μπρίντι όμως δεν ήταν εδώ απόψε.

«Σε παρακαλώ, Θεέ μου», ψιθύρισε. «Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μην τον αφήσεις να μ’ αγγίξει».

Όσο όμως και να προσευχόταν, ήξερε ακριβώς τι σκόπευε να κάνει ο Μάικο, και καμιά προσευχή δεν επρόκειτο να τον σταματήσει. Μέσα σε δευτερόλεπτα ξάπλωσε πάνω της, σκίζοντας το φουστάνι της με τα άγρια χέρια του, ανασαίνοντας βαριά. Έχωσε την υγρή γλώσσα του τόσο βαθιά στο στόμα της που νόμιζε πως θα κάνει εμετό. Με το ένα χέρι έσπρωχνε το φόρεμα πάνω από τους γοφούς της και με το άλλο άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Μια λαμπερή κόκκινη φλόγα γέμισε τα μάτια της Ρόζι κι ένας πρωτόγνωρος θυμός την κατέκλυσε. Όλες οι αισθήσεις της την εγκατέλειψαν και ανέλαβε δράση μόνο το ένστικτο. Άρχισε να κλοτσάει τα πόδια της, με το δεξί της γόνατο να στοχεύει στον καβάλο του. Με σφιγμένες τις γροθιές τον χτύπησε στο κεφάλι και στην πλάτη, ενώ εκείνος τη γράπωσε, με τα τραχιά νύχια του να μπήγονται στους ώμους της και χαμηλά στην πλάτη. Άρπαξε το σαγόνι του και το έσπρωξε όσο πιο μακριά μπορούσε, ώστε ν’ αναγκαστεί να βγάλει τη γλώσσα του από το στόμα της. Τότε ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, εξακολουθώντας να τον κλοτσάει. Το γόνατό της τελικά βρήκε τον στόχο του κι αυτός έγειρε στο πλάι βρίζοντάς την.

Με όλη τη δύναμη που μπορούσε να μαζέψει, τραβήχτηκε από κάτω του και τον έσπρωξε παράμερα. Εκείνος, ήδη ασταθής και λιώμα απ’ το μεθύσι, κουτρουβάλησε στο πάτωμα. Προτού προλάβει να κινηθεί, η Ρόζι σύρθηκε και άρπαξε το φουστάνι και το σακάκι της που κρέμονταν στο παραβάν από μπαμπού. Ύστερα έσπρωξε το παραβάν πάνω του. Μισοκλαίγοντας βρήκε τα παπούτσια της και κρατώντας τα μαζί με τα ρούχα της στα χέρια, έτρεξε στην πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες. Από το δωμάτιο πάνω άκουσε τον κρότο από τον κουβά με το νερό, καθώς ο Μάικο Ντελάνι σκόνταψε πάνω του, και τον γδούπο του στο πάτωμα καθώς έπεφτε.

Μόλις βρέθηκε έξω, έκανε μια στάση, ίσα για να φορέσει τα ρούχα και τα παπούτσια της. Ύστερα έφυγε γρήγορα από το Φόλεϊ Κορτ με κατεύθυνση προς την οδό Μοντγκόμερι. Εκείνη την ώρα κυκλοφορούσε ελάχιστος κόσμος, αλλά τη Ρόζι δεν την ένοιαζε ποιος θα την έβλεπε. Συνέχισε να τρέχει χωρίς να σκέφτεται πού πηγαίνει. Όταν τελικά σταμάτησε, διπλωμένη στα δύο και εξαντλημένη, βρισκόταν στην πόρτα του σπιτιού της οδού Μουρ όπου έμενε ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ.

Του πήρε μερικά λεπτά να απαντήσει στο επίμονο χτύπημά της. Μόλις άνοιξε την πόρτα, τη βρήκε πεσμένη στο κατώφλι.

«Έλα, Παναγία μου! Τι σου συνέβη;»

Η Ρόζι τον κοίταξε. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήλπιζε πως δεν θα την έβαζε να του εξηγήσει. Τον άφησε να τη σηκώσει και την οδήγησε κάτω, από έναν διάδρομο, μέσα σ’ ένα αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο. Την κάθισε σε μια ψηλή πολυθρόνα πλάι στη φωτιά που τρεμόπαιζε.

«Μείνε εδώ», είπε με ευγένεια και εξαφανίστηκε σ’ ένα άλλο δωμάτιο.

Η Ρόζι κουλουριάστηκε, χωρίς καλά καλά να μπορεί να καταλάβει πού βρισκόταν. Παρατήρησε ένα μισοάδειο ποτήρι ουίσκι πάνω σ’ ένα τραπέζι, δίπλα στην πολυθρόνα, και ένα ανοιχτό βιβλίο, αλλά ελάχιστα καταγράφηκαν στη μνήμη της. Εκείνος επέστρεψε μ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό κι ένα ποτήρι μπράντι, τα οποία ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Βγήκε έξω ξανά και επέστρεψε μ’ ένα μικρό κουτί που περιείχε επιδέσμους, αλοιφές και άλλα αντικείμενα. Εκείνη τον κοίταζε με τα μάτια ανοιγμένα διάπλατα.

«Πιες το μπράντι», είπε, «θα σου κάνει καλό. Τώρα ας ρίξουμε μια ματιά».

Η Ρόζι κλαψούρισε και μαζεύτηκε μακριά του.

«Μην ανησυχείς, Ροϊσίν Νταβ», ψιθύρισε. «Δεν θα σε πονέσω. Άσε με να σε δω».

Τον άφησε να της βγάλει το σακάκι, αλλά μόλις άρχισε να ξεκουμπώνει το μπροστινό μέρος του φορέματός της ένας ασαφής πανικός την κατέκλυσε. Τι επρόκειτο να της συμβεί; Ούρλιαξε.

«Α, έλα, ησύχασε τώρα, αγάπη. Όλα θα πάνε καλά. Απλώς αιμορραγείς μέσα από το φόρεμά σου. Προσπαθώ να δω τις πληγές σου».

Κατέπνιξε τον πανικό της. Αιμορραγούσε; Δεν είχε νιώσει τίποτε. Αλλά και πάλι ένιωθε μουδιασμένη. Τον παρατηρούσε καθώς τραβούσε το φόρεμά της από τους ώμους της. Το ύφασμα είχε κολλήσει στην πλάτη της μαζί με ιδρώτα και αίμα, κι εκείνος το ξεκόλλησε απαλά από το δέρμα της.

«Ο Χριστός κι η Παναγία!» αναστέναξε. «Ποιος σ’ το έκανε αυτό;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι και παρέμεινε σιωπηλή.

«Α, εντάξει. Δεν χρειάζεται να μιλήσεις γι’ αυτό τώρα».

Έπιασε το κουτί, έβγαλε βαμβάκι κι ένα μπουκάλι αντισηπτικό και το άπλωσε απαλά στις πληγές της. Είχε αρκετές στην πλάτη, στους ώμους και στα μπράτσα. Τα χέρια της ήταν γρατζουνισμένα επίσης, όπως και τα πόδια της χαμηλά. Έμεινε ακίνητη όσο εκείνος καθάριζε και άπλωνε αλοιφή στις πληγές. Το άγγιγμά του ήταν απαλό. Είχε μια ασαφή αίσθηση από το φως της φωτιάς που μετέτρεψε τα καστανά του μαλλιά σε χάλκινα καθώς έσκυβε πάνω της. Φόραγε μονάχα το πουκάμισό του. Συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν τον είχε δει χωρίς το μακρύ, βαρύ του πανωφόρι.

Το μπράντι άρχισε να κάνει τη δουλειά του. Νυσταγμένη, έγνεψε και έκλεισε τα μάτια της. Θυμήθηκε πώς ο μπαμπάς της φρόντιζε τα γρατζουνισμένα της γόνατα όταν ήταν παιδί, αστειευόμενος μαζί της, για να μην κλάψει όταν θα της έβαζε το αντισηπτικό ή το ιώδιο. Έπειτα τη φιλούσε στο μέτωπο και της έλεγε πως όλα ήταν καλύτερα. Ένιωσε το φιλί του μπαμπά της. Ήταν τόσο αληθινό που άνοιξε τα μάτια της. Ο μόνος που βρισκόταν γονατισμένος μπροστά της όμως ήταν ο Κάθαλ Ο’Μάλεϊ.

Τέλος 24ου κεφαλαίου

Οι εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» προτείνουν επίσης:

1. «Τα Ανέμελα Χρόνια», της Elizabeth Jane Howard

2. «Το άρωμα της ευτυχίας είναι πιο δυνατό κάτω από τη βροχή», της Virginie Grimaldi